Η δεκαετία του ‘90 δε θα μπορούσε να μπει ιδανικότερα για τους Motley Crue. Μετά από ένα θριαμβευτικό "Dr. Feelgood" (1989) και μια περιοδεία στην όποια τα έπαιξαν, τα έσπασαν και τα ήπιαν όλα, ανανέωσαν το συμβόλαιό τους στην Elektra έναντι 25 εκατομμυρίων δολαρίων σε ένα από τα μεγαλύτερα μέχρι τότε deal της αγοράς.
Και κάπου εκεί συνέβη αυτό που συνέβη σε πολλές πολύ επιτυχημένες μπάντες: αφού τα έχουμε πετύχει όλα, ξεκινάμε να τρωγόμαστε για να περάσει η ώρα. Έτσι χωρίς λόγο ο VinceNeil αποτέλεσε παρελθόν χωρίς μέχρι σήμερα κάποιος να έχει βεβαιώσει αν τον σούταραν ή αν τα βρόντηξε.
Η ουσία είναι ότι μαζί με το δύσκολο έργο της διαδοχής του Feelgood, προέκυψε και η γνωστή επιχείρηση "δίκοπο μαχαίρι" αντικατάστασης frontman. Μέχρι να αποφασιστεί ότι ο διάδοχος θα ήταν ο JohnCorabi και να αρχίσει να προβάρεται και να ηχογραφείται το νέο υλικό, είχαμε φτάσει ήδη στο 1994.
Ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο λοιπόν ότι το άλμπουμ που ονομάστηκε απλά "MotleyCrue" θα ήταν κομβικό για τη καριέρα της μπάντας αλλά και πολύ διαφορετικό από ότι είχαν κάνει πριν.
Πράγματι η μπάντα απέκτησε μεγαλύτερο "βάθος" αφού ο Corabi ήταν εξαιρετικός τραγουδιστής με blues επιρροές, τεχνικά καλύτερος του Neil αλλά και τίμιος songwriter και ρυθμικός κιθαρίστας.
Η δημιουργικότητα εκτινάχθηκε στα sessions με πολλά αξιόλογα κομμάτια να μην καταφέρνουν να συμπεριληφθούν στο άλμπουμ αλλά να τα συναντάμε σε single b-sides αλλά σε ένα επιπλέον EP που κυκλοφόρησε την ίδια εποχή. Η παραγωγή του "Motley Crue" ήταν κρυστάλλινη -έργο BobRock- με καταπληκτικό ήχο στις κιθάρες αλλά και στα drums του Tommy Lee. Η όλη ατμόσφαιρα του άλμπουμ όμως αντανακλούσε έντονα αυτό το υπερβολικό άγχος να ακουστεί η μπάντα relevant με την τότε καθολική μόδα του grunge/alternative rock. Κανένας βέβαια δε περίμενε να ακούσει 80s sleaze rock στη διαπασών αλλά είναι αυτή η ισορροπία του παλιού με το νέο και η κατάλληλη προώθηση του άλμπουμ που θα δημιουργούσε τον τέλειο συνδυασμό για να έρθει η εμπορική επιτυχία με ταυτόχρονη αποδοχή από τους παραδοσιακούς fans.
Αυτό το "άγχος" ακούμε στο ‘UncleJack’ το οποίο ξεχειλώνεται στο 2ο μισό του με αργόσυρτα instrumental μέρη που θυμίζουν μποτιλιάρισμα στη Κηφισίας. Παρόμοια αργοπορία και συνθετική αμηχανία ακούμε και στα "TillDeathDoUsPart" και "Droppinglikeflies".
O Corabi δασκαλεύεται να τραγουδά πολύ χαμηλά και ενώ καταφέρνει να κάνει καλά αυτό που του ζητείται, οι φωνητικές του ικανότητες φαίνονται πολύ περισσότερο στα πιο παραδοσιακά κομμάτια του άλμπουμ "Loveshine" και "Driftaway" όπου είναι σαφώς πιο απελευθερωμένος.
Αντίθετα το καινούργιο ύφος των Crue γνωρίζει την αποθέωση στο αριστουργηματικό "Misunderstood" ίσως το καλύτερο κομμάτι της καριέρας τους.
Τα "Hooligan’sHoliday" και "Hammered" είναι τα πιο αντιπροσωπευτικά tracks του νέου ύφους.
Τέλος, μπορεί η ιστορία να μη γράφεται με αν, αλλά θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να ακούγαμε κομμάτια σαν το ‘SmoketheSky’, "Welcometothenumb" και "Poison Apples" με classic hard rock arrangements∙ ίσως να είχαν προστεθεί μερικοί ακόμα ύμνοι στο κλασικό setlist των Crue.
Tο ομώνυμο άλμπουμ των Crue έγινε χρυσό στις Η.Π.Α. κάτι που θεωρήθηκε εμπορική αποτυχία μετά τις πλατίνες των 80s. Ωστόσο μάλλον επιτυχία ήταν τελικά αν αναλογιστούμε την ολέθρια επικοινωνιακή γκάφα του NikkiSixx να πλακωθεί στον αέρα του MTV με τον δημοσιογράφο που ειρωνευόταν την αλλαγή του μουσικού και ενδυματολογικού τους ύφους. Για να δώσουμε και λίγο δίκιο στον Sixx, οι κριτικοί τότε περίμεναν στη γωνία όλες τις 80s μπάντες: είτε συνέχιζαν είτε άλλαζαν ήχο θα τους τα "έχωναν" ούτως ή άλλως.
Το τελικό αποτέλεσμα του "Motley Crue" θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερη έμφαση στην ισορροπία αλλά σίγουρα ήταν καλύτερο από την καταστροφή που θα επακολουθούσε με την επιστροφή του Vince Neil στο τραγικό "GenerationSwine" (1997). Και μάλλον ήταν το τελευταίο άλμπουμ της μπάντας που παρέμεινε ενδιαφέρον άκουσμα στο πέρασμα του χρόνου.