Quiet Riot: "III"

08/07/2017

Κατηγορία: Old Time Rock

5145

Το δεύτερο μισό του ’86 η ώρα είχε φτάσει. Τα τμήματα A&R των δισκογραφικών, έχοντας λάβει τα μηνύματα του “Live Aid”, του “Rock In Rio ‘85” και ιδίως του “Hear N’ Aid”, αντιγράφοντας το ένα το άλλο, ετοίμαζαν την επόμενη παρτίδα ηρώων μαζικής παραγωγής.Στη σκληρή πόκα για τα γούστα του μουσικού κοινού σειρά είχε η τράπουλα με τα σκληρόηχα χαρτιά και στο Momentum ήταν στα ύψη.

 

Heart, Loverboy, ZZ Top και Starship είχαν προλειάνει το έδαφος, οι Dokken έγιναν πλατινένιοι, οι Crue έβγαλαν μπαλάντα και οι W.A.S.P. έβαλαν σιτάρ, Autograph, Survivor, ως και ο Dio, ακούγονταν σε soundtrack και ο Ted Nugent έδωσε δύο απ’τα καινούρια του κομμάτια στο “Miami Vice”, οι Priest και ο Ozzy βρίσκονταν σε περιοδεία με τα πιο μελωδικά και αστραφτερά άλμπουμ που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί και οι Van Hagar είχαν κάνει απρόσμενα θριαμβευτική επιστροφή. Την ίδια ώρα, το άλμπουμ που θα ονομαζόταν “Slippery When Wet” και θα γινόταν το νέας τεχνολογίας φονικό όπλο του corporate rock, ολοκληρωνόταν στα στούντιο του Βανκούβερ και προοριζόταν για κυκλοφορία τον Άυγουστο του ’86, με τα σχολαστικά προμελετημένα του “hits” έτοιμα να εξαπλώσουν την άμεση επίδρασή τους.
Για τα επόμενα 5 χρόνια το “hard rock” και το “heavy metal” θα γίνονταν η νέα εμπορική δύναμη, εκποιούμενα μέσα από υποετικέττες ως pop metal, sleaze/glam metal και hair metal. Θα μας άφηνε ευτυχώς δεκάδες άρτια ηχογραφημένους δίσκους, αποτελούμενους βέβαια από κομμάτια στρωμένα σε ξεκάθαρα ποπ γραμμή, ώστε να συνδέουν ακίνδυνα θέματα με όσο το δυνατόν ευρύτερο ακροατήριο.
Δίπλα στις καραβιές από Krokus, Fastway, Keel, Triumph και Y&T που προωθούνταν για ξεπούλημα στο μέσον του ‘86, το τρίτο άλμπουμ των Quiet Riot έμοιαζε από το πλέον αβανταδόδικα. Κυκλοφόρησε στις 6 Ιουλίου του 1986, με παραγωγό, για τρίτη συνεχόμενη φορά, τον Spencer Proffer. Ο 38χρονος Proffer ήταν ο άνθρωπος που είχε αναλάβει το ’82 το γκρουπ σαν ένα πείραμα και χάρις την ακατάβλητη πείνα τους για να βγουν στον αφρό, αλλά και ένα έξυπνα χρονισμένο μάρκετινγκ, τους έκανε το πρώτο heavy metal συγκρότημα που έφτασε με το άλμπουμ του στο Νο 1 του Billboard, τον Νοέμβριο του ’83. Είχε ακολουθήσει ένα δεύτερο lp (“Condition Critical”), πρόχειρο ξεπατίκωμα του του σαρωτικού “Metal Health”, απανωτές περιοδείες και κραιπάλη μέχρις εσχάτων. Στο τρίτο αυτό άλμπουμ ο Proffer επέβαλε μια σαφή εμπορική χροιά, για να σιγουρέψει ότι η εταιρία του, “Pasha Records”, επίσημος βραχίονας της CBS, θα μπορούσε να ρεφάρει από τις πωλήσεις τα εκατοντάδες χιλιάδες δολλάρια με τα οποία ήταν χεωμένος από την μπάντα. Ήταν δικό του δημιούργημα και ως τέτοιο είχε αποφασίσει τους κατευθύνει. Ιδίως αφού ο ίδιος είχε να πληρώσει το λογαριασμό τριών χρόνων από όργια, σπασμένα δωμάτια ξενοδοχείων και βουνά από σκόνες.



Στο εξώφυλλο, η «μασκώτ» των QR, ο τρελλός με τη σιδερένια μάσκα, ιδρυματοποιημένος πίσω από κάγκελα που σχηματίζουν τον λατινικό αριθμό “ΙΙΙ”, το ίδιο γουρλομάτης και απειλητικός. Στο περιεχόμενο ένα πολύ πιο εσκεμμένο, μελωδικό και πολυμορφικό από το δεύτερο άλμπουμ. Συνθεσάϊζερ από τον John Purdell για βάθος στον ήχο, εφέ να βγαίνουν απ’ τα ηχεία, πληθωρικά δεύτερα φωνητικά, brand new περούκα για τον frontman Kevin DuBrow (η φωνή του οποίου σιδερώθηκε για να παραπέμπει σ’ έναν καλοδεχούμενα υστερικό Roger Daltrey), νέος μπασίστας στο πρόσωπο του Chuck Wright των Giuffria, αντί του ιδρυτικού μέλους Rudy Sarzo και μερικά δυνατά κομμάτια, μαεστρικά πειραγμένα από το χέρι του Proffer, που είχε co-writing credit στα μισά απ΄αυτά: Το πρώτο single, “The Wild And The Young”, σέρβιρε ένα κοφτό ριφ με πάνω του απλωμένο ένα χορωδιακό ρεφραίν. Το συνοδευτικό βίντεο κλιπ ήταν ένα πεντάλεπτο b-movie, όπου μελλοντικοί απολυταρχικοί κυβερνήτες προσπαθούν να απαγορεύσουν το ροκ ν΄ρολ, σε μια σπόντα προς την διχαστική τακτική της PMRC, να τοποθετούνται αυτοκόλλητα για «βλαπτικούς» στίχους στα εξώφυλλα των δίσκων. Η μπάντα καταδιώκεται από «δυνάμεις καταστολής», πυροδοτεί εξέγερση, ροκάρει σε μια υπόγα, στριμώχνεται και πριν γίνει κόσκινο από τα ημιαυτόματα, ο DuBrow πετάγεται. Όλα είναι στο όνειρό του.


 
Ξεχώριζαν με το πρώτο άκουσμα η power ημιμπαλάντα του “Twilight Hotel”, με βίντεο κλιπ θεματικής “Nightmare On Elm Street”, το ραδιοφωνικό “Still Of The Night” και το δυναμικό “Slave To Love” (με συνθετική βοήθεια από τον Stan Bush και ακόμη πλούσια δεύτερα φωνητικά), το (κάπως σοφτ για opener) μελωδικό “Main Attraction” και το “Put Up Or Shut Up”, η προβλεπόμενη αναιδής ροκ προτροπή για τα «επαναστατημένα» highschool kids της οπαδικής βάσης της μπάντας.

 
Ακριβό στην ηχογράφηση και φιλόδοξο, το άλμπουμ θάφτηκε από τον ροκ τύπο της εποχής σαν μια υποκριτική απόπειρα να δείξουν οι QR πιο ώριμοι, την ίδια ώρα που δυό χρόνια πριν κατακρίνονταν για κουφιοκέφαλο εφηβισμό. Το αγοραστικό κοινό, δίπλα στην πληθώρα καλοπλασσαρισμένων hard rock κυκλοφοριών το θεώρησε δευτερεύον, εξάλλου τα περισσότερα highschool kids του ’83 φοιτούσαν πλέον σε κολλέγια.  Οι στίχοι του “The Wild And The Young” ήταν, κατά τραγική ειρωνεία, προφητικοί : “Times are changing – nothing stays the same – for this jukebox generation – Adhere to fashion – like computer games – modern day communication”.
 Η προπώληση των εισιτηρίων της περιοδείας υπήρξε απογοητευτική, με αποτέλεσμα η CBS να εγκαταλείψει γρήγορα την προώθησή του δίσκου, ενώ μόλις είχε κυκλοφορήσει. Αρχές του ’87, μετά από μια μικρής έκτασης περιοδεία στην Ιαπωνία, οι Quiet Riot σίγησαν με πάταγο, το ίδιο αντιφατικά όπως και το όνομά τους, με τον Kevin Dubrow, τσαντισμένο για την έλλειψη ενδιαφέροντος από την Pasha (τζάμπα ολόκληρη περούκα;) και εξαγριωμένος απέναντι στον Proffer γιατί «τους κατάκλεβε από την αρχή», άρχισε να πλακώνεται με τους πάντες (ντήλερ, κιθαρίστες, γκρούπις, μάνατζερ) και να ανακοινώνει ότι εγκαταλείπει το γκρουπ, σε μια ακόμη επίδειξη φαφλατοειδούς μεγαλομανίας.
Οι τρεις που έμειναν πίσω, Carlos Cavazo (κιθάρα), Chuck Wright (μπάσο) και Frankie Banali (τύμπανα) επανήλθαν στις αρχές του ’89 με τον Paul Shortino στο μικρόφωνο, μόνο και μόνο για ν’ αποδειχθεί ότι, ανεξάρτητα από την όποια φλόγα και την συνθετική τους ικανότητα, το εμπορικό momentum τους είχε προσπεράσει.
Όπως βέβαια αποδείχθηκε στη συνέχεια, η μανία που είχαν προλάβει να δημιουργήσει στην Αμερική ήταν ικανή να τους κρατήσει στη ζωή, ακόμη και στην αφιλόξενη δεκαετία του ’90, έστω ως ξεροκέφαλη nostalgia act. Ο Kevin DuBrow, εξακολούθησε να είναι ο αλαζόνας, πολυλογάς frontman με τη φωνή από γυαλόχαρτο, μέχρι το θάνατό του από υπερβολική δόση κοκαϊνης το Νοέμβριο του 2007. Ο Spencer Proffer είναι σήμερα από τους πλέον αξιοσέβαστους και πλούσιους μουσικούς παραγωγούς, με πάνω από 200 δίσκους, ντοκυμανταίρ και multimedia προϊόντα να φέρουν την υπογραφή του. Ακόμη και σήμερα, που οι Quiet Riot υφίστανται χάρις την επιμονή του Franki Banali, κομμάτια τουIII εμφανίζονται σε τακτική βάση στο σετ λιστ.
Το άλμπουμ διατηρεί σπαρμένους ανά τον κόσμο τους φανατικούς οπαδούς που του αξίζουν, καθώς
αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μιας εποχής, όπου ακόμη και οι «αποτυχίες» ήταν φιλόδοξες και είχαν κάποια κλάση.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου