Skid Row: We are the Youth, Gone Wild

19/05/2019

Κατηγορία: Rocktime Songs

4860

Tο ριφ αρπάζει απ’ το λαιμό. Στο κουπλέ, η κιθάρα κάνει χώρο, ανυπόμονη για για να χωρέσει τη μετεφηβική «μόνοι μας και όλοι σας» στιχουργική ανεμόσκαλα προς το ρεφραίν, το οποίο ξεσπάει σαν αυτοσχέδια διαδήλωση, φτιαγμένο για να το ουρλιάζει κάθε μεθυσμένο τσούρμο ασώτων, από τη Γροιλανδία ως τη Γη του Πυρός.

 

Όπως και να το δει κανείς, η  φωνή του τύπου πίσω απ’ το μικρόφωνο ήταν που υπήρξε το κλειδί για το φαινόμενο “Skid Row”.
Παρ’ όλα αυτά, στα τέλη του ’87, τίποτε δεν προοιόνιζε ότι ο γεννημένος στις 3 Απριλίου του ’68 στο Peterborough του Οντάριο, μεγαλωμένος σε καλλιτεχνικό περιβάλλον – ο πατέρας του ονομαστός Καναδός ζωγράφος – και τελειόφοιτος ιδιωτικού σχολείου Sebastian Bierk, ενάμισυ χρόνο αργότερα θα γινόταν το εικόνισμα εκατομμυρίων κοριτσιών ανά τον κόσμο και ταυτόχρονα η κύρια συνειρμική διασύνδεση του κοινού με το “metal”, που μέσα στο 1989 βρισκόταν στην κορύφωση της εμπορικής του απήχησης.


«Μετά τη σύντομη φάση με τους Madame X, ήμουν πολύ επιφυλακτικός να ξαναπροσπαθήσω να μπω σε μπάντα με έδρα στην Αμερική. Αποφάσισα να μείνω στο Τορόντο κι έπαιζα με τους VO5, έχοντας όμως τα μάτια μου  ανοιχτά, μήπως και προέκυπτε κάτι καλύτερο. Στις 26 Οκτωβρίου του ’87, μετά από ένα live, είδα μέσα στο κοινό τον Tommy Lee και τον Nikki Sixx των Crue, που είχαν παίξει στην προηγούμενη βραδιά στην πόλη. Καθόλου δύσκολο να βρεθώ μαζί τους αργότερα το ίδιο βράδυ σ’ ένα πάρτυ. Με αγάπησαν κατευθείαν. Ειδικά μόλις είπα ότι θα τους βρω την καλύτερη σκόνη σε όλο το Οντάριο».
Ο Sebastian, που έχει υιοθετήσει ήδη το καλλιτεχνικό “Bach” αντί του κακόηχος και εθνοτικού επωνύμου του, παραδίδει στα χέρια του Nikki Sixx ένα φάκελλο με μια κασσέττα και μερικές φωτογραφίες του, να τις προωθήσει «αν το θυμηθεί» στο μάνατζέρ του, Dοc McGee. Από κείνο το βράδυ ξεκινά μια αλυσίδα γεγονότων που θα αλλάξει τη ζωή του νεαρού Sebastian για πάντα.
διαβόητος Doc McGee, μανατζάριζε εκτός από τους Crue και τους Bon Jovi. O Jon Bon Jovi, ο νεαρός που τους τελευταίους δώδεκα μήνες κατ’ ανέλπιστο τρόπο είχε αναδειχθεί σε παγκόσμιας εμβέλειας ροκ σταρ, είχε μεγαλώσει στις γειτονιές του Jersey σαν αδερφός μ’ έναν κιθαρίστα, τον Dave “Snake” Sabo.
«Είχαμε κάνει μια συμφωνία από τα 7 μας χρόνια. Όποιος από τους δυό μας γινόταν ροκ σταρ, θα βοηθούσε τον άλλο».
Λιγώτερο από έναν μήνα μετά το πάρτυ με τους Crue, ο Sebastian ανοίγει το ταχυδρομικό κουτί έξω από το σπίτι του στο Toronto και βρίσκει ένα φάκελλο με μια κασσέττα. Περιέχει τα demo μιας μπάντας από το Jersey, που αναζητεί τραγουδιστή. Όπως φαίνεται, ο Nikκi Sixx διατηρούσε κάποιες διαλείψεις κανονικότητας – ή ήξερε να ανταμείβει όποιον του έβρισκε καλή ηρωίνη. 
Κατά σύμπτωση, ο Sebastian δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε αυτό το άγνωστο συγκρότημα. Κάποιους μήνες νωρίτερα, πάντα επιδιώκοντας να βρίσκεται μέσα στη ροκ σκηνή, είχε προσκληθεί στο γάμο του φίλου του, διάσημου φωτογράφου Mark Weiss. Κάποια στιγμή ανέβηκε στη σκηνή και τζαμάρει με τους Zakk Wylde, Kevin DuBrow και μέλη των Twisted Sister σε κομμάτια των Zeppelin.
Ο ούτε είκοσι χρόνων Καναδός είναι μια παρουσία δύσκολο ν’ αγνοηθεί. Ένας ξανθός Έλβις ύψους 1,90, με μαλλί μέχρι τη μέση, εκρηκτικό, μεταδοτικό γέλιο και λαρύγγι γεμάτο οκτάβες, ένας εν αναμονή σταρ, που όπως δεκάδες άλλοι, μοστράρει την πραμάτεια του, ελπίζοντας να σταθεί τυχερός.
Αυτό και θα συμβεί. Τον συστήνουν στους γονείς του Bon Jovi που παρευρίσκονται ανάμεσα στους καλεσμένους. Εκείνοι, με την τριβή από την ανατροφή ενός διάσημου, πλέον, γιου και τη στενή συγγένεια ενός 40χρονου ανηψιού, του Tony, του ανθρώπου άνθρωπος που έφτιαξε από το μηδέν το περίφημο Power Station studio στο Manhattan, κάνουν για πρώτη φορά λόγο στον Bach για το γκρουπ «ενός φίλου του Jon, από το Jersey», που είχε μείνει χωρίς τραγουδιστή.
«Η κασσέττα που έλαβα από τον McGee είχε μέσα τραγούδια από την ίδια μπάντα “του φίλου του Jon, απ’ το Jersey”».
Το περιεχόμενο της κασσέττας δεν ενθουσιάζει το φιλόδοξο νεαρό. «Η φωνή του τραγουδιστή τους, μια εκνευριστική κόπια του Bon Jovi. Λέω από μέσα μου άσ’το μερικές μέρες να το σκεφτείς». Έχει, εξάλλου, να σκεφτεί ορισμένα ιδιαίτερα ζητήματα πριν αποφασίσει να περάσει τα σύνορα προς την Αμερική για μια ακόμη φορά. H, high school sweetheart, επί τρία χρόνια σύντροφός του είναι έγκυος και τον Απρίλιο του ‘88, την ημέρα που ο Sebastian θα κλείσει τα είκοσί του χρόνια, θα φέρει στον κόσμο τον γιο του. Με την παρότρυνση φίλων, ο Sebastian ξανακούει το demo. Την προσοχή του τραβάει ένα συγκεκριμένο κομμάτι.
«Ήταν εκείνοι οι δύο πρώτοι στίχοι. “Since I was born, they couldn’t hold me down – Another misfit kid, another burned out town - I never played by the rules and I never really cared, my nasty reputation takes me everywhere”. Ένιωσα οι στίχοι να μπαίνουν μέσα μου. Μιλούσαν για μένα. Ήξερα ότι ήταν φτιαγμένοι να τους πω εγώ. Έψαχνα τόσον καιρό τη σωστή μουσική, να ρίξω πάνω της τη φωνή μου. Αυτό το κομμάτι … ναι. Ήταν η κατάλληλη μουσική. Κάπως έτσι, το “Youth Gone Wild” έγινε το διαβατήριό μου για να μετακομίσω στο New Jersey».
Ο Sebastian φτάνει στο Jersey το Φεβρουάριο του ’88 και γνωρίζεται με τη μπάντα. Ο «φίλος του Jon», Dave “Snake” Sabo, μαζί με τον Scotti Hill στις κιθάρες. Ο Rachel Bolan, ένας τύπος με το δαχτυλίδι στο ρουθούνι, που το κρατά μια αλυσίδα που φτάνει ως τ’ αυτί του, παίζει μπάσο και ο χαμογελαστός αλλά λιγομίλητος Rob Affuso είναι πίσω απ’ τα τύμπανα. Όλοι από γειτονικές συνοικίες του Jersey. Το πρώτο κομμάτι που πιάνουν να προβάρουν με τον μικρώτερό τους και γεμάτο παράλογη αυτοπεποίθηση Καναδό είναι το γραμμένο από τους  Sabo και Bolan “Youth Gone Wild”.




«Από την πρώτη στιγμή τους ξεκαθάρισα ότι εγώ δεν είχα καμία σχέση με τραγουδιστή του στυλ Bon Jovi. Ήθελα τον ήχο άγριο, δυνατό, ίσια στα μούτρα, χωρίς τρυκάκια και ευκολίες. Όταν παίξαμε για πρώτη φορά το “Youth” στην πρόβα, εκεί που ρυθμός χαμηλώνει και πρέπει η φωνή να προχωρήσει μόνη της, προκαλώντας το κοινό να μπει στη φάση, με πίσω της μόνο τα ντραμς, πήρα πάνω μου το ρεφραίν, έβγαλα όλο το κομμάτι με μια ανάσα και στο τέλος έριξα μια από τις δικές μου κραυγές, απ’ αυτές που κάνουν τον κόσμο να πετάξει απ’ τ’ αυτιά τ’ ακουστικά. Οι τύποι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Από κείνη τη στιγμή, γίναμε ομάδα».
Ο Sebastian ήταν σε τέτοιο βαθμό ενθουσιασμένος που μετά τις πρώτες πρόβες στο Jersey, πήγε και χτύπησε στο δεξί του βραχίονα τατουάζ ένα “Youth Gone Wild” με καλλιγραφικά.
«Γούσταρα τόσο πολύ το κομμάτι και πίστευα τόσο πολύ αυτή τη μπάντα, που δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Επιπλέον, είχε μόλις γεννηθεί ο γιος μου. Ούτε που τον είχα δει ακόμη, έμενε στον Καναδά με τη μαμά του. Ήμουν μακριά του και είπα, παρ’ ότι κι εγώ ο ίδιος ήμουν μόλις 20 χρονών, ότι αυτός, ο μικρός μου γιος, θα γίνει κυριολεκτικά η νιότη που θα εξεγερθεί, έστω και στο μέλλον».
Οι διασυνδέσεις του Jersey στρώνουν την κατάσταση.
Ο Doc McGee τσεκάρει τη μπάντα σε ιδιωτική πρόβα με τον «καινούριο τραγουδιστή» και δε μπορεί να κρύψει τον ενθουσιασμό του. Μετά από έναν μίνι πλειστηριασμό ανάμεσα σε εταιρίες, υπογράφουν συμβόλαιο με την Atlantic και ανεβαίνουν στο αεροπλάνο για το studio Royal Recorders, στη λίμνη της Γενεύης - όχι της Ελβετίας, αλλά στο ομώνυμο θέρετρο του Wisconsin – για να ηχογραφήσουν  το ντεμπούτο άλμπουμ τους. Η σπουδή δεν είναι μόνο θέμα logistics. Με ανησυχητική συχνότητα, στις ολονυχτίες του στα μπαρ του Jersey, ο Sebastian Bach μπλέκει κατά συρροήν σε βίαιους καυγάδες με σπασμένα μπουκάλια, γροθιές και βουλωμένα μάτια.
«Μας έστειλαν εκεί, περισσότερο για να μη μπλέξουμε σε τίποτα χειρώτερο. Ήμουν ο πιο μικρός απ’ όλους, γεμάτος ενέργεια, έτοιμος να τα σπάσω όλα. Ξέραμε όλοι ότι έπρεπε να βάλουμε τα δυνατά μας, να βγάλουμε ένα άλμπουμ που να σκοτώνει. Θυμάμαι, μια μέρα, σ’ ένα διάλειμμα των ηχογραφήσεων,  περπατούσα με τον Scotti σ’ ένα πάρκο κοντά στη λίμνη και συζητούσαμε. Κάναμε όνειρα. “Σκέψου, λέει, να φτάσει ο δίσκος να γίνει χρυσός!”. “Δεν ξέρω, man, λες να συμβεί αυτό σε μας; Δύσκολο…”.
Δύο βδομάδες αφ’ ότου κυκλοφόρησε, το όνειρο έγινε πραγματικότητα. Σε χρόνο ρεκόρ το “Skid Row” ξεπερνά το ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Και ναι μεν το “Youth Gone Wild” ως πρώτο single δεν πετυχαίνει κάτι σπουδαίο στην Αμερική (US#99, 10/6/89), όμως γίνεται αμέσως το κομμάτι με το οποίο κλείνουν κάθε βράδυ τις συναυλίες τους, κάτι σαν υπογραφή. Το βίντεο κλιπ του, δε, γεμάτο κίνηση, μαλλιά να τινάζονται κι έναν φιλήδονο, θρασύ Sebastian Bach να μοιράζει άσεμνες χειρονομίες, ξεκαθαρίζει ότι τα πέντε αυτά παιδιά έρχονταν από τις παραγνωρισμένες άκριες της συνοικίας, από τον «ακάλυπτο της Νέας Υόρκης», το New Jersey. "(…) Hey man, there's somethin' you oughta know Well, I'll tell ya Park Avenue leads to Skid Row!.
Στάση αντιδιαμετρικά αντίθετη με την ποπ επιτήδευση που έχουν φορμάρει οι εταιρίες σε γκρουπ όπως οι Winger ή οι Warrant που είχαν ήδη πλατινένια άλμπουμ.
«Γυρίσαμε το κλιπ σε μια αποθήκη στην Αγγλία. Θυμάμαι να πίνω ένα μπουκάλι ουίσκυ κατά τη διάρκεια του γυρίσματος – τότε πίναμε από το πρωί ως το βράδυ. Θυμάμαι επίσης ότι ήταν μια από τις ελάχιστες φορές που δεν άφησα να μου πειράξουν καθόλου τα μαλλιά μου. Αυτό που δείχνει το βίντεο ήταν τελείως φυσικό».
Η μπάντα έχει μπει από τις 26 Ιανουαρίου του ’89 support στη μεγαλύτερη περιοδεία της χρονιάς : New Jersey Syndicate των Bon Jovi. Χωρίς να παίρνουν ανάσα, θα πραγματοποιήσουν 121 εμφανίσεις μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου, οργώνοντας 48 πολιτείες των Η.Π.Α., περνώντας από Καναδά και καταλήγοντας στις 12 και 13 Αυγούστου να παίξουν δύο σαρωτικά 25λεπτα σετ στο περιβόητο “Moscow Peace Festival”, μαζί με Cinderella, Crue, Bon Jovi, Ozzy και Scorpions, στην ιδιαίτερα προβεβλημένη αγαθοεργία του Doc McGee, μέρος των περιοριστικών όρων που του έχουν επιβληθεί ώσπου να εκδικασθεί η εις βάρος του κατηγορία για διακίνηση ναρκωτικών.

Στις 29 Αυγούστου παίζουν για πρώτη φορά σε βρετανικό έδαφος, στο φεστιβάλ του Milton Keynes, μαζί με Vixen, Europe και Bon Jovi. Εκεί ξεκινούν και τη θερμή σχέση τους  με το αγγλικό κοινό.  Αργότερα μέσα στο φθινόπωρο, θα επιστρέψουν ως headliners στο Marquee και το Hammersmith Odeon.
Μετά τη συναυλία στο πρώτο, ο Bach καλεί 60 θεατές για να συνεχίσουν το πάρτυ στο Columbia Hotel. Δεν τους επιτρέπεται η είσοδος και ο τραγουδιστής καταλήγει να ρολλάρει joints μαζί με του οπαδούς στο Hyde Park.
Στο Hammersmith, ο Bach αντιγράφει την πατέντα του Dee Snider και εξαπολύει αισχρά βρισίδια για ποπ φιγούρες όπως οι Bros, οι Milli Vanilli και ο Jason Donovan. Στα encore, οι διάσημοι guest δε λείπουν, αφού πλέον η μπάντα είναι το νέο αίμα των «κακών παιδιών» του rock n’ roll και όλοι θέλουν να πάρουν λίγη από την εφήμερη αίγλη τους. Ανεβαίνει στη σκηνή ο Lemmy και παίζουν μαζί το “Train Kept A Rollin” και μέλη των Maiden ου συμπράττουν σε μια εκτέλεση του “Wrathchild”.
Οι συνολικά 194 εμφανίσεις μέχρι το τέλος του χρόνου θα εκτοξεύσουν τις πωλήσεις του άλμπουμ στα τρία εκατομμύρια, τα οποία στο τέλος της επόμενη χρονιάς θα φτάσουν τα πέντε. Στις 23 Σεπτεμβρίου του ’89 βρίσκεται στο τοπ – 10 του Billboard (US#6, 23/9/89), ενώ την ίδια μέρα έχουν ένα νέο single μόλις τρεις θέσεις μακριά απ’ την κορυφή (“18 And Life”, US#4). Είναι μια υποδειγματική power ballad που σε αντίθεση με την τάση της εποχής καταπιάνεται με μια σύντομη δραματική ιστορία για μια βίαια χαμένη εφηβεία και το νήμα μιας φιλίας που κόβεται από έναν επιπόλαιο πυροβολισμό.

Μετά από 11 ακόμη εμφανίσεις στη Βρετανία το “Youth Gone Wild” μπαίνει για πρώτη φορά και στα τσαρτ (UK#42, 25/11/89). Η μπάντα συνεχίζει να βρίσκεται στο δρόμο, ως support των Aerosmith, στην “Pump tour”, που θα κρατήσει άλλους οκτώ μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων άλλη μια μπαλλάντα θα σαρώσει τα τσαρτ (“I Remember You”, US#6, 3/2/90). Οι Skid Row, hot property για MTV και live circuit, παίζουν αδιάκοπα. Όσες βραδιές δεν βρίσκονται σε στάδια, στριμώχνουν μικρά live σε club των 1.000 ως και 3.000 θέσεων. Ο Sebastian Bach, σαν παραφρονεμένο νήπιο σε ζαχαροπλαστείο, ζει στο έπακρο τη ροκ ν’ ρολ ζωή, για την οποία κάθε ίντσα του κορμιού του δείχνει φτιαγμένη, εκτεθειμένος διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής, επισκιάζοντας εντελώς τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, για όλους τους σωστούς, αλλά και συγχρόνως για όλους τους λάθος λόγους.


Στις 27 Δεκεμβρίου του ’89, στη σκηνή του Civic Center, στο Springfield της Μασαχουσέττης, όταν ένας φαν πετάει στη σκηνή ένα άδειο μπουκάλι, ο Bach το μαζεύει, το πετάει στα τυφλά πίσω και πηδάει κι ο ίδιος με μένος μέσα στο κοινό «να δείρει αυτόν που το πέταξε». Αποτέλεσμα: η 17χρονη Elizabeth Myers τρώει το μπουκάλι καταπρόσωπο, τραυματίζεται σοβαρά, της γίνονται 125 ράμματα. Το επεισόδιο κινηματογραφείται κατά τύχη από άλλον θεατή και αμέσως μετά το τέλος της συναυλίας ο Sebastian Bach συλλαμβάνεται.
Στις 9 Ιανουαρίου του 1990 εμφανίζεται στο δικαστήριο του Hampden County, αντιμετωπίζοντας τέσσερις κατηγορίες που επισύρουν ποινές κάθειρξης έως και 10 ετών. Αρνείται την ενοχή του και του επιβάλλεται χρηματική εγγύηση 10.000 δολλαρίων και η εναλλακτική ποινή τριών ετών υπό επιτήρηση - το διαχρονικά ακαταδίωκτο του ανεύθυνου ροκ σταρ θριαμβεύει ακόμη μια φορά. Όμως αργότερα, μια αγωγή με εξαψήφιο νούμερο στο αιτητικό της θα αναγκάσει τον Bach, προκειμένου να κλείσει η υπόθεση εξωδικαστικά να πληρώσει τα μισά από την τσέπη του, κάτι που ασφαλώς δεν άρεσε καθόλου στους υπόλοιπους συμπαίκτες του στη μπάντα, που είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν τα υπόλοιπα μισά.
Στις 22 Ιανουρίου του 1990 οι Skid Row παίρνουν το βραβείο της καλύτερης πρωτοεμφανιζόμενης μπάντας στην κατηγορία Hard Rock/Metal στην τελετή των 17ωνAmerican Music Awards, όμως ο Bach χτυπάει ξανά. Λίγους μήνες μετά, στη συναυλία του Winnipeg φοράει στη σκηνή ένα t-shirt που γράφειAids  Kills Fags Dead" και αναγκάζεται – σε κατάσταση αταίριαστα ευδιάθετη - να απολογηθεί δημόσια, ισχυριζόμενος ότι «το πέταξε κάποιος θεατής και το φόρεσε χωρίς να δει τί έγραφε πάνω του».


Τα χειρότερα όμως έρχονται λίγο αργότερα μέσα στο 1990. Οι Skid Row ανακαλύπτουν ότι, μετά από 17 μήνες στο δρόμο και πωλήσεις πέντε εκατομμύρια δίσκους μόνο στην Αμερική, δικαιούνται γελοιωδώς μικρές απολαβές. Το συμβόλαιο που είχαν υπογράψει με την εταιρία παραγωγής των Bon Jovi και Ritchie Sambora, άλλη μια ταχυδακτυλουργία του Doc McGee, δίνει χωρίς χρονικό ορίζοντα τη μερίδα του λέοντος από τις προσόδους τους, στο δίδυμο Bon Jovi/Sambora. Σύντομα, τα λεκτικά δρεπάνια μεταξύ Bach και Bon Jovi βγαίνουν από τα θηκάρια, κάποιες γροθιές ανταλλάσσονται, μπόντυγκαρντς τους χωρίζουν («Εγώ είμαι ένας τσαντισμένος μεταλλάς 22 χρόνων και ο Jon είναι ένας 31χρονος φαν του Springsteen με όπλο του ένα φαξ, ποιος νομίζεται ότι θα έβγαινε κερδισμένος αν δε με κράταγαν;»), αλλά έκτοτε οι σχέσεις των υπόλοιπων Skid Row με τον τραγουδιστή τους δεν θα επουλωθούν ποτέ. Ναρκωτικά, έλλειψη έμπνευσης και η έλευση του grunge αποτέλειωσαν την ιστορία των Skid Row, σχετικά πρόωρα, παρ’ ότι τον Απρίλιο του 1991 είχαν δει το δεύτερο άλμπουμ τους, το σκληροτράχηλο “Slave To The Grind”, να ανεβαίνει στην πρώτη εβδομάδα κυκλοφορία του καρφί στην κορυφή του Billboard.
Τί απέγινε όμως μ’ εκείνο το τραγούδι, που έκανε τον γεμάτο αυτοπεποίθηση και ορμόνες 20χρονο Καναδό στις αρχές του ’88 να κατέβει για να τζαμάρει στο Jersey, τροφοδοτώντας ένα από τα τελευταία hard rock παραμύθια της δεκαετίας του ’80;

«Το “Youth Gone Wild” έχει μέσα στα χρόνια εξελιχθεί σε έναν κανονικό hard rock ύμνο. Οι αντιδράσεις του κόσμου όταν παίζεται είναι ανάλογες μ’ αυτές που έχω δει όταν ο Ozzy ξεκινά το “Paranoid” ή ο David Lee Roth το “Running With The Devil”. Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, είτε πρόκειται για ένα κλαμπ στο Jersey είτε για ένα ανοικτό στάδιο στη Γερμανία, όταν μπαίνει αυτό το ριφ βλέπω όλα τα πρόσωπα στο κοινό να γίνονται ξανά νέοι και τρελλαίνονται».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου