Bob Dylan: "Down ιn the Groove"

29/05/2018

Κατηγορία: Old Time Rock

5031

"Μπορεί κάποτε η κυκλοφορία του καινούριου δίσκου του Bob Dylan να ήταν ένα σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός. Όχι όμως στις 30 Μαΐου του 1988, όταν κυκλοφόρησε από την CBS το 25ο άλμπουμ του. Το δεύτερο συνεχόμενο μετά το “Knocked Out Loaded” του ’86 που η ροκ ιντελιγκέντσια περίμενε πώς και πώς για να κομμάτια".

 

Με έξι διασκευές και τέσσερα πρωτότυπα κομμάτια και διάρκεια μόλις 32 λεπτών, η χλεύη για «αρπαχτή» ήταν αναμενόμενη, σε μια εποχή που είχε αναγάγει σε αγαπημένο της σπορ να κατεδαφίζει γερασμένα είδωλα που ακολουθούσαν το δικό τους δρόμο, έξω από μοντερνισμούς και αγοραίες επιταγές.
Εξάλλου, ειδικά ο Dylan, ακόμη και όταν επιχείρησε εμπορικά εσκεμμένα βήματα αντιμετωπίστηκαν και αυτά με αντίστοιχο αρνητισμό. Η περιοδεία του με τους Grateful Dead τον Ιούλιο του ’87, όσο κι αν έδωσε την ευκαιρία στη γενιά του Woodstock να ρολλάρει αμφισβητήσιμης νομιμότητας στριφτά και να παραστεί σε τρίωρες συναυλίες όπου Dylan και Dead έπαιζαν ο καθένας μόνος του αλλά και όλοι μαζί, απαξιώθηκε σαν«ξεπούλημα».
Το ίδιο καλοκαίρι, η ατυχέστατη εμφάνισή του στο σελιλόϊντ, στην ταινία “Hearts Of Fire” δε βοήθησε στο ελάχιστο. Στο ρόλο ενός αποτραβηγμένου από τα δρώμενα ροκ σταρ που προσπαθεί να επανέλθει με συμπρωταγωνίστρια τη Fiona, η παντελής έλλειψη εναρίου τον έκανε να δείχνει γέρο, αμήχανο και προσποιητό.
Η ευγλωττία μπροστά σε κάμερες δεν ήταν ποτέ το δυνατό του σημείιο. To “Down In The Groove”, λοιπόν, γεννήθηκε υπό συνθήκες δύσκολες. Η αρχική ημερομηνία κυκλοφορίας του αναβλήθηκε δύο φορές, για χρονικό διάστημα συνολικά μεγαλύτερο από έξι μήνες και τα κομμάτια που θα περιλάμβανε άλλαξαν τουλάχιστον τρεις φορές. Δέκα τον αριθμό, προέρχονταν από διάφορα sessions των τελευταίων 6 χρόνων, σποραδικές ηχογραφήσεις με πλειάδα ετερόκλητων μουσικών.
Η προσέγγιση είναι προσγειωμένη, σχεδόν garage, ενώ παρά τον έντονο χαρακτήρα πολλών από τους μουσικούς που ο Dylan επέλεξε να τον συνοδεύσουν στην ηχογράφηση των κομματιών, ο ήχος είναι ομογενοποιημένος, σαν να φτιάχτηκε από την ίδια χαμηλού προφίλ μπάντα, σε ένα απόγευμα, μετά από δυό – τρεις πρόβες. Ακούγεται προσωπικό και άμεσο, σαν η μπάντα να παίζει σε απόσταση αναπνοής από τον ακροατή και ο 47χρονος Dylan, χωρίς να επιχειρεί κάτι σπάνιο ή καινοτόμο, ακούγεται χαλαρός και σε φόρμα.

 

To ενθουσιώδες “Lets Stick Together” είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Δεν επιδιώκει να αναπαλαιώσει το ιστορικό πρωτότυπο του Wilbert Harrison από το ’62, ούτε να αναμετρηθεί με τις πιο σφιχτοδεμένες και ήδη εμπορικά γνωστές διασκευές των Canned Heat (1969) και του Bryan Ferry (1976), αλλά το εκΝτυλανίζει ποντάροντας στην εμπειρία και το φυσικό ρυθμό των superstar σέσσιον παικτών:
του 42χρονου Danny Korchmar (κιθάρα σε Linda Ronstadt, Warren Zevon, JacksonBrowne και Neil Young), του 32χρονου Randy Jackson (μπάσο σε όλους, από Journey και Aretha Franklin, ως Billy Cobham,Richard Marx και George Benson) και του 31χρονου Steve Jordan που συμμετείχε στις μόνιμες μπάντες των Saturday NightLive και David Letterman’s Show και είχε μόλις στρατολογηθεί από τον Keith για τους X-Pensive Winos).
To ατμοσφαιρικό “When Did You Leave Heaven?” είναι μια απλοποιημένη διασκευή στο πρωτότυπο του ‘36, σύνθεση που είχε προταθεί για Όσκαρ καλύτερου τραγουδιού μέσα από την ταινία “Sing, Baby Sing”.
Είναι το πρώτο όπου κάνει αισθητή την παρουσία της η εντυπωσιακή Madelyn Quembec, μια από τις δεκάδες πρώην Rayllettes – τις γυναικείες φωνές που συνόδευαν τον Ray Charles –προσθέτοντας ιδιαίτερο φωνητικό χρώμα, όπως και στα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου.
Στο “Sally Sue Brown” του πρωτοπόρου soul αφροαμερικάνου συνθέτη Arthur Alexander -κομμάτια του οποίου διασκεύασαν οι κορυφαίοι βρετανοί εισβολείς των ‘60s- πληροφορούμαστε ότι μπάσο παίζει ο Paul Simonon των διαλυμένων τότε Clash και κιθάρα ο εξόριστος στους φοίνικες του L.A. Steve Jones των Sex Pistols.
Τέταρτο στην πρώτη πλευρά, έρχεται το πρώτο από τα κομμάτια του ίδιου του Dylan. Η βασική του ιδέα προϋπάρχει από ταsession του “Infidels”, πίσω στα ’83. Όμως, σε μια από τις δεκάδες μεταμορφώσεις που δοκίμασε επ’ αυτού, προσέθεσε δεύτερα φωνητικά από τους Full Force, το hip hοp σχήμα από το Brooklyn. Είναι το “Death Is Not The End”, μια ουράνια μελωδία που σε σώζει την τελευταία στιγμή σαν αγγελικό χέρι από τον γκρεμό της κατήφειας και της παραίτησης, τουλάχιστον με τον μετρημένο, σαν από μνημόσυνο επί τιμή, τρόπο εκφοράς του Bob.
«Σαν σταθείς σε σταυροδρόμι που να καταλάβεις δεν μπορείς με τα όνειρα χαμένα όλα και άγνωστο τί σου μέλλει στη στροφή όταν τριγύρω τα σύννεφα πυκνώνουνε και βαριά πέφτει η βροχή και δεν είναι δίπλα σου κανείς να σε παρηγορήσει, να δώσει ένα χέρι βοήθεια το δέντρο της ζωής φυτρώνει εκεί που το πνεύμα ποτέ δεν πεθαίνει και που λάμπει το φως της σωτηρίας σε σκοτεινούς και άδειους ουρανούς να θυμάσαι, ότι ο θάνατος δεν είναι και το τέλος»



Και μόνο για το κομμάτι αυτό αξίζει η καθ’ όλα υποτιμημένη 25η συλλογή ηχογραφήσεων του Dylan. Στο “Had A DreamAbout You Baby” η συμβολή των Eric Clapton και Ron Wood είναι μάλλον άοσμη. Περισσότερο τραβούν την προσοχή τα πλήκτρα του Beau Hill, παραγωγού της μισής μεταλλικής σκηνής του L.A., απ’ όπου διεκπεραιωτής στο μπάσο εμφανίζεται κάποιος ανερχόμενος που μαζεύει δολλάρια για να ξεκινήσει το δικό του συγκρότημα, ονόματι Kip Winger. Το “Ugliest Girl InThe World” ρολλάρει με easy going γρέντζο α
πό τη βάση των Korchmar/Jordan/Jackson, ενώ στο ανοιχτόκαρδο "Silvio" ξεχωρίζει η uptempo φυσαρμόνικα και τα δεύτερα φωνητικά από τους Jerry Garcia, Brent Mydland και Bob Weir των Grateful Dead. Με τα τρία τελευταία κομμάτια ο Dylan επιστρέφει στις διασκευές.
Το gospelικό “Ninety Miles An Hour (Down ADead End Street)”, με στίχο για ένα παράτολμο νυχτερινό φευγιό δύο παράνομων εραστών, ανήκει σ’ έναν άλλο θρυλικό αμερικανό μουσικοσυνθέτη, τον Donald Robertson, υπεύθυνο για πολλά τραγούδια των ταινιών του Elvis.
Παιγμένο με μίνιμουμ υπόκρουση αναδεικνύει και πάλι τα πλούσια γυναικεία δεύτερα, τα οποία διατρέχουν και το παραδοσιακό “Shenandoah”, το ενορχηστρωμένο με ακκορντέον και φυσαρμόνικα, καθώς και το “Rank Strangers To Me” του συνθέτη νότιων gospel Albert Brumley που κλείνει το δίσκο μόνον με μπάσο, κιθάρα και φωνή. To άλμπουμ σημείωσε πενιχρές πωλήσεις (US#61, UK#32) και λοιδορήθηκε χωρίς έλεος.
«Είναι άχρηστο», «ο επιθανάτιος ρόγχος ενός παρατημένου ταλέντου», «Ο Dylan τα έχει παρατήσει, δε μπορεί να κυκλοφορεί ένα τέτοιο άλμπουμ», «Με τέσσερα μόλις καινούρια κομμάτια, μάλλον μας κοροϊδεύει όλους, την εταιρία του και το κοινό του», έγραψε, μεταξύ άλλων το “NME”. To “Rolling Stone” το χαρακτήρισε το «χειρώτερο άλμπουμ της δισκογραφίας του».
Ου γαρ οίδασι τί ποιούσι. Ελάχιστοι κατάλαβαν ότι ο Dylan, αναγνωρίζοντας την εποχή ξηρασίας την οποία διερχόταν φορτωμένος ένα δισκογραφικό συμβόλαιο στην πλάτη, δεν αυθυποβλήθηκε από το βάρος της μεγαλοφυΐας που έχει ν αποδείξει ότι δεν είναι "πρώην", βάρος του οποίου είχε απεκδυθεί περίπου δύο δεκαετίες πριν, όταν ακόμη ο διεθνής μουσικός και μη τύπος τον αποθέωνε.


Δεν είχε, λοιπόν, πρόβλημα να αφήσει τις συνθετικές εμπνεύσεις άλλων σημαντικών ανθρώπων να μιλήσουν γι΄αυτόν. Αυτός ήταν ο τρόπος που επέλεξε για να συνδιαλλαγεί με το παρελθόν του και να προχωρήσει προς το μέλλον, ένα μέλλον που όλοι σχεδόν στοιχημάτιζαν ότι δεν του αξίζει. Κι όμως, έπρεπε το διάλειμμα αυτό, το άφημα του “Down In The Groove” να συμβεί, για να επανέλθει, μέσα στο ’89 ξεκάθαρος, δημιουργικός και πολυδιάστατος με την καθοδήγηση του Daniel Lanois και το “Oh Mercy!”, που – ως του θαύματος – χαιρετίστηκε από τους ίδιους ανθρώπους που τον έθαβαν, ως ένα «αριστούργημα» από τα παλιά.
Αμέσως με την κυκλοφορία του άλμπουμ, ο Dylan βγήκε σε περιοδεία για όλο το καλοκαίρι στις Η.Π.Α., ξεκινώντας από τοConcord Pavillion της Καλιφόρνια στις 7 Ιουνίου του ’88. Σε πλήρη αντίθεση με τις προηγούμενες περιοδείες του κατά τη δεκαετία του ’80, απουσίαζαν οι διάσημοι guest, όπως ο Mick Taylor, o Tom Petty ή ο Ian McLagan.
Με την εξαίρεση του NeilYoung, που εμφανίστηκε στη δεύτερη κιθάρα για μερικές βραδιές, το σχήμα ήταν μικρό και ευέλικτο, με τον G.E. Smith –άλλον έναν από το καστ του “Saturday Night Live”- και τον Kenny Aaronson στο μπάσο, να είναι τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα της μπάντας. Οι εκτελέσεις και το σετ-λιστ διαφέρουν ριζικά από τη μια βραδιά στην άλλη, το πρόγραμμα συχνά ενσωματώνει «καθιστά» ακουστικά σετ, ενώ για πρώτη φορά οι διασκευές σε παμπάλαιες και ελάχιστα γνωστές προσωπικές μουσικές αδυναμίες του Dylan υπερέχουν αριθμητικά των δικών του τραγουδιών.
Η αρχική ανταπόκριση στην περιοδεία υπήρξε μάλλον χλιαρή, όμως η επιμονή του Dylan, παρά τα χρονάκια του, να περνά το μεγαλύτερο μέρος κάθε σαιζόν του στο δρόμο τροφοδότησε τη σταθερή ζήτηση για εμφανίσεις, η οποία δε σταμάτησε να υπάρχει, κυρίως από μέρη όπου δεν είχε ξαναπαίξει – μην ξεχνάμε τις συναυλίες του στην Πάτρα στις 26 και στην Αθήνα στις 28 Ιουνίου του ’89.
Το modus operandi των εμφανίσεων εκείνων, εναλλασσόμενοι μουσικοί, ευρύ σετ, διαφορετικές κάθε φορά, ιδιοσυγκρασιακές, εκτελέσεις γνωστών και άγνωστων κομματιών και ακουστικά ένθετα, αποτέλεσε τη βάση για τον ζωντανό Dylan των επόμενων δεκαετιών. Άλλωστε, 22 χρόνια παρά μία μέρα μετά από την κυκλοφορία του “Down In The Groove”, την πειραματική, αυτοσχεδιαστική και εναλλασσόμενη προσέγγιση σε καινούρια, παλιά και κλασσικά κομμάτια from the man himself είχαμε την ευκαιρία να εισπράξουμε και ιδίοις όμμασι στη Μαλακάσσα (29/5/2010).
Η πορεία αυτή, κατά τυπική ντυλανική συνθήκη, είχε αναδειχθεί πρώτα από εκείνο το άλμπουμ του ’88 που όσοι δεν προσπερνούν, σφάλλουν που το υποτιμούν.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου