Τριαντατρία χρόνια ασταμάτητο fuzz.
Τριαντατρία χρόνια “looking sharp, looking for love”.
Κάθε ροκ άλμπουμ που επιβλήθηκε μέσα στο χρόνο έχει τη μαγεία του, τις συνταγές, τα απόκρυφα μυστικά του. Ο “Αφανιστής”, που σήμερα κάθε κομμάτι του είναι αναγνωρίσιμο σε δευτερόλεπτα, γεννήθηκε σαν το απονενοημένο διάβημα μιας μπάντας σε μετεωρισμό.
Μιας μπάντας που δεν ήξερε αν μπορούσε και αν ήθελε να μεταγλωτίσσει την τεξανή του μενταλιτέ (“I’ m bad, I’ m nationwide”) σε κάτι προσιτό και αναλώσιμο σε ευρύτερα μήκη και πλάτη. Βρισκόμαστε στο ’82. Τότε που η τάση να καταγραφεί στο βινύλιο ένας ήχος – κόμπακτ για να μπορούν όσο το δυνατόν περισσότερα κομμάτια ενός δίσκου να παίζονται στο ραδιόφωνο ήταν ξεκάθαρη στα ροκ τμήματα των δισκογραφικών εταιριών. Αρχέτυπα της τάσης αυτής τα σύγχρονα άλμπουμ των Foreigner, Journey και REO που ισοδυναμούσαν με πλατίνα.
Όποιο γκρουπ ήθελε (μάλλον όποιος μάνατζερ διέθετε διεισδυτικότητα και πειθώ απέναντι στα “κουστούμια” των δισκογραφικών) να παιχτεί από το καινούριο μέσο, το MTV, και να κολυμπήσει στα δολλάρια, έπρεπε να βρει και να ακολουθήσει έναν ήχο ομογενοποιημένο, χωρίς “πειραματικά” ανοίγματα. Και μέχρι τότε, ο ήχος των ZZ Top, έμοιαζε ξεχασμένος πίσω στο χρόνο.
Μια δόση 60s μπλουζ, με επίμονες δόσεις Χεντριξικής κιθάρας και southern εκφορά σε παίξιμο, στίχο και συνολικό σερβίρισμα.
Η απόπειρά τους να βάλουν στον ήχο πλήκτρα και ηλεκτρονικά στοιχεία με το “El Loco” του ’81 έδειχνε ένα συγκρότημα σε αποπροσανατολισμό. Η WEA χρειαζόταν κάτι δραστικό και ο υπερ-μάνατζερ, συμβουλάτορας, εμπνευστής και καθοδηγητής τους Bill Ham, ώθησε το γκρουπ να δοκιμάσει ένα άλμα στα βαθιά, καθώς η δεκαετία του “new wave” και των τρίλεπτων ποπ τραγουδιών με βίντεο είχε για τα καλά ξεκινήσει.
Ο ιθύνων νους (κιθαρίστας, στιχουργός και βασικός ενορχηστρωτής) του γκρουπ, ο 34χρονος τότε Billy Gibbons (οι φήμες λένε ότι ο ίδιος ο Hendrix είχε πεί ότι θα γίνει ο “next hottest guitarist”), έψαχνε κι εκείνος πώς θα φτιάξει τον “μεγάλο” δίσκο που ονειρευόταν.
Κλείστηκε λοιπόν το ’82 στα Ardent Studios στο Memphis και άρχισε να ετοιμάζει κομμάτια μαζί με κάποιον Linden Hudson, τεξανό follower της μπάντας και ηχολήπτη με μονομανία στις ηλεκτρονικές (τότε στα σπάργανα) τεχνικές ηχογράφησης. Ο Hudson είχε πείσει τον Gibbons ότι για να μπορεί η μουσική του να “χορεύεται”, έπρεπε τα κομμάτια να είναι “των 120 beat το λεπτό”, όπως όλα τα ροκ “hits” της εποχής. Το πόσο ο Hudson συνέβαλε στην προπαραγωγή των κομματιών του άλμπουμ, προγραμματίζοντας sequencers και ηλεκτρονικά ντραμς, δίνοντας ιδέες για τις ενορχηστρώσεις, ακόμη και γράφοντας ολόκληρα μέρη τους, ώστε να ταιριάζουν στον ηλεκτρονικό καμβά, είναι ένα θέμα που έχει εγείρει τριάντα χρόνια τώρα μεγάλη συζήτηση, πολυδάπανες και πολύχρονες δίκες. Πάντως, ένα είναι βέβαιο.
Οι ZZ Top του Eliminator ακούγονταν σαν ένα εντελώς αναγεννημένο συγκρότημα.
Η πικρία του Hudson, ο οποίος δεν αναφέρθηκε πουθενά και δεν του αναγνωρίστηκε το παραμικρό ήταν τεράστια, καθώς ο Bill Ham, αλλά και ο ίδιος ο Gibbons όχι μόνο τον αγνόησαν, αλλά μετά την κυκλοφορία και την επιτυχία του δίσκου προσπάθησαν να τον φιμώσουν. Στα τέλη των 80s, η πλευρά του γκρουπ επέλεξε τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, καταβάλλοντας στον Hudson 600.000 δολλάρια, αφού εκείνος μπορούσε να αποδείξει ότι τουλάχιστον το κομμάτι “Thug” (στη δεύτερη πλευρά του δίσκου) το είχε γράψει εξ ολοκλήρου μόνος του.
Μόλις τον Ιούνιο του 2013 ο Gibbons, παραχωρώντας συνέντευξη ανέφερε ότι ο Hudson “έφερε κάποιες ιδέες στο προσκήνιο, που αναδιαμόρφωσαν αυτό που κάναμε, τόσο στο στούντιο, όσο και ζωντανά στη σκηνή (...), ήταν πρόθυμος να πειραματιστεί με μεθόδους που φόβιζαν πολλές άλλες μπάντες”. Ωστόσο, τεχνηέντως αναφερόταν στον ήχο του προηγουμένου άλμπουμ, του “El Loco”, καθώς οι ρήτρες εμπιστευτικότητας που υπογράφονται όταν κλείνει μια υπόθεση πνευματικών δικαιωμάτων υποχρεώνουν όλους τους εμπλεκομένους να αναφέρουν δημοσίως μόνον μια “ακίνδυνη” εκδοχή της πραγματικότητας.
Ο ήχος των ZZ TOP του Eliminator, επιμελημένος από την αυθεντία του ηχολήπτη Terry Manning, ήταν πρωτοφανής. Φαζαριστός στα κόκκινα, το ένα κομμάτι να ακολουθεί χωρίς ανάσα το προηγούμενο, με τους “κεραυνούς” (“squank”) της κιθάρας και το βραχνό γαύγισμα του Gibbons να αποκαλύπτουν στο μουσικό ποπ κοινό κάτι ακραιφνώς ροκ, παράξενα παραδοσιακό και σύγχρονο ταυτόχρονα. Η ρυθμική βάση (μπάσο και ντραμς), παρά τα διάφορα που ειπώθηκαν κατά καιρούς, προέρχεται στην πραγματικότητα αποκλειστικά από... κουμπάκια, καθώς ο μπασίστας Dusty Hill και ο ντράμερ Frank Beard δεν συμμετείχαν παρά ελάχιστα στις ηχογραφήσεις.
Ο “συνθετικός” αυτός ήχος απενοχοποίησε τα επόμενα χρόνια μαζικά τα hard rock γκρουπ, που άρχισαν να χρησιμοποιούν πλέον ανοικτά ηλεκτρονικά ντραμς και synth guitar στις ηχογραφήσεις τους, για να “γεμίσουν” τον ήχο τους με τις διαπεραστικές –ραδιοφωνικές- συχνότητες (οι Priest του “Turbo” έρχονται πρώτοι στο μυαλό).
Ταυτόχρονα, η πατίνα “γρήγορο ρυθμικό κομμάτι ως πρώτο σινγκλ και βίντεο” έγινε μέχρι το τέλος της δεκαετίας must για την προώθηση όλων των καινούριων hard rock δίσκων.
Και πράγματι, την αποθέωση του Eliminator ανέλαβαν τα αξέχαστα βίντεο (ποιός δεν έχει δει την τριλογία Gimme All Your Lovin’ – Sharp Dressed Man – Legs), το πλασσάρισμα στη γενιά του MTV των γενειοφόρων σαν μεταμοντέρνων cowboys και η ad infinitum επανάληψή τους - ακούγονται στο ράδιο, στα πάρτυ, στις μουσικές εκπομπές.
Στην Ελλάδα, οι ZZ TOP γίνονται πασίγνωστοι το ’84-’85, χωρίς η συντριπτική πλειοψηφία του κοινού να γνωρίζει ότι αυτό ήταν το όγδοο και όχι το πρώτο άλμπουμ τους.
Η κατακλείδα, βέβαια, της επιτυχίας είναι τα ίδια τα κομμάτια. Η ξερή εισαγωγή από τα τύμπανα (ηλεκτρονικά ή όχι, never mind the bollocks) σε προϊδεάζει για τη μαγκιόρικη ξενοιασιά του “Gimme All Your Lovin’”.
Το “Got Me Under Pressure” ανεβάζει την ένταση και προλειαίνει το έδαφος για το -σε κάθε συλλογή με τα ultimate party anthem- “Sharp Dressed Man”, το οποίο περισσότερο πλέον το οραματίζεσαι, παρά το ακούς μετά από 30 χρόνια πλύσης εγκεφάλου με το βίντεό του. Το αξεπέραστα ηλεκτρικό μπλουζ I Need You Tonight κάθε φορά σε ταξιδεύει μοναδικά, με τη νυκτόβια φωνή και την blues to the bone κιθάρα του Gibbons.
Το φτιαγμένο για γκάζια με πειραγμένο αμάξι I Got The Six είναι οι ‘70s ΖΖ ΤOP με κάποιο καινούριο αναβολικό. Το επίμονο ηλεκτρο-boogie του Legs με την εφετζίδικη κιθάρα και την λάγνα ερμηνεία του Gibbons σου κλέβει την προσοχή, ακόμη και χωρίς το – επίσης αξέχαστο- βίντεο. Τα “Thug” και “TV Dinners” είναι διαολεμένα μπλουζ, το πρώτο μ΄ένα χαρακτηριστικό σόλο μπάσο του Hill, που ακόμη και ο Hudson ομολόγησε ότι ανήκει στον μουσάτο και χαρακτήρισε “εξαιρετικό”.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, έρχεται καλπάζοντας να σε αποτελειώσει μια τριπλέτα αφηνιασμένων boogie (“If I Can Only Flag Her Down”, “Dirty Dog” [με γαυγίσματα κουταβιού στο peak], “Bad Girl” [με εισαγωγή φωνές του κοινού, λες και είσαι σε μπαράκι με rednecks αλά Blues Brothers]) για να θυμίσει ότι οι μάστορες απ΄το Τέξας χωράνε και παραχωράνε στα 80s, στέκονται δίπλα σε οποιοδήποτε ροκ γκρουπ, και ορίζουν εξ αντιδιαστολής με την ενέργειά τους “ον ουκ έστιν” δεινοσαυρικόν.
Οι πιουρίστες των ZZ TOP βρίσκουν το “Eliminator” μονοδιάστατο και ανίερα εμπορικό. Υπερβολικό. Περιέχει συμπυκνωμένη την ουσία των southern ήχων, διασωσμένων μέσα από μια εκμοντερνισμένη αλλά ξεκάθαρα ροκ ματιά. Παραμένει και θα συνεχίσει να παραμένει ένα ελιξήριο για όλα τα παιδιά των 80s (στην ηλικία και στα μυαλά), που τότε το χρειαζόμασταν ως αντίδοτο στον Michael Jackson και σήμερα ως ξόρκι για την αντιαισθητική βλαχοποπ που μας περιβάλλει.