Motörhead: Κι αν εκραγείς, θά’ν’ απλώς μια Ακόμη Τέλεια Μέρα

26/06/2023

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

2670

Από τα πρώτα δευτερόλεπτα που το βλέπω, οι λέξεις δεν συγκρατιούνται, ούτε αυτολογοκρίνονται. «Αυτό είναι το πιο γαμιστερό εξώφυλλο Motörhead απ’ όλα».

 

Πιάνω στα χέρια μου το βινύλιο, το αυθεντικό, της Bronze Records. Το ψηλαφώ. Κάνω ώρα να βεβαιωθώ ότι το εξώφυλλο που το’χει κι αυτό σχεδιάσει ο Joe Petagno δεν είναι ανάγλυφο.
Δε μπορεί, σε κάποιες ειδικές εκδόσεις θα είναι.
Το θρυλικό χαυλιοδοντοφόρο κεφάλι εκρήγνυται σε μια ηλεκτροφόρο κόλαση φωτιάς κι από κάτω, με μια εκπληκτική γραμματοσειρά που θα αφιέρωνα σ’ ολόκληρη την Δευτέρα Λυκείου εκατοντάδες προσπάθειες ν’ αντιγράψω, να γράφει: «Ακόμη μια Τέλεια Ημέρα». Η αντίστιξη του καθωσπρέπει, ισοτονικού τίτλου μ’ αυτό το της πουτάνας το κάγκελο που βγαίνει από τον καμβά κι έρχεται καταπάνω σου είναι μια δοσάρα ό,τι πρέπει για να επιταχύσει τα ζουμιά που τρέχουν αυλάκια του μυαλού, όταν είσαι δεκάξι.
Χρόνια αναρωτιόμουν. Πώς στο διάολο και δεν διαβάζω παιάνες γι’ αυτό το δίσκο;
Πώς και θεωρείται «αποτυχία»;
Μετά το τέλος της οκτάμηνης παγκόσμιας περιοδείας για την προώθηση του “Iron Fist”, η αίσθηση στην μπάντα ήταν αυτή ενός προαναγγελθέντος, ισοπεδωτικού hangover που αρνείτο να υποχωρήσει. Παρ’ ότι η βρωμερή τριάδα παραβατικών μουσικών που απάρτιζαν τους Motörhead  δεν είχε ανακόψει στο ελάχιστο τις συνήθεές της, τα σημάδια από τη ζωή στο δρόμο σαν αδέσποτο σκυλί επί οκτώ γεμάτα χρόνια είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητά. Η επιτυχία του “No Sleep ‘Til Hammersmith”, Νο 1 στα βρετανικά τσαρτ τον Ιούνιο του ‘81, ήταν πρακτικά απίθανο να επαναληφθεί. Ο επόμενος δίσκος, “Iron Fist”, στον οποίο ο Fast Eddie Clarke είχε επιμείνει (ή και απομείνει) να επιβλέψει την παραγωγή κατέληξε να έχει ήχο κάπως μουντό, παρά τους 12 καλά γομωμένους ηχητικούς δυναμίτες που περιείχε. Ανέβηκε στο διόλου ευκαταφρόνητο Νο 6 του βρετανικού τσαρτ (17/4/82), όμως η φήμη και η προσδοκία για το χρήμα που μετά από τόσα χρόνια κακουχίας θα άρχιζε πια να μπαίνει στους λογαριασμούς, άρχισε να μειώνει τις αντοχές όλων.
Ο μάνατζερ Doug Morris, εκ των υστέρων αποδειχθησόμενος λήσταρχος δικαιωμάτων και ταμειακών διαθεσίμων, ρίχνει τη φαεινή ιδέα να ηχογραφήσουν μια διασκευή του “Stand By Your Man” μαζί με την  τραγουδίστρια των Plasmatics, μια 32χρονη εξώλης και προώλης punk αγριόγατα με το όνομα Wendy O’ Williams, με την οποία ο Lemmy, στα 37 του, για πρώτη φορά αφήνει να φανεί στους γύρω του ότι είναι πολύ παραπάνω από εντυπωσιασμένος.
Ο Eddie, χολωμένος από την πρόχειρο ηχογράφηση και επιμένοντας ότι η κυκλοφορία αυτή θα σήμαινε «ξεπούλημα» για το σκληροτράχηλο ακροατήριό τους, απειλεί ότι μετά το τέλος της περιοδείας θα φύγει από τη μπάντα, αυτή τη φορά για τα καλά.
Η “Iron Fist Tour”, με πιο υψηλό από ποτέ μπάτζετ, κουστούμια, φωτιστικά και μια υδραυλικά μετακινούμενη σκηνή, ξεκινά στις 17 Μαρτίου του ’82 από το Aberdeen, συνεχίζεται στη Βρετανία και ολοκληρώνεται με 4 εμφανίσεις στο Hammersmith του Λονδίνου. Πατούν πόδι στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.



Μετά από μια μέτρια σε απόδοση, αλλά ως συνήθως εκκωφαντική βραδιά στο Τορόντο ακολουθεί στις 14 Μαίου η πρώτη μεγάλη τους εμφάνιση ως headliner σ’ ένα γεμάτο Palladium στη Νέα Υόρκη. Το κλίμα για τον Fast Eddie έχει γίνει πλέον ανοιχτά εχθρικό. Πλακώνεται στις μπουνιές μ’ έναν roadie, τον διώχνουν από το ξενοδοχείο, μέχρι που του ζητούν να κάνει soundcheck μόνος του. Ωστόσο εκείνος, αφού τελειώνει η συναυλία, φτιαγμένος από την αδρεναλίνη, κατεβαίνει συνοδευόμενος από τον Nick Carris, μέλος της ομάδας του μάνατζμεντ πρόθυμο να παίξει το ρόλο του συμφιλιωτή, στα καμαρίνια. Τους ζητά να τ’ αφήσουν όλα πίσω τους, τους λέει ότι έχει βάλει μυαλό, ότι θέλει να προχωρήσουν μαζί. Μέσα από αδιαπέραστα σύννεφα τσιγαρόκαπνου και ενώπιον στριμωγμένων παρατρεχάμενων, ανθρώπων της δισκογραφικής, τοπικών promoters, roadcrew, περίεργων μούτρων και γκρούπις, το συνοφρυωμένο, σιωπηλό μούτρο του Phil δεν χρειάζεται να πει τίποτε, γιατί θα το κάνει η οριστικά δυσοίωνη φωνή του Lemmy.
No man. Fuck off. Its over”.  
Lemmy: «Ο Eddie κάθε δυό βδομάδες “έφευγε” από τη μπάντα. Το’χε ρίξει στο πιώμα χοντρά εκείνη την εποχή κι είχαμε βαρεθεί με τα καμώματά του. Αυτή τη φορά δεν θα του ζητούσαμε να γυρίσει».
Όμως η κλεισμένη περιοδεία δεν μπορεί να περιμένει. Χρειάζεται αντικαταστάτης.
Lemmy: «Τον ήξερα χρόνια. Είχαμε γνωριστεί κάτω από ένα τραπέζι του Dingwalls. Έπεφτε ξύλο κι όλοι εμείς οι δειλοί είχαμε χωθεί κάτω απ’ το τρaπέζι μήπως και γλυτώσουμε. Από την άλλη, ο Philthy ήταν φόλα φανατικός οπαδός των Thin Lizzy. Ο Brian ήταν ένας από τους ήρωές του, χωρίς όμως να τον έχει γνωρίσει ποτέ προσωπικά. Με τους Thin Lizzy ήταν σπουδαίος πάνω στη σκηνή. Θυμάμαι φορούσε ένα λευκό σακκάκι και ξεχώριζε με τα μακριά του μαλλιά να πέφτουν από πάνω. Μάθαμε ότι ήταν διαθέσιμος, οπότε τον φέραμε με αεροπλάνο όσο πιο γρήγορα γινόταν. Κατεβαίνει από το αεροπλάνο και τί να δω. Έχει μαλλιά κοντά, βαμένα ένα χρώμα κάτι σαν κόκκινα. Με καταλαμβάνει απόλυτος τρόμος. Όμως από την άλλη σκέφτομαι, για να γίνει αυτή τη στιγμή ένας πιστός στρατιώτης, μου κάνει».
Πράγματι, ο 27χρονος Σκωτσέζος, κανονικός ροκ σταρ στα ‘70s ως το περίφημο ήμισυ της διπλής κιθαριστικής επιθετικής γραμμής των Thin Lizzy, μπορεί να μην είχε δισκογραφήσει κάτι ιδιαίτερο μετά το 1978 –οι Wild Horses με τον Jimmy Bain δεν οδήγησαν πουθενά- μπορεί να διατηρούσε τη φήμη του μεγάλου καυγατζή και του σκληρού πότη, όμως ως μουσικός ήταν τεχνικά προηγμένος, έμπειρος και προσαρμοστικός. Με λίγες ώρες μόνο πρόβα πριν την επόμενη εμφάνιση των Motörhead στο Harpo’s του Detroit, ο Brian Robertson, δείχνει απόλυτα αφοσιωμένος. Ο ιδανικός μισθοφόρος.
Η περιοδεία στη Βόρεια Αμερική συνεχίζεται τηρουμένων των αναλογιών ιδανικά και τέλη Ιουνίου του ’82 περνά από Ιαπωνία, όπου αρχίζει να διαφαίνεται μια μικρή απόσταση στη νοοτροπία ανάμεσα στον καινούριο και τους δύο παλιούς. «Μη νομίζεις ότι εδώ θα συναντήσεις όλη αυτή την υποδοχή που έχεις συνηθίσει αλλού», προειδοποιεί με την βαριά σκωτσέζικη προφορά του ο Robertson τον δέκα χρόνια μεγαλύτερό του Lemmy. «Εδώ ξέρεις, το κοινό δεν κάνει τίποτε. Απλώς κάθονται και στο τέλος χτυπάνε παλαμάκια με τα μικρά τους τα χεράκια». Για να πάρει την αποστομωτική απάντηση :
«Μην είσαι και τόσο σίγουρος Brian. Τώρα είσαι στους Motörhead».
Lemmy: «Τα πήρε άσχημα με την απάντησή μου. Υπήρχε, όπως φάνηκε κι αργότερα, κάτι σαν “εγώ έχω έρθει από τους Thin Lizzy, και χάρη σας κάνω”».
Πέρα από τα κόκκινα μαλλιά και τη μπαντάνα που συνήθιζε να φορά ο Robertson στη σκηνή, κανένα σημάδι επικείμενης καταστροφής δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Μέχρι τις 25 Ιουλίου  του ’82 και εκείνη τη συναυλία που είχαν διοργανώσει εξολοκλήρου οι Hell’s Angels στο Hackney Wick Stadium, μια ανοιχτή πίστα για αγώνες ταχύτητας και σκυλοδρομίες στη βορειοανατολική περιοχή του Λονδίνου.
Lemmy: «Ο Brian ανέβηκε πάνω στη σκηνή με τα κόκκινα κοντά μαλλιά του φορώντας ένα πράσινο σατέν κοντό παντελονάκι. Από κάτω έβλεπες ότι σερνόταν μια φοβερή αναταραχή. “Ποιόν’ αυτό το μουνάκι με το σορτσάκι; Είναι ο καινούριος τους κιθαρίστας. Να του την πέσουμε, να τον φάμε τον πούστη”. Ο Brian δεν κατάλαβε πόσο κοντά έφτασε στο να του την πέσουνε και να τον φάνε πραγματικά. Στεκόταν εκεί μπλαζέ και βάραγε την κιθάρα του, όμως στους Hells Angels δεν αρέσουν κάτι τέτοια. Παρ’ ότι στάση αξιέπαινη από κοινωνιολογική άποψη, πραγματικά θα μπορούσε να επιλέξει καλύτερο μέρος για να διατυπώσει αισθητική του πρόταση».
Παρά ταύτα, η “Iron Fist Tour” ολοκληρώνεται χωρίς περισσότερα παρατράγουδα. Φινλανδία, Γιουγκοσλαβία, Σουηδία, Ολλανδία, Βέλγιο, Γαλλία, Αυστρία, Ελβετία, Ιταλία, Ισπανία, ο Brian παίζει κάθε βράδυ δυνατά, πίνει ασταμάτητα, μεθάει και ξωκείλει σε ανεκτό– για τις τάξεις των Motörhead -  επίπεδο. Ιδανικός ομοϊδεάτης.
Lemmy: «Ένα βράδυ στην Ισπανία τον βρήκα στο λόμπυ του ξενοδοχείου μπροστά σ΄αυτά τα διακοσμητικά σκατολοϊδια που έχουν τα ξενοδοχεία, πορσελάνικα αρκουδάκια, κάτι τέτοια. Ακομπούσε το πρόσωπό του πάνω σ’ ένα απ’ αυτά κι έλεγες όταν τον έβλεπεες ότι έχει πλησιάσει κοντά για να το παρατηρήσει. Όμως όχι. Ήταν κόκκαλο. Είχε μείνει εκεί ακουμπισμένος και κοιμόταν, με μια τσάντα στον ώμο κι ένα μπουκάλι Κουαντρώ στο χέρι. Τον βάλαμε στο ταξί και τον πήγαμε στο αεροδρόμιο. Τον στήσαμε έτσι κάθιστό σε μια καρέκλα στην αίθουσα αναμονής. Έμεινε εκεί αναίσθητος, με το κεφάλι του να γέρνει σιγά σιγά πίσω και το στόμα του ανοιχτό. Περνάγαν κάτι τσογλανάκια, και του αφήνανε αποτσίγαρα μέσα στο στόμα. Τον βλέπαν έτσι και δεν τους ένοιαζε. Δε δίναν δεκάρα».
Με το single “Stand By Your Man”, την απαρχή του κακού, να περνά εμπορικά απαρατήρητο, έρχεται η ώρα να μπουν στο στούντιο για τον καινούριο δίσκο. Και τότε προτείνουν στον Robertson να ενταχθεί σαν πλήρες μέλος στο συγκρότημα.
«Εντάξει, αλλά μην περιμένετε να γράφω ξανά και ξανά το Ace Of Spades».
Από τη στιγμή που το πράγμα γίνεται επίσημο, ο Brian επιδεικνύει κάπως υπερβολική πρόνοια να δείχνει προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν ανήκει στις τάξεις των Motörhead, ότι είναι κάτι σαν ένας επιφανής guest, ότι συμμετέχει σ’ ένα πείραμα που θα το ακολουθήσει μόνον αν δει ότι του βγαίνει επωφελές. Ζητάει συμβόλαιο για μόνον ένα άλμπουμ, με δικαίωμα μάλιστα να αποχωρήσει όποτε επιθυμεί. Το παίρνει. Κάνει μερικά τηλέφωνα και στο στούντιο έρχεται ν’ αναλάβει το άλμπουμ ο Tony Platt, φίλος του από τις μέρες των Lizzy.
Ο παραγωγός Tony Platt κάθε άλλο παρά χθεσινός είναι. Βοηθός ηχολήπτη στα Island Studios του Λονδίνου από τις αρχές των ‘70s, έχει συμβάλλει σε αμέτρητες ηχογραφήσεις θρυλικών ονομάτων (Free, Traffic, Bob Marley, The Who, Rolling Stones, Led Zeppelin, Paul McCartney), ενώ στα τέλη της δεκαετίας υπήρξε το δεξί χέρι του Mutt Lange, τις ημέρες που υπό την επιστασία του οι AC/DC έχουν μεταμορφωθεί σε μεγαθήρια και οι Foreigner προκαλέσει παγκόσμια αίσθηση με το άλμπουμ “4”. Το να διατηρήσει την ορμή του Rickenbaker του Lemmy και την ασυμμάζευτη κρουστομανία του Phil και να την περιχύσει με τις τόσες μελωδικές φράσεις του Robertson, που παίζει εκ φύσεως με αυτοπεποίθηση, σχολαστικότητα αλλά και πώρωση δεν είναι εύκολο πράγμα. Οπωσδήποτε είναι ο δίσκος των Motörhead που ακούγεται καθαρότερα και πληθωρικά, σε ωθεί για πρώτη φορά να τον ακούσεις ξανά, ν’ ανακαλύψεις διαδρομές ανάμεσα από την αναγνωρίσιμα τραχιά εκφορά των στίχων και την επίμονη ρυθμικής βάσης.
Brian Robertson: «Καταρχάς, έχω κλασσική μουσική κατάρτιση. Και σ’ αυτό το δίσκο ακόμη, ενορχήστρωσα τις κιθάρες σα να είχα ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Γι’ αυτό και χρησιμοποίησα δεκαεπτά διαφορετικές κιθάρες και έβγαλα όλους αυτούς τους διαφορετικούς ήχους. Μπορεί να χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις τη μια γιατί βγάζει πιο λεπτό ήχο και αφήνει χώρο, την άλλη γιατί ακούγεται με καλύτερες χαμηλές, όλο το θέμα είναι να φτιάχνεις μια φωτοσκίαση – έτσι μ’ αρέσει να δουλεύω».


Η μέχρι εκείνη τη στιγμή νοοτροπία των Motörhead ως προς τις ηχογραφήσεις, το μπες στο στούντιο - βάρα δυνατά - παίξτο μια δεύτερη – άντε και μια τρίτη φορά - και βγες, με τον Robertson αλλάζει.  «Τον καργιόλη. Άλλαξε όλα τα κουμπάκια πάλι», γρυλλίζει ο Lemmy λίγο πριν η μπάντα ξεκινήσει να προβάρει για μια ακόμη φορά το “Marching Off To War”, σ’ ένα χαμηλοτάβανο προβάδικο στο Rickmansworth. «Αυτά παθαίνεις άμα μπλέκεσαι με μουσικούς».
Ανάμεσα σε Φεβρουάριο και Μάρτιο του ’83, στα Olympic Studios του Λονδίνου, το νέο άλμπουμ παίρνει σάρκα και οστά. Και δεν είναι ριζικά διαφορετικό μόνο ως προς το περιεχόμενο.
Joe Petagno: «Δεν άκουσα την μουσική, αν και νομίζω μου στείλαν ένα πρόχειρο ντέμο. Έφτιαξα το πρωτόλειο σ’ ένα σκληρό χαρτόνι κούτας από μπύρες, μ’ ένα πινακάκι στα γόνατά μου για παλέτα, μερικές μπογιές κι έναν κουβά νερό από δίπλα. Και ο λόγος για τον οποίο το εξώφυλλο μου βγήκε έτσι όπως βγήκε, χαοτικό, ήταν επειδή όλα γύρω μου ήταν ένας χάος. Στην προσωπική μου ζωή, στη ζωή του Lemmy, παντού τριγύρω. Πήγα το σχέδιο στο Λονδίνο να το δείξω ο ίδιος στη μπάντα και όλοι πάθανε μόλις το είδαν. Δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τους κάτι ανάλογο. Ο Phil μάλιστα θυμάμαι να λέει : “Γάμησέ τα ! Άμα οι πιτσιρικάδες έχουν πάρει acid και το δούνε, θα τους φύγει το κεφάλι !” Παραμένει ένα από τα αγαπημένα μου εξώφυλλα».
Το εσώφυλλο περιέχει για πρώτη φορά ένθετο με τους στίχους και από την άλλη πλευρά ένα μαυρόασπρο κόμικ του τύπου «οι περιπέτειες των Motörhead ». Έχοντας τον Robertson στο πλήρωμα ήδη επί δέκα μήνες, δείχνει ένα συμπλήρωμα προς την αναμενόμενη κατεύθυνση. Ιδίως εφόσον τα σκίτσα αντανακλούν κι υπογραμμίζουν ακριβώς την εικόνα που έχουν για το τρίο οπαδοί και μη. Τρεις μπρούτοι προς το ανεγκέφαλοι, που το μόνο που δείχνει να τραβά την προσοχή τους είναι το πιώμα, η pub και το να βγουν στο δρόμο για συναυλία.
«Τί εννοείς το τελείωμα (σ.σ.: στο τραγούδι) πρέπει νά’ ναι 89μιση μπάρες μακρύ;» λέει η καρικατούρα του Brian κρατώντας ένα μπουκάλι Jack Daniels, ενώ ο Phil, σκιτσαρισμένος σαν ένα πιθηκοειδές ντούκι ρωτά με απορία τί σημαίνει η φράση «ως εκ τούτου».
To “Another Perfect Day” κυκλοφορεί στις 28 Μαίου του ’83 και την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του φτάνει στο Νο 20 των βρετανικών τσαρτ, σε μια σύντομη όμως πορεία μόλις τεσσάρων εβδομάδων (UK#20, 4/6/83). Τί όμως στ’ αλήθεια συνέβη και οι Motörhead , σε μια καθοδική πορεία που ξεκίνησε αμέσως μετά την κυκλοφορία του, έφτασαν να να εκραγούν, με τρόπο ελάχιστα φανταχτερό σε σχέση με το γαμάτο κείνο εξώφυλλο;
Πρώτα αναλαμβάνει δουλειά ο μουσικός τύπος. Είναι η ώρα να χτυπηθούν ανελέητα γι’ αυτή την «μουσική στροφή» προς την λεγόμενη «μουσικότητα». Το θανάσιμο αμάρτημα να πάνε με ένα live album μέχρι το Νο 1 δυό χρόνια πριν είναι κάτι που ο βρετανικός τύπος -που την εποχή της κυκλοφορίας του δίσκου δονείται σε ρυθμούς Cure, Kajagoogoo, Culture Club και Thomson Twins- δεν θα το συγχωρήσει ποτέ σ’ αυτή την λερή, βαβουριάρικη τριάδα. Ακόμη όμως και οι «ροκ» γραφίδες, που πριν το “Ace Of Spades” τους απέρριπταν ως άμουσους και μετά το “No Sleep ‘Til Hammersmith” για επαναλαμβανόμενα χοντροκομμένους, τώρα τους μπήγει βαθιά το μαχαίρι, από τη μια αμφιβάλλοντας για το δόκιμο του εγχειρήματος να ακούγεται «τόση μελωδία» σ’ έναν δίσκο Motörhead, εν μέρει, δε, υπαινισσόμενες ότι «πάνε να το κάνουν εμπορικό».
Η μπάντα, ενώ ετοιμάζει τη νέα της παγκόσμια περιοδεία ως headliner, αμύνεται :
Lemmy: «Τρώμε για χρόνια αυτό τo θάψιμο, ότι είμαστε ένα μάτσο γαμοροκάδες επιπέδου Νεάτερνταλ, ποζάροντας με ζώνες με σφαίρες και τα συναφή. Τώρα που τό’ χουμε πάει λίγο πιο μελωδικά, να δούμε τί θα έχουν να πουν. Σίγουρα κάτι θα βρουν (…). Στο τέλος τους βαριέσαι. Πολλές μπάντες τρώνε αυτό το θάψιμο, τις έχουν προγράψει, τις έχουν βάλει σ’ ένα κανάλι και με λίγο διαφορετική γνώμη κάθε φορά, ό,τι και να κάνουν, από τον τύπο παίρνουν πάντα την ίδια κριτική. Είμαι σίγουρος ότι οι Marillion, ας πούμε, έχουν σιχαθεί ν’ ακούνε πόσο μοιάζουν με τους Genesis. Έχω διαβάσει τρία διαφορετικά άρθρα γι’ αυτούς και όλα μιλάνε για τους παλιούς Genesis και την νέο-ψυχεδέλεια».
Phil “Philthy Animal” Taylor: «Μέχρι τώρα οι δίσκοι μας ακούγονταν σα να τρώς κλωτσά στα δόντια. Τώρα είναι σα να τρως κλωτσά στα δόντια και να σου πετάμε και μια συγγνώμη μετά».
Lemmy: «To πρώτο και το τελευταίο κομμάτι είναι σαν τους παλιούς Motörhead. Ενδιάμεσα το πράγμα πάει και κατσαρώνει. Τα πιο πολλά είναι όπως θα τα κάναμε έτσι κι αλλιώς, απλώς εδώ με τον Brian το ωραίο είναι ότι μπορεί να κρατήσει ένα σόλο κάπως περισσότερο απ’ ότι ήθελε ή μπορούσε να το κάνει ο Eddie. Επίσης, παίζει ρυθμική με πολύ διαφορετικό τρόπο απ’ ότι ο Eddie. Ο Eddie ήταν πολύ καλός ρυθμικός κιθαρίστας, αλλά δε μπορούσε να το γυρίσει σε lead μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο. Ο Brian παίζει δυό ακκόρντα πάνω στο ριφ, κολλάει κι ένα μικρό lead κι επανέρχεται».
Lemmy: «Γίνεται πολλή κουβέντα για το ότι τα ροκ γκρουπ έχουν γίνει πια άνοστα, όμως αυτά είναι βλακείες. Τα παιδιά που βρίσκονται στο κοινό μας δεν λένε τέτοια – όταν αλληλογραφούν με τα περιοδικά τους ξεχέζουν τους γραφιάδες που λένε τέτοια πράματα. Τα παιδιά βγαίνουν έξω να περάσουν καλά στη συναυλία – ο γραφιάς κάθεται στ’ αυγά του και πληρώνεται γι’ αυτό. Ή μπαίνει μέσα για το πρώτο κομμάτι, βγαίνει έξω, ξαναμπαίνει για το encore και στο τέλος γράφει μια κακή κριτική για μια συναυλία που δεν έχει δει και δεν θέλει να δει».
Phil “Philthy Animal” Taylor: «Δεν γίνεται, μάλλον ακούνε άλλον δίσκο. Αν δεν μπορούνε να δεχτούν πώς είναι το να προχωρεί μια μπάντα μπροστά και προτιμάνε να γυρνάνε πέρα δώθε με τα δάχτυλα μπηγμένα στ’ αυτιά τους, να πα’ να γαμηθούνε. Ακόμη κι αν απλά δεν μπορούνε να μας αποδεχτούνε έτσι όπως παίζουμε τώρα, τότε και πάλι να πα’ να γαμηθούνε».
Κλείνοντας πράγματι τ’ αυτιά στις ιδιοτελείς και στερεοτυπικές τοποθετήσεις του μουσικού τύπου της εποχής, το “Another Perfect Day” είναι ένα σπάνιας τόλμης εγχείρημα. Το πλέον βάρβαρο ηχητικά γκρουπ του ροκ φάσματος, το οποίο εχθροί και φίλοι λάτρευαν να κατατάσσουν στο “heavy metal” (κατηγοριοποίηση την οποία οι Motörhead ανέκαθεν απεχθάνονταν), αποφάσισε να βάλει μια τόσο γενναία δόση μουσικότητας στο υλικό της, ώστε μεμιάς να διαψεύσει τους πάντες για τις ικανότητές της, αδιαφορώντας ακόμη και για το «τί ζητάει το κοινό».
Το “Back At The Funny Farm” ξεκινά με άνοιγμα του μικροφώνου, τον Lemmy να πετάει ένα “fuck’em now” κι ένα μπάσο μυδραλιοβόλο να ξεπετάγεται και να θερίζει. Γρήγορο, αποφασιστικό, με κοψίματα, τα τύμπανα να δέρνουν ασταμάτητα κι η κιθάρα να σηκώνει το τζάμπο τζετ από το έδαφος. Με την ίδια κατάμουτρη ορμή μπαίνει το “Shine” (UK#59, 6.8.83), ένα επείγον ραβασάκι – σαϊτιά στη λουσάτη ζωή – η οποία πάντα προσωποποιείται στη θηλυκή αποδέκτη των στίχων του Lemmy: «Όμορφη δείχνε και θα σε κάνω να γελάς – Βάζω στοίχημα ότι γι’ άγουστο μ’ είχες κόψει – Μα ‘γω το κεφάλι θα στο κάνω να γυρνάει – Δε θα πάρεις γραμμή μέχρι κάτω να βρεθείς – Θ’ αλλάξω τον τρόπο σου να νιώθεις – Γύρω γύρω θα σε πάω και ξανά». Την προσοχή ληστεύει ένα εκτυφλωτικό σόλο διάρκειας 50 ολόκληρων δευτερολέπτων από τον Robertson, ο οποίος ανεβαίνει, κατεβαίνει, εκτινάσσεται, κάνει πιρουέττες, ουά-ουά, λυσσομανά, ξαναμπαίνει στο ρυθμό και συνεχίζει να σολάρει πάνω στο ρεφραίν.
“High life, I'm a fool for you
Low life, like to break the rules,
First bite, you know I got a taste for you,
I'm gonna make you shine”



Πριν καλά – καλά καταλάβει ο ακροατής τί τον έχει βρει και μετρήσει πρόχειρα τις απώλειές του, μπαίνει, μετά από μια ύπουλη εισαγωγή, το “Dancing On Your Grave”. Δηλητηριώδες, εκδικητικό, οπλισμένο μ’ ένα ακόμη σόλο - μικρή συμφωνία στη μέση, κι ένα δεύτερο απολαυστικά ψυχεδελίζον προς το τέλος. «Ξέρω, έλεγες είσαι μεγάλη δολοπλόκα – Γιατί, δεν ξέρω – Όλο κι όλο πού΄χες, μια δεσμίδα μετρητά, μωρό μου – Και μια λάμψη στο μάτι – Στο διάβα μου τα παρασέρνω όλα σαν Ινδιάνος μαχητής – Να’ μαι τώρα που – Πάνω στον τάφο σου χορεύω».
«Ένας ακραία περίεργος ήχος διακόπτει την εξουθενωτική πρόοδο του “Rock It”. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, λέγεται “πιάνο”», γράφει η κριτική του NME. Είναι το τέταρτο κομμάτι, ένα διάλειμμα μετά από τον ορυμαγδό, ένα ξερό early sixties δωδεκάμετρο. Ο Robertson το μετατρέπει και αυτό σε περιπέτεια, χώνοντας, ξαναχώνοντας, παρεκβαίνοντας όσο πάει με το σόλο, προσεδαφιζόμενος μετά και πηδώντας πίσω στη θέση του ρυθμικού οδηγού της ατμομηχανής, που εξακολουθεί να φλυαρεί με τον συνοδηγό του καθώς το πιστόνι του μπάσου βαράει, όλα μέσα σε τριάμισυ λεπτά και κάτι ψιλά.
Η πρώτη πλευρά κλείνει μ’ έναν πραγματικό ογκόλιθο. Το “One Track Mind”, στη λογική του “Limb From Limb” και του “Sweet Revenge” από τα προηγούμενα άλμπουμ, είναι διακήρυξη ανεξαρτησίας, αυτοπροσωπογραφία, ένδοξα ματοβαμένο προπύργιο, ένα υπόδειγμα, της λιτής, κοφτερής στιχουργίας του Lemmy και ταυτόχρονα μιας λυσσώδους κιθαριστικής επίδειξης από τον Robertson. Λες και οι δυό τους αποφεύγουν να μονομαχήσουν, μόνο και μόνο για να αποσαφηνίσουν, ώμο με ώμο, καθώς μπάσο και κιθάρα διαγκωνίζονται εντυπωσιακά από την μαεστρική μίξη του Tony Platt, πόσο αγύριστα κεφάλια είναι και θα παραμείνουν στον αιώνα τον άπαντα κι οι δυό τους, ο καθένας με τον τρόπο του.


Η δεύτερη πλευρά ξεκινά κι αυτή με ξερόβηχα, ένα «τώρα θ’ ακούσετε πώς το παίξαμε στην πρόβα και κρατήσαμε την καλύτερη εκδοχή» και η μπάντα μπαίνει στο “Another Perfect Day”. Ένα κομμάτι road trip, με απλή μελωδία που σε διαποτίζει πριν το καταλάβεις, με χάρτη τις κιθάρες του Robertson και την φιλοσοφία του Lemmy ξεκάθαρη σε τρεις στροφές.

Στην πρώτη μονολογεί. «Έξω για φαί – λες τα δικά σου – Μια χαρά πιωμένος – ξανά πίσω στο δρόμο – Ό,τι βλέπεις, παίρνεις και δεν πα’ να λες – Πού καιρός κάτι να βρεθεί μακριά τον πόνο για να πάρει  - Σίγουρα απ’ τους εκλεκτούς δεν είσαι – Σίγουρα έκανες κι εσύ κανά δυό δικά σου κόλπα – Μα τώρα έφερες δυάρια – Σ’ ακόμη μια Τέλεια Μέρα»
Στη δεύτερη απευθύνεται στον εχθρό: στο golden boy, τον υποτακτικά καλοπληρωμένο χαρτογικά.
«Μηχανικό παιχνιδάκι είσαι – μια δεκάρα και χορεύεις – Πάντα η αλήθεια είναι μαύρο ή άσπρο – Εύκολες οι απαντήσεις – Όμως τις πληρώνεις ακριβά – Για σένα, ξέρω, όλα είν’ το ίδιο – Δεν μπορείς τίποτε να κάνεις – Με τίποτε δεν το γυρίζεις τώρα – Ακόμη μια Τέλεια Μέρα»
Και στην τρίτη, στην αόρατη θηλυκή συνένοχο: «Όλα για όλα πόλεμος, τό΄χες στήσει αλλά σου χάλασε – Μη λες τίποτα, να γυρίσεις πίσω δε μπορείς - Κάνεις τη χαζή μωρό μου, δεν ξέρεις – Ως πού μπορείς να φτάσεις – Κι όμως λες την αλήθεια μ’ έναν άλλον τρόπο – Κανένα δικαστήριο δε θα σε ψάξει – Ό,τι και να κάνεις – Μπορεί και το τέλειο έγκλημα – Σε μια ακόμη Τέλεια Μέρα».

Το διάλειμμα εδώ έρχεται νωρίς με το μάλλον μονοκόμματο “Marching Off To War”, φορτωμένο από τις εμμονές του Lemmy για τον πόλεμο, που κι αυτό μετατρέπεται σε κιθαριστική πολυπαραλλαγή που κρατάει τον ακροατή, μέχρι να έρθει το δεύτερο μετά το “Shine” μελωδικά κοφτερό διαμάντι, εκείνο που παρέσυρε τις κακόβουλες γραφίδες να μιλήσουν για «εμπορική στροφή» όταν κυκλοφόρησε σαν το πρώτο single [UK#46, 21.5.83].
Το “I Got Mine”, ένα ακόμη εγωκεντρικό ραβασάκι, με ευκρινή μελωδική γραμμή να παραπέμπει σε κάτι σαν country & western ρομάντζο, φτιάχνει ένα απίθανο να το φανταστεί ο οποιοσδήποτε σε δίσκο των Motörhead κοντράστ με το μπάσο που κοπανάει ετοιμοπαράδοτα σκαμπίλια και την Gibson του Robertson που πετάει φωτιές, σ’ ένα από τα πιο χορταστικά σόλο του από την εποχή, χωρίς μεγάλη δόση υπερβολής, του “Johnny The Fox”.


Ο δίσκος τελειώνει με το γκαζωμένο “Tales Of Glory” και μια μπρουτάλ αφασία με παραμορφωμένο μπάσο για το οποίο το ΝΜΕ γράφει χολερά, αλλά αρκούντως περιγραφικά:
«Το γοητευτικά τιτλοφορούμενο “Die You Bastard!” ξεκινά μ’ ένα απροσδόκητο ρέψιμο κι εκτυλίσσεται σ’ ένα πολεμικό Positively 4TH Street. Με φωνή αλυσσοπρίονο, ο Lemmy κηρύσσει μίσος και αποστροφή από’να μέρος που ακούγεται σαν το βάθος ενός υποστέγου αεροσκαφών»..  
Σε κάτι λιγώτερο από ένα εξάμηνο, η περιοδεία που έχει ξεκινήσει στις 27 Μαίου του ’83 από την κωμόπολη του Chippenham, 90 μίλια δυτικά του Λονδίνου, θα καταλήξει να επιφέρει ένα βαθύ, αιματηρό σχίσμα στο ακροατήριο των Motörhead .
O Robertson, αρχίζει όλο και πιο συχνά να σκάει μύτη πάνω στη σκηνή φορώντας στα κοντοκουρεμένα κόκκινα μαλλιά του λευκή μπαντάνα, και από πάνω αμάνικα ανοιχτόχρωμα φανελάκια, σατέν σορτσάκια, κοντά πουκάμισα δεμένα μπροστά στον αφαλό με πετσέτα ως και εσπαντρίγιες. Η αντίθεση με τους μαυροντυμένους Lemmy και Phil αρχικά αποξενώνει και σύντομα εξαγριώνει το κοινό – «Ποιo νομίζει ότι είναι αυτό το αρχίδι;». Δεν είναι όμως μόνο η εξωτερική εμφάνιση που, βράδυ το βράδυ, δεν καταπίνεται. Όπως είχε προειδοποιήσει, ο Brian αρνείται πεισματικά να παίξει τα στάνταρ, αυτά που κάθε βράδυ οδηγούν το κοινό στην τελική κώφωση του φινάλε και του encore: “Ace Of Spades”, “Overkill”, “Bomber” και “Motörhead”.
«Απ΄ό,τι αργότερα κατάλαβα, όλη η φάση με το ντύσιμο ήταν για να μου μπει στο μάτι.
Όσον αφορά το ότι δεν ήθελε να σχετίζεται με το παρελθόν μιας μπάντας στην οποία μόλις είχε προσχωρήσει, αποδείχθηκε καταστροφικό. Η αλήθεια είναι ότι είχε και την υποστήριξη του
Phil πάνω σ’ αυτό. Τους καταλαβαίνω από μια άποψη, ήθελαν ένα διαφορετικό ξεκίνημα και ήθελαν αυτό να γίνεται σαφές. Όμως όταν ανεβαίνεις εκεί πάνω, δεν παίζεις παρά για το κοινό που έχει έρθει να σε δει. Να πούμε την αλήθεια, τα παιδιά στις συναυλίες θέλουνε να παίζουμε τα παλιά. Κι εγώ, δηλαδή, αν πήγαινα να δω τον Little Richard θα ήθελα οπωσδήποτε να ακούσω και το Long Tall Sally”, αν δεν το έπαιζε, κι εγώ θα τσαντιζόμουνα. Ακόμη κι αν βαρεθώ μέχρι θανάτου το Ace Of Spades”, οι Motörhead είναι υποχρεωνμένοι να το παίζουν γιατί ο κόσμος θέλει να το ακούσει – τέρμα και τελείωσε. Το ν’ αρνείσαι να το παίξεις, αυτό όπως και τα άλλα παλιά τραγούδια, θα σου φέρει, απλώς, άσχημα μαντάτα».
Το κοινό, όπου κι αν πήγαιναν, έδειχνε να χλευάζει το όλο στυλ του Brian όλο και περισσότερο. Μπουκάλια, φτυσίματα, γιουχάϊσμα. Στην Αμερική η περιοδεία αποβαίνει σκέτη καταστροφή.
Συν τοις άλλοις, οι τουρ μάνατζερ δεν ήξεραν με ποιούς να τους συνδυάσουν στο bill. Βρίσκονται να παίζουν, μεταξύ άλλων, μπροστά στο κοινό των Outlaws.
«Παρ’ όλα αυτά, δεν θα έδιωχνα τον Brian ούτε σε εκατό χρόνια, αν συνέχιζε να παίζει σωστά κάθε βράδυ. Όμως ούτε αυτό δεν γινόταν πλέον. Μια βραδιά στο Αννόβερο (σ.σ.: 2/11/83), ξεκίνησε να παίζει ξανά το Another Perfect Day, που μόλις το είχαμε παίξει. “Παλιοαρχίδι!
Μόλις το παίξαμε !”. “
A, συγγνώμη”, απαντάει και το ξεκινάει πάλι. Μετά απ’ αυτό, ήρθε η ώρα να πούμε καληνύχτα σας από μένα, καληνύχτα σας κι απ’ αυτόν κι ευχαριστούμε πολύ».
H τελευταία εμφάνιση του Robertson με τους Motörhead  θα είναι στις 11 Νοεμβρίου του ’83 στο Metropol του Βερολίνου. Η υπόλοιπη ευρωπαϊκή περιοδεία ματαιώνεται, Lemmy και Phil πετάνε στο σπίτι του Brian στο Richmond και του ανακοινώνουν ότι δεν πάει άλλο.
«Ήταν ένας χωρισμός με σχετικά φιλικούς όρους. Το περίμενε. Με κάθε σύνθεση που είχαμε, το ευχαριστήθηκα, εκτός απ’ αυτήν. Ήταν το χειρώτερο σημείο στην καρριέρα μας. O Brian είναι το μόνο άτομο από όλους τους μουσικούς που πέρασαν από τους Motörhead που έφτασα να απειλήσω με σωματική βία – και για να πω την αλήθεια κι εκείνος δεν κώλωνε, μ’ απειλούσε με τον ίδιο τρόπο. Φτάσαμε να κρατάμε ο καθένας από μια καρέκλα, έτοιμοι να τις σπάσουμε ο ένας στο κεφάλι του άλλου».   



Η καταβαράθρωση συντελέστηκε εγκαίρως για τον Lemmy και την οντότητα Motörhead, την οποία μέσα σε ενάμισυ χρόνο πήρε αποκλειστικά ο ίδιος επ’ ώμου, μετά και την αποχώρηση του Philthy, αρχές του ’84. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Δύο κιθάρες, “Killed By Death”, η διπλή συλλογή “No Remorse” και η δεύτερη, πιο σταθερή φάση της καρριέρας τους.
Αυτό που άφησε ωστόσο στην ιστορία το “Another Perfect Day”, αυτή τη μονογενής μουσική απόπειρα ελεγειακής βαρβαρότητας, με στιχουργικές όψεις πάνω στην εμπεδωμένη –κι όχι πια την ακατέργαστη- αλητεία, όπως προέκυψε μέσα από την πολυτραυματική συνεύρεση δύο αποφασισμένων αγροίκων κι ενός ταλαντούχου, υπερφίαλου μέθυσου, είναι μια σειρά από διδάγματα.
Πρώτον, το πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη είναι η εικόνα με το μουσικό ύφος ενός τόσο σκληροπυρηνικού γκρουπ – οι μουσικές συνήθως ακούγονται και απορροφώνται και με άλλα αισθητήρια πέρα από την ακοή. Δεύτερον, ότι το κοινό τείνει να μην εκχωρεί στον αγαπημένο του καλλιτέχνη το δικαίωμά του στην ταύτιση – από ένα σημείο και μετά του το επιβάλλει ως ένα άφευκτο πλαίσιο από όρια, τα οποία προειδοποιείται ότι του απαγορεύεται να ξεπεράσει. Είναι αυτό που απωθούσε πάντα τον Lemmy στην κατηγοριοποίηση “heavy metal”: παρεκβάσεις δεν χωρούν, επαναλήψεις συγχωρούνται, μέχρι το κοινό να «βαρεθεί» ή ο καλλιτέχνης να «ξοφλήσει». Mια ανελεύθερη, στημένη παγίδα στο όνομα ενός στείρου, μονόχνωτου φανατισμού. Τρίτον, ότι από την πλευρά του καλλιτέχνη, ο σεβασμός προς το κοινό αποτελεί αναγκαίο συστατικό κάθε ζωντανής μουσικής παράστασης – κανείς δεν είναι πιο σημαντικός από το κοινό του, ή τουλάχιστον δεν είναι σοφό να οχλεί κανείς το κοινό που τον ανέδειξε με μια τέτοια υπόνοια.
Τέταρτο και κυριώτερο, άφησε κληρονομιά αυτό το ανυπέρβλητο εξώφυλλο, που απεικονίζει την ορμή και προλέγει τις συνέπειες από την συνειδητή επιλογή να αναδιατάξεις, κι άμα λάχει να ξεπεράσεις, τα καθιερωμένα. Κι ας εκραγείς στα εκ ων συνετέθης.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites