Report: Big Nose Attack/ Underjoyed/ Drunken Gramophone (ΑΝ Club)
Wednesday

31Dec

Report: Big Nose Attack/ Underjoyed/ Drunken Gramophone (ΑΝ Club)

Δημοσιεύθηκε από:

31/12/2014

Κατηγορία: Συναυλίες

4713
H νύχτα η επομένη των Χριστουγέννων ήταν ωραία στην καρδιά της πόλης. Το «ΑΝ», πάντα ο ομφαλός για αφανή και προφανή live ορόσημα, άνοιξε τις πόρτες του για 200 περίπου υποψιασμένους φαν με διακεκριμένη αντοχή σε πάσης φύσεως εποχιακές καταχρήσεις.
Η εμφάνιση είχε προαναγγελθεί σαν πάρτυ λήξης της περιοδείας των Big Nose Attack για τη χρονιά που φεύγει και τελικά ήταν ακριβώς αυτό. Γερό ζέσταμα από τα δύο support σχήματα που άφησαν υποσχέσεις και μια -ακόμη- ψυχωμένη και απολαυστική εμφάνιση των headliners. Η βαριά αμυγδαλίτιδα που ταλαιπωρούσε τον Boogieman υπέστη χαρακτηριστικό νοκ - ντάουν.  
 
Οι Drunken Gramophone που άνοιξαν τη βραδιά, προδιέθεσαν για πολύ ωραία πράγματα στο μέλλον. Με σκηνική παρουσία που παραπέμπει σε μπάντα με μακρύτερο ιστορικό (είναι μαζί λιγώτερο από ένα χρόνο και έχουν ήδη φτιάξει ένα demo), έδωσαν έναν προσωπικό ήχο, με garage υπόβαθρο, φωνητικά με χαρακτήρα (προσωπικά με παρέπεμψαν συνειρμικά σε πρώιμους Tea Party) και ενέργεια αυξανόμενη καθώς προχωρούσε το σετ. Πάνω σε μια στιβαρή ρυθμική βάση (ο Ορέστης Πέτκος τύμπανα και η Estelle Fillip στο μπάσο), ο Θοδωρής Ταλαμπάγκας έδειξε τις ποιότητες frontman που έχει, παρ΄ότι ο ήχος της κιθάρας θα μπορούσε σίγουρα να ήταν καλύτερος. Τα κομμάτια τους, αν τύχουν μιας προσεγμένης παραγωγής, θα μιλάμε για κάτι δισκογραφικά σημαντικό και μάλιστα σύντομα.
 
Ακολούθησαν οι Underjoyed, σχήμα με μεγαλύτερη παρουσία, αφού από το '11 έχουν δειγματίσει και ήδη εδώ και μερικούς μήνες έχουν κυκλοφορήσει το πρώτο τους άλμπουμ, το "Dirt Grey Colour". Ο ήχος -για κάποιο λόγο υπερβολικά δυνατός- δεν μου άφησε περιθώριο να «μπω» στα κομμάτια τους, τα οποία έχουν στέρεες -πλην όμως κάπως βεβιασμένες- αναφορές στο "nu metal" των '90s και στα αντίστοιχα σκληρόηχα εναλλακτικά σχήματα. Η φωνή της Αθηνάς αδικήθηκε από τη συγκυρία, ενώ έχω την αίσθηση ότι με κομμάτια που θα ανέπνεαν περισσότερο μουσικά, θα αναδεικνυόταν. Σε κάθε περίπτωση, το κοινό τους έδειξε να το ευχαριστήθηκε.
 
Οι «μύτες» ανέβηκαν στη σκηνή γύρω στα μεσάνυχτα και από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι η εμφάνιση θα ήταν ένας γύρος θριάμβου μεταξύ οικείων.
Το «ΑΝ» ήταν ζεστό και το χειροκρότημα πηγαίο. Το συγκεκριμένο συγκρότημα δεν είναι εύκολο να μην σε κερδίσει, καθώς είναι συνεπές σε τρία ουσιαστικά στοιχεία, που βρίσκονται διαχρονικά υψηλά σε κάθε κλίμακα ροκ αξιοπιστίας. Πρώτον, κάθε φορά παρουσιάζει το δικό του έργο με την αυτοπεποίθηση και την έμφαση που απαιτεί μια ζωντανή εμφάνιση (προσιτοί, ζωντανοί, αλλά συγκεντρωμένοι).
Δεύτερον, πείθει ότι η δημιουργία της σφιχτοδεμένης, φαζαριστής, μικροσυμφωνικής των δύο ατόμων είναι αποτέλεσμα κατασταλαγμένων μουσικών παραστάσεων και ετών δουλειάς. Και τρίτον, με τον ήχο τους ανοίγουν ηχητικά παράθυρα προς την ιστορία θεμελιακών ιδιωμάτων, που αλλιώς θα ήταν απρόσιτα στο μέσο έλληνα ρόκερ. Πριν το καταλάβεις, θέλεις να ψάξεις τί συστατικά περιέχει αυτό το τόσο δυνατό κοκτέϊλ.
 
Ο Boogieman, σαρδόνιος και ορεξάτος, με το τέϊον παραπόδας να έχει καθώς φαίνεται ευεργετικές ιδιότητες, αφού το Billy Gibbons/Mink De Ville growλισμά του παρέμεινε φαινομενικά ανέγγιχτο από τον πυρετό, ο Little Tonnie με το γνώριμα ακούραστο cool να ανοίγει και να κλείνει τη ρυθμική ταπετσαρία και όλα τα κομμάτια των αδελφών, για άλλη μια φορά, με σάρκα και οστά, ζωντανά μπροστά στο κοινό. Τα δύο άλμπουμ τους έχουν αποκτήσει πια δική τους ζωή, αφού τα τρία και κάτι χρόνια που παίζονται εντός και εκτός συνόρων δεν έχουν κάνει τα τραγούδια τους μόνον οικεία στο κοινό, αλλά και δεμένα σαν σετ μεταξύ τους.
Αν και η επιλογή είναι υποκειμενική, αυτά που προκάλεσαν υπερθέρμανση στο «ΑΝ» ήταν τουλάχιστον τα "A Bite To Eat", "Drunk And Gibberish", "Gotta Luv U", "Spare Some Change" (με ένθετο απ΄το "Seven Nations Army") και "Down With Me".
Η όλη ροή της εμφάνισης, διάρκειας μιάμισης ώρας, είχε και άλλα highlights. Την guest εμφάνιση του «Ιολάου Jackson» στο «σαξόφωνο» (το alter ego του Boogieman), τα γυναικεία φωνητικά στο "Oh Yeah!" (με λιγωμένα χειροκροτήματα από το αρσενικό κοινό), τη νευρώδη διασκευή του "Stop Breaking Down" του infamously διαολοπαρμένου bluesman (που οι περισσότεροι βαλθήκαμε να ψάχνουμε μετά το "Crossroads"), δύο (αν διέκρινα καλά) καινούρια κομμάτια που αναμένουμε να δούμε στον τρίτο, ήδη στα γεννοφάσκια του, δίσκο τους, μια "τέρμα τα γκάζια" εκτέλεση του "Foxy Lady" - φόρο τιμής, κατά Boogieman, στον «άνθρωπο που «ήταν αφίσσα στο εφηβικό μας δωμάτιο» («τον ... David Hasselhoff», όπως πρόσθεσε ο αθεόφοβος) και ένα outro αλλά Hawkwind με εκκωφαντικό feedback μερικών λεπτών, πριν μας χαιρετήσουν.
 
Μια γερή συναυλιακή σφραγίδα στο χρόνο που φεύγει, με μια τονωτική, αισιόδοξη επίγευση: υπάρχουν στην Ελλάδα γκρουπ που επιμένουν και κυρίως δουλεύουν. Και αυτό το "work ethic" έχει τη δυνατότητα να μεταβάλει σε εκρηκτική τη μίξη με την όποια έμπνευση κάθε φορά έχουν να εισφέρουν. Ήδη, για τους Big Nose Attack αυτό είναι φανερό. Άνετα μπορούν να σταθούν δίπλα σε πολλά συγκροτήματα του back to basics ήχου που επανέρχεται διεθνώς.
 
Υ.Γ. : Κάτι τελευταίο, με όλο τον κίνδυνο να ακουστεί διδακτισμός. Δεν είναι η πρώτη φορά που το βλέπω, ούτε η τελευταία που θα το σχολιάσω. Μερικοί από το κοινό που γνωρίζουν τα συγκροτήματα προσωπικά, ας έχουν κατά νουν ότι δεν «πρωταγωνιστούν» στη συναυλία συνομιλώντας με τους μουσικούς, ούτε πετώντας τους άδεια ποτήρια «για πλάκα». Δεν γίνεται να «κατέβει» στην πλατεία ένα συγκρότημα που παίζει, επειδή κάποιοι νιώθουν «το ίδιο» μαζί του. Γιατί δεν είναι. Ακόμη και κατασκευαστικά αν το δει κανείς, υπάρχει λόγος που το επίπεδο της σκηνής είναι διαφορετικό από της πλατείας.
Άλλη η δυναμική αυτού που κάνουν οι μουσικοί, όταν καλούν το κοινό να συμμετάσχει και να «ανέβει» μαζί τους στη σκηνή, μεταφορικά ή και κυριολεκτικά κάποιες φορές. Μπορεί να είμαστε σε πολλά όμοιοι, αλλά δεν είμαστε «ίδιοι» οι «από κάτω» και οι «από πάνω». Από κάτι τέτοιες συμπεριφορές θέλουν να ξεφύγουν τα γκρουπ -ακόμη και τα πιο ευγενικά- και μεταβάλλονται συν το χρόνω με την επιτυχία σε «απόμακρα».

 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites