Clutch: "Book Of Bad Decisions"

19/10/2018

Κατηγορία: Κριτικές

3714

Έχει μεγάλη δόση αλήθειας το ότι οι Foo Fighters και οι Clutch είναι δύο από τις μπάντες από τις οποίες περιμένει η παγκόσμια ροκ κοινότητα να δώσουν τα τελευταία χρόνια το στίγμα για το πώς «πρέπει» να ακούγεται το ασυμβίβαστο ροκ ν’ ρολ σε μια εποχή όπου αθωότητα δεν υπάρχει.

 

Οι μάσκες της πρωτοτυπίας έχουν πέσει, σωτηριακοί σταρ δεν αναζητώνται καν και η παγκόσμια μουσική κοινότητα βαίνει αργά αλλά σταθερά σε όλο και πιο πολύπλοκες, αν όχι χειρώτερες, μέρες.
Το γιατί απ’ αυτούς τους δύο, το έχουμε συζητήσει και πάλι. Κατέχουν την παράδοση του ροκ ν’ ρολ. Είναι παιδιά κάποιας ηλικίας που εξακολουθούν να παραμένουν εκτός από δημιουργοί και μουσικόφιλοι, μεγαλωμένοι με τους αυθεντικούς, πρωτότυπους ήχους του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, από τον Elvis ως τους Venom και από τον Merle Haggard ως τους Sonic Youth.
Οι δύο αυτές μπάντες δεν φοβούνται να αποδίδουν στις επιρροές τους αυτά που τους αξίζουν. Είναι μπάντες με μέλη που έχουν παρελθόν, το οποίο και καταφέρνουν να διαχειρίζονται άξια μέσα από την τραγουδοποιία τους.
Ειδικά οι Clutch, μετά το φοβερό “Psychic Warfare” του 2015 έχουν κερδίζει μια θέση στην πρωτοπορία του ροκ ν’ ρολ, υπό την έννοια ότι εκπροσωπούν την θεμιτή κατεδάφιση ορισμένων στοιχείων που στο παρελθόν υποβάθμισαν αυτή τη μουσική: της ταμπέλας που τόσα χρόνια μας πουλούσαν οι εταιρίες, του επίπλαστου image που χωρίς περιεχόμενο έφτιαξε επί δεκαετίες «είδη» και «τάσεις», που απαιτούσαν την αφοσίωση των οπαδών μπολιάζοντάς τους μισαλλοδοξία, γεννώντας στα μυαλά των ακροατών αυτάρεσκες τυφλότητες και νοοτροπίες κατίνας. Οι Clutch έχουν αλέσει στο μύλο τους ό,τι αξίζει από το ροκ ν’ ρολ: ένταση, πάθος, κιθαριστικά ούμπαλα, ιδρώτα, επιμονή, αίσθηση απελευθέρωσης, στίχο λιτό και άμεσο που δεν είναι πεζός, σλογκανίζων ή υποκριτικά «ανατρεπτικός». Κυρίως, δε φοβούνται να εντάξουν στον ήχο τους blues, punk, soul, garage και rockabilly χρώματα που φέρουν τις αντίστοιχες ποιότητες. Είναι μια μπάντα με έντονη προσωπικότητα που μιλάει στα ίσα, τόσο στον φαν, όσο και στον απλώς ενδιαφερόμενο, χωρίς να κολακεύει κανέναν τους.
Το “Book of Bad Decisions” είναι το 12ο άλμπουμ των Clutch και σ’ αυτό ακούγονται αποφασισμένοι να μοιραστούν με το ακροατήριο τον επεξεργασμένο θυμό και τον κατασταλαγμένο σαρκασμό τους, μέσα από ένα λιγώτερο καταμέτωπο και περισσότερο στιχουργοκίνητο άκουσμα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Ξεκινώντας πάντα από προσωπικές εμπειρίες και ερωτήματα καταφέρνουν να εκφράσουν το υπόκωφο ρεύμα δυσπιστίας, άγχους και απογοήτευσης που σιγοβράζει σήμερα στον κόσμο, όμως  προσοχή: χωρίς να το παίζουν σωτήρες ή προβοκάτορες.
Gimme the Keys and get the hell out the Dodge ξεκαθαρίζει το πρώτο κομμάτι, δίνοντας τον τόνο στο στρατό από mid tempo επιδρομές πυο ακολουθούν. Το Spirit Of '76” σκάει μύτη μ’ έναν μαστουρωμένο κορμό από ριφ, σκέτο ζόμπι από μέλη του ήχου των Alice In Chains και των St. Vitus και το επεξηγηματικό ημίστιχο “We were such a tender age”. Με παραμορφωμένο μπάσο, το Book of Bad Decisions σαν μονόλογος Kyuss που βάζει υποψηφιότητα για το σάουντρακ της επόμενης ταινίας του Robert Rodriguez. To υπερθυμωμένο How To Shake Hands, με μπάσο και ντράμερ πρωταθλητές τάεκβοντό σε επίδειξη με πραγματικά χτυπήματα, γδέρνει  ανηλεώς την υποκρισία αναπτύσσοντας το αμερικάνικο αντίστοιχο του «κάντε με για μια μέρα πλανητάρχη «να βάλω τον Τζίμι Χέντριξ στο 20δόλλαρο και τον Bill Hicks (μακαρίτης δηλητηριώδης stand up comedian) στο 5δόλλαρο».



Ώσπου σκάει το πρώτο κλάσσικ, με τον φανταχτερό τίτλο In Walks Barbarella  (για την θρυλική space αμαζόνα του Βαντίμ, που ενσάρκωσε η Jane Fonda πριν μισό αιώνα ακριβώς. Πνευστά που προσδίδουν στο groove και sci-fi ημινευρωτικό ρεφραίν, λες κι ακούς τους Funkadelic να έχουν ξεμείνει στα παρασκήνια με τον Tommy Iommi στην κιθάρα κι ενορχηστρωτή έναν φλιπαρισμένο από acid Roy Wood.
Κι ενώ τα Vision Quest, Weird Timesκαι Sonic Counselorαπλώς εξακολουθούν τη βαριά περπατησιά (τα δύο τελευταία, αναμένεται να γεμίσουν με αγκωνιές κάθε live pit), έρχεται το Emily Dickinsonπου μ’ έναν υποδώριο τρόπο – κι ένα απεγνωσμένο ρεφραίν - εκφράζει την υπαρξακή αγωνία του Neil Fallon για τη θέση της μπάντας του στο σύγχρονο κόσμο. Όπως και η συνειδητά απομακρυσμένη από τα εγκόσμια ποιήτρια του 19ου αιώνα, παρατηρεί την παράνοια της Βαβέλ εξίσου αδύναμη και απρόθυμη να επέμβει με οποιονδήποτε πέρα από το δικό της τρόπο.
Μια αίσθηση αδιεξόδου ντύνει τους στίχους των A Good Fireκαι Ghoul Wrangler. Το πρώτο, σαν out-take από το “Technical Ecstasy” είναι γεμάτο μισοθαμμένες στην πίκρα αυτοβιογραφικές αναφορές (“I remember hearing Sabbath for the first time”, “I made eyes with a girl whose name - I can not clearly remember - then again that was some thirty years ago - And our words have been lost to the timber”). 
O Chris Brooks παίζει Hammond στα "Book of Bad Decisions", "In Walks Barbarella", "Emily Dickinson" and "Sonic Counselor", πιάνο στο "Vision Quest" και wurlitzer στο "Hot Bottom Feeder", ενώ αξιοσημείωτη είναι έμφαση των πνευστών σε διάφορα σημεία.
Η ανάγκη για γερό headbanging αναβιώνει στο οι Motοrhead του “Bomber” τζαμάρουν με τους Trouble του “Psychotic Reaction” στην σαλταρισμένη γυριστή με τον τίτλο “H.B. Is in Control” («Don't call the cops, don't call the fire department- Hieronymus Bosch in control - Supernatural, yeah - Hieronymus Bosch is in control»). Στο Hot Bottom Feeder (πρόκειται για μαγειρική συνταγή, βήμα προς βήμα) οι Fabulous Thunderbirds μαγειρεύουν (με σως ελεσντί;) ...καβουρομπιφτέκια χαμένοι στα bayou, ενώ στο Paper & Strifeτο νευρωτικό μεσαίας ταχύτητας boogie roll συνεχίζεται.
Το μεγαλύτερο σε διάρκεια τρακ, κλείνει το δίσκο. Στο ακροτελεύτιο Lorelei ο σεληνιασμένος Fallon δίνει μια ακόμη ερμηνεία που σε ταράζει σύγκορμο μιλώντας για μια φευγάτη θηλυκή παρουσία, κάπου μεταξύ πραγματικού και μεταφυσικού, καθώς κοφτά ριφ σέρνονται στο πάτωμα και ξεψυχάνε.
Tο Αμερικάνικο όνειρο έχει εκπορνευθεί, μαστουρώσει και αυτοπυροβοληθεί κι αυτό οι Clutch το γνωρίζουν και – με δεδομένη την ηλικία τους – το έχουν σε ένα βαθμό βιώσει στο πετσί τους. Οπότε δεν είναι εδώ για επικήδειους, είναι εδώ για να βοηθήσουν τον ακροατή να αναλάβει τις ευθύνες του, υπενθυμίζοντάς του πόσο χαοτική, άδικη, παράδοξη και καταγέλαστη είναι σήμερα η συνθήκη επιβίωσης που καλείται να αντιμετωπίσει.
Η απάντηση στη συνθήκη, σύμφωνα με τους Clutch είναι οπωσδήποτε η εκτόνωση, αλλά όχι αυτή του ανεγκέφαλου στόκου. Το πάρτυ δε θα ματαιωθεί, όμως επειδή όλοι οι όροφοι της κοινωνικής οικοδομής βρίσκονται σε άθλιο χάλι, αναγκαστικά η ομήγυρη έχει μετακομίσει από το ρετιρέ στο υπόγειο με τους υγρούς τσιμεντένιους τοίχους. Εκεί, όσοι είναι αποφασισμένοι να έρθουν, θα κατέβουν τις σκάλες και θα συμμετέχουν έχοντας όμως ομονοήσει πρώτα στο ότι κάτι δεν πάει καλά στους πιο πάνω ορόφους. Δεν τρέχει τίποτε.
Οι Clutch καλωσορίζουν τον οργισμένο, τον συφιλιασμένο και τον αντιδραστικό. Όμως όχι χωρίς όρους. Τον υποχρεώνουν να καναλιζάρει το θυμό μέσα από δημιουργική σκέψη.  Με ένα από τα άλμπουμ της χρονιάς.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου