Ted Nugent: Motor City Maniac, est. 1975

01/10/2020

Κατηγορία: Old Time Rock

3759

Σεπτέμβριος 1964. Συνοικία μητροπολιτικού Detroit, ώρα προχωρημένη νυχτερινή. Ο 16χρονος Theodore Anthony, άχαρος, κοκκαλιάρης μαθητής στο St. Viator Highschool, ακούει τα εξ αμάξης από τον πατέρα του, Warren Henry Nugent, μόνιμο λοχία του Αμερικανικού Πεζικού.

 

Έχει περάσει τη βραδιά σ’ ένα γκαράζ, γρατζουνώντας την κιθάρα του, μαζί με συμμαθητές, ομοιοπαθείς στην νεαρή έκσταση του ροκ-εν-ρολ. Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Άργησε. Προσπάθησε να μπει κλεφτά στο σπίτι, όμως ο λοχίας - πατέρας ενέδρευε υπομονετικά. Πετάγεται ξαφνικά μπροστά του και τον σταματά. Δε χρειάζεται παρά μια διαπεραστική ματιά ενός δευτερολέπτου για να του απευθύνει τη μία και μόνη ανακριτικού τύπου ερώτηση.  «Σου δίνω την ευκαιρία να πεις την αλήθεια, Theodore. Μυρίζει κάτι σαν αλκοόλ στην ανάσα σου;».  
Ο Theodore, γνωρίζει ότι υπεκφυγές δεν έχουν θέση στον πειθαρχικό κανόνα του οίκου Nugent. Με κατεβασμένο το κεφάλι και προσπαθώντας να συγκρατήσει κάποιο τρέμουλο στη φωνή, συνέπεια της επ’ αυτοφώρω σύλληψής του, ψελλίζει:  
«Yes, sir».  
«Μόνο οι ηλίθιοι καταστρέφουν τον εαυτό τους, son».  
O Theodore Anthony από κείνη τη νύχτα θα πάρει το μάθημα. Μόνο που θα της φορέσει μια κάπως ιδιότροπη ανάγνωση. Ότι επιτρέπεται να οργιάσει σε κάθε επίπεδο, εκτός εκείνου στο οποίο οι συνομήλικοί του γουστάρουνε να καταφεύγουν: ουσίες, νόμιμες και παράνομες, αλκοόλ, σκόνες, χάπια, χόρτο. Γιατί αυτά, τα παίρνουν «μόνον οι ηλίθιοι». Ήδη από το Γυμνάσιο είχε συστήσει, με τον ίδιο στην κιθάρα, τους Amboy Dukes. Οι οποίοι μπήκαν δειλά - δειλά τη δισκογραφία καταφέρνοντας μάλιστα το καλοκαίρι του ’68 να φτάσουν στο top-20 του Billboard, μ’ ένα 45άρι παρμένο από το δεύτερο δίσκο τους, το “Journey To The Center Of The Mind”. Είχε γραφτεί από τον Steve Farmer, τον άλλον κιθαρίστα της εξάδας των Dukes, και παρ’ ότι καταπιανόταν καθαρά και ξάστερα με το trip Που προσέφεραν τα παραισθησιογόνα, κανείς τους δεν τολμούσε να το πει στον Ted, ο οποίος, όσο φανατικός Τσακμπεριστής ήταν, άλλο τόσο αδαής με τα ντραγκς κι εχθρικός στην πειραματική διάθεση των χίππυς «με ουσίες που παίρνουν οι ηλίθιοι» παρέμενε.  
Από το 1970 πήρε και τυπικά τα ηνία της μπάντας, την οποία και μετονόμασε σε “Ted Nugent & The Amboy Dukes”, οδηγώντας την σε ένα πυκνό πρόγραμμα συναυλιών, που μετρούσε τουλάχιστον 300 ζωντανές εμφανίσεις το χρόνο. Όμως η πορεία τους δεν άφηνε να φανεί στον ορίζοντα κάποιο σημάδι που να υπόσχεται έστω επανάληψη της σύντομης επιτυχίας τους, μέσα στο τοπίο μουσικής πανσπερμίας του πρώτου μισού της δεκαετίας του ’70. Μετά το έβδομο άλμπουμ των Dukes, το “Tooth, Fang And Claw” του ’74, o 26χρονος Nugent αντιλαμβάνεται ότι έχει φτάσει μαζί με τους Amboy Dukes στο τέλος της διαδρομής και διαλύει το συγκρότημα. Εκπαιδευμένος από τον πατέρα - λοχία στη νοοτροπία της υγιεινής ζωής με κύρια έκφρασή της την επαφή με τη φύση και το κυνήγι μικρών και μεγάλων ζώων, φόρτωσε ένα Range Rover με τόξα, τσεκούρια, δίκαννα και κιβώτια με βολίδες διαφόρων διαμετρημάτων και χάθηκε στα βραχώδη όρη, τα δάση και τις αχανείς πεδιάδες του Colorado. Κυνηγούσε για να βρει τροφή, έφτιαχνε ο ίδιος τα πρόχειρα καταλύμματά του κι έφτασε να ζήσει έτσι, νομάδας στην άγρια φύση, για τρεις ολόκληρους μήνες.  
Επιστρέφοντας στον πολιτισμό, δήλωσε εξ ολοκλήρου ανανεωμένος, γεμάτος ενέργεια και με ξεκάθαρα σχέδια. Είχε ήδη εντοπίσει τον 22χρονο τραγουδιστή και κιθαρίστα Derek St. Holmes να παίζει σ’ ένα τοπικό σχήμα στο Michigan. Φώναξε λοιπόν κοντά του τον 24χρονο Rob Grange, μπασίστα στα τρία τελευταία άλμπουμ των Dukes και ανέθεσε τα τύμπανα σ’ έναν 26χρονο βρετανό προερχόμενο από τη jazz rock σκηνή, τον Cliff Davis. Άρχισαν να προβάρουν ως Ted Nugent Band, ψάχνοντας να βρουν δισκογραφική εταιρία. Η υπερδραστήρια ομάδα μάνατζερ των Steve Leber και David Krebs, που διαχειριζόταν ήδη τις τύχες των ραγδαία ανερχόμενων Aerosmith, δεν άργησε να τον διπλαρώσει, εξασφαλίζοντάς του μάλιστα συμβόλαιο με την Epic Records.  
Δεν ήταν δύσκολο να πειστεί ότι το “Band” δε χρειαζόταν να υπάρχει στο το όνομα του συγκροτήματός του και παρά κάποια πρόσκαιρη δυσθυμία από τους Grange και Davis που δεν ήταν χθεσινοί στα χωράφια της δισκογραφίας, οι Leber και Krebs τον έβαλαν στο Sound Pit Studio στην Αtlanta για να γράψει υλικό για τον πρώτο προσωπικό του δίσκο. Το όραμα του Nugent ήταν ξεκάθαρο, όσο και μεγαλεπήβολο.  
«Θέλω να φτιάξω έναν καθοριστικό ροκ-εν-ρολ δίσκο. Αν χρειάζεται να έχει το κοινό έναν και μόνο δίσκο για να νιώσει το ροκ-εν-ρολ, να είναι ο δικός μου».  

 

Ο άνθρωπος στον οποίο ανατέθηκε το έργο ήταν ο Βοστωνέζος Tom Werman, πτυχιούχος του Τμήματος Μουσικής του Πανεπιστημίου της Columbia και από το 1970 έμμισθος παραγωγός της CBS. Αυτός, μαζί με τον σπουδαγμένο στο Cornell συνεργάτη του, Lew Futterman, ιδρυτή της δικής του εταιρίας μάνατζμεντ καλλιτεχνών, ανέλαβαν, ο πρώτος να δώσει σχήμα στον ήχο του Nugent, ο δεύτερος να του ανοίξει τις πόρτες προς το δίκτυο των ζωντανών εμφανίσεων.  
«Ο Ted ήξερε ακριβώς τί ήχο ήθελε να πετύχει. Υποδείκνυε ο ίδιος στους μουσικούς του τί να παίξουν, πού και πώς να το παίξουν. Όσο και να έκανε τη δουλειά μου εύκολη μια τέτοια συμπεριφορά, δεν έπαυε να μου προκαλεί δέος», θυμάται ο Werman, ο οποίος τα επόμενα 15 χρόνια θα υπoγράψει την παραγωγή σε δίσκους που μέτρησαν εκατομμύρια αντίτυπα για τους Cheap Trick, Molly Hatchet, Blue Oyster Cult, Motley Crue, Twisted Sister, Dokken, Krokus, Poison και Kix. Έπιασε όμως την ισχυρογνωμοσύνη του Nugent και με τον τρόπο του τη υποδαύλισε κατάλληλα.
Τις πρώτες μέρες στο στούντιο, όταν ο τελευταίος έβαλε στον Werman να ακούσει τις παλιότερες ηχογραφήσεις των Amboy Dukes, εκείνος παρατήρησε: «Ούτε καν ακούγεσαι όπως κανονικά ακούγεται η κιθάρα σου, Ted». Από την διαχείριση της φιλοδοξίας και της υπομονής του Nugent, προέκυψε εν τέλει, αυτό που γράφτηκε περήφανα και στο  εξώφυλλο: One guitar, eight Fender speakers and no toys in between to mess p the signal".  
Ηχογραφημένο με προσοχή όσο και απλότητα, το άλμπουμ αιχμαλωτίζει μέσα σε λιγώτερο από 39 λεπτά μια μπάντα άρρηκτα δεμένη γύρω από έναν κιθαρίστα που έχει βαλθεί να ξεδιπλώσει με πάθος τις επιρροές του. Παραδοσιακά θορυβώδες garage από το Detroit, Chuck Berry, Little Richard, Motown, μεταλλαγμένη ψυχεδέλεια, εξηλεκτρισμένο rhythm & blues έως και μπασταρδεμένη country, όλα σ’ ένα αυθόρμητο κράμα ενέργειας που κρατά ρετροκίνητη απόσταση από κάθε τρέχουσα τάση του αμερικάνικου ροκ rock εν έτει 1975.
Παρασάγγες μακριά από τη μελωδική χαλαρότητα της δυτικής ακτής που εκπροσωπούν οι Eagles και οι Doobie Brothers. Ξένος δίπλα στην επιτήδευση της ανατολικής ακτής, είτε αυτή οριστεί ως Lou Reed, ΚISS ή Blue Oyster Cult. Ριζικά πιο αστικός από το βουκολικό, μεθυσμένο southern των Skynyrd και των ZZ Top. Συγγενεύει με τις απαρχές του Bob Seger και του πρώϊμου Alice Cooper, την ξεροκεφαλιά των Stooges και την ορμή των MC5, πράγμα καθόλου τυχαίο, καθώς όλοι έχουν προκύψει από το Detroit. Είναι ο ήχος της καρδιάς της Αμερικάνικης ενδοχώρας, που χτυπούσε στο δικό της ρυθμό μέσα στα γκαράζ ακόμη και πριν τη βρετανική μουσική εισβολή των ‘60s και τώρα, ασκημένη στο να θεωρείται παρακατιανή δίπλα στους βρετανούς ροκ σταρ, επανακάμπτει έτοιμη να διανύσει πολλά μίλια ακόμη, διαλαλώντας από τί είναι φτιαγμένη.  
 
Αυτός είναι ο ήχος που επιλέγεται να ντυθεί με ένα εξώφυλλο που πρόκειται να γίνει ένα από τα πλέον εμβληματικά για το ροκ της δεκαετίας του ’70. Την μεν γραμματοσειρά, ρευστή, ευλύγιστη όσο και δυναμική, σαν ανάγλυψη υπογραφή από νέον, την έχει εμπνευστεί ο 33χρονος Καλιφορνέζος γραφίστας Gerard Huerta, o οποίος από υπάλληλος της CBS είχε μόλις ανεξαρτοποιηθεί ως επαγγελματίας, έχοντας ανασχεδιάσει ως τρισδιάστατο το λογότυπο μιας μπάντας από την Αυστραλία με το όνομα ΑC/DC. Πρόκειται για τον καλλιτέχνη που μέσα στα επόμενα χρόνια θα φτιάξει τα λογότυπα καθώς και εξώφυλλα για θηριωδώς ευπώλητες ροκ φίρμες όπως οι Boston, Foreigner, Chicago, The Outlaws.  
Η δε φωτογραφία πάνω στην οποία έχει το λογότυπο επιτεθεί ανήκει στον 42χρονο γεννημένο στο Tennessee Al Clayton, διάσημο φωτογράφο που απαθανάτισε το ’67 τις εικόνες της «Φτωχής Αμερικής» των νότιων πολιτειών, έναν καλλιτέχνη με ανθρωποκεντρική ματιά στο φακό του, ήδη περιζήτητο και στο μουσικό κύκλωμα. Στο αχανές του πορτφόλιο υπήρχαν ήδη συνεπή περάσματα από τα κορυφαία ημερήσια και περιοδικά έντυπα, ενώ είχε ήδη απαθανατίσει για εξώφυλλα και φωτορεπορτάζ δεκάδες ροκ μορφές: Bob Dylan, Johnny Cash, Chris Kristofferson, Doors, Allmann Brothers. Δίπλα σ’ όλους αυτούς, ήταν πρακτικώς αδύνατον ένα εξώφυλλο δικό του να μην ξεχωρίσει και να μην καθορίσει ταυτόχρονα την οπτική διάσταση του μουσικού περιεχόμενο που κλήθηκε να επενδύσει. Με το ανεπαίσθητο φλου της κίνησης του φακού, παρμένος από χαμηλή γωνία, με την Gibson Byrdland στα χέρια σαν καπνισμένο μυδράλιο και το πρόσωπό του χωμένο μέσα στην έκσταση μιας ατίθασης λεοντής, ο Nugent αφήνει αποτύπωμα στη ροκ δισκογραφία, πριν καν εξαπολύσει τον ήχο του, μέσα από μια άφευκτα δυνατή απεικόνιση. Όμοιά της, εν έτει 1975, δεν είχε σε εξώφυλλο ούτε ο Eric Clapton, ούτε ο Pete Townshend, ούτε ο Hendrix ο ίδιος.  



Με το που προσγειώνεται η βελόνα στο αυλάκι της πρώτης πλευράς η προσοχή του ακροατή μαγνητίζεται. Με το που σκάνε τα τύμπανα πίσω από το ριφ του οχτάλεπτου “Stranglehold κι αυτό αρχίζει να προχωρά σαν τον Γκοτζίλα τυφλωμένο από αμμοθύελλα, ένα ερώτημα εγείρεται αυτόματα: πότε πριν, Αμερικανός μουσικός αποπειράθηκε να προτάξει μια τόσο επιβλητική επίδειξη κιθαριστικής ισχύος με το πρώτο τραγούδι του πρώτου προσωπικού του δίσκου;. Αποπροσανατολιστικό, απειλητικό, σα βόας που περικυκλώνει το θύμα του, ένα “Dazed And Confused” με το κρύο αίμα της πόλης των αυτοκινούμενων μηχανών. Αιχμηρές αλχημείες περασμένες μέσα από χίλια φλάντζερ, ένα παραισθησιογόνο σόλο -ηχογραφημένο καρφί με την πρώτη- φευγάτες υψιφωνίες από τον Derek St. Holmes και οργασμική κλιμάκωση, το “Stranglehold” αποτελεί για την κορυφογραμμή της ροκ πλησμονής των ‘70s ένα soundtrack για κάθε ασωτία. Άσχετα αν ο Nugent, ένας στρατοκράτορας που δεν είχε ποτέ καταταγεί στο στρατό, έκανε εφόδους στα παρασκήνια και απέλυε στο λεπτό όποιον roadie ή μουσικό συνελάμβανε να κάνει ναρκωτικά ή να τα πίνει on the job.  
«Τα μόνα πράγματα που γράψαμε δυό φορές στο “Stranglehold” ήταν τα φωνητικά του Derek St. Holmes και τα δύο κανάλια τα δικά μου με το εναρμονισμένο feedback, που μπανίουν και βγαίνουν σε ολόκληρο το τραγούδι. Οι ηχολήπτες μου έλεγαν συνέχεια “Δε μπορείς να το κάνεις αυτό, Ted” και ’γω τους απαντούσα “Άντε γαμηθείτε, σκάστε”. Γιατί το είχα οραματιστεί. Είχα καταλάβει τί μπορεί να γίνει αυτό το κομμάτι και το υλοποίησα».    
Η χρήση πρώτου ενικού είχε αρχίσει να γίνεται κάπως καταχρηστική ήδη από νωρίς, καθώς ο μπασίστας Rob Grange δεν ήταν κανένας με τυχαίες μουσικές ιδέες, ούτε και ο Clive Davis αδαής από ενορχήστρωση. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Nugent θα ομολογήσει ότι ο Grange συνεισέφερε σημαντικά στην ιδέα του “Stranglehold”, παρ’ ότι δεν φαίνεται πουθενά το όνομά του.  




Πριν ο ακροατής συνειδητοποιήσει τί ήταν αυτό που προηγήθηκε, σκάει το μονολιθικό ριφ τουStormtroopin’” και προκαλεί έναν τεκτονικό συντονισμό. Εδώ προκύπτει μια πυκνή, επίμονη ηχοβολή, βγαλμένη λες από σεληνιασμένη γκαράζ μπάντα που παίζει με το άρπαγμα ενθουσιασμού για το πρώτο κομμάτι που κατάφεραν να σκαρώσουν τα αμούστακα, φουλ στις ορμόνες με παραβατικη ροπή μέλη της. Όταν παίζεται ζωντανά, ανεβαίνει μιάμιση ταχύτητα, μεταμορφούμενο σε όργιο ντεσιμπέλ, όπως θα αποδειχθεί τρία χρόνια αργότερα στο επικό διπλό live “Double Live Gonzo” (US#13, 15/4/78).
Όσο για το αντιδραστικό των στίχων, για τους κομμάντος που «έρχονται, φυλαχτείτε» αρκεί να θυμάται ότι πρώτον, ήδη η Αμερική έγλειφε τις πληγές της από την ντροπιαστική ήττα στο Βιετνάμ, και δεύτερον ότι ο Ted μεγάλωσε με άκαμπτη στρατιωτική πειθαρχία. Την οποία, πάντως, κατόρθωσε για την πάρτη του να παρακάμψει, όταν, το ’69, ενώ μαινόταν ο πόλεμος του Βιετνάμ (1969), αφού απέτυχε να αποδείξει ότι «φοιτούσε» και έλαβε μια ωραία πρωία φύλλο κατάταξης, έμεινε άπλυτος για δύο βδομάδες κι έκανε τον τρελλό για να πάρει απαλλαγή με σφραγίδα «ανίκανος για κατάταξη, εκτός περιπτώσεων πολέμου και εκτάκτου εθνικής ανάγκης».  
Η ταχύτητα κατεβαίνει με το το γραμμένο από τον St. Holmes νότιας επίγευσης τραγουδάκι Hey Baby”.
Ακριβώς επειδή ηχεί σαν δέκα σύγχρονές του meat & potatoes ροκ απόπειρες, προκρίθηκε από τους ανθρώπους της CBS για single (US#72, αρχές του ‘76). Πιο σημαντικό ότι σ’ αυτό κάνει την εμφάνισή του ένα γερό μουσικό χαρτί της μουσικής κοινότητας της Nashville, ο οργανίστας Steve McRay. Με το B3 Hammond και το πιάνο του χρωματίζει το σκληρόηχο φορτίο ολόκληρου του δίσκου με jazz, funk ή blues –αναλόγως- υπόστρωμα, εμφανές περισσότερο στο “You Make Me Feel Right at Home” της δεύτερης πλευράς (στο οποίο ακούγεται βιμπράφωνο και φωνητικά από τον ντράμμερ Davis) και στο από ατόφιο ατσάλι σπηρούνι του “Snakeskin Cowboys”, που την ανοίγει.  
Ειδικά αυτό, που ξεκινά με μια απειλητική συγχορδία από την τεράστια Gibson Byrdland την οποία, κόντρα στα ροκ ήθη με τις διάφορες Les Paul και Stratoscaster, επιμένει να παίζει ο Νugent, εξελίσσσεται σε μια feelgood επιτομή της rockariaAmericana. Handclaps, χόνκυ τονκ πιάνο απ’ τον Μc Ray κι ένα σόλο στη μέση γκαζωμενο στη μίξη, λες και απογειώνεται αεριωθούμενο. Στο στίχο, μέσα απ’ τη ματιά του μάλλον φθονερού αφηγητή, οι μακρυμάλληδες με τις καμπάνες και τις μπότες από φιδίσιο δέρμα, αντικατοπτρίζουν αυτό που ο ίδιος, δυσκοίλιος και φοβικός, δε θα μπορέσει ποτέ γίνει: η ενσάρκωση μιας ελευθερίας που δε δίνει δεκάρα για ο,τιδήποτε άλλο πέρα απ’ το ροκ-εν-ρολ.  



Σε επίρρωση του ίδιου νοήματος έχει προηγηθεί, τελευταίο στην πρώτη πλευρά, ένα rockabilly καβάλα σ’ έναν τυφώνα από feedback “Just What the Doctor Ordered”.
Χτισμένο πάνω στα απεραντόηχα αρπίσματα του Nugent, ισοδυναμεί με ενέσσα ντεσιμπέλ μεγέθους μπουκάλας οξογόνου δύτη, ικανή να συνεγείρει, να ενοχλήσει ή και απλώς να ξεκουφάνει κάθε έμβιο ον σε ακτίνα δράσεως κάποιων μιλίων.
Ιδίως με τα αλλεπάλληλα σόλο, που μπαίνουν πάντα στο κρίσιμο σημείο, αποχαλινωμένα, παροξυσμικά, λες κι οι νευρώνες των δαχτύλων του Nugent απολήγουν απευθείας στο μόριό του.  


Δίπλα σε όλα αυτά, το με το ευάερο, βατό ριφ “Where Have You Been All My Life” και το “Queen of the Forest” που κλείνει το δίσκο με έναν στάνταρ ρυθμικό τραγανισμό μοιάζουν και είναι γεμίσματα.  
Tην επενέργεια στο κεντρικό νευρικό σύστημα  ολοκληρώνει μια εκδοχή τουρμπινοκίνητου Chuck Berry, που έρχεται με το “Motor City Madhouse”. Το σπηντάτο αυτοαναφορικό boogie θα δώσει στον Nugent την ευκαιρία, αυτή τη φορά και με την αφιονισμένη, σαν αφρισμένου αγριογάτου σε οίστρο φωνή του, να διατυπώσει ένα πρωτόγονα ειπωμένο μήνυμα, αντίστοιχης αμεσότητας με το Me Tarzan, You Jane: Όσοι ερχόμαστε απ’ το Detroit, την παγκόσμια πρωτεύουσα του εγκλήματος, δεν στέκουμε καθόλου καλά στα μυαλά μας, κι αν υπάρχει βασιλιάς των τρελλών στο τρελλάδικο, νά ’μαι μπροστά σας κι έρχομαι ίσια καταπάνω σας να σας χώσω τη Byrdland στα μούτρα. Από τα τεσσεράμισυ λεπτά διάρκειας, πάνω στη σκηνή μεταμορφώνει το κομμάτι σ’ ένα δεκάλεπτο κιθαριστικής κατάχρησης, εμβάλλοντας αυτοσχεδιαστικά σεξοπαραληρήμτα και ουρλιαχτά, με το στόμα του να πηγαίνει πολυβόλο, όπως και τα δάχτυλά του. Το προσωνύμιο “Motor City Madman” εφεξής του ανήκει.  

Είναι το τραγούδι μέσα απ’ το οποίο ο Nugent απασφάλισε οριστικά. Ο συνεσταλμένος έφηβος Theodore και ο τίμιος πλην λίγος κιθαρίστας των Amboy Dukes ανήκε πια στο παρελθόν, καθώς ο Nugent, o αγριάνθρωπος των σπηλαίων οσμίστηκε ότι έχοντας ως φωνή τα «δικά του» λυσσασμένα παλαιάς κοπής υπεργρήγορα σόλο, μπορούσε να πραγματοποιήσει το όνειρό του: να γίνει κι αυτός ένα εικόνισμα, σαν τους σκαπανείς του αμερικάνικου ροκ-εν-ρολ που ήταν ανέκαθεν οι ήρωές του. Έπεσε μέσα. Μέσα σε δύο μήνες από την κυκλοφορία του, ο δίσκος μπήκε στο τοπ-30 του Billboard Hot-200 (US#28, 10/4/76) κι έγινε χρυσός.  
Το απόλυτα εχθρικό σε καταχρήσεις ουσιών προφίλ του, ήταν δύσκολο να γίνει αντιληπτό πώς συμβάδιζε με την θυελλώδη επί σκηνής περσόνα και την εγνωσμένη σεξομανία του. Μπορεί να αρνήθηκε πεισματικά να συνδεθεί με τις επιχειρήσεις διακίνησης ναρκωτικών που κρύβονταν και καθοδηγούσαν τις μεγαλύτερες κορυφαίες ροκ φίρμες, μπορεί οι μετέφηβες γκρούπις να συνέρρεαν στα καμαρίνια κατά διψήφιους αριθμούς, όμως το μόττο του Boy, I know Im healthy υπήρξε –για τα πρώτα χρόνια της σόλο καρριέρας του- μάννα εξ ουρανού για τους λαίμαργους διοργανωτές συναυλιών. Δεν προλάβαιναν να κλείνουν εμφανίσεις, συνήθως πολλαπλές βραδιές στις μεγαλύτερες αίθουσες, στάδια και φεστιβάλ των Η.Π.Α.. Μεταξύ  ’76 και ’78 ο Nugent, πέρα από τέσσερα σερί πλατινένια άλμπουμ, ανακηρύχθηκε και επίσημα ο κορυφαίος σε προσέλευση κοινού ροκ περφόρμερ, ξεπερνώντας ονόματα όπως οι Led Zeppelin, οι KISS και οι Aerosmith.  
Φυσικά, η συνέχεια, υπήρξε μια άδοξη κατάβαση: προσπέραση από τις μουσικές τάσεις και εξελίξεις, άδειασμα από τη βιομηχανία, χρεωκοπία, συμβιβαστικές απόπειρες εκμοντερνισμού, εμπορική αποτυχία, εκποίηση της απαρχαιωμέμης εικόνας του και, ιδίως τα τελευταία 30 χρόνια, συνεπής εκγραφικοποίηση μέσα από αμέτρητες δημόσιες εκθέσεις εγωκεντρισμού, εμμονικής προσκόλλησης στο κυνήγι ζωντανών θηραμάτων, υπεράσπισης της ελεύθερης χρήσης πυροβόλων όπλων και ανορίωτα πολεμοκάπηλης ρητορείας αρτηριοσκληρωτικού λεβεντομαλάκα πολυλογά που πατά με παράλογη αυτοπεποίθηση πάνω σ’ ένα καθ’ υπόθεσιν «εκτός ελέγχου» παρελθόν, το οποίο όλο και λιγώτεροι θυμούνται.  
Τριάντα τουλάχιστον εκατομμύρια αντίτυπα δίσκων και κοντά μισόν αιώνα αργότερα από κείνο το ομώνυμο ντεμπούτο, ο Ted Nugent αποτελεί μια μουσικά ημιαποσυρθείσα πολιτικόμορφη καρικατούρα, δραστηριοποιούμενη στα δυσδιάκριτα σύνορα μεταξύ ενοχλητικού, ανόητου, απλοϊκού και γραφικού. Αυτό, δείχνει να σημαίνει πολλά για τους κάθε λογής νεοφανατικούς υπερεύθικτους δικαιωματιστές του σήμερα, οι οποίοι απολαμβάνουν να στρέφουν τα βέλη της απαξίωσης πάνω του και επιχαίρουν σε κάθε νέα αμετροέπειά του.


Όσο όμως κινδυνώδες κι αν είναι να θεωρεί κανείς ότι η μολυσματική ηλιθιότητα καλλιτεχνών δικαιούται στο όνομα του όποιου παρελθόντος τους να συγχωρείται, άλλο τόσο στενόθωρο και εν τέλει άστοχο μοιάζει να επιχειρεί κανείς να καταγράψει στην ιστορία του ποδοσφαίρου τον Τζωρτζ Μπεστ ως μέθυσο, στην ιστορία της ποίησης τον Πόε ως ηρωϊνομανή ή τον Όσκαρ Γουάϊλντ ως ξεφωνημένη, καθώς έτσι συγκαλύπτει ατέχνως ή αποσιωπά ανιστόρητα το ότι, πολύ συχνά στην τέχνη, αυτό που κάνει τον καλλιτέχνη να ξεχωρίζει, όχι κατ' ανάγκην σε επίπεδο της πεζά νοούμενης αριστείας, αλλά αυτό που τον οδηγεί στο να εξαίρεται και να εξαιρείται, είναι και αυτό που εγγυάται την πτώση του.  
Ακόμη και στην όγδοη δεκαετία της ζωής του ο -πατέρας επισήμως έξι παιδιών από τέσσερις διαφορετικές συντρόφους και συζύγους- Nugent –έστω και κουφός από το ένα αυτί- εξακολουθεί να αποδεικνύεται εντυπωσιακά λειτουργικός στο να θυμίζει την ουσία  του ροκ-εν-ρολ όταν βουτάει το σκάφος μιας από τις εκατοντάδες Byrdland που διαθέτει και ξεχνάει να σταματήσει να τα χώνει παίζοντας το “Stranglehold”, το “Motor City Madhouse” ή ο,τιδήποτε τέλος πάντων από το θρυλικό εκείνο πρώτο άλμπουμ του.
Κι αυτό δύσκολα μπορεί να του το αφαιρέσει η πολιτική ορθότητα.  

Παναγιώτης Παπαϊωάννου