Δε γνωρίζω πόσο, ξέρω καλά όμως πως το "Babylon" των Ten θα έπρεπε να βρίσκεται πολύ ψηλότερα στη λίστα των θεματικών (concept) άλμπουμ στο χώρο της rock μουσικής αλλά και πέραν των όποιων μουσικών συνόρων.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά και είναι πλέον σίγουρο πως λίγοι ασχολήθηκαν μαζί του αν και θα έπρεπε να αναγνωρίζεται από τον κάθε δηλωμένο ροκά που παραδέχεται πως ακούει συνειδητά τη μουσική αυτή. Βλέπετε δίσκοι και γιατί όχι και σχήματα αυτής της συνομοταξίας στο πέρας των 90’s πέρασαν και δεν ακούμπησαν λόγω χαμηλής εκτίμησης από το χρηματιστήριο της μουσικής βιομηχανίας. Στη Βρετανία δε – η χώρα καταγωγής των Ten – η κατάσταση στο μελωδικό hard rock όχι απλώς άγγιξε αλλά ξεπέρασε τα όρια του τραγικού.
Αυτοί λοιπόν οι λίγοι λάτρες που ασχολήθηκαν, ανακάλυψαν και λάτρεψαν ένα άλμπουμ που κρύβει πίσω του ένα εκθαμβωτικό σύνολο (μουσική, στίχοι, ιστορία) και που φέτος γιορτάζει μάλλον μελαγχολικά την εικοστή πέμπτη του επέτειο. Πιο συγκεκριμένα το "Babylon" κυκλοφόρησε κάπου στον τελευταίο καλοκαιρινό μήνα του 2000 και μέσα στην αυγουστιάτικη κάψα ήταν μια σκέτη δροσιά. Έχει σενάριο και αυτό αν ρωτήσεις ένα γνώστη της μεγάλης οθόνης θα το κατέτασσε στα sci-fi αστυνομικά θρίλερ. «I’ve seen the lighting now I’m waiting for the thunder».
Είμαστε στο μακρινό έτος 2999 και το 99% του πλανήτη έχει καταστραφεί από την ανθρωπότητα και τους διάφορους πολέμους της. Αυτό το 1% που κατοικείται, κυβερνάται από το "World Foundation Council" και ζει προστατευμένο σε οικολογικές δομές καλυμμένες με θόλο. Στην πόλη - δομή με το όνομα "Babylon" κατοικεί ο βασικός μας πρωταγωνιστής, ο Lex Bader.
Είναι χαρισματικός, ιδιοφυής αλλά και ντροπαλός (ούτε το «Χρυσό Κουφέτο» να παρουσίαζα) και δουλεύει σαν προγραμματιστής στην Cryotech Industries, χωμένος στο λούκι της ρουτίνας. Κάνει σχέδια για μια καλύτερη ζωή (Everyday I fantasize, sad enough but true, dreaming of a better life outside this room).
Στην εργασιακή του «φυλακή» γνωρίζει την Jen Jarrett. Είναι η προσωπικής γραμματέας του προέδρου της εταιρείας Max Devlin και συγχρόνως το φως στο σκοτάδι του ήρωά μας (Talk to me now, talk to the stranger, turn a shrouded face to the light).
Ερωτεύονται (I’m imprisoned by the spell she has me under) αλλά το ειδύλλιό τους ανακαλύπτεται από τα καλόπαιδα, τους υιούς του προέδρου που δε μπορούν να χωνέψουν πως και γιατί η πανέμορφη Jen είναι ερωτευμένη με ένα ποταπό υπαλληλάκο. Ο φθόνος τους θα επιφέρει συνέπειες. Εδώ σταματάει και το ρεζουμέ και αρνούμαι να αποκαλύψω παραπάνω για να διαβάσετε τη συνέχεια, ακούγοντας συγχρόνως και το δίσκο.
Ο ενθουσιασμός ξεκίνησε ευθύς εξ’ αρχής με τα intro και τα outro. Αφενός βάζουν τον ακροατή στην ιστορία και αφετέρου του δίνουν καθαρή εικόνα της σεναριακής ροής. Στιχουργικά καθρεπτίζεται η συναισθηματική κατάσταση του Lex Bader.
Η μουσική παίζει grande ρόλο σε όλα τα παραπάνω. Έχει από την αρχή μέχρι το τέλος έναν πομπώδες, κινηματογραφικό αέρα. Μόνο το logo της 20th Century Fox λείπει. Επί παραδείγματι στο σημείο όπου βρίσκεται νεκρή η Jen (ουπς, να’το και το πρώτο spoil) ο ανυποψίαστος ακροατής παθαίνει πρώτα ένα μικρό σοκ και εν συνεχεία έρχεται αντιμέτωπος με το "Silent Rain" σε αυτή την καταιγιστική "βροχή" συναισθημάτων. Μέσα σε διάρκεια μιας ώρα ζεις έρωτα, αγάπη, θλίψη, οργή. Διακυμάνσεις που δε σε αφήνουν να ησυχάσεις περιμένοντας αγωνιωδώς το φινάλε που θα φέρει (;;) την κάθαρση.
Ο δίσκος χαρακτηρίζεται από την ένταση του μέχρι και στα πιο μπαλαντέ σημεία.
Οι Ten και συγκεκριμένα ο Gary Hughes δεν έκαναν εξαιρετική δουλειά μόνο στο story αλλά και στο συνθετικό μέρος.
Έχεις να κάνεις με μελωδικό hard rock από τα πάνω ράφια. Οι ερμηνείες και οι ιδέες καθ' όλη τη διάρκεια του δίσκου είναι σαν το σεπτεμβριανό αεράκι, δροσερές και συγχρόνως μελαγχολικές. Εδώ μέσα θα βρεις τα στοιχεία που ανέδειξαν τους Βρετανούς στα πάνω της καριέρας τους (γιατί έχει και τα κάτω της προφανώς). Συνεπώς θα αρνηθώ να διαλέξω τραγούδια από το "Babylon", υποδεικνύοντας ωστόσο μια δυο αδύναμες στιγμές.
Ας ξεκινήσουμε με το "Barricade" και το αν μη τι άλλο το χιλιοπαιγμένο riff του που βγήκε από κάποιο εγχειρίδιο. Φαντάζει σαν κομμάτι που έμεινε έξω από το "Spellbound" ένα χρόνο πριν. Το θεωρώ λίγο εκτός κλίματος με το sleaz-ατο βασικό θέμα να χαλάει κάπως την ατμόσφαιρα αν και αποζημιώνεσαι άμεσα για μια ακόμα φορά με το ρεφραίν. Για τα πιο αδύναμα τραγούδια του τέταρτου δίσκου των Ten συναγωνίζεται με το "The Heat" που ποτέ δεν κατάφερε να μείνει στη μνήμη μου και όπως διάβαζα σε κάτι forum παρόμοια άποψη μοιράζονται διάφοροι άλλοι ακροατές.
Τα ντραμς στο "The Stranger" τα ακούς κάπως ασυγχρόνιστα στην αρχή παρότι το συγκεκριμένο κομμάτι είναι από τα καλύτερα του δίσκου. Το ρεφραίν του είναι από αυτά που δε θες να σταματήσει να επαναλαμβάνεται. Μια μικρή ένσταση έχει να κάνει και με την διάρκεια μεταξύ άλλων και της εναρκτήριας σύνθεσης που αργούν να κάνουν fade out και θα μπορούσαν να μην είναι μακροσκελή στο βαθμό που είναι.
Τέλος θα βάλω και λίγο χέρι στους παραγωγούς (μια τετράδα ανθρώπων μεταξύ αυτών και ο κύριος συνθέτης Gary Hughes) που με τον ήχο που έβγαλαν προς τα έξω, ώθησαν άνευ λόγου τις κιθάρες να ακούγονται πιο παραμορφωμένες και heavy απ’ όσο έπρεπε. Πολύ βαρύ για Ten. Ενδεχόμενη η προσπάθεια αντανάκλασης των σκοτεινών χρωματικών τόνων της ιστορίας. Ίσως να ήταν και σημάδι των καιρών με τόσο Thrash, Death και Nu Metal που κατέκλυζαν την αγορά. Η δουλειά που έγινε πίσω από την κονσόλα σε ελάχιστα σημεία φτάνει να πνίγει τη φωνή του φρόντμαν.
Μιας και έγινε αναφορά στον ιθύνοντα νου δε μπορώ να μην του απονέμω τα εύσημα. Ο Hughes απέδειξε ότι είναι ένας ικανότατος storyteller, ακολουθώντας επάξια τα βήματα του Bob Catley των Magnum. Να το λάβω σαν τυχαίο περιστατικό που η συνεργασία των δυο τους ξεκίνησε περίπου εκείνη την περίοδο (1998) και συνεχίστηκε μέχρι και ένα χρόνο μετά το "Babylon"; Τη απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο κύριος συνθέτης των Ten που έχει παραδεχθεί πως υλικό που έχει γράψει για τα προσωπικά άλμπουμ του Catley εύκολα απορροφούνται στο βασικό του συγκρότημα.
Το "Babylon" μπορεί να κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2000 αλλά η φήμη του δε χάθηκε στη Βαβυλώνα της λήθης.
Η αξία του είναι μη διαπραγματεύσιμη. Δεν αντανακλά το όνομα της μπάντας από το οποίο συλλήφθηκε και δεκαράκι δεν είναι. Ωστόσο θεωρείται διαμάντι και τα αληθινά διαμάντια δύσκολα θαμπώνουν όσες δεκαετίες κι αν περάσουν.
Υ.Γ.1: Το "Dawn Star" είναι ένα τραγούδι που θα έμπαινε στο "Babylon" αλλά τελικά απορρίφθηκε. Βγήκε στην επιφάνεια σε επίσημη κυκλοφορία το 2019 στο compilation boxset με την ονομασία "Opera Omnia". Στο πρώτο λεπτό δικαίως θα σας θυμίσει ένα πολύ γνωστό άσμα των Deep Purple. Υ.Γ.2: Δε γίνεται να ξεχάσω τον μάστορα των πλήκτρων Don Airey που ανέλαβε τα keyboards του "Babylon". Αν δε γνωρίζετε ποιός είναι ο κύριος τότε θα χρειαστείτε να φάτε μια ολόκληρη ημέρα για να δείτε με τι κατορθώματά έχει ταυτιστεί.