Blue Öyster Cult: "The Symbol Remains"

26/10/2020

Κατηγορία: Κριτικές

3051

Για πρώτη φορά εδώ και περίπου 35 χρόνια μ’ ένα αξιοπρεπές δισκογραφικό συμβόλαιο, οι θρυλικοί Blue Oyster Cult, εκ Long Island ορμώμενοι, είναι υπεύθυνοι για μια από τις επιστροφές της χρονιάς. Ο δίσκος ήταν σχεδόν έτοιμος πριν το lockdown του Μαρτίου και θα συνοδευόταν από άλλη μία μακρά περιοδεία, όμως το πράγμα δεν ήρθε όπως το υπολόγιζαν -για κανέναν, εξάλλου.

 

Όμως η συγκυρία δεν τους εμποδίζει να μας δώσουν, χωρίς υπερβολή, τον καλύτερο δίσκο τους εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες.  Χρονικό διάστημα κατά τον οποίο, αφ’ ότου μετά το “Imaginos” του ’88 η βιομηχανία τους πέταξε οριστικά στα δισκογραφικά άχρηστα, οι ίδιοι δεν έπαψαν να περιοδεύουν. Και η ικανότητά τους να αποδίδουν ζωντανά τα δεκάδες τραγούδια που αγαπήθηκαν από τουλάχιστον τρεις γενιές σκληρού ροκ ακροατηρίου τους κράτησε όρθιους.
Μιλάμε για roaddogsτων 150 – 180 εμφανίσεων το χρόνο, αρκετές από τις οποίες έλαβαν χώρα και στη χώρα μας, με πρώτη το καλοκαίρι του ’87 στη Λεωφόρο και τελευταία το Φεβρουάριο του ’14 στο Gagarin.  
Μιλάμε για ένα από τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού συγκροτήματα που συνέδεσαν τον ροκ μπούγκι ήχο των Steppenwolf με την ένταση και τη δραματουργία συνθέσεων μεγαλεπήβολων, βαρέων, με θέματα φάντασυ και τρόμου παρμένα από τη λογοτεχνία, μουσικοστιχουργικό αμάλγαμα που αργότερα θα ονομαζόταν heavy metal.
Οι Blue Oyster Cult ονομάστηκαν και προωθήθηκαν στο κοινό ως heavy metal την εποχή των πολυδάπανων show, κάτι που ίδιοι δεν αποστράφηκαν, θυμίζοντας όμως σε κάθε ευκαιρία, τόσο σε συνεντεύξεις, όσο και στην ίδια τη δισκογραφία τους ότι «δ ε ν» είναι ένα μέταλ συγκρότημα. Unfortunately, we predated a lot of things”, έχει δηλώσει σαρκαστικά ο Donald “Buck Dharma” Roeser. Και όντως, προηγήθηκαν χρονικά ακόμη και του ίδιου του όρου “metal” και στη συνέχεια συνέβαλαν στον καθορισμό του, όμως ουδέποτε χώνεψαν τα στενά πλαίσια που περιχαράκωνε ο όρος, τον οποίο, ούτως ή άλλως εξωμουσικοί παράγοντες επέβαλαν και εμπορικοποίησαν.  
Είναι λοιπόν αναζωογονητικό ν’ ακούς ένα γκρουπ που έχει χάσει προ πολλού το τραίνο των tends να επιμένει να παίζει «τα δικά του», μπαίνοντας με νεύρο και εξυπνάδα στο That Was Me, ένα hardrock τούβλο – carte de visite. Στο κλιπ, το biker παρελθόν και ο ύπουλα υπανισσόμενος κίνδυνος που μπολιάζει τα κλασσικά τους τραγούδια ενώνονται, ο 76χρονος αλητήριος ξάδερφος του Άη Βασίλη Eric Bloom επιβάλλει σεβασμό άμα τη εμφανίσει (“You'll feel me in the urban breeze - I'll be there when the moment's seized - Yes, siree, That was me), ενώ ο επανακάμψας εκτάκτως ντράμμερ της κλασσικής σύνθεσης Albert Bouchardguestάρει χτυπώντας μανιασμένα …ένα cowbell (!).
Δύσκολα μπορούσε κανείς να ελπίζει ένα πιο δυνατό ξεκίνημα από τα γέρικα αυτά σκυλιά. 


Στην Cultική παράδοση, δεύτερο έρχεται συνήθως το «μελωδικό/ποπ κομμάτι» (βλ. μ.α. Burning ForYou, Eyes Of Fire, Dancing In The Ruins), που αυτή τη φορά λέγεται “Box In My Head”. Και δε μπορείς να μη σηκώσεις το ποτήρι στην υγειά του 72χρονου "Buck Dharma" Roeser, που μοιάζει όλο και περισσότερο σαν εν αποσύρσει τοκογλύφος της 52ndStreet, όμως διατηρεί σε απόθεμα το σπάνιο χάρισμά του να γράφει μελωδίες, τέτοιο που μουσικοί με τη μισή του ηλικία θα ονειρεύονταν, καθώς και μια φωνή που αντλεί από μια βαθιά, πειστική, streetwise φλέβα. 
Η καλομαστορεμένη τραγουδοποιία είναι αυτό που γνωρίζουμε ότι έχουν στις φλέβες τους οι Blue Oyster Cult.
Στο παραχρήμα κλασσικό “Tainted Blood” με θέμα τον ερωτικό βαμπυρισμό μέσα από αναπαραστάσεις ταινιών του ’50, αυτό και μας προσφέρουν. Εύστοχη μέχρι κεραίας ερμηνεία από τον RitchieCastellano (το συνυπογράφει με τον Bloom). Μπορεί να γεννήθηκε μόλις τη χρονιά που η μπάντα  έβγαζε το "Cultosaurus Erectus" (το μακρινό 1980), όμως όντας μαζί τους 17 ολόκληρα χρόνια, αποτελεί πλέον δικαιωματικά έναν πλήρως ενταγμένο στην ουσία της μπάντας παίκτη και συνθέτη, συν το ότι επιμελείται των βίντεο κλιπ και της παραγωγής. 


Τραγούδια όπως το με ανορθόδοξο τζαζ υπόβαθρο “Nightmare Epiphany, μια urbanloveaffairυπό την coolερμηνεία του Buck και το μουρλό ροκ-εν-ρολ Train True (Lennies Song)”, έρχoνται να υπενθυμίσουν ότι η πολυσχιδία, το μεγαλύτερο όπλο της μπάντας αυτής, το ότι μπορεί να παίζει υποδειγματικά από heavyrock μέχρι progressive, από bikerrock, fm-softrock ως και ψυχεδέλεια ή blues, είναι αυτό που τους κατέστησε «μη διαφημίσιμους» μετά το ’82.
Αυτό δε σημαίνει ότι οι συνθέσεις του δεν παραμένουν απολαυστικές. Και επικαιροποιημένες με σύγχρονες ανησυχίες, αν κρίνουμε από τα γραμμένα επίσης από τον Castellano “Edge Of The World(ένα μελωδικό groove με θέμα την παραπληροφόρηση, διανθισμένο με τη μοναδική εκφορά του Eric Bloom) και το χιουμοριστικό, αλλά τόσο αληθινό “The Machine” (για την εξάρτησή μας από τα κινητά, στο οποίο και τραγουδά ο ίδιος).  
To “The Return Of Saint Cecilia”, συνεργασία του Castellano με τον περίφημο Richard Meltzer, έναν από τους πρώτους γραφιάδες του ροκ και στιχουργό πολλών τραγουδιών της χρυσής εποχής των B.O.C., είναι μια hardrockάρια που θα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιοδήποτε δίσκο των ‘70s, γύρω από μια φευγαλέα θηλυκή φιγούρα με το όνομα Cecilia.
Κι από κει παίρνουν τη στροφή με τις πάντες, κατευθυνόμενοι προς το εκμοντερνιζέ βαρυκόκκαλο “Stand And Fight” που θυμίζει εποχή “Curse Of the Hidden Mirror” και διαθέτει ωραίες κιθάρες από τους Castellano και Buck. Κομμάτια όπως το “Florida Man”, μια ιδιότυπη, σχεδόν westcoast σύνθεση, με handclaps και απολαυστικές φράσεις από τον Buck, την οποία καθοδηγεί ο ίδιος με το ένρινο sustain της φωνής του και τα πλήρως μελωδικά, όσο και αινγματικά “Fight” και “SecretRoad είναι η ειδικότητά τους. Είναι από το είδος των ακατάτακτα εύγεστων album tracks που κανείς δεν περιμένει, μα που πάνω σ΄αυτά οι B.O.C. έχουν χτίσει την αξιοπιστία ολόκληρης της ιστορίας τους.  
Μέσα στην αγαλλίαση της rock ποικιλίας, έρχεται και το κομμάτι που ξεχωρίζει με την πρώτη. Είναι το “The Alchemist”, στο οποίο κυριαρχεί ο Eric Bloom, ο οποίος παραμένει μαζί με τον Rob Halford ο μόνος που μπορεί να ερμηνεύσει μεταλλικά θρίλλερ όπως αυτό, με μια λιτή όσο και μεστή ερμηνεία που –χωρίς μεγάλη υπερβολή- το φέρνει πολύ κοντά σε δισκογραφικά έπη σαν τα "Joan Crawford" και "Veteran Of PsychicWars".
Εκεί, δε, που το κομμάτι εκτινάσσεται είναι από το 3:21 και μετά. Το βαρύ ριφ, που μέχρι τότε γλυκαίνει δραματικά από το πιάνο, συνταντά ένα βίαιο κόψιμο απ’ όπου ξεπετιούνται οι κιθάρες των Castellano και Buck και το εκτοξεύουν στο υπερδιάστημα. Είναι από τις στιγμές που με το πρώτο κιόλας άκουσμα η τριχοφυία επαναστατεί, η αδρεναλίνη επιταχύνει αυτόματα με τη φόρα από χίλιες ηχοσυγκινήσεις και η ψυχική συγγένεια των Β.Ο.C. με το metal δικαιώνεται, μαζί με μεγάλο μέρος από το ακροατήριό της.  
Τους θέλουμε πίσω live, με το που θα τελειώσει αυτή η άθλια συνθήκη του ιού. Έτσι όπως ακούγονται στο “The Symbol Remains” (σ.σ.: τίτλος παρμένος από έναν στίχο του “Shadow Of California”, από το “Revolution By Night” του ’83), φαίνονται να διαθέτουν κάτι από το μυστικό για μια αδάμαστη κράση.  


Παναγιώτης Παπαϊωάννου