Scorpions: Love At First Sting, ένα άφευκτο κεντρί

27/03/2019

Κατηγορία: Old Time Rock

8373

Ξεκινά με μια ερεθιστική κιθαριστική πιρουέτα κι αμέσως το “Bad Boys Running Wild”, με το μπασικό του HorstBucholtz να σείει ό,τι τυχόν λουφάζει ή κρέμεται στο υπογάστριο, σε κάνει να το νιώθεις: έφτασε η ώρα να μπουκάρεις ως δερβίσαρος στο πριγκηπάτο της «δικής σου» μουσικής.

 

Το ριφ, μονοκόμματο σα συφιλιασμένος Γκοτζίλα με αλυσίδα διπλωμένη στο ζερβό το χέρι, τα κοψίματα μισής ανάσας, το ρεφραίν που κάνει ρουά ματ ενισχυμένο με gang φωνητικά, το προϋπολογισμένης εξαλλοσύνης σόλο, με εισόδιο έναν επικό Statocaster βρηχυθμό στο κατάλληλο μιλισεκόντ, η κραυγή του Meine στην αποφώνηση, όλα τα επί μέρους στοιχεία σε έχουν πείσει πριν καν το κομμάτι τελειώσει, ότι οπωσδήποτε θέλεις, χρειάζεσαι, με πώρωση, να το ξανακούσεις.
Συμπληρώνοντας ένα από τα καλύτερα δίδυμα τραγουδιών στην πρώτη πλευρά hard rock δίσκου, έρχεται πριν προλάβεις να συνέλθεις το τιτάνιο “Rock You Like A Hurricane”.
Επιβλητικό ριφ που στάζει κίνδυνο και σεξουαλικό πυρετό, στίχος ανθρωπόμορφου κούγκαρ που ετοιμάζεται πεινασμένο να επιτεθεί στο ερωτικό του θήραμα (“just have to make it, with someone I choose), lead- σήμαντρο από τον Jabs στην εισαγωγή, βαρβαρικός όγκος μπάσου και ντραμς, παραμορφωμένη μέσα από χίλια φλάντζερ φωνή του Meine που κορυφώνει τη δόνηση στο ρεφραίν, παροξυσμικός «παπάς» που εξαπολύει ο Jabs. Όλα τους συνδημιουργούν ένα αρχέτυπο για το σκληρό ροκ της δεκαετίας του ’80.
To βίντεο – κλιπ, προσθέτοντας ένα άγγιγμα sci-fi (εμείς δεν ξεχνάμε, εσείς δεν ξέρετε τί σημαίνει κάτι τέτοιο στην εποχή του “Dune”, του “Κόναν” και του “Εξολοθρευτή”) κι ένα παλλόμενο κλουβί από λυσσάρες διαστημογκόμενες που πάνε ν’ αδράξουν την μπάντα, προσδίδει μια οργιαστική κίνηση στο βαρβάτο τρακ.


Η επίδραση του “Rock You Like A Hurricane” στην Ελλάδα υπήρξε σχεδόν ακαριαία. Το κεντρί μπήκε βαθιά και το δηλητήριο ξεχύθηκε στις απολήξεις του αναπτυσσόμενου μουσικόφιλου οργανισμού των νέων, ιδίως μεταξύ 13 και 18, που υπό την ευφορία των πρώτων χρόνων χρόνων της «Αλλαγής», έψαχνε δικαιωματικά τα δικά του, κατά το γλωσσάρι της εποχής, «μετερίζια».
Ταυτόχρονα, λες κι ένας ολόκληρος μουσικός υπόκοσμος να περίμενε να σκαρφαλώσει στην επιφάνεια με το κάλεσμα ενός κομματιού όπως αυτό. Από λάϊτ χουλιγκάνια, σπυριάρηδες προέφηβους, όψιμα μαγκάκια απ’ τα Γκράβα μέχρι και ύποπτα ενήλικους βαρεοροκάδες που τιμούσαν τους Scorpions της εποχής Uli Jon Roth και υποτιμούσαν ό,τι την ακολούθησε, βρήκαν στο κομμάτι κάτι από την μεταλλική ταυτότητα για την οποία πάντοτε ονειρεύονταν ότι δικαιούνται να επαίρονται. Το “Hurricane” λόγω πλατιάς δημοτικότητας παίζεται ως κι από τον Πετρίδη στο ράδιο, ενώ καθιερώνεται στα πλατώ και τις πίστες όλων των μέταλ καταγωγίων του λεκανοπεδίου, από την “Victoria”, ως τη “Mariner” και την «OMΠΡΕ», μέσα σε μήνες.
Τους ίδιους μήνες που εκρήγνυται με πάταγο και στην Αμερική, μπαίνοντας παρά τον «σεξιστικό» στίχο και την αδιαπραγμάτευτη βαρύτητα του ήχου του στο top-30 του Billboard (US#25, 26/5/84).
Μετά τα δύο πρώτα απανωτά χτυπήματα, ο ακροατής σχεδόν χρειάζεται κάτι πιο «ελαφρύ» για να συνέλθει. Κι από κει είναι που ο Mattias Jabs παίρνει όλο το άλμπουμ πάνω του, ανοίγοντας με αγκωνιές δρόμο ανάμεσα στους καλύτερους metal κιθαρίστες της εποχής. Στο “I’ m Leaving You” με την σαφώς αμερικάνικη μελωδική ποιότητα, σολάρει ακατάπαυστα, το “Coming Home”, που ξεκινά απατηλώς ήπια για να εξελιχθεί σε μεγαλοπρεπές ταχύ κοπάνημα, το γεμίζει με φράσεις, σαν αυτόκλητος Eddie Van Halen. Στο κακόφωνο επιμύθιο της πρώτης πλευράς “The Same Thrill” βαβουριάζει τόσο, ώστε να δώσει ένα hard άλλοθι στο γκρουπ, του οποίου τον ήχο έχει κατηγορηθεί ότι ο ίδιος, με το προβλέψιμο, αμερικανόστροφο, επιδειξιομανές στυλ του, «εμπορικοποίησει».

Η περιβόητη «εμπορικοποίηση» κάνει την εμφάνισή της με το ξεκίνημα της δεύτερης πλευράς. Το “Big City Nights” κάθε ροκ μπάντα θα ήθελε να το έχει γράψει στη δεδομένη χρονική στιγμή, όμως μόνον αυτοί οι μονοκόμματοι γερμαναράδες από το Αννόβερο, που, παρά τα 17 χρόνια καρριέρας και τα 8 άλμπουμ στην πλάτη, ακόμη επιθυμούσαν να αποκόψουν τα ευρωηπειρωτικά βαρίδια που τους κρατούσαν προσεδαφισμένους κατάφεραν να συνθέσουν και εξαπολύσουν στα πλήθη. Απλό και ευθύβολο hard rock με μια ευδιάκριτη φλέβα από συναίσθημα, το κομμάτι γράφτηκε για τη ζωή στο δρόμο κι έγινε ένας από τους ύμνους που θα τραγουδιόταν για δεκαετίες στα encore των Scorpions από τα εκατομμύρια των fans που θα συνέρρεαν στις αρένες να τους δουν.
Διαρκώς σε αεροπλάνα, λεωφορεία, ξενοδοχεία, κάνοντας τη μέρα νύχτα και ρουφώντας το μεδούλι της ζωής, μιας ζωής κοπιώδους όσο και αποδοτικής και ένδοξης, μιας ζωής «στο δρόμο», με τα εφήμερα, τα απίστευτα, τα απρόβλεπτα και εντυπωσιακά σ’ έναν αέναο χορό, από και για τη μουσική, από και για τη φλόγα που καίει στα σωθικά κάθε καλλιτέχνη και τον οδηγεί.
“When the sunlight is rising up in my eyes
And the long night has left me back at somebody's side
It feels alright for a long sweet minute like hours before
But it's more like looking out for something
I can't find anymore”

Στο “As Soon As The Good Times Roll” ο Jabs συνεχίζει το εξάχορδο εργόχειρο του guitar hero, με πίσω του ένα δεμένο κι έτοιμο γκρουπ, ενώ μετά το με αντιπολεμικές ευαισθησίες και ημισυμφωνική δομή “Crossfire”, έρχεται το επιστέγασμα. Στην παράδοση της μίας τουλάχιστον hard rock μπαλάντας σε κάθε δίσκο από το “Virgin Killer” και μετά, έρχεται το “Still Loving You”, το υπέρτατο soundtrack κάθε παραναλωματικής καψούρας εφηβείας που έτυχε ν' ανθίζει στα χρόνια του Δημήτρη του Σαραβάκου.


Από τις πρώτες νότες επιβάλλεται ως κάτι αναγνωρίσιμα διαχρονικό και σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, αυτό και θα γίνει. Ο ένρινος σπαραγμός του Meine, η φωτοσκίαση, η επίταση του συναισθήματος με το μπάσιμο όλης της μπάντας μαζί στο τέλος, γέννησαν την πρώτη κλασσική άμα τη γενέσει της power ballad, πριν καν φανεί στη γωνία «η εποχή των power ballads». Είναι περιττό να σημειωθεί ότι κανένα εφηβικό πάρτυ δεν ήταν πια ίδιο μετά το Μάρτιο του ’84 και το “Still Loving You” (US#64, 21/7/84).
To “Love At First Sting” έμεινε 63 εβδομάδες στο Hot-200 του Billboard (US#6, 16/6/84) σημειώνοντας πωλήσεις δύο εκατομμυρίων στην Αμερική μόνο μέσα στο ’84. Όσο για την Ευρώπη, μόνο στο Παρίσι, λέγεται ότι έφυγαν ένα εκατομμύριο σινγκλάκια του “Still Loving You” μέσα σε δύο χρόνια.
Η στυλιστική ουσία του δίσκου αποστάζεται στο θρυλικό μαυρόασπρο εξώφυλλο του Helmut Newton. Ποιός είν’ αυτός ο παιχταράς με τα καρφάκια και το βαρύ πέτσινο που έχει παλαμαριάσει τη γκόμενα – κάτι ανάμεσα σε Υβόν Σανσόν και Γκρέτα Γκάρμπο – με τέτοιο τρόπο που την έχει κάνει να χυθεί κυριολεκτικά ανάμεσα στα πόδια του, τόσο που να μη νιώθει ούτε τον πόνο από τη βελόνα του τατουάζ;
Ο δίσκος οπωσδήποτε αποτελεί την κορωνίδα της καρριέρας και του Dieter Dierks, που επί δέκα χρόνια βρισκόταν πίσω από τον ήχο των Scorpions. Πετυχαίνοντας μεγάλη συμπίεση – η ρυθμκή βάση είναι πάντα απλή αλλά γεμάτη – περικόπτοντας ό,τι περιττό και απαλύντας με όλα τα διαθέσιμα στουντιακά τρυκ το πρόβλημα της ιδιότυπης εκφοράς των αγγλικών, έδωσε έμφαση στα δυνατά σημεία της μπάντας: τα τραγούδια και την ικανότητά τους να τα φορμάρουν με πυρήνα τη βασική μελωδία, όσο αναπτυγμένη ή συνεπτυγμένη κι αν αυτή προέκυπτε. Οι ίδιοι οι πέντε Σκορπιοί, δε, είχαν μάθει το μάθημά τους καλά και εκτός μουσικού πεδίου. Προσπαθούσαν να κρατήσουν χαμηλά τη γερμανικότητά τους για να γίνουν αποδεκτοί στο αμερικάνικο σαλέ του ροκ ν’ ρολ – έστω με την αξιοπιστία ενός πειραγμένου με εξατμίσεις για φόρμουλα 1 Φολκσβάγκεν Πασσάτ.
Αγγλικά πολλά δεν ήξεραν, στις συνεντεύξεις αγωνίζονταν να αρθώσουν κλισέ πάνω στο κλισέ για τη ζωή του ροκ σταρ, όπως είναι η έννοια αντιληπτή διεθνώς. Τα κατάφεραν. Όσα δεν έλεγαν με λέξεις, το επισήμαιναν οι εικόνες που προσέφεραν: η γκριμάτσα – faux ουρλιαχτό του Rudolf Schenker, το πονηρό βλέμμα του Meine, του μόνου απενοχοποιημένου καράφλα στο heavy rock, το πολλά βαρύ στυλ του Rarebell, που παίζει μπιλιάρδο και παρτάρει με κάτι γκρούπις πρώτης κλάσης, όχι τίποτα χαμένες. Ο ξερακιανός Buchholz, πάντα into the groove με το χαμόγελο και το Fender Precision μπάσο του. Η πόζα του Matthias Jabs στο βίντεο κλιπ του “Bad Boys Running Wild” – μαύρο γυαλί, σηκωμένο μανίκι στο δερμάτινο και μαγκιώρικο ρούφηγμα του τσιγάρου. Για μια σειρά από κοντινές μεταξύ τους ηλικίες, για τη γενιά μας, με το “Love At First Sting” οι Scorpions έγιναν οι πρώτοι από τους πρώτους «συμπαθείς Γερμανούς», ακριβώς επειδή ήταν όσο το δυνατόν περισσότερο διεθνοποιημένα απογερμανοποιημένοι και προσγειωμένοι, απτοί ως ροκ σταρ. 


Δύσκολο να αποχωρίσει κανείς τον απόηχο αυτού του δίσκου από τα πρώτα βήματα του heavy metal στη χώρα μας και από τον άνθρωπο που είναι κατά μεγάλο ποσοστό υπεύθυνος για την άνθησή του, το Γιάννη Κουτουβό. Τον Δεκέμβριο του ’84, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Rock – New Wave HEAVY METAL» (με υπότιτλο «ΜΗΝΙΑΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΣΚΛΗΡΟΥ ΡΟΚ – Μ Ε Τ Α Λ»), ένα εκδοτικό πείραμα που θα είχε ανυπολόγιστη επίδραση στις επόμενες γενιές μουσικόφιλων, στη στήλη «Μεταλλοκριτική» έγραφε κάτω από την παρουσίαση του “Love At First Sting”:
«Τον περασμένο χειμώνα βρέθηκα στη Νίκαια της Γαλλίας βλέποντας για πρώτη φορά τους Scorpions στη σκηνή. Άκουσα όλο το άλμπουμ με προσοχή και παρατήρησα τα εξής πράγματα: Κρατούν μια σταθερή γραμμή πάνω σ΄αυτό που ξέρουν να παίξουν. Δεν άλλαξαν ποτέ παραγωγό κι αυτό συμβάλλει θετικά στην ανοδική τους πορεία.  Αλλά πόσο πιο ψηλά μπορούν να πάνε; Θα επιμείνω ακόμη μια φορά ότι το ιστορικό γερμανικό συγκρότημα είναι το Νο 1 αυτή τη στιγμή στον κόσμο».
Η άτυπη τριλογία κυκλοφοριών που σηματοδότησαν την πρώτη, καίρια, περίοδο βασιλείας των Scorpions στα αισθητήρια του ελληνικού rock κοινού (ακολούθησαν, όπως σε κάθε δυναστεία, πολλές ακόμη, καλώς ή κακώς) συνεχίστηκε με το “Best Of Scorpions”, μια ειδική συλλογή που κυκλοφόρησε μόνο στην ελληνική αγορά με υπογραφή Γιάννη Κουτουβού, η οποία χωρίς υπερβολή μπήκε, σε δίσκους και κασσέττες EMI, σε κάθε εφηβικό σπίτι, σπάζοντας τα ρεκόρ πωλήσεων για hard rock δίσκο.
Oλοκληρώθηκε, δε, με την κυκλοφορία του διπλού δίσκου “World Wide Live”, το καλοκαίρι του ’85 και του -ανάρπαστου τότε- ωριαίου αντίστοιχου VHS, ενός μουσικού και ταξιδιωτικού χρονικού για το πώς, με μόνο όπλο την εργατικότητα και την αξιοπιστία «σ’ αυτά που ξέρεις να παίζεις», ακόμη κι αν δεν δείχνεις σταρ, μπορείς να λάμψεις ως αστέρι πρώτου μεγέθους.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου