Bryan Adams: “Reckless” (ή αλλιώς : Still Alive in ’85)

02/02/2017

Κατηγορία: Old Time Rock

6657

Πoλλά πράγματα εξαρτώνται από το πόσους Μαίους μετράει κανείς. Αν κάποιοι βολεύονται να πιστεύουν ότι τα eighties στην Ελλάδα ήταν η “Αυτοκίνηση” και ο Στάθης Ψάλτης, τότε του λείπουν αρκετοί ακόμη για να θυμάται την ταραχή που επικρατούσε στα πάρτυ όταν έμπαινε στα πλατώ ο δίσκος με το “Run To You”.

 

Ή το σκίρτημα όταν έσβηναν τα φώτα και έμπαινε το Heaven. Πάρτυ; Ναι, εκείνες οι μαζώξεις που γίνονταν στα σπίτια, με πατατάκια, πλαστικά ποτηράκια, Parfait d’ Amour, Ηenninger σε κουτί, δανεική μπάλα φωτορρυθμικών, αυτοσχέδια στερεοφωνικά που τά’ φτυναν όταν τσίτωνε ο ενισχυτής, dj “που είχαν παίξει και σε κανονική disco”, δωμάτιο για “ν΄αφήνουμε τα παλτά”, συμμαθήτριες με κρυμμένο ρουζ στο τζην τσαντάκι, συμμαθητές με μαλλί αλλά Jermaine Jackson και γονείς εξόριστους με το ζόρι σε κάποια θεία. Δίσκοι; Ναι, εκείνα τα πλαστικά πλακέ στρογγυλά κομμάτια από μαύρο βινύλιο, που έγραφαν ότι 33 στροφών και είχαν τρύπα στη μέση. Που είχαν εξώφυλλο μύριζε χαρτί, πολλές φορές με μια εικόνα που απαιτούσε την προσοχή. Που αν ήσουν τυχερός είχαν κι εσώφυλλο με τους στίχους, ή εξώφυλλο που άνοιγε [gatefold] αποκαλύπτοντας ζωγραφικά ή φωτογραφικά πλάνα από άλλες διαστάσεις, που σε υποχρέωναν να μην τα ξεχάσεις ποτέ.
Άλλα πάλι τέτοια «άλμπουμ» κρατούσαν όλη τη γοητεία φυλακισμένη στα αυλάκια τους, καθ΄ότι φτωχοντυμένα σε φτηνό ιλλουστρασιόν εξώφυλλο ελληνικής εκτύπωσης, με την επωνυμία και τη διεύθυνση της εταιρίας βίαια τυπωμένη πάνω σε φωτοσύνθεση στο κάτω μέρος του οπισθόφυλλου. Όλα τους όμως, και τα πολυτελή και τα ατελή εκείνα βινύλια, πέρα από το φετιχιστικό του ενσώματου, με κάθε άκουσμα, ανασύρουν τις εικόνες εκείνης της εποχής με χαρακτηριστική, αγέραστη δύναμη, χάρις στο περιεχόμενό τους. Αυτός είναι και ο λόγος που, για την προστασία των νεώτερων γενεών από την υπερέκθεση σε ακατανόητης ισχύος συναισθηματικά φορτία, αποκαλούνται συνοπτικά και «κλασσικά».


Το “Reckless” του Bryan Adams είναι, υπό κάθε κριτήριο, ένα απ’ αυτά. Ένα απόλυτα ταυτισμένο με την εποχή της βασιλείας του ηχητικό ορόσημο. Ήταν η τέταρτη δισκογραφική προσπάθεια του 25χρονου τότε, γεννημένου στο Οντάριο του Καναδά, γιου Άγγλων μεταναστών. Aπό το ’78 στη μουσική μπίζνα ο Adams, είχε την τύχη να συναντήσει νωρίς συστήσει τον Καναδό μουσικοσυνθέτη Jim Vallance, με τον οποίο έφτιαξε ένα καρπερό συνθετικό δίδυμο. Ο Vallance, ένας aγαθομούτσουνος ντράμερ by trade είχε έγκαιρα αποφασίσει ότι τον εκπροσωπεί πολύ καλύτερα η δουλειά του ανθρώπου των στούντιο παρά του performer. Aπό το Ως το ’89 θα γινόταν διόσκουρος του Bryan, συνυπογράφοντας μαζί του σχεδόν κάθε hit και συναντώντας έκτοτε ανοιχτές τις πόρτες της βιομηχανίας, για να καταφέρει να αναχθεί  μεταξύ ’85 και ’95 σε έναν από τους διασημώτερους και πλουσιώτερους “song doctors” του mainstream rock (“Rock NRoll Hell”, “War Machine” - Kiss, “Miss Mystery” - Black NBlue, “What About Love” – Heart, “Dont Forget Me When Im Gone” - Glass Tiger, “Another Heartache” - Rod Stewart, “Back Where You Started” - Tina Turner, “When The Night Comes” - Joe Cocker, “Rag Doll”, “Magic Touch”, “The Other Side”, “Eat The Rich”- Aerosmithσχεδόν όλο το lp Crazy World” - Scorpions, “I Just Want You” - Ozzy Osbourne και δεκάδες άλλα φέρουν την υπογραφή του, καθώς οι βασικές συνθετικές ιδέες τους του ανήκουν).
Το 1983, το τρίτο άλμπουμ του νεαρού Bryan είχε καταφέρει να κάνει το πολυπόθητο πλατινέ άλμα (πωλήσεις ενός στρογγυλού εκατομμυρίου αντιτύπων στις Η.Π.Α.), καθώς τα single, “Straight From The Heart” (US#10, 28/5/83), “Cuts Like A Knife” (US#15, 6/8/83) και “This Time” (US#24, 29/10/83) από το lp “Cuts Like A Knife” ταίριαξαν γάντι στα ραδιοφονοκρατούμενα γούστα της εποχής.
Με το “Reckless”, το δίδυμο Adams/Vallance αυτή τη φορά συνέθεσε και παρέδωσε μια δισκογραφική διατριβή επί του τί ακριβώς χρειαζόταν για να σαρωθούν ραδιοκύματα και κατάλογοι επιτυχιών στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα. Μικρά σε διάρκεια, ραφιναρισμένα, κομμάτια, με ξερή κιθάρα (από σόλο, μόνον οι απαραίτητες υποψίες), στέρεα ρυθμική βάση, με τα κήμπορντς προσεκτική οπισθοφυλακή για στρογγύλεμα του ήχου και πάνω απ΄όλα η γδαρμένη και εγκάρδια ερμηνεία του ίδιου του Adams. Αυτό περιέχει το “Reckless”: Δέκα κομμάτια ικανά να ακούγονται το ίδιο ξεκάθαρα από to built-in ραδιόφωνο μιας Βuick τα ζεστά Σαββατόβραδα στην Tampa, από τα high-tech JVC ηχοσυστήματα σαλονιού που είχαν πλημμυρίσει την Ευρώπη, από τους mainstream ραδιοσταθμούς του Δυτικού Βερολίνου, αλλά και από τις κασσέττες της Α&Μ που χώνονταν βιαστικά στα Sony walkman λυκειόπαιδων όπως o yours truly. Το φινίρισμα στον ήχο οφείλεται σε ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλια της ηχοληψίας, τον Bob Clearmountain (Rolling Stones -“Tattoo You”, Roxy Music -“Avalon”, Huey Lewis & The News - “Sports”, David Bowie - “Lets Dance”, Springsteen -“Born In The U.S.A.”), ο οποίος αναφέρεται φαρδύς – πλατύς ως παραγωγός στο οπισθόφυλλο. Σε μια εγκυκλοπαίδεια τσέπης για το ροκ, στο λήμμα ’’A.O.R. Americana”, η αναφορά του “Reckless”, μοιάζει, χωρίς μεγάλη υπερβολή, αρκετή.


Τα βίντεο-κλιπ που συνόδευσαν την είσοδο του “Reckless” στο mainsteam προσκήνιο, είχαν κάτι συναρπαστικό στην αμεσότητά τους. Rick Springfield, Billy Squier, Greg Kihn, Eddie Money, Peter Wolf, Huey Lewis, κανείς δεν είχε γοητεύσει τόσο ακαριαία εμφανιζόμενος στο βίντεό του επί σκηνής με ιδρωμένο λευκό φανελλάκι και στενό (ούτε καν σκισμένο) τζην (“Somebody”). Κανείς τους δεν είχε φορέσει μαύρο πέτσινο μπουφάν πάνω από καρώ κόκκινο – μαύρο πουκάμισο (“Summer Of ’69”) και κανείς τους δεν τα έδινε όλα για μια τόσο γήινη αγαπημένη (όπως η γλυκιά ύπαρξη της διπλανής πόρτας τωνRun To You” και “Summer Of ’69”).
Ο Bryan Adams κατέκτησε το ποπ στερέωμα σε κάτι περισσότερο από 12 μήνες κάνοντας καταδική του μια τόσο αλάθητη συνταγή, αυτήν της απλότητας.
Το άλμπουμ κυκλοφορεί Νοέμβριο του ’84, σχετικά χαμηλόφωνα. Και ξεκινά, με όπλο του τη δύναμη των τραγουδιών που το απαρτίζουν κομμάτια, μια πορεία που εξελίχθηκε σε γύρο θριάμβου. Στις 19/1/85 το πρώτο single, “Run To You”, φθάνει στο Νο 6 του Billboard και στις 9/2/85 περνά ξυστά από το βρετανικό top-10 (#11), βοηθούμενο και από το νοσταλγικό βίντεο-κλιπ.
Τον Μάρτιο, ενώ ο
Bryan Adams παίζει support της Tina Turner (με το “Private Dancer” είναι ακόμη στις δόξες του), το άλμπουμ φτάνει Νο 7 στην Βρετανία, ενώ στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, μόλις στις 6/4/85, τοSomebody” αναρριχάται στο Νο 11. Για να έρθει, στις 22 Ιουνίου η κορυφή του Billboard με την μπαλάντα – μαχαιριά για κάθε εφηβικό ειδύλλιο, το Heaven”. Στις 13/7, την ημέρα όπου όλος ο πλανήτης είναι καρφωμένος στην τηλεόραση, ο Bryan Adams ανοίγει το αμερικανικό σκέλος του Live Aid, στο στάδιο JFK της Philadelphia. Τον Αύγουστο του ’85, μετά από 38 εβδομάδες κυκλοφορίας, το “Reckless” εκτοπίζει τον Phil Collins και σκαρφαλώνει στο Νο 1 των άλμπουμ, ενώ η -παγκόσμια πλέον- περιοδεία με την Tina Turner συνεχίζεται και το “Summer Of ‘69” συνοψίζει ένα μουσικό καλοκαίρι αξέχαστο για τα εκατομμύρια των ακροατών ανά τον κόσμο που βιώνουν την ευδαιμονία της τελευταίας ξένοιαστης δεκαετίας (US#5, 31/8/85).

Όμως το κοινό ζητά encore. Έχει βρει τον δικό του, τον απενοχοποιημένο clean cut ροκά. Δεν είναι 35 όπως το «Αφεντικό», δεν είναι ψευτοπανκ όπως ο Billy Idol, ούτε αναβίωση των early sixties όπως ο Huey Lewis. Μιλάει κατευθείαν στη γενιά που αδημονεί να περάσει καλά, εδώ και τώρα (“One night love affair, pretending we don’t care, we’re both reaching out for something”, που λέει και το “One Night Love Affair”, US#13, 9/11/85).
Σαν μια επιβράβευση από την παλιά ροκ φρουρά στην καινούρια, το αξέχαστο ντουέτο με την Tina Turner (“It’s Only Love”) φτάνει κι αυτό στο Νο 15 του Billboard, τον Ιανουάριο του 1986 (στις 15/9/86 το αντίστοιχο βίντεο κερδίζει το βραβείο της καλύτερης εμφάνισης επί σκηνής στα 3α MTV Music Awards). Μέσα σε 14 μήνες, έξι κομμάτια από τα δέκα του “Reckless” έχουν γίνει μεγάλες επιτυχίες και ο Bryan Adams το τελευταίο ποπ – ροκ εικόνισμα. 


Το “Reckless” έχει πουλήσει μέχρι σήμερα πάνω από 10 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως (περισσότερα από 5 μόνο στις Η.Π.Α.) και τα βραβεία που έχει πάρει είναι πολυάριθμα. Άλλαξε οπωσδήποτε την καρριέρα του Bryan Adams, ο οποίος πάντως αργότερα γνώρισε ακόμη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία, αγκαλιάζοντας το mainstream στην τελευταία προ του grunge συμβατική μουσική συγκυρία (Φθινόπωρο του 1991, με το “Waking Up The Neighbors” και το “Everything I Dο...”).
Το πέρασμα των χρόνων κατέταξε τον Bryan Adams και τους περισσότερους πρίγκηπες των ραδιοκυμάτων των ’80s υπό την αδίστακτα απαξιωτική και εν πολλοίς ανιστόρητη κατηγορία του “corporate rock”. Δεν είναι τραγούδια αυτά, λέει, ακόμη και σήμερα, μια μερίδα της κριτικής ιντελιγκέντσιας, είναι «πατέντες με ρεφρέν». Τα αποκαλούν «Ψευτο-ροκ για την γενιά της ψευδαίσθησης και της προσποίησης» και συνηθίζουν να χρησιμοποιούν αντίστοιχα απαξιωτικές εκφράσεις.
Αποφεύγοντας με το δέον τακτ ν’ αναρωτηθούμε αν τέτοιες σκέψεις διοχετεύονται στο μουσικό διάλογο από θιασώτες διάφορων γοτθονεοκυματικών κλαψοσκοταδιστών και αφήνοντας σκοπίμως αναπάντητο εάν οι χυλόπιτες που έτρωγαν στα eighties είναι που τους έχουν κάνει τόσο κυνικούς, να τους θυμήσουμε τα εξής: πρώτον, ότι τον Ιούλιο του ’88 (Λυκαβηττό) και τον Μάϊο του ’92 (Λεωφόρο), όταν ακόμη ο Bryan μετρούσε εμπορικά, είχαμε και στην Ελλάδα την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι με όπλο του και πάλι μόνο τα τραγούδια, μας είχε χαρίσει στέρεες ροκ νύχτες, γεμάτες συναίσθημα, κάτι που πολλοί νεόκοποι ψευτο-σταρ με τα προηχογραφημένα χαλιά και τα μπαλέτα δεν το καταφέρνουν ούτε στα όνειρά τους. Και δεύτερον, ότι, με ή και χωρίς τον Vallance, o Adams έγραψε και γράφει τραγούδια που τα ερμήνευσε ο ίδιος.
Κι αν στα 25 του κατάφερε να υπογράψει το σάουντρακ μια εποχής με ένα και μόνο άλμπουμ, αυτό για όσους δεν έχουν τάσεις μεγαλομανίας με τη σημασία της δημοφιλούς μουσικής μοιάζει αρκετό.
Άφθαρτο και εφηβικό, σα μπλουζάκι εποχής, απ΄αυτά που φορούσαν όλοι σα συνεννοημένοι, με ανοιχτή λαιμόκοψη και στάμπα “Stay Alive in ‘85”, το “Reckless” θα αξίζει πολλά και θα σημαίνει περισσότερα, κυρίως για τη γενιά των εφήβων της ξενοιασιάς, σ΄εμάς που τα ‘80s ήταν τα δικά μας ‘60s.  Εξάλλου, από κάποια ηλικιακή στοιβάδα και μετά (οι Μάϊοι που λέγαμε), η ευδαιμονία που μεταγγίζει η μουσική δεν συνίσταται μόνον στην αναζήτηση του «καινούριου», αλλά και στην ανάγκη για επανάληψη του βιωμένου, ιδίως αυτού βιώθηκε όταν και όπως έπρεπε.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου