H ιστορία των Ambrosia ξεκινά όταν το ηγετικό δίδυμο της μπάντας David Pack και Joe Puerta συναντήθηκαν σε εφηβική ηλικία (γυρω στα 15) και έφτιαξαν μία μπάντα με την επωνυμία The Sentry's.
Ψάχνοντας για συνεργάτες και περιπλανώμενοι για τρία χρόνια στο South Bay του Λος Άντζελες γνώρισαν τον Christopher North ένας φημισμένο πληκτρά της περιοχής, ο οποίος έπαιζε τρομερά με το Hammond B3, ήταν μπλουζμαν και του άρεσε η ροκ μουσική παράλληλα βρήκαν ντράμερ μέσω μιας οντισιόν που πραγματοποίησαν έναν πρωτότυπο, δημιουργικός και ωραίος τύπος, ονόματι Burleigh Drummond.
Οι Ambrosia ήταν πλέον γεγονός ως κουαρτέτο αποτελούμενο από τους David Pack (κιθάρα, φωνή), τον Joe Puerta (μπάσο, φωνή), τον Christopher North (πλήκτρα) και τον ντράμερ, Burleigh Drummond ξεκινώντας να πραγματοποιήσουν τα όνειρα τους.
Το αρχικό τους όνομα ήταν "Ambergris Might" όμως κατά την διάρκεια των πρώτων συναυλιών τους, έμαθαν ότι υπάρχει μία ακόμη μπάντα με παρόμοιο όνομα και αναγκάστηκαν να το αλλάξουν. Το καινούργιο όνομα προέκυψε από ψάξιμο στο λεξικό και τους ενθουσίασε το νόημα της λέξης "αμβροσία" που σημαίνει το "νέκταρ των θεών".
Με βάση την πόλη του Σαν Πέδρο στη νότια Καλιφόρνια, οι βασικές επιρροές του γκρουπ ήταν οι Beach Boys και οι Beatles. Παράλληλά ήταν η εποχή που οι φωνητικές αρμονίες και οι μελωδικές γραμμές των Crosby, Stills, Nash & Young και Simon & Garfunkel τους είχαν σαγηνεύσει. Εκείνο όμως το γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον μετέπειτα ήχο τους ήταν όταν είδαν μία παράσταση των King Crimson στο Whisky a Go-Go τον Δεκέμβριο του 1969, η οποία άλλαξε ριζικά την αντίληψή τους για την μουσική και αποφάσισαν να δώσουν ένα πιο progressive προσανατολισμό στις συνθέσεις τους.
Ταυτόχρονα το γκρουπ συνέχιζε να δίνει αρκετές συναυλίες και έψαχνε να υπογραψει ένα καλό συμβόλαιο με κάποια δισκογραφική εταιρία.
Το 1971, ένας φίλος τους που έκανε ήχο για το Hollywood Bowl τους προσκάλεσε να παίξουν ζωντανά στη σκηνή για να δοκιμάσουν ένα νέο σύστημα ήχου που είχε εγκατασταθεί.
Ο Gordon Parry, επικεφαλής μηχανικός στο Bowl, εντυπωσιάσθηκε από το παίξιμο των Ambrosia και τους προσκάλεσε να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις της Φιλαρμονικής του Λος Άντζελες. Τους γνώρισε στον διάσημο Ινδό μαέστρο Zubin Mehta, ο οποίος χαρακτήρισε τους Ambrosia ως μέρος της λεγόμενης All-American Dream Concert και ήταν μία καλή διαφήμιση στην μουσική βιομηχανία της εποχής
Oι Ambrosia είχαν ξεκινήσει ήδη την πορεία τους από το 1970 παίζοντας σημαντικό ρόλο στις ΗΠΑ ενώ τους βοήθησε αρκετά και η συνεργασία του David Pack με μία από τις κορυφαίες καλλιτεχνικές προσωπικότητες του περασμένου αιώνα, τον HerbAlpert.
Ο Herb Albert δεν ήταν απλός ένας σημαντικός μουσικός αλλά συνδύαζε τα πάντα αφού αναλάμβανε ενορχηστρώσεις, παραγωγές, συνθέσεις ήταν τρομπετίστας, τραγουδιστής μέχρι και ζωγράφος και κατάφερνε να παντρεύει με απόλυτη επιτυχία σχεδόν όλα τα είδη μουσικής από latin και jazz μεχρι pop και funk.
Οι Ambrosia αξιοποίσαν αυτή την γνωριμία του D. Pack και συμμετείχαν σε μία οντισιόν για τα Herb Alpert και A&M Records και κατάφεραν να υπογράψουν με την 20th Century Fox Records, για δύο στούντιο κυκλοφορίες.
Ο David Pack αναφέρει σχετικά για αυτή την συμφωνία:
"Αρχικά υπήρξε η σκέψη από την εταιρία να ηχογραφήσουμε 25 ποπ κομμάτια αλλά εμείς επιθυμούσαμε να γράψουμε progressive rock συνθέσεις. Τελικά σε πρώτη φάση επέλεξαν μόνο δυο τραγούδια από τις συνθέσεις που τους στείλαμε οπότε μετά από έξι μήνες στο στούντιο έπρεπε να ηχογραφήσουμε πάλι το άλμπουμ. Τότε βάζουμε ως στόχο να συνεργαστούμε με τον Alan Parsons, καθώς πιστεύαμε ότι ήταν ο μοναδικός παραγωγός που θα μπορούσε να βγάλει τον ήχο που θέλαμε αλλά και να μας βελτιώσει ακόμη περισσότερο. Ήταν θαύμα τελικα που καταφέραμε και τον πείσαμε να μας αναλάβει".
Το Φεβρουάριο του 1975 κυκλοφορεί το ομότιτλο ντεμπούτο της μπάντας, το οποίο πραγματικά είναι μία πανδαισία prog και rock ήχων εμπλουτισμένο από sixties μελωδίες. Στην παραγωγή είναι ο Freddie Piro αλλά την μίξη του δίσκου έχει αναλάβει ο Alan Parsons ενώ το άλμπουμ προτείνεται για βραβείο Grammy ως η καλύτερη ηχογραφηση της χρονιάς!
Ο δίσκος κάνει ιδαίτερη αίσθηση και παίρνει από από παντού θετικές κριτικές και σκαρφαλώνει μέχρι το νο 22 των HΠΑ τσαρτ ενώ βγάζει δύο σίνγκλ το πανέμορφο και μελωδικό "Holdin' on to Yesterday" και το "Nice, Nice, Very Nice" βασισμένο σε ένα ποίημα του Kurt Vonnegut Jr.
Παράλληλα ξεχωρίζει το μπητλικό "Time Waits for No One" που τελειώνει με μια ρωσική μπαλαλάικα ενώ το "World Leave Me Alone" ακολουθεί πιο rock/blues φόρμες.
Το "Make Us All Aware" περιέχει εντονα πιανιστικά jazz μέρη και μεσαιωνικές μελωδίες. Στην ατμοσφαιρική μπαλάντα "Lover Arrive" φαίνεται η σφραγίδα του Alan Parsons ενώ στο "Mamma Frog", οι prog/jazz αναφορές είναι κυρίαρχες με την ενορχήστρωση και τις ακραίες περφεξιονιστικές εναλλαγές να εντυπωσιάζουν.
Το άλμπουμ κλείνει με το "Drink of Water" μία υπέροχη σύνθεση με τα φωνητικά των Puerta (ασύλληπτο παίξιμο στο μπάσο) και Pack να δίνουν ένα πιο μελωδικό χρώμα με τα εμπνευσμένα πλήκτρα του Christopher North να προσδίδουν μία πιο "φευγάτη" απόχρωση στην σύνθεση.
Στο άλμπουμ συμμετέχουν δύο σπουδαίους αρτίστες ο βιολινίστας Daniel Kobialka και ο James Newton Howard (synthesizer programming).
Το 1976 μετά από μία μικρή περιοδεία κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ των Ambrosia με τίτλο "Somewhere I've Never Travelled".
Πρωταγωνιστικό ρόλα αναλαμβάνει σε όλο τον δίσκο ο Alan Parsons αφού κάνει τόσο την παραγωγή όσο και τις μίξεις του δίσκου.
Ο ήχος του "Somewhere I've Never Travelled" θυμίζει αρκετά Pink Floyd λόγω του Alan Parsons και είναι ηχογραφημένο στα περίφημα Abbey Road Studios.
Ο δίσκος ξεκινά με τον ντράμερ Burleigh Drummond να ερμηνεύει το μόλις 47 δευτερολέπτων "And" που ουσιαστικά είναι η εισαγωγή στο ομότιτλο κομμάτι του άλμπουμ με τους Pack και Puerta να αναλαμβάνουν τους τραγουδιστικούς τους ρόλους σε μία ταξιδιαρικη σύνθεση.
Ακολουθεί το συγκλονιστικό "Cowboy Star" που είναι μία από τις καλύτερες συνθέσεις τους, με το ντουέτο των φωνητικών να είναι φανταστικό σε σημείο να νομίζεις ότι κάνουν δίδυμο ερμηνείας, ο Jon Anderson (Υes) και ο Peter Gabriel (Genesis) ενώ με την βοήθεια της μελωδικής μπασογραμμής η ατμόσφαιρα που δημιουργείται θυμίζει ένα μικρό soundtrack.
Ακολουθούν τα "Runnin' Away" που είναι αρκετά χαλαρό και το ολιγόλεπτο "Harvey" που παραπέμπει σε Paul Simon.
Το "I Wanna Know" ακολουθεί τα πιο rock μονοπάτια με το πομπώδες ρεφρέν και το "The Brunt" είναι κάτι μεταξύ ELP, Frank Zappa και Gentle Giant σε πιο σχιζοφρενική μορφή αφού στο ενδιάμεσο ακούγονται πολεμικές ιαχές.