Iron Maiden: Δευτέρα Παρουσία σ’ έναν Γενναίο, Καινούριο Κόσμο
Ανήκω σε μια από τις γενιές για τις οποίες το να δει καποια στιγμή τους Maiden ζωντανά ήταν ένα άπιαστο όνειρο. Για τις οποίες, η προοπτική γενικώς του τί αναμενόταν να συμβεί τα επόμενα, ενήλικα, χρόνια ήταν μεν δυσπρόσληπτη (δεν υπήρχε ίντερνετ, κινητό, πάνω από δύο κανάλια), αλλά γεμάτη υποσχέσεις.
Η 13η Σεπτεμβρίου του 1988 έκανε μια από τις θεμελιώδεις υποσχέσεις να υλοποιηθούν: είδαμε τους Maiden ζωντανά στη Νέα Φιλαδέλφεια, κάτι το οποίο  εμπέδωσε μέσα μας ποια η φυσιολογική ροή, η εξέλιξη των πραγμάτων. 
Επειδή οι βασικές μας μουσικές αξίες δεν μεταβλήθηκαν (δεν αρχίσαμε ν’ ακούμε Bros και Wet Wet Wet μπας και πιάσουμε γκόμενα), μετήλθαμε μιας ουσιώδους πολιτισμικής σταθεράς: είδαμε ζωντανά τη μουσική με την οποία επί 3-4 χρόνια μεγαλώναμε.
Ποιός θα μας έλεγε ότι η δεκαετία του ’90 που περίμενε στη γωνία, αυτή την σταθερά θα μας την ξεχείλωνε, θα την διέβαλε και θα τη ανέτρεπε. Είδαμε το grunge να μας μεταμορφώνει σε μουσικοκοινωνικούς μαθουσάλες στα 20.
Είδαμε τον Dickinson να αποχωρεί μετά από δύο μάλλον κουρασμένα άλμπουμ με πεπερασμένο ήχο, να κόβει τα μαλλιά του κοντά και ν’ αφήνει το γκρουπ - στυλοβάτη του μέταλ να εμφανίζεται με μπροστάρη ένα άφωνο, ατάλαντο γκαζοζέν (κάτι σαν η Μπαρσελόνα, μετά τον Χρίστο Στόϊτσκοφ να πήρε μεταγραφή για σέντερ φορ τον Αλέκο Τάτση).
Οι Maiden, για εκείνη, τη δική μας πρόωρα γηρασμένη από τα μουσικά γυρίσματα των καιρών γενιά, μεταξύ 1993 και 1999 δεν ήταν μόνο κλινικά νεκροί, αλλά κάτι ακόμη χειρώτερο: αυτοπομυθοποιημένοι όσο δεν πήγαινε άλλο.
Μήπως τελικά τους παραείχαμε ανεβάσει στα νεανικά μυαλά μας;
Την απάντηση –η οποία ήταν ένα ηχηρό «ΟΧΙ»- έμελλε να δώσει η κοινή για μας αλλά και για τις επερχόμενες γενιές μονάδα μέτρησης αξιών, ο χρόνος.



Καθώς η δεκετία του ’90 έγερνε προς το τέλος της το πράγμα δειλά - δειλά άρχισε να κάνει τον κύκλο του. Η «παλιά μουσική» άρχισε να επανακάμπτει και το κλασσικό μέταλ (μετά και τον αυτεξευτελισμό των Metallica με την υπόθεση Napster) ν’ ανασκουμπώνεται (καθ’ ότι πόσους Blind Guardian μπορεί ν’ αντέξει για πολύ τούτος ο δύσμοιρος κόσμος;).
Η ανακοίνωση της επανένωσης Dickinson και Smith με το mothership των Maiden, («για να οδηγήσουμε το heavy metal στη νέα χιλιετία», όπως δήλωσε ο Dickinson σε μια συνέντευξη που έμοιαζε να την περιμέναμε αιώνες ολόκληρους) μας έθεσε σε εγρήγορση.
Τελικά θα το ζήσουμε κι αυτό. Επανασύνδεση, επανεκκίνηση με τρεις κιθάρες (θα γίνει χαμός!), σύγκριση με το ένδοξο δισκογραφημένο παρελθόν και ιδίως με την αμείλικτη απαράγραπτη μνήμη μας, τη γεμάτη κατορθώματα. Όπως σύντομα έμελλε να αποδειχθεί, παντού στον κόσμο, κυριολεκτικά, το διακύβευμα ήταν ίδιο.
«Όσοι δεν αντιλαμβάνονται τους Iron Maiden δε θα μπορέσουν ποτέ να καταλάβουν την επίδραση που ασκήσαμε στις ζωές τόσων πολλών ανθρώπων. Οι Maiden αντιπροσωπεύουν μια προσωπική επιβεβαίωση αυταξίας για εκατομμύρια ανθρώπων μέσα στα χρόνια. Πέρα και πάνω από την ποπ μουσική, από την μόδα και την τετριμμένη και άχρηστη παρακμή των διασημοτήτων από τα reality, το να είσαι στους Maiden ήταν μια δουλειά δύσκολη, χειροπιαστή, ουσιαστική, πολύπλοκη, και ταυτόχρονα άγρια, ευερέθιστη, επιθετική».
Το 1999 οι μεταλλικές γενιές έχουν πλέον αλλάξει. 15άρηδες που παρήγγελναν πλέον μπλουζάκια από το επίσημο σάϊτ της μπάντας θέλουν να τους δουν για πρώτη φορά.
20άρηδες που τους ψιλοπρόλαβαν με τον γκαζοζέν κι είχαν δει τον Dickinson σόλο στο Λυκαβηττό νιώθουν ότι ήρθε πια κι η δική τους ώρα.
25άρηδες που ήταν πολύ μικροί την πρώτη φορά της Φιλαδέλφειας και πέρασαν την άνυδρη δεκαετία με μόνη μνήμη τη γεμάτη πάθος αλλά χωρίς Dickinson βραδιά τον Οκτώβριο του ’95 στο κλειστό του Περιστερίου, επιδιώκουν να δουν και ν΄ακούσουν τα κομμάτια με «τη σωστή σύνθεση». σωστά.
Τα δε γερόντια των 30 και πάνω συναισθανόμενα πλέον τα χιλιόμετρα που έχουν διανύσει αναμένουν στις κουίντες για την ύστατη επιβεβαίωση ή διάψευση: τελικά οι ήρωες της εφηβείας γερνάνε;
Κάπου εκεί, το καλοκαίρι του ’99 ήρθε και η διπλή συλλογή με το βίντεο γκέϊμ (PC-CD ROM Game” (!), το “Ed Hunter”.
Το διπλό cd περιείχε, υποτίθεται, «τα 20 καλύτερα τραγούδια της ιστορίας τους, όπως τα επέλεξαν οι φανς μέσα από το επίσημο site», με bonus track μια τρομερή εκτέλεση του “Wrathchild” με φωνητικά από τον επανακάμψαντα Dickinson.
Το παιχνίδι το φόρτωνες στο pc και το έπαιζες διαλεγοντας από το playlist τί θ΄ακούγεται όσο παίζεις. Ένα μάλλον παιδικό shoot’em up, τίποτε πολύπλοκο, με πιο ενδιφέρον σημείο τα γραφικά στις διάφορες πίστες, ιδίως σ΄αυτή τη φουτουριστική του Blade Runner με τις λεπτομέρειες από το εξώφυλλο του “Somewhere In Time”.
Το τερμάτιζες εύκολα αν είχες χρόνο να χάσεις.
Εκείνο όμως που μας έκανε και πάλι εφηβάκια ήταν η επανεμφάνιση των Maiden στo γήπεδο του Περιστερίου, Παρασκευή 1 Οκτωβρίου ’99. Kατά το διαχρονικό δημοσιογραφικό κλισέ, υπήρξε «μέγα πάθος».
Εισαγωγή με “Transylvania”, φωτιές και καπνογόνα από τους μπροστά, “Aces High” σπηνταρισμένο, “Wrathchild”, “The Trooper”.
O απόλυτος χαμός και μια αίσθηση «σα να μην πέρασε μια μέρα», παρά τον όχι τόσο δυνατό ήχο. Όλες οι φυλές τρίβαμε τα μάτια μας, καθώς ακούσαμε για πρώτη φορά ζωντανά τα “Phantom Of The Opera”, “Killers” και “Powerslave” (συν τρία ασήμαντα κομμάτια από την περίοδο γκαζοζέν).
Οι Maiden έχουν πράγματι επιστρέψει, σφριγηλοί, γεμάτοι ενέργεια, χωρίς να δείχνουν ότι ζορίζονται. Όμως, για να δούμε, θα μπορέσουν να γράψουν κατι αντάξιο με την επική κληρονομιά τους;  
H απάντηση υπήρξε ηχηρή. Με πρόλογο το -όχι και συγκλονιστικό, αλλά αρκούντως δημαγωγικό- single “Wicker Man”, το “Brave New World”, κυκλοφόρησε τέλη Μαίου 2000. To ουσιωδέστερο ίσως στοιχείο του νέου υλικού είναι η παραγωγή, ηχοληψία και μιξη του Kevin Shirley.
Ο 40χρονος νοτιοαφρικανός με εμπλοκή στα nineties σε άλμπουμ, μεταξύ αλλων, των Black Crowes και των Journey αποδεικνύεται κρίσιμος: δίνει τον όγκο και τη φωτοσκίαση που χρειάζεται ένα άλμπουμ των Maiden κάτι το οποίο στην ουσία μετά το κάπως ακατέργστο “Seventh Son” του ’88 δεν υπάρχει.


Τα τραγούδια είναι πυκνά και δουλεμένα, με πολλές αλλά πεντακάθαρες στρώσεις από κιθάρες (πλέον μπορείς να καταλάβεις σχεδόν ποιός παίζει τί), ενίσχυση από πλήκτρα εκεί που χρειάζεται, ζωντάνια στο ρυθμικό μέρος (αν το ακούσεις δυνατά, βρίσκεται πραγματικά μέσα στο δωμάτιο ηχογραφήσεων) και κυρίως έναν Dickinson γεμάτο ζωή, να τραγουδάει πλέον ξανά οπερατικά, αποφεύγοντας τα ουρλιαχτά, μ’ ένα σθένος που κανει την τριχοφυία να επαναστατεί.
Mαζί με το “Wicker Man” που όσο το ακούς γίνεται όλο και πιο εθιστικό, το υποβλητικό ομώνυμο, το σφοδρό, θαλασσοδαρμένο “Ghost Of Navigator” και τo με μεταδοτικό καλπασμό δεύτερο single “Out Of The Silent Planet”, είναι τα τέσσερα σερί album tracks, η καρδιά του δίσκου, τα οποία περικλείουν την ουσία των Maiden στην αυγή του 21ου αιώνα:
The Mercenary”, “The Fallen Angel”, “The Nomad” και το συγκλονιστικό, με ειδικό φιλοσοφικό βάρος “Dream Of Mirrors”. Συνθετική δεινότητα, στίχοι με πραγματικό φορτίο με εικονογραφία λαξευμένη πλέον με την οικονομία της εμπειρίας, απόδοση με ακρίβεια όσο και με πάθος, σαν καθένα να είναι το τελευταίο κομμάτι που θα ηχογραφήσουν.


Όσο για το “Blood Brothers”, μια απλή στη δομή, με εμπλουτισμένη ενορχήστρωση μπαλλάντα, το μόνο κομμάτι γραμμένο ολόκληρο από τον αρχηγό Steve Harris, (δείγμα μιας πρόθεσης συνεργασιών χωρίς προηγούμενο σε τέτοια έκταση στο δισκογραφικό του παρελθόν) είναι φτιαγμένο ξεκάθαρα για συμμετοχή του κοινού στις συναυλίες.
Μια όσο ποτέ ευθεία αναγνώριση του συγκροτήματος προς το κοινό, ότι είναι ένα μαζί τους και ότι αυτό, με την αντοχή και την πίστη του, έχει κατορθώσει ότι μόνο να είναι συνδεδεμένο μαζί τους, αλλά να είναι εκείνο που τους έχει κάνει αυτό που είναι.
Ένας δίσκος που όσο περνούν τα χρόνια τείνει να ανεβαίνει σε αναγνώριση τόσο ανάμεσα στα πιο σημαντικά και άξια άλμπουμ – επιστροφές, αλλά και μέσα στην απόλυτη κλίμακα αξιολόγησης ολόκληρης της δισκογραφίας τους.
“Wow, I’ve fuckin’ missed it!” όπως ακούγεται να λέει ο Nicko McBrain με το που ακούγεται η τελευταία νότα του “Thin Line Between Love And Hate”.


Και φυσικά, τους ξανάδαμε σύντομα. Παρασκευή 10 Nοεμβρίου 2000 στις εγκαταστάσεις του Άγιου Κοσμά, στην τελευταία βραδιά του ευρωπαϊκού σκέλους της περιοδείας “Brave New World Tour”.
Ο κόσμος ενθουσιώδης, αλλά αρκετά λιγώτερος σε σχέση με δύο χρόνια πριν (open air το Νοέμβριο δεν είναι και ό,τι καλύτερο), η απόδοσή τους κυμάνθηκε στα συνήθη ικανοποιητικά στάνταρ όμως κάπου εκεί υπήρξαν από τους άγουρους, τους προπετείς και τους δικαιωματιστές οι πρώτες μουρμούρες («παίζουν όλο τα ίδια και τα ίδια»).
Highlight το “Sign Of The Cross” το οποίο με την ερμηνεία του ο Dickinson απογείωσε, φέρνοντας στο μυαλό ένα από τα πιο συχνά «για σκεψου να» της ιστορίας των Maiden, η οποία φυσικά δεν είναι όπως και κανενός μουσικού γραμμική, όπως στο μυαλό ενός φαν.
Ακριβώς το σετ list του Άγιου Κοσμά συν το “Run To The Hills” θα αποτελέσει το υλικό του διπλού cd “Rock In Rio” που κυκλοφορεί το Μάρτιο του 2002.
Οι Iron Maiden στη νέα χιλιετία.
Σφριγηλοί, με ανανεωμένο σετ λιστ (6 καινούρια, 12 παλιά, τα 2 από την εποχή γκαζοζέν), με τη λατρεία του κοινού να ξεχειλίζει από το cd, όος και από το αντίστοιχο video.
Πιθανόν τo καλύτερα ηχογραφημένο live των Maiden στην ιστορία τους, με τις επιλογές των τραγουδιών να αναδεικνύουν πλέον ένα ζήτημα που συνορεύει με το ν’ αποκτήσει τη διάσταση προβλήματος:
Καθώς τα ¾ του σετλιστ είναι πλέον δεδομένα, σαν μια προδιαγεγραμμένη παράσταση, το στοιχείο της έκπληξης στο κάθε live από το “Rock In Rio” και μετά αναζητείται πλέον στο ποιές εκτελέσεις είναι λίγο καλύτερες από τις παλαιώτερες και το αν τα καινούρια κομμάτια στέκονται επαρκώς δίπλα στα παλιά. Σκέψεις πολυτελείας μπροστά στο ότι η μπάντα που μας μεγάλωσε είχε επιστρέψει τονώνοντας μ’ έναν ειδικό τρόπο τον οποίο μόνον αυτή κατέχει, την συλλογική μας πίστη στο ότι δικαίως και σωστά ανατραφήκαμε στα νάματά της.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου