Santana: "Caravanserai"

10/07/2017

Κατηγορία: Old Time Rock

6525

«Μια μέρα, βλέπω τον Michael Shrieve να μπαίνει στο Pacific Recording Studios. Έψαχνε να κλείσει ώρες για πρόβες για το δικό του συγκρότημα. Τον ήξερα. Ήταν ένας ντράμερ που έκανε παρέα με κάποιους από τους Jefferson Airplane, οπότε τον κάλεσα να τζαμάρει μαζί μας.Ο Shrieve ήταν ανοιχτός σ’ αυτά που κάναμε μεις και ταυτόχρονα ευπροσάρμοστος.

 

Δε χρησιμοποιούσε κάθε φορά την ίδια μανιέρα και μας άκουγε όταν του λέγαμε πώς θέλαμε ν’ ακούγονται τα τύμπανα εδώ κι εκεί μέσα σ’ ένα κομμάτι. Είχε ένα χαλαρό, πολύ πιο τζαζ στυλ από τους περισσότερους ροκ ντράμερ.
Μια ενέργεια υπόκωφη, σαν τον ήχο που κάνουν οι φουσκάλες σε νερό που βράζει. Κάπως σαν το παίξιμο του
Mitch Mitchell με τον Jimi Hendrix, αλλά πιο επικεντρωμένος σε σχέση με το ρυθμό. Ταιριάξαμε από την πρώτη στιγμή. Του ζήτησα να μπει στην μπάντα και δέχτηκε αμέσως. Ήταν από την περιοχή του Palo Alto, εκεί που ζούσαν οι λευκοί, όμως δεν φοβόταν να έρθει στα μέρη μας. Ήθελε να μάθει τα μέρη που πηγαίναμε εμείς, να δει τί τρώγαμε, τί ακούγαμε.
Άρχισε να έρχεται και στο σπίτι και να ψαχουλεύει τους δίσκους μου. “Δικέ μου, πρέπει να σου μάθω τον
Miles και τον Coltrane”. Πράγματι, το είπε και το έκανε. Λίγους μήνες μετά, με τους δικούς του δίσκους, η ζωή μου θα άλλαζε για πάντα. Και το ωραίο είναι ότι εκείνος ήταν 19 και εγώ 21».
«Ο ήχος του Miles εκείνη την εποχή ήταν συγχρόνως δύο πράγματα : ένα μικροσκόπιο, που από μέσα του έβλεπες ό,τι είχε προηγηθεί στον κόσμο της jazz μέχρι τότε και συγχρόνως ένα τηλεσκόπιο. Που έδειχνε, αν είχες την ικανότητα και τη διαίσθηση, προς τα πού θα πήγαινε η μουσική στο μέλλον. Υπήρξα ευλογημένος που βρέθηκα εκεί, ακριβώς την εποχή που η μουσική αυτή γραφόταν. Από το Bitches Brew και μετά, ο Miles διεύρυνε τη μουσική μας νόηση, έθεσε νέα σύνορα στην συνείδησή μας».


Στην αυγή του ’72, η μπάντα του Carlos Santana, με αφετηρία εκείνη την θρυλική εμφάνιση στο Woodstock στις 16 Αυγούστου του ’69, είχε ήδη στο ενεργητικό της τρία άλμπουμ που είχαν εισβάλει στο τοπ-5 του Billboard, τα δύο μάλιστα κατακτώντας την κορυφή, καθώς και μια σειρά από hit singles που είχαν κάνει διάσημο το όνομα Santana χωρίς καμία διάκριση μεταξύ λευκών, σκούρων ή, ισπανόφωνων. Κι όμως, στο εσωτερικό του επταμελούς γκρουπ, οι εντάσεις για το επόμενο βήμα της καρριέρας τους είχαν ήδη προκαλέσει σημαντικά ρήγματα.
«Από τη μία πλευρά βρίσκονταν ο Gregg Rolie και ο Neal Schon που ήθελαν να συνεχίσουμε να γράφουμε πιο ροκ τραγούδια, κι από την άλλη ήμουν εγώ και ο Michael Shrieve. Ο Chepito Areas, όσο βασικό στοιχείο κι αν αποτελούσε στον ήχο της μπάντας, δεν έπαιρνε ποτέ μέρος στις ζυμώσεις για το ποιά θα ήταν η κατεύθυνσή της. Ο David Brown είχε πάρει ήδη το μπάσο του και είχε φύγει, ο Tom Rutley και μετά ο Doug Rauch ήρθαν στη θέση του. Ο Shrieve και ’γω ήμασταν κάτι σαν κηπουροί. Αφήναμε τις ιδέες μας να αναπνεύσουν, τις φροντίζαμε, τις ποτίζαμε και τις αφήναμε να μεγαλώσουν μόνες τους. Ακούγαμε jazz, δοκιμάζαμε ρυθμούς και σκεφτόμασταν με ποιούς μουσικούς απ΄αυτούς που ξέραμε ή και απ’ αυτούς δεν ξέραμε, αλλά απλώς ακούγαμε στους δίσκους, θα θέλαμε να τζαμάρουμε. Το σκεπτικό μας ήταν πολύ πιο κοντά στην αρχική ιδέα που είχαμε για το πού θέλουμε να πάει η μπάντα».
«Ψάχναμε για την νέα μας ταυτότητα, πέρα απ’ αυτό που είχαν μάθει όλοι ως Santana. Ψάχναμε στην ροκ και την τζαζ, με ένα πνεύμα εξερευνητικό, με τη διάθεση να δοκιμάσουμε κάτι καινούριο, ακόμη κι αν αποδεικνυόταν μετά ότι δεν θα ταίριαζε, ή ακόμη κι αν κανείς δεν περίμενε κάτι τέτοιο από μας. Και αυτό ήταν τελικά το “Caravanserai”. Το άλμπουμ που όλοι πίστευαν ότι δεν έπρεπε να κάνουμε».
Με τους Rolie και Schon να έχουν ανακοινώσει ότι αποχωρούν μετά την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων, όταν ξεκίνησαν τα sessions για το τέταρτο άλμπουμ, τον Μάρτιο του ’72, το μέλλον της μπάντας ήταν αβέβαιο. Όμως παραδόξως, το προδιαγεγραμμένο τέλος λειτούργησε καταλυτικά. Το δίδυμο που λίγο καιρό μετά θα έφτιαχνε τους Journey, είχε αποφασίσει να συνεισφέρει στη μουσική κατεύθυνση που είχαν χαράξει οι Carlos και Shrieve σαν δύο session μουσικοί. Τους απελευθέρωνε όμως ότι στο μυαλό τους είχαν ήδη δικά τους σχέδια.
«Εκείνους τους μήνες, κι ενώ οι ηχογραφήσεις κυλούσαν χωρίς τις εντάσεις και τις δημιουργικές διαφωνίες που είχαμε στα προηγούμενα άλμπουμ, έπιανα τον εαυτό μου πολύ συχνά να ξεσπάει σε κλάματα όταν βρισκόμουν μόνος», θυμάται ο Carlos. «Ήμουν πολύ στεναχωρημένος που εκείνη η πρώτη σύνθεση της μπάντας θα σταματούσε να υπάρχει. Θρηνούσα με τον τρόπο μου που δε θα υπήρχε πλέον το δέσιμο που μας ένωνε μέχρι τότε, αυτή η αίσθηση ότι έχεις κάποιους να καλύπτουν πάντα τα νώτα σου, να είναι πάντα εκεί. Ακόμη και σήμερα, όταν ακούω το παίξιμο του Gregg στο “Song Of The Wind”, κάτι ματώνει μέσα μου. Μια απλή μελωδία από τα πλήκτρα, τίποτε φανταχτερό, ή περίπλοκο, όμως τόσο ουσιώδης στην ανάπτυξη του τραγουδιού».
 

Ήταν μια περίοδος μεταμόρφωσης για τη μπάντα και τα μέλη της, τόσο αυτά που σε λίγο καιρό θα γίνονταν πρώην, όσο και γι’ αυτά που θα συνέχιζαν. Και όπως κάθε τέτοια περίοδος, συνοδεύεται από έντονα συναισθήματα, πόνο και ανασφάλεια. Το όραμα, παρ’ όλα αυτά, του Carlos και του Michael Shrieve παρέμενε αδιαπραγμάτευτο. Όσοι συμμετείχαν σ’ αυτό, το έκαναν επιλέγοντας να το υπηρετήσουν, εισφέροντας ένα κομμάτι του πνεύματος και του μουσικού εαυτού τους. O 40χρονος Hadley Caliman με το φλάουτο και το σαξόφωνο. Ο 48χρονος κουβανός τιτάνας των κρουστών Armando Peraza, στην πρώτη του συνύπαρξη με τους Santana. Ο 22χρονος Doug Rauch, θιασώτης των Mahavishnu Orchestra του John McLaughlin, με εντυπωσιακό για την ηλικία του ρεπερτόριο συνεργασιών, υπεύθυνος κατά πολύ για τον χαρακτηριστικό fusion αέρα στα “All The Love of The Universe” και “Look Up (to See What’s Comin’ Down)”. Έχοντας μάλιστα προλάβει να συνεργαστεί και με έναν από τους ήρωες του ίδιου του Carlos, τον Ούγγρο κιθαρίστα Gabor Szabo, τον άνθρωπο που είχε δημιουργήσει ένα δικό του κράμα λαϊκής μουσικής της πατρίδας του με Jazz, ο Rauch υπήρξε ο σύνδεσμος για να γνωρίσει ο Carlos τον 30χρονο Tom Coster, έμπειρο συνθέτη και μαέστρο των πλήκτρων, που εκείνη την εποχή έπαιζε κι εκείνος στη μπάντα του Szabó.
O Coster πρόλαβε να παίξει μόνο σ’ ένα κομμάτι του “Caravanserai”, προσθέτοντας το πυρετώδες πιάνο στο “La Fuente del Ritmo”, όμως τα επόμενα χρόνια θα γινόταν πολύ βασικός συνεργάτης του Carlos, ενορχηστρώνοντας και συνθέτοντας μερικά από τα πιο γνωστά κομμάτια της δεύτερης φάσης των Santana.
«Με τον TC, ο οποίος ήταν, χωρίς δεύτερη κουβέντα, ένας τζαζίστας, άρχισα να μπορώ να μιλάω για το τί άκουγα μέσα από τη μουσική. Με ανθρώπους σαν κι αυτόν ήξερα ότι έπρεπε να δείξω σεβασμό, όμως χρειαζόταν συγχρόνως να είμαι και ακριβής στις κατευθύνσεις μου. Μπορούσα να του πω, για παράδειγμα “αυτή τη συγχορδία που έχω στο μυαλό μου, τη νιώθω σαν ηλιοβασίλεμα. Πρέπει να ζωγραφίζει την ώρα της ημέρας όπου τα σύννεφα γίνονται κόκκινα”. Μπορούσα να του πω – και να καταλάβει – “έτσι όπως το παίξαμε τώρα το έχουμε φέρει στις τέσσερις το απόγευμα, χρειάζεται να το πάμε λίγο πριν το σούρουπο”. Πάντα για μένα η μουσική είχε οπτική διάσταση. Αυτή είναι εξάλλου η δουλειά ενός μουσικού. Πρέπει να ταιριάξει τον ήχο με συγκεκριμένες αναμνήσεις ή συναισθήματά του και να τα συνδέσει με κάτι αληθινό για όλους. Ένα χρώμα, ένα χαμόγελο, ένα δάκρυ που κυλά στο μάγουλο».
Ο δίσκος ξεκινά με ήχους από τη φύση, όπως το είχε φανταστεί ο Carlos. Μια πραγματική χορωδία των τριζονιών, ηχογραφημένων στην αυλή του αρχι-ηχολήπτη Glen Kolotkin που δίνει τη θέση της στο ονειρικό σαξόφωνο του Caliman. Και στο μεγαλύτερο μέρος των 50 και κάτι λεπτών που διαρκεί ο δίσκος είναι οι φωνές των οργάνων που αναλαμβάνουν να αρθρώσουν τα άρρητα. Ήταν η πρώτη φορά που ο Carlos έγραφε τελευταίος τα κιθαριστικά μέρη, πάνω στον ρυθμικό καμβά που είχαν στρώσει οι Shrieve, Rauch και Chepito Areas.


Στο “Waves Within” τα σόλο του διατρέχουν τα κύματα της μελωδίας, θυμίζοντάς του – θα πει ο ίδιος- την τρομπέτα του Miles Davis στο “Concierto de Aranjuez”. Στο “Every Step Of The Way”, ο Caliman προσθέτει ένα δαιμονιώδες σόλο φλάουτο, ενώ ο Neil Shon ανταλλάσσει με τον Carlos σόλο με μια σχεδόν τηλεπαθητική σύνδεση. Απόηχοι από ηχογραφήσεις των Herbie Hancock, Gabor Szabo και φυσικά John Coltrane βρίσκονται διάσπαρτοι σε όλο το άλμπουμ, ενώ στο “Stone Flower” Carlos και Shrieve γράφουν στίχους πάνω στη μουσική του βραζιλιάνου βασιλιά της μπόσσα νόβα Antonio Carlos Jobim.
Η ακολουθία των τραγουδιών επιλέχθηκε μετά από επανειλημμένες ακροάσεις, και συζητήσεις μεταξύ Shrieve και Carlos, έτσι ώστε η αίσθηση της συνέχειας και της συνεχούς μεταλλαγής να αντανακλά το κοινό όραμά τους: ένα έργο γεμάτο πνευματικές διαδρομές, περπατημένες όμως από ένα γήϊνο, αυθεντικό πάθος.
«Αυτό θέλαμε να είναι το Caravanserai. Η πλήρης εμπειρία ενός μουσικού άλμπουμ. Με το ένα κομμάτι να συνδέεται με το άλλο φυσικά, με ροή, ένα έργο όπως το Whats Going On ή το Love Supreme. ΤοCaravanseraiσυμβολίζει τον αέναο κύκλο της μετενσάρκωσης. Κάθε ψυχή μπαίνει και βγαίνει από τη ζωή, από το θάνατο στη ζωή και αντίστροφα, μέχρι που φθάνει σε ένα μέρος όπου μπορεί να αναπαυθεί και να καταφέρει να πετύχει την εσωτερική γαλήνη. Αυτό το μέρος είναι το Caravanserai. Ο τρόπος που ζεις σήμερα καθορίζει το πώς θα ζήσεις ξανά. Σκοπός είναι να μπορέσεις να φθάσεις στο μέρος αυτό. Η μετενσάρκωση είναι στα χέρια του καθενός από μας». 
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του ’72, μιξαρισμένο μάλιστα σε δύο εκδοχές, στέρεο και τετραφωνική. O πρόεδρος της CBS Clive Davis, ένας αποδεδειγμένα διορατικός άνθρωπος της βιομηχανίας, σήκωσε τα χέρια ψηλά με την «στροφή» του Carlos προς την jazz και το fusion, βαφτίζοντας σε κλειστό κύκλο το άλμπουμ «εμπορική αυτοκτονία».
Μπορεί πράγματι με το μουσικά απαιτητικό αυτό άλμπουμ, το οποίο στερείτο ο,τιδήποτε που να μοιάζει με single, τα νούμερα των πωλήσεων του brand name Santana να έδειξαν σαφή πτώση, η οποία μάλιστα θα κρατούσε τουλάχιστον άλλα τέσσερα χρόνια (μέχρι και το “Amigos”), όμως η καλλιτεχνική αξία του μέσα στα χρόνια σπάνια αμφισβητήθηκε. Γιατί ο νεαρός γιος του μαριάτσι από την Tijuana που αναζητούσε την οικουμενική ηχώ στον τόνο της κιθάρας του και ο συνοδοιπόρος του, ο απαράγραπτος για το συλλογικό ροκ μνημονικό μετέφηβος ντράμερ από το Palo Alto, που διέλυσε τα τύμπανα στο “Soul Sacrifice” εκείνο το απόγευμα στο Woodstock, είχαν μ’ αυτό το έργο μιλήσει με τη γλώσσα των μεγάλων κοινών τους ηρώων.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου