Eric Burdon @ Ωδείο Ηρώδου του Αττικού (live report)
Sunday

29Sep

Eric Burdon @ Ωδείο Ηρώδου του Αττικού (live report)

Δημοσιεύθηκε από:

29/09/2019

Κατηγορία: Συναυλίες

3402
Είχε ανακοινωθεί πολλούς μήνες πριν και το γνωρίζαμε ότι θα είναι μια συναυλία με ειδικό βάρος για τρεις λόγους. Πρώτον, γιατί ο Eric Burdon, ένας από τους τελευταίους θρύλους του ροκ ν’ ρολ, 78 ετών και τεσσάρων μηνών, πιθανότατα όντως μας αποχαιρετά, μετά από πολλές εμφανίσεις στην Ελλάδα τις τελευταίες τρεις και βάλε δεκαετίες.
Δεύτερον, γιατί μας αποχαιρετά παίζοντας σε ένα venue το οποίο, όσο κι αν έχει χάσει την αίγλη του τα τελευταία χρόνια από τις εμφανίσεις πολλών και διαφόρων, είναι ένα μέρος που του αξίζει για να δώσει μια τελευταία παράσταση.
Και τρίτον, γιατί όσοι τον έχουν δει live, με όποια μπάντα και να έχει πίσω του, γνωρίζουν ότι o άνθρωπος, με το σπάνιο φωνητικό του χάρισμα (το οποίο παρά την ηλικία δεν τον έχει αφήσει) και το βάθος της εμπειρίας του νοηματοδοτεί τον όρο ροκ ερμηνεία.
Μιλάμε για έναν από τους σκαπανείς τους ροκ ν’ ρολ που ποτέ δε δοξάστηκε όσο ορισμένοι κορυφαίοι ομότεχνοί του, αλλά και ποτέ δεν εξέπεσε και δεν ξεπουλήιθηκε, ακολουθώντας μόνο το ένστικτό του και μια ασίγαστη κλίση προς τα blues. Το φτωχό παιδί από το Newcastle που τρύπωνε κρυφά σε μέρη που έπαιζαν blues και jazz, που «κάπνισε το πρώτο του τσιγάρο στα 10» και «γνώρισε τον έρωτα στα 13», που ήταν ήδη παγκοσμίου φήμης ποπ σταρ στα 23, ηγούμενος μαζί με Beatles, Stones και Kinks της βρετανικής εισβολής του ροκ στην Αμερική.
Αυτόν, που ανέβηκε στη σκηνή του Μοντερέϋ, υπήρξε από τους πρώτους ανθρώπους που είδε το φίλο του Jimi Hendrix νεκρό, που έκανε βόλτες με τις μηχανές στις ερήμους της Καλιφόρνια μαζί με το Steve McQueen, που πρωτόπαιξε, σπάζοντας τις φόρμες, διαολεμένο φανκ με τους War, που είδε τους μάνατζερ και τις δισκογραφικές να τον ληστεύουν και να μένει στον άσσο πάνω από μια φορές, που μπήκε φυλακή στη Γερμανία και που δεν έπαψε ποτέ, παρ’ ότι για εποχές ολόκληρες τον θεωρούσαν ξοφλημένο απολειφάδι της γενιάς του ’60, να παίζει ζωντανά.
Διαλέγοντας μουσικούς, αυτοβιογραφούμενος με κριτήριο την μουσική του προτίμηση και χωρίς συμβιβασμούς, προστατεύοντας την ψυχή του, ακόμη κι αν αυτό θα σήμαινε ότι η αναγνώριση θα ερχόταν μόνον απ' όσους θα μπορούσαν να νιώσουν το συντονισμό μ' αυτά που τραγουδούσε κι όχι από τους πολλούς.
Σ’ ένα Ηρώδειο γεμάτο από αυτή την ευπρόσδεκτη μίξη ηλικιών, που καθησυχάζει ότι ορισμένα – ελάχιστα πλέον – πεδία όπως η μουσική μπορούν να ενώσουν και να υπενθυμίσουν ότι ουσία και αξία εξακολουθεί εκεί έξω να υπάρχει, ότι δεν έχουν τα πάντα πολτοποιηθεί στη σχετικότητα της άψυχης, απάνθρωπης υποκαταστατότητας που διερχόμαστε, ο Eric Burdon γέμισε με δέος τα ιερά βράχια, από τις πρώτες στιγμές που άνοιξε το στόμα του, στο “Sometimes I Feel Like A Motherless Child”.


Έχει τα τελεταία χρόνια δίπλα του μια μπάντα Καλιφορνέζων μουσικών με τη μισή του ηλικία (Davey Allen πλήκτρα, Johnzo West κιθάρα, Dustin Koester τύμπανα, Justin Andres μπάσο, κι ένα εκπληκτικό δίδυμο πνευστών - Ruben Salinas σαξόφωνο και Evan Mackey τρομπόνι), που έχουν όμως παλμαρέ ο καθένας τους τουλάχιστον εντυπωσιακό (παίζοντας live και ηχοργαφώντας με τεράστια γκάμα μουσικών, από την Miley Cyrus, ώς τον Dicky Betts και τον KennyLoggins).
H φανερά δεμένη αυτή μπάντα, από ανθρώπους που ενώ ανήκουν στη νέα γενιά ζουν και αναπνέουν την ιστορία του ροκ ν’ ρολ, αξιοποίησε στο έπακρο την ακουστική του χώρου με μια jazz, ευρύχωρη προσέγγιση, ιδανική γι’ αυτή τη μοναδικού πλούτου και εκφραστικότητας φωνή. Που αφηγείται, αναπολεί, γιορτάζει, στοχάζεται, απολογίζεται, σκιαγραφεί.
Ο Eric Burdon είναι ο Όμηρος του ροκ ν’ ρολ, με πολλά μουσικά έπη του προηγούμενου αιώνα καταγεγραμμένα στη χροιά τη φωνής του.
Το setlist
αποδείχθηκε πολύ περιεκτικό, με επισκέψεις σε όλες τις περιόδους της καρριέρας του.
Από τους πρώτους Animals (“Mama Told Me Not To Come”), στα ορόσημα (“The House Of The Rising Sun”, “ When I Was Young”, “We Gotta Get Outta This Place”) κι από κει στα deep tracks (“Soul Of A Man”, “The Fool”), τις κρίσιμες με ιστορικό φορτίο διασκευές (“For What It’s Worth [Stop, Hey What’s That Sound]” των Buffalo Springfield, “Hold On, I’ m Coming” των Sam & Dave ως το «δικό του», πλέον, “Paint It Black”) απολαύσαμε μια αυθεντική, βιωματική προσέγγιση, τόσο σε τραγούδια σταθμούς, όσο και σε κάποια που δεν περιμέναμε (“Darkness Darkness”), ή και κάποια που διακαώς θα θέλαμε και περιμέναμε, αλλά εκείνος μας έδειξε ότι έχει αφήσει πίσω του (μπορούσες σχεδόν να ακουμπήσεις με το χέρι τη συλλογική συγκίνηση του Ηρωδείου όταν ανακοίνωσε το “Woman Of The Rings”, δεν πειράζει που ακούστηκε κάπως φτωχό χωρίς δεύτερα φωνητικά), ή απλά σιχαίνεται (το συνειδητά σκοτωμένο “The Night”, που παρ’ ότι τον γνώρισε σε μια τελείως καινούρια γενιά, αντιπροσωπεύει την περίοδο της ύστατης προσπάθειας για αρπαχτή των Animals, για την οποία, ο ίδιος, φανερά, απαξιοί).
Αυτή η επιβλητική blues φωνή, η αρνούμενη να συνθηκολογήσει με το χρόνο persona, προκάλεσε μέσα στην ιδανική Σεπτεμβριάτικη νύχτα κύματα συγκίνησης, ρίγη, χαμόγελα, δάκρυα, παρατεταμένο, από καρδιάς χειροκρότημα. Κανείς δεν ξέρει αν όντως θα είναι η τελευταία φορά που τον είδαμε live, όμως ένα είναι βέβαιο: κλείνοντας με το “It’s My Life”, ο Eric Burdon κατάφερε, για ακόμη μια φορά, να σφραγίσει την καρδιά και τη μνήμη όσων βρέθηκαν στο Ηρώδειο με το αποτύπωμα της ιστορίας του, που δύσκολα θα αμφισβητήσει κανείς ότι εμφορείται από το αληθινό, άσβεστο πνεύμα του ροκ ν’ ρολ.

Set list: Sometimes I Feel Like A Motherless Child/Mama Told Me Not To Come/White Houses/Anything/When I Was Young/Soul Of A Man/The Fool/Mother Earth/Darkness Darkness/Woman Of The Rings/The Night/Stop, Hey What’s That Sound/The House Of The Rising Sun/Hold On, I’ m Coming/ encores : Paint It Black/We Gotta Get Outta This Place/Don’t Bring Me Down/It’s My Life.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites