The Ramones: (It feels like) Somebody Put Something In My Drink

23/05/2021

Κατηγορία: Rocktime Songs

4014

Πάρτυ Καταληψιών στην ΑΣΟΕΕ, Νοέμβριος ’88. Bότκα σε πλαστικό κυπελλάκι σούπερ μάρκετ, «100 δραχμές για το ταμείο ρε μάγκα» και τα ηχεία να γδέρνουν τα τσιμέντα.

 

Another night out on the street  - Stopping for my usual seat  - Oh, bartender, please”
 
Βίλλα Αμαλίας, Φεβρουάριος ’92. Hχοσύστημα χάλι, ο resident ντιτζέης της κατάληψης πρέπει νά’ χει να κοιμηθεί κανά μήνα – μάτι με σακούλα μέχρι το γόνατο και κακοποιημένο ορφανό από πακέτο Άσσο φίλτρο να κρέμεται από το ημιαναίσθητο στόμα.
Σε λίγο θ’ ανέβουν στη σκηνή οι Deus Ex Machina που μόλις έχουν βγάλει το “Motorpsycho”.
 
So you think it's funny - A college prank - Goin' insane for something to drink
- Feel a little dry”

 

Σκαλιά του “Green Door” στην Καλλιδρομίου, Τετάρτη αξημέρωτη, μετά το πικρό 4-3 με την Τενερίφη. Το beat μπαίνει καπάκι μετά το “She Gives Me Love” από Godfathers. Βραδιά σαν Απρίλιος, αλλά πού να πάνε κάτω τα φαρμάκια;
 
«Tanqueray και τόνικ, το δικό μου το ποτό 
Δε γουστάρω τίποτε που νά’χει χρώμα ροζ
Μαλακία σκέτη

Δεν είν’ αυτά για μένα»
 


 
«Ερωδιός» –επειδή τα Σάββατα σκάγαμε μύτη πολύ νωρίς- με ντραμπουί «χωρίς κερασάκι, Στέλλα!», χειμώνα του ’91. «Ναι, μην και σε χαλάσει, έ
 
Somebody - Put something – Somebody put something in my drink”

 
«Ίντριγκα» με την Εύη, πριν το Πάσχα του ’92. Με δυό Guinness μπροστά μας, κοιτάμε τα τσακισμένα drug απολειφάδια –τα μόνα ακίνητα πλάσματα στο ανέβα – κατέβα του πρεζόδρομου της Θεμιστοκλέους τις Παρασκευές το βράδυ. «Πάμε Ράμπα;». «Πάμε». «Κάτσε να τελειώσει το κομμάτι». «…». «Άλλες δύο και φύγαμε».
 
Ξύλινο παραπηγματικό ουζερί στο Λόφο του Στρέφη, Άνοιξη ’94. «Άντε τώρα να βρούμε το δρόμο να κατηφορίσουμε προς Decadence». Κι όταν φτάνουμε, η πόρτα στην Πουλχερίας ανοίγει κι από μέσα η πρόσκληση για τα περαιτέρω έρχεται καβάλα το ιερό γαύγισμα "Kick the jukebox, slam the floor - Drink, drink, drink, drink some more - I can't think - Hey! - What's in that drink?”.
«Ιπποπόταμος», μετά το “Madame Butterfly” με τον Jeremy Irons, επί Παπαθεμελή. Στο μικροσκοπικό “24”, πάνω στα δύο μοναδικά πουφ του πεζοδρομίου, ανάμεσα από Violent Femmes και Cranberries, Νοέμβριο του ’95, λίγο μετά το μεγάλο παιδομάζωμα στο Πολυτεχνείο. «Συχνότητες», λογομαχώντας αν εκεί έχει γυριστεί το «ΝΟΚ ΑΟΥΤ» του Τάσιου («Όχι βέβαια !»), ανάμεσα σε “Like The Way I Do” και “One Way Or Another”, τα μόνα κομμάτια που αναγνωρίζαμε στα χρόνια της εναλλακτικής δικτατορίας που είχε συλλογικά καταλάβει τους dj και τα ράδια.
 
«Θολούρα στα μάτια, βρώμικες σκέψεις
Πού πατάω δεν ξέρω, τρελλαμένος τελείως
Κάπως μού’ρχεται, σου λέω»
 

 «Όταν πίνουμε, δεν τα μπλέκουμε. Αν μη τί άλλο, να μη γίνουμε νούμερα στη μπαργούμαν». – Κώστας Μυλωνάς, στην εκπομπή «Τα Παιδιά της Νύχτας», μεταμεσονύκτια στο «Κανάλι 5», πριν ακόμη τα τινάξει ο Κομπέϊν.
 
Ανορθόδοξα τραπέζιο μπαρ «Αμερικάνικο», Ακτή Θεμιστοκλέους («την αρχή του κάθε κλέους», κατά τη φράση - ρεφραίν του Σάκη που άκουγε Eloy), ώρα «ακόμα τέσσερις», με σφηνάκια καμικάζι, “Keep Your Hands To Yourself”, “Route 66” και “Out Of Control”, πανηγυρίζοντας με την Ιωάννα, καθώς, όπως λέγεται, θα έρθουνε οι Stones το Σεπτέμβρη στο Ο.Α.Κ.Α.
 
«Κλώτσα το τζουκ-μποξ, χύσου στο πάτωμα
Πιες, πιες, πιες, πιες κι άλλο
Να σκεφτώ αδυνατώ
Ρε !
Τί έχει μέσα το ποτό;»

Ο γεννημένος στο New Jersey τον Αύγουστο του ’57 Ritchard Reinhardt, είναι ο αποκλειστικά υπεύθυνος γι’ αυτόν τον τριών λεπτών και εικοσιενός δευτερολέπτων διαχρονικό παιάνα. Θα γίνει ο τρίτος ντράμερ της ιστορίας των  Ramones τον ένατο χρόνο της ύπαρξής τους, το Φεβρουάριο του ’83.



Θα τον πάρουν από τους άσημους Velveteens αρχικά με μισθό. Διστακτικά, θα υπογράφει στην αρχή όπου απαιτείται ως “Ritchie Beau”. Αφ’ ότου όμως πέρασε τις εξετάσεις της σκληρής περιοδείας για το “Subterranean Jungle”, θα δει ένα συμβόλαιο να πασσάρεται μπροστά του για να γίνει «πλήρες μέλος», για έναν χρόνο. Ο ένας χρόνος έγινε τρεις όμως ο αξιόπιστος και σωματικά δυνατός ντράμερ δεν έπαψε ποτέ «να κοιτάει τα συμβόλαια». Δεν ήταν κανένα τσόλι. Μπορούσε να γράφει και δικά του τραγούδια -μουσική και στίχους, ολοκληρωμένα- δεν είχε κι άσχημη φωνή, μπορούσε να κάνει δεύτερα φωνητικά πάνω στη σκηνή, κάτι που τον έκανε αμέσως φίλο με τον έξι χρόνια μεγαλύτερό του Joey και τον –σε μόνιμη χημική ανισορροπία-  Dee Dee, με το μπάσο του οποίου το δέσιμο υπήρξε αβίαστο.
 
«Στον Johnny δεν άρεσε από την αρχή ότι έφερνα δύο - τρία ολοκληρωμένα κομμάτια όταν ήταν να γράψουμε κάθε επόμενο δίσκο, γιατί ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τα χαρίσω σε κανέναν. Εκείνος διάλεγε συνήθως ένα, μάλλον το λιγότερο  καλό –κατά τη γνώμη μου- κι εγώ υπέγραφα πάντα τα συμβόλαια αφού τα διάβαζα προσεκτικά. Μαζί του βρισκόμουν μόνο στο στούντιο και πάνω στη σκηνή, ήταν απρόσιτος και δε μιλούσε σε κανέναν. Στο στούντιο βρισκόμουν με τη μπάντα κάθε φορά για 2 μέρες το πολύ. Παίζαμε όλοι μαζί, μία - δυό εκτελέσεις το κάθε κομμάτι κι αφήναμε στον Daniel Ray ή τον κάθε παραγωγό που είχαμε να κάνει τα υπόλοιπα. Παίρναμε προκαταβολή από τη Sire Records 150.000 δολλάρια, του δίναμε τα δύο, πληρώναμε 1.500 για το στούντιο και τα υπόλοιπα τα μοιραζόμασταν. Πρόβες; Κλείναμε στουντιακό χρόνο μία βδομάδα, ο Johnny ερχόταν, παίζαμε μισή ώρα και μετά το διαλύαμε».
 
Ο Ritchie δεν υπήρξε κανένα αγγελούδι. Αποφάσισε πάντως γρήγορα στη ζωή του ότι το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να γίνει μουσικός και λίγο αργότερα να «γίνει καλός στα τύμπανα». Ασυναίσθητα, συνδύασε το στυλ των δύο αγαπημένων του ντράμερ.
 
«Buddy Rich και John Bonham. Άμα βάλεις αυτούς τους δύο μαζί, έχεις ό,τι καλύτερο, Έχεις περίπου όλους τους υπόλοιπους ντράμερ μαζί».
 
Έβγαινε για ένα διάστημα με την κόρη του Frankie Valli, τη Francine. «Έπεσε σε κώμα από υπερβολική δόση την ημέρα των 23ων γενεθλίων μου και πέθανε πέντε μέρες αργότερα. Όλα τα άλλα τα δοκίμασα, όμως με σύριγγες δεν έμπλεξα ποτέ. Δεν ήθελα με τίποτε να μην είμαι αυτός που πρέπει, όταν έπαιζα. Είπα όχι σε πολλά πράγματα».
 
Είπε όχι σε πολλά, επειδή είχε πρωτύτερα πει τα απαραίτητα «γιατί όχι». Τον καιρό που έπαιζε από μπάντα σε μπάντα στη Νέα Υόρκη, λίγο μετά τα είκοσί του, έκανε με την παρέα του ένα κόλπο. Μπαίνανε στα μπαρ, μπλέκανε με κόσμο και κοιτάγανε ποιός θα χάσει από το οπτικό του πεδίο το ποτό του, ποιος, θα φύγει ή θα πάει τουαλέτα και βουτάρανε το ποτήρι με τη μία.
 
«Πίναμε έτσι όλο το βράδυ, χωρίς να πληρώσουμε, φυσικά. Όμως ήταν αδύνατο να ξέρουμε τί πίνουμε, ,από ένα σημείο και μετά. Μια φορά λοιπόν, σ΄ένα απ’ τα ποτήρια είχε ρίξει κάποιος μάλλον lsd. Άρχισα να νιώθω περίεργα. Σε φάση “τί μου συμβαίνει; Τί ήταν αυτό; Μήπως να πάω νοσοκομείο; Αρχίζω και βλέπω διάφορα”. Η ιδέα από το κομμάτι λοιπόν είχε έρθει από αυτό το γεγονός, που μου συνέβη πραγματικά. Όμως το έγραψα τέλη του ’85, για το “Animal Boy”.
 


Το εν λόγω άκρως εθιστικό και καταστροφικό σα νοθευμένο αλκοόλ κομμάτι ανοίγει τον δεύτερον απ’ τους τρεις που ηχογράφησε ο Ritchie μαζί με τους Ramones. Με παραγωγό τον -πιθανότατα μοναδικό μαύρο με πλατινέ μοϊκάνα στον πλανήτη γη εν έτει 1986- Jean Baeauvoir, κάποτε μπασίστα των Plasmatics, το “Animal Boy” κυκλοφόρησε τέλη Μαίου της χρονιάς εκείνης.
Με το που σκάνε τα στακάτα τύμπανα του Ritchie, είναι αδύνατο πλέον να μην το αναγνωρίσεις, όμως η όλη του δομή, πυκνοραμμένη από τον Beauvoir, με την αρμονία της κιθάρας παιγμένη από τον ίδιο (ο Johnny ως γνωστόν αποστρεφόταν επιδεικτικά όποιο φτιασίδωμα του στούντιο) και κυρίως η ερμηνεία του Ritchie (ο οποίος δικαιωματικά κράτησε τα πρώτα φωνητικά στο δικό του τραγούδι) είναι φράση τη φράση τίποτε λιγότερο από ένα αφαιρετικό αριστούργημα από σκόρπιες φλασιές που μόνο στη δίνη της μέθης είναι δυνατόν να σου κατέβουν έτσι, να συρράπτονται έτσι και να ξεσπούν ακατάστατα, ακατάσχετα, τρικλίζοντας, γκαρίζοντας, μονολογώντας, αλαλάζοντας, με έκπληξη, με έπαρση, με αδιαφορία για το επόμενο δευτερόλεπτο της νύχτας και για ό,τι αυτό κάτσει και φέρει.
 
«Σαν κάποιος νά’ ριξε κάτι - Να μού’ ριξε κάτι στο ποτό»
 
Περίπου 500 ζωντανές εμφανίσεις και τρεις δίσκους αργότερα, τον Αύγουστο του ’87 ο Ritchie τα βρόντηξε κι εγκατέλειψε τους Ramones. Ο κακόβουλος δυνάστης –και ουσιαστικός ιδιοκτήτης της μπάντας- Johnny Ramone δεν ήθελε με τίποτε να του δώσει μερίδιο από τα έσοδα του merchandising -μπλουζάκια, κονκάρδες και τα συναφή, που μοσχοπουλιούνταν στις περιοδείες αποφέροντας στο καθένα από τα μέλη περισσότερα απ’ ό,τι οι πωλήσεις των δίσκων.
 
Με οδηγό το στιβαρό beat και τα ζαλισμένα, λαλημένα, θυμωμένα, ετοιμόρροπα, επιτακτικά φωνητικά του Ritchie, το “Somebody Put Something In My Drink” είχε όμως ήδη αποκτήσει τη δική του ζωή. Δεν έφυγε ποτέ από το ζωντανό σετ του συγκροτήματος, ενώ, ηχογραφημένο, με την αρμονική hard rock καθαρότητα που είχε στο μυαλό του ο Beauvoir, αποδείχθηκε ικανό να στέκεται άνετα δίπλα στις επερχόμενες μουσικές μόδες.
Εφοδεύοντας στα μυαλά όσων ανά την υφήλιο ρόκερ κάθε ηλικίας παρίσταντο πρόθυμοι στην ιδέα του τακτικού ολοκαυτώματος εγκεφαλικών κυττάρων, για ν’ αρπάξουν παραισθήσεις ευφορίας μέσα από την πολυποικιλική ιεροτελεστία της ξυδοποσίας.
Οι οποίοι, ροκάροντας, μεθώντας, ξεφεύγοντας, ξερνώντας, γελώντας μέχρι δακρύων και κλαίγοντας μέχρι γέλωτος, συγχωρώντας, αγαπώντας, ξεχνώντας, υποπίπτοντας σε ανείπωτες χοντράδες που ορκίζονται ότι δεν θα έκαναν ποτέ, κατεδαφίζοντας τον οργανισμό τους και πετώντας στον υπόνομο την αξιοπρέπεια τους, κυνηγούν την επαγγελία μιας στιγμιαίας, φευγαλέας αίσθησης, αυτής που πολλές φορές δε θυμάσαι, αλλά έχεις συγκρατήσει ότι υπήρξε, μέσα στη νύχτα, απαλλαγμένη από τα αόρατα εξατομικευμένα γκέμια που αδήριτα σε κρατούν ζεμένο στον άδικο και απατηλό αυτό πλανήτη.
 
«Νομίζεις έχει πλάκα
Φάρσα κολλεγιακή
Να μουρλαίνεσαι από κάτι για να πιες
Είμαι λίγο κόκκαλο
Μία δε με νοιάζει, για μένα τί θα πείς
Αφού μού’ ριξε ένας στο ποτό το κατιτίς
Να σκεφτώ αδυνατώ
Ρε !
Πιάσε ένα ποτό !»
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου




// Old Time Rock

// Live Favorites