Wishbone Ash: Forever Here...To Hear (μέρος τρίτο)
Tuesday

20Jan

Wishbone Ash: Forever Here...To Hear (μέρος τρίτο)

Δημοσιεύθηκε από:

20/01/2015

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

5244
Είναι αλήθεια το ροκ μαγνήτισε εκατομμύρια ανά την υφήλιο μέσα από τις εκτυφλωτικές προσωπικότητες των τραγουδιστών, των σαμάνων που γίνονταν παρανάλωμα πάνω στη σκηνή και οδηγούσαν τα πλήθη σε θρησκευτικού τύπου εμπειρίες. Όμως την ίδια στιγμή, το αναπόδραστο ηχητικό γράπωμά του στον ακροατή καθώς και η μακροβιότητα της ταυτότητας του ήχου του οφείλεται πρωτίστως στις κιθάρες. Τις άλλοτε δυνατές, εξωστρεφείς και καλπάζουσες, άλλοτε φευγάτες, κελαηδιστές, αχνές, οραματικές. Αυτή είναι μια ματιά στην ιστορία ενός συγκροτήματος χωρίς frontman, ενός συγκροτήματος ενορχηστρωτών και μουσικών, υπεύθυνων -πολύ περισσότερο απ΄ότι συνήθως αναφέρεται- για την βαθιά εντύπωση αυτής της ηχητικής ταυτότητας στο υποσυνείδητο ολόκληρων γενεών. Των Wishbone Ash.
 Την Άνοιξη του '81, έρχεται ο πρώτος δίσκος με τον Wetton στο μπάσο και στα φωνητικά, το "Number The Brave" (UK#61), σε παραγωγή του Nigel Gray, παραγωγού των τριών πρώτων άλμπουμ των .Police. Αναποφάσιστα μελωδικό, με μια και μόνη μέτρια συνθετική συμβολή του Wetton και με την ξεκάρφωτα κακή ιδέα της διασκευής στο "Get Ready" των Temptations (στο οποίο επίσης συμμετέχει η Claire Hammil), το άλμπουμ σώζεται μετά βίας από τα "Underground", "Open Road" και το ομώνυμο.
 


 
 Οι περιοδείες στην Αγγλία δεν λείπουν ποτέ, αλλά το ενδιαφέρον φθίνει. Ο Wetton φεύγει πριν τα τέλη της χρονιάς για τα αχνιστά δολλάρια που ακούνε στο όνομα Asia και αντικαθίσταται από έναν άλλο βετεράνιο μισθοφόρο, τον -εσχάτως μακαρίτη- Trevor Bolder (Uriah Heep, Spiders From Mars). Η MCA προτιμά μια ακόμη συλλογή (US#192, κυκλοφορεί μόνο στις Η.Π.Α.), παρά να ανανεώσει το συμβόλαιο με το γκρουπ. Το επόμενο άλμπουμ είναι το "Twin Barrels Burning" από τη σύνθεση Powell/ Wisefield/ Upton/ Bolder και κυκλοφορεί στη μικρή εταιρία AVM Records που ανήκει στο μάνατζέρ τους, σε συμπαραγωγή του ίδιου του γκρουπ με τους Nigel Gray και Stuart Epps.
Θα σημειώνει την τελευταία επιτυχία τους σε επίπεδο τσαρτς (Οκτώβριος '82, UK#22). Το συγκρότημα προσπαθεί εσκεμμένα να νεανίσει, παίζοντας σφιχτοδεμένα hard rock χωρίς περαματισμούς ("Engine Overheat"), με όσο πιο πολλά hooks μπορεί ("Genevieve", "Hold On", "No More Lonely Nights"), συμπορευόμενο με το ό,τι αντιλαμβάνεται ως πιο συγγενές τη δεδομένη χρονική στιγμή, το σκληρόηχο, απλό, NWOBHM των Samson, των Touch, ή των Tygers Of The Pan Tang. Μετά από τριάντα τόσα χρόνια, η προσπάθειά τους μοιάζει σήμερα σχεδόν συγκινητική, καθώς το άλμπουμ ακούγεται ευχάριστα, απλώς δεν μοιάζει σχεδόν καθόλου με αυτό που ήταν οι Wishbone Ash. Ο Bolder αποχωρεί κι αυτός γρήγορα και στρατολογείται ο ενθουσιώδης 19χρονος Mervin Spence, μπασίστας - τραγουδιστής στην τότε εκδοχή των Trapeze.
 

Κι ενώ η εποχή του MTV μαίνεται, περισσότερο από μουσική ανάγκη του Powell και εν μέσω γενικής αδιαφορίας, το 1985, από την ανεξάρτητη εταιρία Neat Records (ειδικευμένη στο underground metal της εποχής) κυκλοφορεί το "Raw To The Bone", άλλο ένα άλμπουμ με hard rock της σειράς που -κακώς- φέρει τον τίτλο του γκρουπ πάνω σ΄ένα απωθητικά φτηνό εξώφυλλο, που δεν καταφέρνει να μπει καν στα αγγλικά τσαρτς. Κάπου εκεί, απηυδισμένος ο Wisefield, μετά από 11 χρόνια, εγκαταλείπει το -φανερά προσαραγμένο- σκάφος και ξεκινά μια άνετη και επικερδή καρριέρα ως touring κιθαρίστας σε μεγάλα ονόματα όπως η Tina Turner και ο Joe Cocker. 
 


Οι Wishbone Ash έχουν ήδη γίνει ένα ανέκδοτο τύπου Spinal Tap, με μπασίστες/τραγουδιστές να διαδέχονται ο ένας τον άλλο, εξυπηρετώντας λόγους -αν μη τί άλλο- χρεωλυτικούς για τους Powell και Upton. Μέχρι και στη Sun City έπαιξαν, στη Νότιο Αφρική, από τους λίγους φραγκοφονιάδες ρόκερ που τόλμησαν να σπάσουν το εμπάργκο κατά του απαρτχάϊντ, τον Μάϊο του '87 (ζητώντας, με τυπικά γλοιώδη τρόπο, «συγγνώμη» αργότερα από τα Ηνωμένα Έθνη). Και καθώς τα eighties παραληρούσαν μέσα σε βεγγαλικές εκρήξεις, σύννεφα ξηρού καπνού, βάτες-τσιμεντόλιθους και οι επανασυνδέσεις σαραντάρηδων πρώην ηρώων είχαν μάλλον εξαντληθεί, ο αδηφάγος Miles Copeland καταφέρνει από τις αρχές του '87 να φέρει σε επαφή τα τέσσερα μέλη της αυθεντικής σύνθεσης.
Προφανώς όχι άδολα. Ο Copeland χρειάζεται ένα ηχηρό όνομα για να εγκαινιάσει μια σειρά από instrumental άλμπουμ για την εταιρία του, I.R.S.. O Martin Turner έγραφε - χωρίς να κυκλοφορεί - μέχρι τότε καινούριο υλικό, ενώ ο Ted Turner είχε αποσυρθεί.
 
 Τελικά, μετά από γόνιμα session μηνών στα Beethoven και Guerilla studios του Λονδίνου και υπό την επίβλεψη του Martin Τurner και του νεαρού τότε William Orbit, τον Φεβρουάριο του '88 κυκλοφορεί το "Nouveau Calls", ένα απροσδόκητα ποικιλόμορφο, απελευθερωμένο από φόρμες, instrumental άλμπουμ που ενθουσιάζει το στενό κύκλο των μουσικόφιλων και δημιουργεί προσδοκίες στους παλιούς φανς του γκρουπ για μια επανένωση. Η οποία, μετά το 1974, γίνεται πραγματικότητα.
Οι αρχικοί τέσσερις Wishbone Ash πραγματοποιούν μια υπερεπιτυχημένη εισπρακτικά περιοδεία μέσα στο '88, η τελευταία επανένωση των '80s που στέφεται με μεγάλη επιτυχία. Το άλμπουμ - επιστροφή είναι πλέον κοινή απαίτηση, ενώ το κιθαριστικό δίδυμο των Powell/ Turner γνωρίζει ένα ιδιαίτερο encore αποθέωσης από μουσικούς και ειδικό κοινό όταν εμφανίζεται ως ιδιαίτερη ατραξιόν στη διοργάνωση "Night Of The Guitar Tour" (εμπνεύσεως κι αυτή του Copeland).
 
 

Τελικά το άλμπουμ αυτό έρχεται τον Αύγουστο του '89. Είναι το "Here To Hear", σε παραγωγή του Martin Turner, με κομμάτια γραμμένα και τραγουδισμένα από τους δύο Turner. Χωρίς να πρόκειται για αριστούργημα, είναι ένας αξιόπιστος δίσκος, με χαρακτηριστικά εκλεπτυσμένης παραγωγής και μερικές στιγμές που θα κερδίσουν με το σπαθί τους θέση στο σετ -λιστ της περιόδου της επανένωσης ("Keeper Of The Light", "Why Don't We?", "Cosmic Jazz").
O χρόνος υπήρξε γενικώς επιεικής με τους βετεράνους ρόκερ στο τέλος των '80s. Μεγάλη περιοδεία στην Ευρώπη και στην Βρετανία ακολουθεί.
 
 

Τον Ιούλιο του 1990 και ενώ το γκρουπ ξεκινά να δουλεύει πάνω στο επόμενο άλμπουμ του, ο Steve Upton, μετά από 20 χρόνια πίσω απ΄τα τύμπανα, ανακοινώνει την αποχώρησή του όχι μόνο από το σχήμα, αλλά και από τη μουσική γενικά, λόγω «προσωπικών προβλημάτων».
Η επιθυμία να ακολουθήσει μια πιο «ήρεμη» ζωή και η ενασχόλησή του με την επιχειρηματική πλευρά της μουσικής, που ούτως ή άλλως είχε αρχίσει δεκαπέντε χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια των οποίων μανατζάριζε εν πολλοίς ο ίδιος το σκάφος των Wishbone Ash, βάρυναν καθοριστικά. Αρχικά τη θέση του Upton παίρνει ο τεχνίτης Robbie France που είχε περάσει από Diamond Head και UFO και ενώ οι ηχογραφήσεις συνεχίζονται -στο στούντιο αυτή τη φορά του Andy Powell στο Ivy Lane Farm του Buckinghamshire- αντικαθίσταται κι αυτός με τη σειρά του από τον διάσημο για τις session δουλειές του Ray Weston, μετά από σύσταση του Martin Turner.
To "Strange Affair" κυκλοφορεί τελικά τον Απρίλιο του 1991, και πάλι σε παραγωγή Martin Turner. Σ΄αυτό ακούγονται και οι δύο ντράμερ, καθώς και ο κημπορντίστας Dan Guillogly.
Τα "Strange Affair", "Dream Train", "Standing In The Rain", "Some Conversation" αποτυπώνουν την προσπάθεια των γερόλυκων ν΄ακουστούν σύγχρονοι, ελαφρείς και ανταγωνίσιμοι. Παρά την καθαρή παραγωγή και τον ανανεωμένο -και απλουστευμένο- ήχο, η επιτυχία στα τσαρτς είναι μικρή, σε αντίθεση με τη συναυλιακή ζήτηση που παραμένει υψηλή. Στις 16 Μαίου του '91, στο Walthamstow Assembly Hall του Λονδίνου, ανεβαίνει και ο Laurie Wisefield για δύο encore, τα "Living Proof" και "Jailbait" και αποθεώνονται.
 

 
Όμως, τα παιχνίδια εξουσίας μέσα στη μπάντα έχουν αρχίσει για μια ακόμη φορά να οδηγούν σε αδιέξοδο. Η ιστορία επαναλαμβάνεται: ο συγκεντρωτικός Martin Turner, το μόνο εναπομείναν ιδρυτικό μέλος, δέχεται το μοιραίο τηλεφώνημα από τον Powell, την ημέρα των 44ων γενεθλίων του (1/10/1991). Του ανακοινώνεται ότι «οι υπηρεσίες του δεν είναι απαραίτητες» και τη θέση του παίρνει ο Andy Pyle. Μεταξύ 1991 και 1993 κάτω από το όνομα των Wishbone Ash κυκλοφορούν μόνο συλλογές και live, εκποιήσεις της παλιάς δόξας, μέσω μικρών και μεγάλων εταιριών σε διάφορες ανά τον κόσμο αγορές. Είναι τα χρόνια του grunge. Δε θα μπορούσε να υπάρξει πιο εχθρικός καιρός για ένα συγκρότημα με δισκογραφία 25 χρόνων. Τον Ιανουάριο του 1994 ο Ted Turner ανακοινώνει κι αυτός την αποχώρησή του. Είναι το τέλος της «δεύτερης ζωής» της «αυθεντικής» σύνθεσης.
 
 Τα όσα ακολούθησαν κατά τα τελευταία 20 και κάτι χρόνια οπωσδήποτε δεν περιποιούν τιμή για την ιστορία του συγκροτήματος. Τόσο ο Martin Turner όσο και ο Andy Powell προσπάθησαν να συνυπάρξουν ξανά μεταξύ 1996 και 1997, αλλά χωρίς δισκογραφικό αποτέλεσμα. Ενώ ο Martin Turner επαναμιξάρει κλασσικά κομμάτια και διαλέγει ακυκλοφόρητα live για διάφορες συλλογές και box-xet, ο Andy Powell αλλάζει διαρκώς session μουσικούς και περιοδεύει υπό το όνομα Wishbone Ash. Μάλιστα, προτείνει στους Martin Turner και Laurie Wisefield μια επανένωση, αυτή τη φορά της "Mk2" (1974-1980) του σχήματος, μόνο όμως υπό τον όρο να «πληρώνονται με την εμφάνιση». Και οι δύο αρνούνται.
Μεταξύ 1996 και 2014 ο Andy Powell κυκλοφορεί οκτώ άλμπουμ (καλύτερα συγκριτικα΄τα δύο πρόσφατα, "Elegant Stealth" και "Blue Horizon"), στα οποία συμμετείχαν δεκάδες εναλλασσόμενοι μουσικοί, το ύφος των οποίων έκανε ό,τι μπορούσε για να ξεμακρύνει από όλα αυτά που θύμιζε το όνομα Wishbone Ash.
Πειράματα με techno και electronic, αλλά και ροκ περάσματα διαφόρων βαθμών επιτυχίας (κανένα που να δικαιολογεί τη χρήση του ονόματος) μετασχημάτισαν την ετικέττα "Wishbone Ash" σε προσωπικό όχημα του Andy Powell, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να εμφανίζεται σε κάθε λογής φεστιβάλ με τους μισθοφόρους του παίζοντας τα δικά του, αλλά και ... «τα γνωστά».
 
 
 
Ο Martin Turner κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ με τον τίτλο "Walking The Reeperbahn" το ΄96, με ακυκλοφόρητα κομμάτια που είχε γράψει μεταξύ 1981 και 1996 και το 2005, απηυδισμένος από το σφετερισμό του ονόματος γκρουπ από τον Andy Powell έφτιαξε τους "Martin Turner's Wishbone Ash" και άρχισε κι αυτός να περιοδεύει, κυκλοφορώντας μάλιστα δύο live ("New Live Dates Vol. 1" και "Vol. 2") και μια -πετυχημένη- επανεκτέλεση ολόκληρου του "Argus" με τίτλο "Argus: Through The Looking Glass".
Το τελευταίο παρουσίασε ολόκληρο και στην Αθήνα, ανάμεσα σε διάφορα κλασσικά κομμάτια της εποχής που αυτός ήταν στο γκρουπ, στις αρχές του 2009 στο «Κύτταρο», σε μια αξέχαστη βραδιά. Το 2012 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του ("No Easy Road - My Life and Times With Wishbone Ash and Beyond").
To 2014, ως ύστατη απόδειξη ότι το θράσος και τα χρήματα δεν λογαριάζουν μουσικούς θρύλους, ένδοξο παρελθόν και ηθικά ζητήματα, ο Andy Powell απαίτησε δικαστικά να σταματήσει ο Martin Turner να περιοδεύει με το όνομα "Martin Turner's Wishbone Ash" και μετά από συμβιβασμό του επετράπη να χρησιμοποιεί το "Martin Turner plays the music of Wishbone Ash".
Μια σολομώντειος λύση, πολύ κοντινή όμως, κατά κυριολεξία, στην αλήθεια.
Τα τελευταία κεφάλαια της ιστορίας τους δεν έχουν γραφτεί ακόμη. Είναι όμως αρκετό για τη μουσική αθανασία ότι ακόμη και αυτή τη στιγμή, κάποιος, κάπου στον κόσμο, περιεργάζεται για πρώτη φορά μια κόπια του "Argus" και ετοιμάζεται να καταδυθεί στον κόσμο του. 

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites