Supertramp: "The Logical Song"

24/10/2017

Κατηγορία: Rocktime Songs

10554

Προς το τέλος του 1979, ο Paul McCartney ρωτήθηκε από το ΝΜΕ να πει ποιό ξεχωρίζει ως το «καλύτερο τραγούδι της χρονιάς». Διάλεξε το “The Logical Song” των Supertramp, από το άλμπουμ “Breakfast In America”, Είχε κυκλοφορήσει τον προηγούμενο Απρίλιο και σε μια πορεία 21 εβδομάδων είχε φθάσει στο Νο 6 του Billboard στις 16 Ιουνίου, ενώ την επόμενη εβδομάδα στο Νο 7 των βρετανικών τσαρτς.

 

Για τον Rodger Hodgson, συναρχηγό των Supertramp ήταν η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση που θα μπορούσε να έχει ποτέ από ένα ίνδαλμά του.
«Έχοντας μεγαλώσει με τους Beatles, ήταν υπέροχο να ακούω ότι το τραγούδι μου αρέσει τον Paul McCartney. Είχα όμως από την αρχή την αίσθηση ότι θα γίνει κάτι ιδιαίτερο. Όταν γράφεις τραγούδια, υπάρχουν φορές που είσαι κατά 80% σίγουρος ότι κάποιο απ’ αυτά θα γίνει επιτυχία. Στο The Logical Song χωρίς υπερβολή η αίσθηση μου αυτή έφθανε το 100%. Από άποψη μελωδίας, στίχου, ενορχήστρωσης και ηχογράφησης είναι μια πραγματικά πλήρως ολοκληρωμένη σύνθεση».
Ήταν το πρώτο single που κυκλοφόρησε από το έκτο άλμπουμ των Supertramp “Breakfast In America”.
Aυτό που οδήγησε στην ουσία το άλμπουμ να γίνει πολυπλατινένια επιτυχία, κερδίζοντας μάλιστα ένα βραβείο Ivor Novello – το αντίστοιχο βρετανικό Grammy- για το «Μουσικά και Στιχουργικά Καλύτερο Τραγούδι της Χρονιάς». Ο Hodgson παραδέχεται ότι εξίσου με την μουσική, ήταν το στιχουργικό περιεχόμενο που συνέδεσε το τραγούδι με ένα τόσο ευρύ κοινό. «Σπουδαίο τραγούδι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να θεωρούν ότι τους αφορά προσωπικά, που τους συγκινεί, που τους κάνει νιώσουν κάτι από το μηδέν».
Ο Hodgson άντλησε το στίχο από τις εμπειρίες της δικής του ταραχώδους παιδικής ηλικίας και δημιούργησε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια  υπαρξιακής ανησυχίας στην ιστορία. Ένα τραγούδι που υπερβαίνει τους περί «ροκ» ή και «ποπ» ορισμούς, καθώς διαχειρίζεται με αμεσότητα ένα θεμελιώδες, άφθαρτο στο χρόνο, ερώτημα: ποιό είναι το νόημα της ζωής;



Από τo 1969 όταν γεννήθηκαν οι Supertramp, Roger Hodgson και Rick Davis αποτέλεσαν τον συνθετικό πυρήνα.
Κι οι δυό τους τραγουδούσαν, έπαιζαν όλων των ειδών τα πλήκτρα (ο Hodgson και κιθάρα) και συνέθεταν καθαρές, στέρεες ενορχηστρώσεις στη φλέβα των Lennon/McCartney. Όπως και το ντουέτο των γιγάντων από το Liverpool, κι αυτοί ξεκινούσαν να γράφουν ξεχωριστά, με το δικό του στυλ ο καθένας, αλλά ένωναν τις δυνάμεις τους στην τελική δημιουργία, μοιράζοντας πάντα κατά το ήμισυ τα συνθετικά δικαιώματα.
Κατ’ εξαίρεση, το “The Logical Songήταν ένα κομμάτι προερχόμενο σχεδόν ολόκληρο από τον Hodgson, με τον Davis πάντως να έχει γράψει τη μελωδία στο δεύτερο κουπλέ. Το τραγούδι άρχισε να παίρνει μορφή την Άνοιξη του 1978. Η μπάντα βρισκόταν στο Los Angeles -έχοντας μονίμως μετακομίσει εκεί έναν χρόνο πριν- και ξεκινούσε να ηχογραφεί το στούντιο άλμπουμ που θα διαδεχόταν το “Even In The Quitest Moments, που είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι το Νο 16 του Billboard. Ένα πρωί, ο Hodgson κάθισε σ’ ένα ηλεκτρικό πιάνο Wurlitzer και άρχισε να παιδεύει μια συγχορδία που του είχε κολλήσει μερικούς μήνες πριν.
«Είχα γράψει κάτι συγχορδίες, αλλά για να πω την αλήθεια δεν τις είχα επεξεργαστεί. Όμως εκείνη τη μέρα, παίζοντάς την, σα να άκουσα από το πουθενά να έρχεται η μελωδία. Άρχισα να τραγουδάω στο σκοπό της. Η πρώτη λέξη που μου ήρθε στο μυαλό, προσπαθώντας να της ταιριάξω κάπια λόγια ήταν “liberal”. Αμέσως άρχισα να κατεβάζω λέξεις που θα μπορούσαν να κάνουν ρίμα:Intellectual, radicallogical. Σε μερικά λεπτά, άρχισε να μου αποκαλύπτεται μόνη της η κεντρική ιδέα των στίχων. Συνειδητοποίησα  σχεδόν αμέσως ότι ήξερα το τί πραγματικά ήθελα να πω. Το τραγούδι γεννήθηκε μέσα από τα ερωτήματα που είχα ήδη για το ποια πράγματα αξίζουν πραγματικά στη ζωή. Σ’ όλη μας την παιδική ηλικία μας μαθαίνουν πώς να συμπεριφερόμαστε, όμως σπάνια μας λένε κάτι για το βαθύτερο σκοπό της ζωής. Από την αθωότητα και το θαύμα της παιδικότητας πηγαίνουμε κατευθείαν στη σύγχυση της εφηβείας, κάτι που συχνά αποφέρει μια διάψευση, μια απογοήτευση που την κουβαλάμε σε μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής. Οι περισσότεροι ξοδεύουμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας προσπαθώντας να ξαναγυρίσουμε σ’ εκείνη την αθωότητα».



Ο Hodgson, γεννήθηκε το Μάρτιο του 1950 στο Portsmouth και οι γονείς του χώρισαν στα 12 του χρόνια. Η πρώτη του κιθάρα ήταν δώρο από τον πατέρα του, ακριβώς τις μέρες του τελευταίου αποχαιρετισμού. Έχοντας μεγαλώσει σε οικοτροφεία, είχε κάθε λόγο να επικρίνει αυτό που ο ίδιος γνώρισε ως εκπαιδευτικό σύστημα – εξάλλου το είχε ήδη κάνει με το School” του ‘74, από το άλμπουμ των Supertramp “Crime Of The Century”.
Αυτή τη φορά, εκεί που στο “School” η καταπιεσμένη προεφηβεία επιχειρεί έναν ανήλικο, ενστικτώδη απολογισμό (“Don't do this and don't do that - What are they trying to do? - Make a good boy of you”), στο ‘The Logical Song” ο Hodgson μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, αποτιμώντας με ενήλικη οπτική το βίαιο όσο και μεθοδικό ψυχικό και πνευματικό πλάνισμα που υφίσταται ο μαθητής, ώστε να πάψει να νιώθει τη ζωή «υπέροχη, ένα θαύμα, όμορφη, μαγική» και να γίνει «μυαλωμένος, λογικός, πρακτικός, υπεύθυνος». Στα θρανία της τάξης, με το χάρακα στα πισινά για ποινή και την άκαμπτη πειθαρχία ως πρότυπο, του μαθαίνουν πώς να γίνει  «αξιόπιστος, απρόσωπος, λόγιος, κυνικός».
Είναι η μία όψη της ομογενοποίησης, μιας ποιότητας κατεξοχήν συνυφασμένης με το βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα. Μήνες μόνον πριν κυκλοφορήσει το “Another Brick In The Wall Pt. 2” και ακουστεί παντού από την παιδική χορωδία η ουρανομήκης παντιέρα απαλλαγής από την τυραννία του δασκάλου, τρία χρόνια, δε, πριν η διαμαρτυρία αυτή οπτικοποιηθεί με την εικόνα της σχολικής μηχανής του κιμά, ο Hodgson ευγενικά και δηλητηριωδώς μελωδικά, προειδοποιεί: Μόλις το σχολικό σύστημα ενσταλλάξει αυτές τις αξίες με τη σκληρή πειθώ του, δεν υπάρχει γυρισμός. Η συμπεριφορά του υποκειμένου έχει πλέον γίνει αμυντική, οπισθοδρομική, φοβική δια βίου:

«Και να προσέχεις τι λες
Γιατί θα σε πούνε ριζοσπάστη, φιλελεύθερο, φανατικό, εγκληματία Να, βάλε ‘δω υπογραφή – θέλουμε να νιώθεις ότι είσαι

Αποδεκτός, αξιοσέβαστος,  ευπαρουσίαστος …ένα φυτό !»
 
 «Ήταν η πρώτη φορά που συμβουλεύτηκα λεξικό για να στρώσω τους στίχους», θα ομολογήσει ο Hodgson. Όμως η αφοσίωση που επένδυσε στο συγκεκριμένο τραγούδι δεν εξαντλήθηκε στο να παραθέσει επίθετα με κατάληξη σε “-al”. Η μουσική του προσέγγιση υπήρξε και αυτή σχολαστική, στα όρια της εμμονής. Όταν έφθασε η ώρα το τραγούδι να ηχογραφηθεί στα Village Studios του L.A., ο Hodgson υπαγόρευσε σε κάθε μέλος των Supertramp τί ακριβώς «έπρεπε» αυτό να παίξει.
«Εγώ ήμουν αυτός που αναλάμβανα κυρίως τις ενορχηστρώσεις. Πολλές φορές έπρεπε να εξετάσω όλα τα μέρη, ακόμη και πώς ακριβώς θα ήταν ένα γύρισμα των τυμπάνων. Είναι σαν ένα πάζλ, απ’ όπου κάθε κομμάτι που εξέχει, δεν πρέπει να μπει, γιατί μπορεί να είναι ωραίο, αλλά δεν ταιριάζει ή δεν χρειάζεται. Όλα στο κομμάτι αυτό είναι ενορχηστρωμένα, γι’ αυτό και λειτουργεί τόσο άρτια στο άκουσμα».

 
Στο ολοκληρωμένο μουσικό σώμα εντάχθηκαν και ορισμένες κρίσιμες ηχητικές προσθήκες. Ο John Helliwell που συνεισέφερε ένα έντονο, βραχνό σόλο σαξόφωνο, είναι εκείνος που ακούγεται να ανασαίνει βαριά στην εισαγωγή και εκείνος που φυσά σαν σχολάρχης τη σφυρίχτρα στο τέλος. Μια απροσδόκητη νότα δίνουν και οι ήχοι από ζητωκραυγές φιλάθλων μετά από επίτευξη γκολ. Ακούγονται μετά τη λέξη “digital” που εκφέρει ο Hodgson, καθώς το κομμάτι οδεύει προς το fade out και προέρχεται από ένα «όρθιο», με ξύλινη επένδυση, ηλεκτρονικό ποδοσφαιράκι της “Mattel”. O Rick Davis έπαιζε μανιωδώς μ’ αυτό στα διαλείμματα των ηχογραφήσεων ώσπου στο τέλος, «αφού αυτές οι ζητωκραυγές μας είχαν σπάσει τ’ αυτιά, τις ακούγαμε συνέχεια», αποφάσισαν να το βάλουν να ακούγεται και στο δίσκο, σαν μια ακόμη νύξη στις αταξίες της εφηβείας, στη διαχρονική εμμονή των εφήβων με ο,τιδήποτε φλιπεροειδές, ανταγωνιστικό και εθιστικό.

Η τελειομανία του Hodgson είχε ως αποτέλεσμα το κομμάτι να μιξάρεται επί δύο εβδομάδες για να καταλήξει στην εκδοχή που αποτυπώνεται στο δίσκο. Όμως, απέδωσε καρπούς. Το καλοκαίρι του ’79 το Rolling Stone το χαρακτήρισε ένα «μικρό αριστούργημα». Η επιτυχία του στα τσαρτς συνέβαλε τα μέγιστα στο να πετύχουν οι βρετανοί εξόριστοι στο L.A. την πολυπόθητη ευρείας κλίμακας επιτυχία.
Το άλμπουμ “Breakfast In America” (US#1, UK#3), εξοπλισμένο με άριστα δομημένα, μελωδικά κομψοτεχνήματα (“Breakfast In America”, UK#9 & US#62, “Goodbye Stranger” US#15 & UK#57, “Take The Long Way Home” US#10), κινούμενα με αυτοπεποίθηση μεταξύ ημισυμφωνικής ποπ και φωνητικά εμπλουτισμένου ροκ ν’ ρολ των ‘60s, πούλησε πάνω από 4 εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στην Αμερική, πάτησε την κορυφή των καταλόγου των επιτυχιών σε δεκάδες χώρες του κόσμου και βραβεύθηκε με δύο Grammy, αυτών του Καλύτερα Ηχογραφημένου Άλμπουμ και Καλύτερης Παραγωγής για το 1979.
Ο Hodgson, μετά την αποχώρησή του από τους Supertramp το ’83, εξακολουθεί να παίζει το “The Logical Song” ζωντανά σε κάθε εμφάνισή του, τόσα χρόνια μετά. «Καταφέρνω ακόμη να φτάνω την ψιλή νότα στο τέλος, αν και με δυσκολεύει».

Το τραγούδι δείχνει να μην έχει χάσει τίποτε μέσα στα χρόνια από το αρχικό νόημά του. «Ήμουν 29 όταν το έγραψα και έψαχνα να βρω τις απαντήσεις σε πράγματα που με βασάνιζαν. Το φλέγον ερώτημα στο στίχο ήταν το Please tell me who I am, ερώτημα που έρχεται κάτι φορές και σε στοιχειώνει, συνήθως τις ώρες που βρίσκεσαι μόνος σου, όταν, ας πούμε, όπως λέει ο στίχος, “όλος ο κόσμος κοιμάται”. Σήμερα, έχοντας ζήσει άλλη τόση ζωή απ’ όση είχα ζήσει τότε, και πάλι δεν έχω βρει όλες τις απαντήσεις που αναζητώ. Ξέρω πάντως ότι υπάρχει κάτι βαθύτερο εκεί έξω – ένα μέρος που μπορείς να βρεις ειρήνη. Και νομίζω ότι αυτό το έχω βρει». 

Παναγιώτης Παπαϊωάννου