Ιron Maiden: Κάπου Στο Χρόνο («Σάμγουερ Ιν Τάϊμ»)
Monday

28Sep

Ιron Maiden: Κάπου Στο Χρόνο («Σάμγουερ Ιν Τάϊμ»)

Δημοσιεύθηκε από:

28/09/2015

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

16158
Με τις χρονομηχανές πρέπει να τά' χει κανείς καλά. Όταν θα μπορούμε να τις παραγγείλουμε για να ξεφύγουμε απ΄το μελλοντικό παρόν που κατεργάζονται άλλοι για μας, καλό θά΄ναι να θυμόμαστε πού θέλουμε να ταξιδέψουμε πρώτα.
Παρασκευή, 10 Noεμβρίου '86... Η Δευτέρα Λυκείου έχει ξεκινήσει μόλις πριν κάτι βδομάδες. Στο τελευταίο βαριεστημένο διάλειμμα της μέρας, σκάει μύτη στο προαύλιο ο Βαγγέλας, απ΄το δίπλα Λύκειο.
Κάνουν ακόμη πεντάωρα και τελειώνουνε πιο νωρίς. Κρατάει μια πλαστική σακκούλα απ΄το δισκάδικο του Σπάϋρους του Ζλεγιέρ (ψευδώνυμο που είναι μια άααλλη ιστορία) και έχει μέσα της τον καινούριο δίσκο των
Maiden
. Βλέπω το εξώφυλλο και μου πέφτει το σαγώνι. Μια αχανής πολιτεία του μέλλοντος, όπως στο Blade Runner (κατά σύμπτωση τό' χω δει μερικούς μήνες πιο πριν σε βίντεο και έχω μείνει). Στη μέση της πόλης δεσπόζει ένας "Eddie" χάϊ-τεκ, μάλλον βιονικός.


Με μηχανικές αρθρώσεις και σκελετό να συγκρατούν τους μυς. Κουρεμένος γουλί, με την αναμενόμενη κακόψυχη γκριμάτσα, φοράει μια ηλεκτρονική διόπτρα και κραδαίνει ένα «διαστημικό» όπλο, που από την κάννη του βγαίνει κάτι σαν ιριδίζων καπνός. Το χέρι του θύματός του φαίνεται σε πρώτο πλάνο, σ΄έναν τελευταίο σπασμό. Λες κι είναι το εξώφυλλο του "Killers", εκατό χρόνια μετά.
 
Γυρίζω την πίσω πλευρά. Κάτω από τεράστιες πινακίδες νέον, ουρανοξύστες και τα συναφή, η μπάντα ζωγραφιστή, σαν συμμορία έτοιμη να την κάνει. Μπροστά ο Dickinson που κρατάει κάτι που μοιάζει με μυαλό. Το μάτι ανεβαίνει στη ράχη του οπισθόφυλλου, να δω τίτλους απ΄τα καινούρια κομμάτια. Σοκ. Οι τίτλοι είναι γραμμένοι στα ελληνικά : «Πλευρά Α΄: Κοτ Σάμγουερ Ιν Τάϊμ». «Γουέηστεντ Γήαρς». Τί διάολο γίνετ΄εδώ;
 «Ναι, δεν το ξέρεις;» Ο Βαγγέλας, μεγαλωμένος στον Καναδά και με φανατικό μεταλλικό παρελθόν, φορώντας το μόνιμο χαμόγελο διαφήμισης οδοντόπαστας, μου τα σπρεχάρει. «Τώρα, λέει, πάνω στους δίσκους και στις κασσέτες θα γράφουνε τους τίτλους των τραγουδιών στα ελληνικά. Σε κάθε χώρα, δηλαδή, θα τα γράφουνε στη γλώσσα της. Μ#λ#κία, δικέ μου».
 
Το εξώφυλλο με έχει μαγνητίσει. Λεπτομέρειες ξεπετάγονται από παντού, κυρίως απ΄το φόντο αυτής της πόλης του μέλλοντος. Προλαβαίνω να πιάσω μια κυλιόμενη ηλεκτρονική επιγραφή που γράφει "Latest Results . West Ham 7 Arsenal 3" και να διαβάσω με κόπο τον πιο μακρύ τίτλο τραγουδιού, του πρώτου της δεύτερης πλευράς : «Δε Λόνλινες Οφ Δε Λονγκ Ντίστανς Ράνερ». Τιτλάρα ! Με κόπο ο Βαγγέλας μου παίρνει το δίσκο απ΄τα χέρια. «Έλα, τελείωνε, την κάνω».
 
Η προσμονή για τα καινούρια τραγούδια με κυριεύει. Προσπαθώ να φανταστώ εισαγωγές, ρεφρέν, αλλαγές ρυθμού και σόλο. Ποιά απ΄αυτά θα γίνουν τα αγαπημένα μου κομμάτια; Κάποια στιγμή, πρέπει να μαζέψω και τους έξι δίσκους των Maiden και να γράψω ένα δικό μου "best" σ' ενενηντάρα. Καλύτερα σε δύο εξηντάρες, μήπως και χωρέσουνε όλα. Προσπαθώ καιρό τώρα να καταλήξω, ποιό είναι το ιδανικό "best" των Maiden και γράφω στο πρόχειρο του τετράδιο σχολείου τη σειρά πρέπει να' χουν τα κομμάτια, αλλά δε μου βγαίνουν οι χρόνοι. Τώρα με τον καινούριο δίσκο, η δυσκολία θά'ναι μεγαλύτερη.
 
Με το κεφάλι γεμάτο σόλα (στο αριστερό αυτί παίζει ο Murray και στο δεξί ο Smith), ίσα που ακούω το κουδούνι που χτυπάει. Μπαίνουμε στις τάξεις για την τελευταία ώρα της βδομάδας. Άλγεβρα. Απ΄την ανοιχτή -κάποτε βαμμένη ώχρα-πόρτα της αίθουσας, σκάει μύτη ο Ετοιμόρροπος. Ακαριαίο παρατσούκλι του καινούριου μας μαθηματικού (τριανταφεύγα, μουσάκι σαν του Σάνμπεργκ από το «Κραυγές στη Σιωπή», πατομπούκαλα, ομιλία απονευρωμένη -σαν να τον έχει μόλις καταχεριάσει λυκειάρχης- πουλοβεράκια με «βε» και πουκάμισα κουμπωμένα μέχρι ψηλά στο λαιμό). Παρά την υποψία λόρδωσης που κατέχει την κορμοστασιά του (εξ ου και το Ετοιμόρροπος), στέκεται ύποπτα όρθιος μπροστά στην έδρα. Μόλις σιγουρεύεται ότι έχουμε μπει και καθίσει όλοι κι ενώ τα τελευταία συρσίματα από εκείνες τις άβολες, ξύλινες καρέκλες της απανταχού Μέσης Εκπαίδευσης σταματούν, τον ακούμε να ξεστομίζει τις καταραμένες κουβέντες :
 
«Λοιπόν, βγάλτε μια κόλλα χαρτί, ο ένας πίσω απ΄τον άλλο.»
 
Τεστ Άλγεβρα ούτε ένα μήνα μετά το ξεκίνημα του σχολείου. Δεν έχει ξαναγίνει (ούτε και ξανάγινε ποτέ). Ο παραδοσιακός τρόμος του απροειδοποίητου διαγωνίσματος πιάνει την τάξη κεφαλοκλείδωμα.
Οι σκαμπάζοντες Άλγεβρα διαχρονικά λίγοι. Το κυριώτερο, δεν έχω διαβάσει γραμμή για τη σημερινή μέρα. Γράφω μονάδα και φρικάρω. Η πρώτη μου φορά.
 

Επόμενο πρωί, Σάββατο και υπάρχει ένας τρόπος το σοκ από το τεστ της τελευταίας ώρας να διασκεδαστεί. Μπαίνω στο δισκάδικο του Σπάϋρους του Ζλεγιέρ, ακουμπάω μπροστά του ένα πεντακοσάρικο, δύο τσαλακωμένα κατοστάρικα και κάτι ψιλά και κείνος μου κατεβάζει, από το ράφι που υψώνεται πίσω του, την κασσέτα του . «Σάμγουερ Ιν Τάϊμ».
 
Πέρα από την ιλαροτραγωδία των τίτλων στα ελληνικά, αυτή τη φορά η EMI δεν είναι τόσο γαλαντόμος, όπως με την κασσέτα του "Powerslave", που είχε μέσα στίχους, φωτογραφίες, έγχρωμη ράχη με το χρυσό λογότυπο και εξώφυλλο που έπιανε όλη την πρόσοψη. Στο εξώφυλλο της κασσέτας της EMI, ό,τι συνήθως. Μια σμίκρυνση του εξωφύλλου του δίσκου, με τα χρώματά του αλλοιωμένα και τα άχαρα, άσπρα περιθώρια να χάσκουν πάνω και κάτω. Μέσα, ξερά και τυποποιημένα, τα κομμάτια -γραμμένα πάλι στα ελληνικά- φρεσκοτυπωμένα σε άσπρο ιλλουστρασιόν χαρτί. Μέσα σε παρένθεση κάτω απ΄ τα οκτώ κομμάτια, κάτι «Ντίκινσον/Σμιθ», «Χάρρις» και τέτοια. Όλα αυτά όμως μοιάζουν περιττές λεπτομέρειες, καθώς μετράω ανάποδα τα δευτερόλεπτα. Τα κομμάτια. Τα ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ κομμάτια. Στο μυαλό, κάτι κουβέντες του Σπύρου. Διάβασε, λέει, στο «ΠΟΠ & ΡΟΚ», ότι ο δίσκος έχει για πρώτη φορά «συνθ-γκιτάρ», ηχητική οντότητα τρισκατάρατη, όπως μερικούς μήνες πριν μας δίδαξε το "Turbo" των Priest.
 
Παίρνω θέση ακρόασης στο δωμάτιό μου και κλείνω την πόρτα. Κάποια  θαμπή λιακάδα απ΄το ανοιχτό παράθυρο. Το πιστό Πανασόνικ σε θέση μάχης. Πορτάκι. Play.
Φύσημα. Καθώς μπαίνει το «Κοτ Σάμγουερ Ιν Τάϊμ» (Caught Somewhere In Time) μου φαίνεται πράγματι ότι οι κιθάρες δεν ακούγονται τόσο κοφτερές, αλλά πιο γλυκές, σα να κολυμπάνε σε μια θάλασσα από πρίμες συχνότητες, όμως ο καλπασμός του είναι Maiden.

Το «Γουέηστεντ Γήαρς» (Wasted Years) πολύ μελωδικό, με τεράστιο ρεφραίν κι ένα σόλο που γράφει στο μυαλό. Το «Σηη Οβ Μαντνεςς» (Sea Of Madness) σκάει πολύ δυνατό και με έναν Dickinson να σε υποβάλλει στο ρεφραίν.
Το «Χέβεν Καν Γουέϊτ» (Heaven Can Wait) εξακολουθεί στον ίδιο γρήγορο ρυθμό, πάλι ρεφραίν - αυτή τη φορά, ναι, πιάνω τη μελωδία του συνθ- αλλά κάπου χάνει με τα αλλεπάλληλα σόλο, εφτάμισυ λεπτά χωρίς πολύ περιπέτεια.
 
FFW. Η πρώτη πλευρά είναι μικρώτερη από τη δεύτερη. Πορτάκι. Δεύτερη πλευρά. Φύσημα. Εδώ είμαστε. το «Δε Λόνλινες Οβ Δε Λονγκ Ντίστανς Ράνερ» (The Loneliness Of The Lost Distance Runner), είναι το πρώτο σίγουρο για το best που κλωθογυρνάω τόσους αιώνες να συνθέσω. Κι αυτό γρήγορο, αλλά με αρμονίες που σε τραβάνε κάπου μακριά, το ποδοβολητό του μπάσου του Harris να τονίζει την επίμονη προσπάθεια του «δρομέα μεγάλων αποστάσεων» και τα συνθ-γκιτάρ να δίνουν ένα μυστήρια τρισδιάστατο βάθος στον ήχο.
Το «Στρέϊντζερ Ιν Ε Στρέϊντζ Λαντ» (Stranger In A Strange Land) έχει κι αυτό έναν «χώρο» που σπάνια υπάρχει στα κομμάτια των Maiden, με τα φωνητικά και το σόλο να σε πηγαίνουν σε μια απόξενη "land of ice and snow", όπως ακούγεται καθαρά στο ρεφραίν.
Το «Ντεζά - Βι» (Deja-Vu) ακούγεται σαν γέμισμα, αλλά επειδή τυχαίνει να έχω υπ΄όψη μου τί σημαίνει (αυτή η φευγαλέα ανεξήγητη αίσθηση ότι έχεις ξαναζήσει τη στιγμή), έχω περιέργεια να διαβάσω τους στίχους. Η πρώτη ακρόαση κρατά το καλύτερο για το τέλος. «Αλεξάντερ Δε Γκρέϊτ» (Alexander The Great), με το ακαταμάχητα επικό του ρυθμικό υπόβαθρο και τα κινηματογραφικά σόλο να ξεδιπλώνουν αόρατες τοιχογραφίες από τις μάχες στα Γαυγάμηλα και τα Άρβηλα. Γίνεται καλύτερο; Έχω πειστεί ότι οι Maiden έχουν κάνει ό,τι μπορούν και παραπάνω να φθάσουν στα ίδια επίπεδα με το άλμπουμ - ιερό τέρας του «Powerslave». Δεν είναι και λίγο.  
Ποιά Άλγεβρα; Ακούω το «Σάμγουερ Ιν Τάϊμ» ξανά και ξανά. Και πέφτω στην τρύπα του χρόνου για πάντα.
 
Σπάνια εκείνα τα χρόνια μας έπιανε σαν ακροατές με το πρώτο άκουσμα το «καινούριο» άλμπουμ κάποιας από τις θεότητες που δέσποζαν στις δισκοθήκες και τις -σαν πυργίσκους- κασσετοθήκες μας. Πάντα, τα «παλιά» κάθε αγαπημένου γκρουπ ηχούσαν από «λίγο» έως «πολύ» καλύτερα. Το "Somewhere In Time" (το πήρα σε δίσκο τα Χριστούγεννα του '86, κι ευτυχώς στο ένθετο ήταν όλοι οι στίχοι σε κανονικά .αγγλικά), μετά από τις πρώτες μέρες τρύπωσε στο μυαλό για καλά. Ακόμη και σήμερα το αντιμετωπίζω ως τον τελευταίο πραγματικά μεγαλεπήβολο δίσκο των Maiden.
Σίγουρα είναι ο μόνος που μπορώ να ακούσω ολόκληρο χωρίς καμία διακοπή και ένας από τους δέκα - είκοσι δίσκους που έμπαινε διαχρονικά στους καταλόγους του τύπου «οι "τόσοι'' δίσκοι για έρημο νησί», αυτούς που φτιάχναμε όλοι οι πυροβολημένοι πριν τον ερχομό των απρόσωπων, κτηνώδους χωρητικότητας αποθηκευτικών μέσων. Είναι οι στίχοι του που είναι πιο «πραγματικοί» και «προσωπικοί»; Είναι αυτός ο συνδυασμός μελωδίας και έντασης που, καθώς μεγαλώνεις, κάνει το άλμπουμ πιο φιλικό στο αυτί από πολλές ακραιφνείς μεταλλιές ; Είναι το "
Lonliness." με την μαχητική του προσήλωση και την αίσθηση ματαιότητας (".it's all so futile") που όταν είσαι έφηβος σε σημαδεύει και όταν αργότερα ριχτείς στην καθημερινή μάχη επαληθεύεται; Μήπως η ανεξίτηλη υπόμνηση του "Wasted Years" ("Face Up, make your stand and realize you're living in the golden years") που εγγράφεται στο θυμικό και την κουβαλάς μαζί σου για χρόνια;
 
Ρητορικές οι ερωτήσεις. Είναι ωραίο απλώς και μόνο που ένα κομμάτι μουσικής (όποιας μουσικής) μας βοηθά να διασώσουμε στιγμές, πρόσωπα και αισθήσεις, για να μην χαθούν «κάπου στο χρόνο» ("like tears in the rain" που λέει και το ανδροειδές Nexus 6, στο Blade Runner).
 
Υ.Γ.1: Σχολική εκδρομή του Νοεμβρίου, λίγο καιρό μετά. Καθώς επιστρέφουμε στο σχολείο, είμαστε με τον συμμέταλλο Νικόλα και ακούμε "Somewhere In Time" με φορητό SANYO κασσετόφωνο στα χέρια, προχωρώντας σε διαλυμένες σειρές των τριών. Από το πουθενά, εμφανίζεται ο Ετοιμόρροπος (επιτηρητής της εκδρομής) και στήνει αυτί (παίζει το "Heaven Can Wait"). Μας ρωτάει με μια απόκοσμη δόση πραγματικού ενδιαφέροντος: «Τί είναι αυτό που ακούτε;». «Iron Maiden». «Α», λέει και φτιάχνει στη μύτη τα γυαλιά του, λες και τα κατάλαβε όλα. Και πετάει το ιστορικό : «Παιδιά, μετά τους Who, τα βαριά γκρουπ ξοφλήσανε. Κατά τη γνώμη μου, ε;». Και μας προσπερνάει με κάτι σαν χαμόγελο και με το γνώριμα παρτσακλό του περπάτημα. Κόκκαλο εμείς και οι δύο. Είναι ρόκερ ο Ετοιμόρροπος;!;!
 
Υ.Γ.2: Ο καθένας έχει τις δικές του στιγμές, κάπου στο χρόνο. Οπότε, όλα τα γραφόμενα, εννοείται, είναι υποκειμενικά.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites