Η μπάντα μετρούσε ήδη μερικούς μήνες εγκαταστημένη στο Los Angeles, προσπαθώντας να γράψει, να προβάρει και να ηχογραφήσει το επόμενο άλμπουμ από το κουρασμένο, όπως χαρακτηρίστηκε τότε, “Never Say Die”. Η Sharon, κόρη του μέχρι τότε μάνατζέρ τους Don Arden, εποφθαλμιώντας τα δολλάρια που θα μπορούσε να γεννήσει ως χρυσοφόρος κότα ο απότακτος τραγουδιστής, σύστησε στον Iommi τον Ronnie James Dio. Ο Νεοϋορκέζος απείχε ελάχιστα από το να θεωρείται ένας παρ’ ολίγον «βετεράνος». Λίγους μήνες πριν, στα 37 του, είχε απολυθεί από τον Ritchie Blackmore ως ασύμβατος για την εμπορική κατεύθυνση που είχε εκείνος επιλέξει για τον ήχο των Rainbow. Μετά από μερικές αλκοολοχούμενες συναντήσεις των δύο στο “Rainbow Bar & Grill” κι ένα τζαμάρισμα στο σπίτι του Iommi στο Malibu, έγινε φανερό ότι κάτι υπήρχε στη μεταξύ τους χημεία που ζητούσε να καλλιεργηθεί. «Ήταν μοιραίο. Συνδεθήκαμε μουσικά αμέσως» θα πει ο Dio αργότερα, περιγράφοντας τη δημιουργική σπίθα που εκτοξεύτηκε όταν η σφριγηλές του οκτάβες συναντήθηκαν με τα βαρύτερα ριφ του ροκ, με τον Iommi, χρόνια αργότερα, να επιβεβαιώνει : «ο Ozzy τραγουδούσε πάνω στο ριφ, ενώ ο Ronnie παράλληλα μ’ αυτό, σε ξεχωριστή μελωδική γραμμή, κάτι που μου άνοιγε δρόμους να σκέφτομαι διαφορετικά την κάθε σύνθεση».)
Το πρώτο κομμάτι που έγραψαν και ολοκλήρωσαν μαζί λεγόταν “Children Of The Sea”. Ένα σκαρίφημά του ο Iommi είχε προσπαθήσει να δοκιμάσει και με τον Ozzy, με απογοητευτικά αποτελέσματα.
Ηχογραφημένο μεταξύ Οκτωβρίου του ’79 και Ιανουαρίου του ’80 στα Criteria Studios του Miami και εν μέρει στο studio Ferber στο Παρίσι, το άλμπουμ ξεκίνησε να ηχογραφείται με ποικίλα προβλήματα. Καταρχήν, έλειπε ο Geezer Butler. Ο 31χρονος Geoff Nicholls, ο Dio, αλλά και ο Craig Gruber (γνωστός του Dio ήδη από την εποχή των ELF) βοήθησαν στο μπάσο. Μετά από ’κείνα τα sessions, ο Nicholls, φίλος του Iommi από το Birmingham, θα παρέμενε στα πλήκτρα των Sabbath για χρόνια, ως το αφανές μέλος τους σε ηχογραφήσεις και περιοδείες. Ο Gruber θα ισχυριζόταν λίγο καιρό μετά, ότι εκείνος ήταν που έγραψε κι έπαιξε πρώτος κάποιες από τις αλησμόνητες μπασογραμμές – οδηγούς για τον Butler, για να σταματήσει χρόνια αργότερα, μόνο αφού έλαβε χώρα ένας απόρρητος («αλλά ικανοποιητικός για όλους») εξωδικαστικός συμβιβασμός (επισήμως, ο Butler κατάφερε να βρει τη δύναμη και το χρόνο να παίξει εκείνος το μπάσο στο άλμπουμ).
Ήταν ο πρώτος δίσκος των Sabbath μετά το ’71 επιμελημένος από «κανονικό» παραγωγό. Ο 32χρονος Martin Birch ήταν ο άνθρωπος που ως ηχολήπτης ή και παραγωγός στα άλμπουμ των Deep Purple, των Wishbone Ash, των Whitesnake και των Rainbow είχε προλάβει να εδραιώσει την ηχητική αισθητική του βρετανικού heavy rock της δεκαετίας που τελείωνε, ενώ ετοιμαζόταν να κτίσει το οικοδόμημα του metal πάνω στους έξι δίσκους των Iron Maiden, το στίγμα των οποίων κυριάρχησε στην επόμενη, που μόλις άρχιζε. Η συνεργασία του στους Rainbow με τον Dio έκανε τον τελευταίο να επιμείνει και να πείσει τον Iommi να του εμπιστευθεί την «χαρακτηρισμένη» μπάντα του. Που μέχρι τότε είχε ένα ηχόχρωμα κατεστημένο, μετά όμως τον εξοβελισμό ενός από τα πιο αναγνωρίσιμα συστατικά του, της φωνής, χρειαζόταν όσο ποτέ μια ριζική αναμόρφωση για να συνεχίσει να υπάρχει και να σημαίνει κάτι.
Το μουσικό αποτέλεσμα όχι μόνον διέσωσε το όνομα των Sabbath, αλλά και θεμελίωσε τον heavy metal ήχο στο κατώφλι της νέας δεκαετίας. Μπολιάζοντας τις συμφωνικές αναζητήσεις του “Rainbow Rising” με αρραγή κιθαριστική ισχύ και προσθέτοντας στίχο που εικονογραφούσε από φιλοσοφία ως και μυστικισμό, το “Heaven And Hell” δεν έμοιαζε με το παρελθόν των Sabbath, ούτε και επέτρεπε σε κάτι από το παρελθόν τους να σκιάσει την αυτάρκεια και τη δύναμή του.
Με κομμάτια όπως το fantasy σφυροκόπημα του “Neon Nights” (UK#22), το λυρικό “Children Of The Sea”, το γεμάτο σοφία και πάθος ομώνυμο, τη σκοτεινή μικροσυμφωνία του “Die Young” (UK#41) και τη φωτεινή νέμεσή του, το “Wishing Well”, καθώς και το μεταλλαγμένο μπλουζ “Lonely Is The World” (όπου ο Iommi αφήνει να φανεί μια καταπιεσμένη blues ευαισθησία μετά από πολλά χρόνια), είναι ένα σύνολο αρχετύπων: σε εκτελεστικό ύφος, διάθεση και ενορχήστρωση, από την πρώτη μέχρι την τελευταία νότα. «Πιθανόν να είναι για πάντα το πιο αγαπημένο μου άλμπουμ. Το πιο αγαπημένο μου για το πώς φτιάχτηκε και οπωσδήποτε μια από τις πιο επιτυχημένες καλλιτεχνικές προσπάθειες στις οποίες έχω συμμετάσχει γενικά. Ο τίτλος πραγματικά αντικατοπτρίζει τις μέρες μου μ’ εκείνη τη μπάντα. Είχε τόσο ’’Παράδεισο” όσο και “Κόλαση”, σε περίπου ίσα μέρη», θα πει ο Dio αργότερα.
Στο αξέχαστο εξώφυλλο, ένας πίνακας ενός από τους δεκάδες εικαστικούς που εξέθεταν έργα τους στα τέλη των '70s σε μικρές και μεγάλες γκαλερί της δυτικής ακτής, ονόματι Lynn Curlee. Λεγόταν “Smoking Angels” και ήταν εμπνευσμένος από μια φωτογραφία αγνώστου του 1928, που είχε απαθανατίσει τρεις γυναίκες ντυμένες αγγέλους να καπνίζουν αμέριμνες, στο διάλειμμα ενός εορταστικού χριστουγενιάτικου δρώμενου. Η κίνηση και η φυσικότητα του πίνακα, η συνύπαρξη αθωότητας και αντικομφορμισμού ταίριαζε ιδανικά στο στίγμα των νέων Sabbath. Δισυπόστατοι και αμφίσημοι, αμφισβητίες, αλλά ανθρώπινοι, σε άλλη όχθη από τη κακόβουλη απεικόνιση του “Sabbath Bloody Sabbath”, την αφηρημένη τέχνη του “… Ecstasy”, το γοτθικό σκότος του ντεμπούτου ή την ψευδαίσθηση του “Sabotage”. To οπισθόφυλλο, με τους τέσσερις Sabbath σκιτσαρισμένους σε λευκό φόντο από το χέρι ενός από τους πιο επιδραστικούς αμερικανούς ζωγράφους του 20ου αιώνα, τον Harry Carmean, επί δεκαετίες επικεφαλής του πασίγνωστου Art Center College of Design της Καλοφόρνια, επισφράγιζε την ποιότητα του βινυλιακού περιεχομένου. Δεν επρόκειτο για «έναν ακόμη» δίσκο αιχμηρής κακοφωνίας, αλλά με μια ολοκληρωμένη πρόταση μουσικής τέχνης.
Την κυκλοφορία του δίσκου, στις 25 Απριλίου 1980, ακολούθησε μια ιστορική σειρά από περιοδείες με τίτλο ”Black N’ Blue”, που κράτησε ως τον Φεβρουάριο του 1981. Υπεύθυνος ο μάνατζερ Sandy Pearlman, το όνειρο του οποίου να φτιάξει τους «Αμερικανούς Black Sabbath» έδειχνε επί τέλους να υλοποιείται, αφού όχι μόνο κατάφερε τότε να αναλάβει να κατευθύνει τις τύχες και των αυθεντικών Sabbath, αλλά τους έβαλε δίπλα – δίπλα στο ίδιο σανίδι με το πνευματικό του παιδί που το διέπλαθε κατ΄εικόνα και καθ' ομοίωσή τους, τους Blue Oyster Cult. Παρά την περίσκεψη για το πώς θα γινόταν δεκτός από το σκληροπυρηνικό κοινό, ο «νέος» τραγουδιστής κατόρθωσε όχι μόνο να ανταπεξέλθει στην αμφισβήτηση όσων δεν μπορούσαν να εννοήσουν τους Sabbath χωρίς τον Ozzy, αλλά σύντομα, να πείσει κοινό και κριτικούς ότι είχε μπροστά του ένα νέο γκρουπ, που σεβόταν το παρελθόν, βρισκόμενο όμως στις επάλξεις με στόχο το μέλλον : να οδηγήσει τις ταξιαρχίες των θιασωτών του βαρύτονου ροκ προς τα αχαρτογράφητα ύδατα της νέας δεκαετίας, με ένα σκάφος πάνοπλο ΄όσο και αβύθιστο. “So live for today, tomorrow never comes”.
Το “Heaven And Hell” θα παραμείνει ένας από τους ιστορικούς δίσκους που, κατ’ αξιοσημείωτη συγκυρία, κυκλοφόρησαν όλοι μέσα σε λίγους μήνες το 1980 (αυτόματα ανακαλεί κανείς τα “Back In Black”, “Ace Of Spades”, “British Steel”, “Iron Maiden”, “Wheels Of Steel”, “Cultosaurus Erectus”, “Michael Schenker Group”, “Blizzard Of Ozz”, “Metal Rendez-Vous”) και κυριολεκτικά ανέθρεψαν το χέβυ μέταλ κοινό της γενιάς του '80. Ένας δίσκος που συνδυάζει το λυρισμό του κλασσικότροπου ροκ των '70s με τη δύναμη που προέρχεται από τα μεταλλικά (κατά κυριολεξία) ακροδάχτυλα του -τότε ακόμη βλοσυρού- μυστακοφόρου πρωτομάστορα Tony Iommi.
Που περιέχει κομμάτια αυτοδύναμα, στα οποία κυριαρχούν οι ερμηνείες του Dio – ένα σπάνιας επίδρασης powertip για τα εγκεφαλικά κέντρα που γεννούν εικόνες. Κομμάτια τα οποία αστράφτουν πέρα από εποχές και στυλ, χάρις την περιποίηση του αξεπέραστου Martin Birch, που μας θυμίζει ότι σε ορισμένους σαν αυτόν, που μπορούν να αποδώσουν στον ηλεκτρικό ήχο την ζωή που αποπνέει γλυπτό της κλασσικής εποχής, χρωστάμε το μισό και παραπάνω μουσικό μας αισθητήριο. Υπάρχουν πάμπολλα εξωμεταλλικά παρακλάδια του ροκ από τα θεωρούμενα «σοβαρά», των οποίων τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα δύσκολα πλησιάζουν τη μουσικότητα, τη συναισθηματική φόρτιση, τη δημοφιλία και τελικά τη διαχρονικότητα ενός τέτοιου δίσκου.
Γιατί σπάνια καταφέρνουν να αποτυπώσουν τόσο ζωντανά αυτή τη συνθήκη: τη χαοτική αλυσίδα από όνειρα, υποσχέσεις και διαψεύσεις που είναι κοντά στην ουσία της ζωής, όπως είναι καταγεγραμμένη στα αυλάκια αυτού του δίσκου. "The world is full of kings and queens, who blind your eyes then steal your dreams".
Παναγιώτης Παπαϊωάννου