Kiss: I Was Made For Loving You

03/08/2020

Κατηγορία: Rocktime Songs

9873

Αχνιστές νύχτες καλοκαιριού του ’81 εν μέσω καύσωνα, κάπου μεταξύ Φαλήρου και Γλυφάδας. Κόντρες με μηχανές, τσάρκες σε ουφάδικα, μπεργκεράδικα και ντράϊβ-ιν, κλεφτρόνια μηχανών, το ραδιόφωνο αμερικάνικης βάσης να παίζει από Ντύλαν μέχρι AC/DC, κι ένα πάρτυ γίνεται στη βεράντα της πολυκατοικίας.

 

Ο Άρης Ρέτσος, φτωχός και μόνος καου-μπόϋ, κάτι από μοιραίος του Χίτσκοκ, κάτι από φάντασμα εξόριστο στην κεντρική λεωφόρο, ανεβαίνει στην πολυκατοικία και μπαίνει στο πάρτυ ακάλεστος. Έχει αποφασίσει να δει από κοντά την Μπέτυ Λιβανού, την οικοδέσποινα, που παρακολουθεί εδώ και μέρες μ’ ένα πανίσχυρο κιάλι, από το παρατηρητήριό του, απέναντι από τη λεωφόρο. Στο πάρτυ γίνεται χαμός, άδεια μπουκάλια Σέβεν – Απ και Κόκα - Κόλα, στο κομμάτι που γεμίζει την πίστα – σαλόνι ένας ξανθό φρικάκι με μπλούζα Puma χτυπιέται, ανάμεσα σε χνουδομούστακα αγόρια με αμάνικα και κορίτσια με απόπειρες περμανάντ.
Με το τελειώνει το σόλο του
Ace Frehley κι ενώ βρίσκεται στην απόμερη, σκοτεινή πλευρά του μπαλκονιού, ένας κούκος μετρονομεί τα βασανιστικά λεπτά. Και τότε, τη βλέπει.

Ο καθένας μας, αν καλοθυμηθεί, έχει τη δική του στιγμή που άκουσε για πρώτη φορά τοI Was Made For Loving You. Η δική μου ήρθε μέσα από τους «Απέναντι» του Πανουσόπουλου, σε θερινό, ένα καλοκαίρι μετά από κείνο του Πάολο Ρόσσι. Αυτή που ακολουθεί είναι η ιστορία του πώς γράφτηκε το πρώτο “disco rock” κομμάτι που πόλωσε τις φυλές των μουσικόφιλων στην εποχή του, για να φθάσει να τους ενώνει, δεκαετίες αργότερα, με το κάθε άκουσμά του.
«Το Studio 54 ήταν το άντρο της ανομίας. Πρόστυχο, ποταπό, σε βαθμό που ξεπερνούσε κατά πολύ τα προσωπικά μου στάνταρ. Μιλάμε για ασταμάτητη, σκληροπυρηνική κραιπάλη : σεξ, όλοι με οποιονδήποτε. Ναρκωτικά, ό,τι μπορούσε να βάλει ο ανθρώπινος νους, να προσφέρεται, να καταναλώνεται, να ξοδεύεται ασύστολα. Το απόλυτο πορνείο και ο πολυτελέστερος τεκές μαζί. Πάντως, δεν ήταν κι εύκολο να πώ όχι στο να κατέβω εκεί κάτω τα Σαββατόβραδα και να χορέψω, ντυμένος απλά με τζην και t-shirt, χωρίς κανείς να μ’ αναγνωρίζει.
Είχε βγει ο ήλιος για τα καλά την Κυριακή το πρωί, όταν επέστρεφα στο ρετιρέ που ζούσα στο
Manhattan. Με θυμάμαι να διαβάζω συνήθως το κυριακάτικο φύλλο των New York Times στο κρεββάτι, μαζί με κάποια κούκλα, απ’ αυτές που διάλεγα να προσκαλέσω εκεί στο τέλος της βραδιάς - αφ’ ότου,  φυσικά, είχαμε χορέψει καθέτως και οριζοντίως μέχρι να χορτάσουμε. Όπως είναι φυσικό, η μουσική που ακουγόταν στο “Studio 54” αποθέωνε το να ζεις τη στιγμή. Γι’ αυτό και το κομμάτι που άρχισα να γράφω μετά από άλλη μια από τις ατέλειωτες νυχτες που πέρασα εκεί στα τέλη του ’78, ξεκινούσε την πρώτη του στροφή, έτσι : “Tonight, Im gonna give it all to you…”.

Στα τέλη του ’78 ο Paul Stanley είχε τη δυνατότητα να χάνεται χωρίς μακιγιάζ στην ανθρώπινη βαβέλ του “Studio 54”, όμως χάρις στο μακιγιάζ είχε βρεθεί από το Queens όπου μεγάλωσε στην κορυφή του μουσικού σύμπαντος της δεκαετίας του ’70. Το “Alive II” είχε γίνει το πέμπτο συνεχόμενο πλατινένιο άλμπουμ των KISS, καθένα από τα τέσσερα μέλη είχε κυκλοφορήσει ξεχωριστό σόλο άλμπουμ, η βιομηχανία είχε κατακλυστεί από προϊόντα με το λογότυπό τους: από πετσέτες θαλάσσης και κούπες, ως κουκλάκια για παιδιά σχολικής ηλικίας, φλίπερ για έφηβους και φέρετρα για «δια βίου και ως το θάνατο» φανς.
Τους περιστοίχιζαν άνθρωποι ενημερωμένοι λεπτομερώς από τον manager Bill Aucoin για το τί δε θα έπρεπε σε καμία περίπτωση «να πουν, έστω κατά λάθος, στον καθέναν από τους 4».



Άνθρωποι που τους άνοιγαν τις πόρτες, όχι μόνον του στόλου από εξάπορτες
Lincoln του ’67 με τις οποίες μετακινούνταν, αλλά και αυτές κάθε οικήματος το κατώφλι του οποίου έκριναν σκόπιμο να διαβούν, τις οποίες και κρατούσαν ανοιχτές μέχρι να μπουν και να καθίσουν στο δωμάτιο οι ίδιοι και η κουστωδία τους. Άνθρωποι που είχαν στον καθένα από τους τέσσερις KISS έτοιμο το αγαπημένο του πολυτελές δείπνο, στην περίπτωση που θα επιθυμούσε να το απολαύσει, ρυθμισμένα τα κουμπιά της κονσόλας για κάθε όργανο στο στούντιο, σε περίπτωση που ήθελε να αποτυπώσει σε ταινία την στιγμιαία του έμπνευση. Τί θα μπορούσε να τους κάνει ακόμη μεγαλύτερους;

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες απόλυτης χλιδής, σχεδιαζόταν το επόμενο δισκογραφικό βήμα τους. Ο μάνατζερ Peter Aucoin ήταν αυτός που διάλεξε για παραγωγό τον 46χρονο ιταλοαμερικανό Vini Poncia, συνθέτη στα περισσότερα άλμπουμ του Ringo Starr, με θητεία στις περίφημες Ronettes και με ζεστό το παλμαρέ του από την No 1 disco επιτυχία “You Make Me Feel Like Dancing” του Leo Sayer.


Μερικούς μήνες πριν, ο Poncia είχε υπογράψει την παραγωγή στον σόλο δίσκο του Peter Criss, τον πιο πετυχημένο σε πωλήσεις από τα τέσσερα προσωπικά άλμπουμ των μελών των KISS. Με τον Poncia στο τιμόνι και την φρενίτιδα της ντίσκο στην κορύφωσή της, το νέο άλμπουμ δύσκολα θα είχε σχέση με το ροκ. Μήπως όμως στο δεδομένο χρονικό σημείο είχαν πλέον οι KISS;

«Η σπίθα που μας είχε ενώσει και μας είχε βγάλει από τα καταγώγια του Brooklyn αργόσβηνε. Ήμασταν τέσσερις πάμπλουτοι τύποι, που διαρκώς αποξενωνόμασταν ο ένας από τον άλλον. Ο Ace και ο Peter ήταν ήδη χωμένοι στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, κάτι που δυσκόλευε αφόρητα την επικοινωνία μαζί τους. Όμως τόσο εγώ, όσο και ο Gene είχαμε αρχίσει να ζούμε σ’ έναν περίκλειστο κόσμο, όπου όλα διεκπεραιώνονταν εκ των προτέρων σύμφωνα με τις επιθυμίες μας. Βρισκόμασταν, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, παγιδευμένοι σ’ αυτή την “γυάλα του Elvis” που μέσα της χάθηκαν πάρα πολλοί καλλιτέχνες».

Το “I Was Made For Loving You” γράφτηκε σαν ένα προσωπικό στοίχημα του Stanley, μετά από μια βραδιά στο “Studio 54”. «Άκουγα όλα αυτά τα τραγουδάκια με τα διαβόητα 126 beat το λεπτό και είπα, δε γίνεται, παραείναι εύκολο, θα το κάνω και 'γω. Έβαλα ένα drum machine στα 126 bpm και ξεκίνησα να γράφω στίχους σαν αυτούς που είχαν τα περισσότερα τραγούδια του “Studio 54”. Ο Desmond Child βοήθησε στο πώς θα πήγαιναν οι στροφές και όταν έφτασε η ώρα της ηχογράφησης, ο Vini Poncia έβαλε το χέρι του για να σχηματιστεί το ρεφραίν».
Ο Desmond ήταν ένας 25χρονος μουσικός με μπούκλες σαν του Peter Frampton, που στο αίμα του έτρεχε ουγγρικό και κουβανέζικο αίμα. Είχε ένα γκρουπ με τρεις κοπέλες στα φωνητικά, με το όνομα “Desmond Child & The Rouge”.
Είχαν συνεργαστεί στο σόλο lp του Stanley κάνοντας φωνητικά στο κομμάτι “Move On” και είχαν καταφέρει στα τέλη του ’78 να βρεθούν στο soundtrack μιας ταινίας της Paramount που σημείωσε ανέλπιστη επιτυχία, στο “Warriors” του Walter Hill, όπου ερμήνευαν το κομμάτι των τίτλων τέλους, “The Last Of An Ancient Breed”. Επωφελούμενη από την δημοτικότητα της ταινίας, η Capitol στα γρήγορα αποφάσισε να ρίξει στην αγορά το πρώτο τους άλμπουμ. Child και Stanley βρίσκονταν αρκετά συχνά στο διαμέρισμα του τελευταίου στο Manhattan. Η μία απ’ τις τρεις Rouge, η 18χρονη Maria Vidal, ήταν επισήμως η συμβία του Desmond. Ανάμεσα στον Stanley και τις άλλες δύο, την εντυπωσιακή μιγάδα Myriam Valle και την ιταλικής καταγωγής υψίφωνο Diana Grasselli σύντομα άρχισε να αιωρείται μια έλξη.


«Κάτι φορές που βρισκόμασταν στο διαμέρισμά μου, παίζοντας μουσική και διασκεδάζοντας και οι τέσσερίς μας, είχα την αίσθηση ότι δεν μπορώ να διακρίνω καλά – καλά ποιός είναι με ποιόν. Όταν λίγο καιρό αργότερα που οι Rouge κυκλοφόρησαν το δεύτερο άλμπουμ τους και ο Desmond βγήκε και δήλωσε ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του, το τοπίο ξεκαθάρισε. Με τον Desmond που έχει σπάνιο ταλέντο ως τραγουδοποιός, δουλέψαμε πολύ πετυχημένα στη συνέχεια».
Το τραγούδι μπήκε πρώτο στην πρώτη πλευρά στο 7ο άλμπουμ των KISS που κυκλοφόρησε τα τέλη Μαίου του ’79, υπό τον επιβλητικό τίτλο “Dynasty”. Φανερά πιο ελαφρύ και σε σημεία απροκάλυπτα χορευτικό, λίγα κοινά είχε με τα αμέσως προηγηθέντα ογκώδη και επιβλητικά fantasy μικρο-έπη με τα οποία είχαν καθιερωθεί.
Το “I Was Made For Loving You”, με οδηγό το υπερβολικά εξανθρωπισμένο μπάσο του Simmons και τα λιτά ντραμς – παιγμένα από τον Anton Fig, όχι από τον Peter Criss, που μετρούσε αντίστροφα το χρόνο, αφού σε λίγους μήνες θα εκδιώκετο από τις τάξεις της μπάντας – άφηνε όλο το χώρο σε μια μια εθιστική, λάγνα, κατευθείαν για την πίστα, ερμηνεία από τον Stanley, με τα πιο Donna Summer φωνητικά που είχε ηχογραφήσει μέχρι τότε. Το λιλιπούτειο αλλά ιδιοφυές, συμπιεσμένο ανάμεσα στα disco beat, σόλο του Ace κάνει ό,τι μπορεί να περισώσει τα ροκ διαπιστευτήρια – σπάνια ένα τόσο μικρό σόλο κιθάρας εισχωρεί ακαριαία στο μνημονικό, παρά τον οργιαστικό ντίσκο περίγυρο.

Οργιαστικό και υπερμεγέθες ήταν ολόκληρο το σκηνικό της “Dynasty Tour” που ξεκίνησε το καλοκαίρι του ’79. Ειδικά κοστούμια σχεδιάστηκαν για το καθένα από τα τέσσερα μέλη, με έμφαση στο χρώμα που είχε η αύρα του καθενός, όπως σχεδιάστηκε στα εξώφυλλα των τεσσάρων σόλο άλμπουμ πριν λίγους μήνες είχαν κυκλοφορήσει: Μωβ για τον Starchild, κόκκινο για τον Demon, γαλάζιο για τον Space Ace, πράσινο για τον Catman. Μια εξάγωνη σκηνή σχεδιασμένη από τον ίδιο τον Stanley, υδραυλικοί ανυψωτήρες για το καθένα μέλος και τα ντραμς, λέϊζερ show – τότε στις πρώϊμες εφαρμογές του - η κιθάρα του Ace για πρώτη φορά «φωσφορίζουσα», μετά τους καπνούς κατά τη διάρκεια του σόλο στο μέσον του “2.000 Man”, «εκτόξευε έναν πύραυλο», ο χορογράφος Kenny Ortega να «διδάσκει» κινησιολογία που θα καλύπτει μια 90λεπτη παράσταση. 30 ώρες και πάνω από 50 άτομα προσωπικού χρειάζονταν για να στηθεί η σκηνή αυτή σε κάθε επόμενη πόλη, γι’ αυτό είχαν κατασκευαστεί δύο πανομοιότυπες, ώστε την ώρα που παίζουν λ.χ. στο Μέμφις, η σκηνή να τους περιμένει έτοιμη την επομένη μέρα στη Nashville. Το ακριβώτερο show στον κόσμο ξεκίνησε στις 15 Ιουνίου από τη Φλόριντα και κράτησε μέχρι τις 16 Δεκεμβρίου, περιλαμβάνοντας 82 εμφανίσεις με μέσο όρο θεατών μεγαλύτερο των 10.000. Όμως τα πράγματα προέκυψαν πολύ λιγώτερο θριαμβευτικά απ’ όσο είχαν σχεδιαστεί. Αρκετές φορές, εμφανίσεις αναβλήθηκαν ή ακυρώθηκαν, όχι μόνο εξαιτίας της αδυναμίας του Peter Criss να παίξει - από τα στερητικά σύνδρομα και διάφορα απρόβλεπτα «ατυχήματα» που προκαλούσε κατά τη διάρκειά τους - αλλά και για κάτι πρωτοφανές στην μέχρι τότε πορεία τους: Χαμηλή προπώληση εισιτηρίων.


«Ηλιθιωδώς, το θεωρούσαμε αυτονόητο. Αφού την τελευταία φορά κλείσαμε δύο βραδιές sold out στην Ατλάντα, αυτή τη φορά θα παίξουμε τρεις. Όμως το κοινό δεν ήταν πλέον τόσο πεινασμένο να μας δει. Θυμάμαι, την παραμονή της εμφάνισής μας στο L.A. Forum να παρακολουθώ από το παράθυρο του ξενοδοχείου την ουρά του κόσμου που μαζευόταν για να προμηθευτεί εισιτήρια. Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Οικογένειες με παιδιά δέκα χρόνων και κάτω, με σακκούλες ποπ – κορν και χοτ ντογκ στα χέρια. Μα τί κάναμε τόσο λάθος για να φτάσουμε ως εδώ;».




Οι Kiss είχαν γίνει πια ένα περιφερόμενο τσίρκο μαζικής κατανάλωσης, ένα sitcom που παιζόταν ενώπιον live κοινού, επικίνδυνοι όσο ένα υπερμεγέθες νεροπίστολο, τόσο heavy και πειστικοί όσο περίπου και ο Bozo. Η επιλογή της παράδοσης στη μόδα της disco, θα αποτελούσε ένα από τα χαρακτηριστικά σχίσματα στο Αμερικάνικο ροκ κοινό, την ώρα που η δεκαετία της υπερβολής τελείωνε και το new wave με τις στενές γραββάτες και την back to basics προσέγγιση στο ροκ ήταν έτοιμο να στρίψει απ’ τη γωνία.
Στην ταινίa “Detroit Rock City”, την γυρισμένη υπό την επίβλεψη των ίδιων των Kiss, είκοσι χρόνια μετά το “Dynasty”, υπάρχει μια χαρακτηριστική σκηνή που αποτυπώνει αυτό το επικείμενο σχίσμα: Εν έτει 1978, τέσσερις έφηβοι μανιακοί φανς της τετράδας, τσακώνονται με μια παρέα discόβιων. Μια wannabe disco diva -ονόματι Christine, ετών 16- προκαλεί τον πρωταγωνιστή Edward Furlong : «Kάποια μέρα, ακόμη και οι Kiss θα παίξουν disco, να το θυμάστε !» και κείνος απαντά με αηδία “Disco Sucks ! Kiss will never make a disco song. No f@ckin’ way!”.

Υ.Γ.: H Μaria Vidal, λίγα χρόνια μετά τους “Rouge”, σημείωσε την ευρέως γνωστή για το καρεκλοποπ επιτυχία “Body Rock” και έκτοτε εξελίχθηκε σε περιζήτητη συνθέτρια και ενορχηστρώτρια για διάφορα ποπ γκρουπ. Η Diana Grasselli έγινε μια από τις πιο ακριβοπληρωμένες δασκάλες φωνητικής στις Η.Π.Α., με πολυάριθμους τραγουδιστές να έχουν λάβει το εξειδικευμένο vocal coaching που έχει πατεντάρει ("πώς να τραγουδά κανείς με το πίσω μέρος του λαιμού"). H Myriam Valle συμμετείχε σε θεατρικές παραστάσεις και επιχείρησε μια δισκογραφική πορεία, πριν γίνει κι αυτή session τραγουδίστρια.

Υ.Γ.: Ο Desmond Child υπέγραψε μερικά από τα πιο εμπορικά singles στα νεώτερα ροκ χρονικά (“You Give Love A Bad name”, “Bad Medicine” για Bon Jovi, “I Hate Myself For Lovin’ You” για Joan Jett, ”Dude [Looks Like a Lady”] και “Crazy” για Aerosmith, “Poison” για Alice Cooper και αναρίθμητα άλλα για Michael Boolton Robbie Williams, Cher, Ricky Martin ως και …Scorpions) αν και μεγάλη μερίδα ακροατών αδυνατούν να συνδυάσουν την δική του συμβολή με ο,τιδήποτε άλλο από εθιστική ποπ, ενδεδυμένη το στυλ που του ζητείται κάθε φορά.

Υ.Γ.: Ο Vini Poncia ξαναδούλεψε με τους Kiss μέσα στη δεκαετία του ’80, σε καμία περίπτωση όμως με ανάλογη επιτυχία με το “Dynasty”.

Υ.Γ.: Το “I Was Made For Loving You” έφθασε μέχρι το Νο 11 του Billboard Hot 100 στις 11 Αυγούστου του 1979, σε μια πορεία 16 εβδομάδων στα τσαρτ.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου