"30 χρόνια μηχανοκέφαλος-Στην κοιλιά του κήτους...τα '90s (κεφάλαιο ΙΙI)
'91 Φεβρουάριος. Είμαι τρίτο έτος. Cinderella, Skid Row, Winger, Thunder, Firehouse και η παλιά φρουρά Judas, Anthrax, Queensryche, Saxon, βγάζουν ομοβροντία από φοβερούς δίσκους.
Όπως αποδείχθηκε, τους τελευταίους σημαντικούς, αφού οι άμουσοι διαμορφωτές γούστων καραδοκούσαν να αποθεώσουν την αυτοκτονοχλαπάτσα Κομπέϊν, ενώ οι παλαιάς κοπής ρόκερ υποκείμεθα ακόμη στο hangover «του δικαίου» από τα πάρτυ της νέας δεκαετίας, που νομίζαμε ότι θά' ναι η συνέχεια της προηγούμενης.
Κυκλοφορεί το "1916". Κάκιστος ο ήχος από την ελληνική εκτύπωση της
Epic (και στο δίσκο και στην κασσέτα), φοβερή η πρώτη πλευρά ("Going To Brazil" το απόλυτο highlight), αχρείαστη η μπαλάντα (μπαλάντα;;;) και -στ΄αυτιά μου τουλάχιστον- ξεκάρφωτο το ομώνυμο voice over για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τη μικρή σε διάρκεια συναυλία της προηγούμενης χρονιάς, έχουν αρχίσει να μου ακούγονται κουρασμένοι.

Έρχονται και χειρότερα το Σεπτέμβρη του '92 ("March Or Die"). Πολύ καθαρός και γεμάτος ήχος, αλλά δε σώζεται σχεδόν κανένα κομμάτι (ίσως το "Hellraiser", που όμως τό'χει πει ο Ozzy πρώτος, ένα χρόνο πριν). Σαν, τελικά, να τα τινάξανε κι αυτοί. Ο Lemmy έχει μετακομίσει μόνιμα στο L.A. και φωτογραφίζεται μαυρισμένος με κομμένα σορτσάκια, πράγμα που γκρεμίζει το μύθο με επώδυνα συνοπτικούς συνειρμούς. «Αυτός είναι ο αγριεμένος βάρβαρος του "Snaggletooth"; Το "Ain't No Nice Guy" (ντουέτο με τον Ozzy) δεν με ψήνει με τίποτα. Πάλι μπαλάντα; Ξεμωράθηκε ο τύπος. Αυτό το δίσκο θα ήθελα αν μπορούσα να τον ξεχάσω εντελώς.


Αυτό θα γίνει, καθώς το "Bastards" ('93) είναι μια επιστροφή στα ζόρικα που έρχεται μετά από χρόνια, που μοιάζουν πολλά. Το "Burner" είναι το πιο γρήγορο κομμάτι τους, τα "Death Or Glory", "Ι Am The Sword", "Lost In The Ozone" είναι - επιτέλους - κανονικές επιθέσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα, ενώ το "Born To Raise Hell (".and we do it real well", που να πάρει)" είναι μια αδυσώπητη προτροπή σε ολονύχτιες καταχρήσεις, που τα κάνει όλα ίσωμα.
Η ταινία "
Airheads" Σεπτέμβριο '94 παίζεται στις πρώτες «Νύχτες Πρεμιέρας» (τότε στο «Ιντεάλ») και το κομμάτι ανοίγει την ταινία. Ο Lemmy εμφανίζεται σε μία σκηνή, ενώ παίζει με τη φήμη του σε άλλη μία. Κατ΄αρχήν με τη φήμη του.
Σαν τέστ για να ελέγξουν αν ένας εκπρόσωπος δισκογραφικής (
Judd Nelson) ξέρει από μουσική, κάτι σκληροπυρηνικοί ροκάδες που έχουν καταλάβει έναν ραδιοσταθμό (Brendan Fraser, Steve Buscemi, Adam Sandler) τον ρωτούν :


«Αν παίξει ένα αγώνα ρέστλινγκ ο Λέμυ κι ο Θεός, ποιός θα κερδίσει;».  «Ε. Ο Θεός, ε;» απαντάει με δισταγμό. Και κείνοι τον χλευάζουν: «Είναι ερώτηση παγίδα, ηλίθιε! Ο Λέμυ ε ί ν α ι ο Θεός». Αργότερα στην ταινία, εμφανίζεται ο ίδιος ο Λέμυ ομολογώντας μέσα από ένα πλήθος ότι όταν ήταν μικρός «έγινε αρχισυντάκτης στην σχολική του εφημερίδα», για να κάνει τον πρωταγωνιστή να νοιώσει λιγώτερο λούζερ (μεγάλη ιστορία). Είναι τότε που συνειδητοποιώ ότι πλέον οι Μότορχεντ δεν είναι αντεργκράουντ. Η γενιά μου, που τότε περπατούσε απρόθυμα προς τα εικοσιπέντε, σε όλο τον κόσμο αναγνώριζε πλέον και τον ήχο και τον άνθρωπο - μύθο. Είναι σύμβολο, είναι στάνταρ, είναι ηγέτης, ακόμη και στα χρόνια της εναλλακτικής μουσικής κόλασης που έχει κατατρέξει τα πάντα και έχει ποτίσει τα ραδιόφωνα, τα στέκια και τα γούστα με έναν άνευ προηγουμένου διωγμό του παλιού, κανονικού ροκ.

 


Άνοιξη του ΄95 το εκρηκτικό βίντεο για το κομμάτι "Sacrifice" παίζει στις μεταμεσονύκτιες εκπομπές με σκληρό ήχο. Πάνε τα ωραία "Headbangers Ball" μεταξύ '89-'91, τώρα τα μεταγκραντζ κατασκευάσματα κυριαρχούν και πού και πού για ξεκάρφωμα μπαίνει και κανένα καινούριο των «παλιών». Το παίρνω σε κασσέτα (ανθίσταμαι ακόμη στα cd σθεναρά). Βεβιασμένα σκληρό, με τον βομβαρδισμό του ομώνυμου (ό,τι καλύτερο έχει παίξει ο Mickey Dee) κι ένα μαγκιώρικο "Dog Faced Boy" σαν deep track.
Στέκονται, αλλά ο μύθος όλο και φθίνει. Μετά το
"Orgasmatron", όλα λίγο ή πολύ, είναι χειρότερα.

 

(συνεχίζεται...)


Παναγιώτης Παπαιωάννου