Για πρώτη φορά παίρνω μάτι το μυστήριο αυτό όνομα στη δισκοκριτική του «Hard Rock & HEAVY METAL», τεύχος Ιανουαρίου '87. «Δίσκος του μήνα», λέει. Τί «Πάπυρος Λαρούς», «Δομή» και Γραμματική του Τριανταφυλλίδη; Για την αραιή ορδή με τις κονκάρδες (δύο - τρεις από μας το πολύ σε κάθε τμήμα), αυτή ήταν η μηνιαία εγκυκλοπαίδειά μας.
Την δίστηλη κριτική παρουσίαση - με στοιχειοθεσία σκέτη τραγωδία, πάνω στο πιο φτηνό χαρτί «πολυτελείας»- υπογράφει ο "Sentinel" και δίνει «10/10». Συμβαίνει συχνά στο μοναδικό ελληνικό μεταλλικό έντυπο της δεκαετίας του '80. Κάθε συντάκτης με επικό ψευδώνυμο ρίχνει εκστασιασμένο 10άρι στον «καινούριο» δίσκο του συγκροτήματος που δηλωμένα προσκυνά.
Το περίεργο όμως μ΄ αυτή την κριτική είναι ότι δεν υποφέρει από τις παρομοιώσεις για «αφηνιασμένα σόλο» και «ογκώδη ντραμς», πιο προβλέψιμες κι από παρλάτα του Γιάννη Αργυρίου στα αθλητικά της ΕΤ2.
Ο "Sentinel" (με καρδιά δοσμένη σε Quo, Saxon και Priest) είναι από τους λίγους - εάν όχι ο μόνος - συντάκτης του περιοδικού που δεν γράφει με εμμονές. Εξισορροπιστικός στις θέσεις του, ακούει και «καινούριο» μέταλ (Hallow's Eve, Cities, Megadeth, Agent Steel, Lizzy Borden), ακόμη και thrash, ενώ αντιμετωπίζει ψύχραιμα -κι όχι ξελιγωμένα- τα τελευταία των ογκόλιθων (Maiden, Ozzy, Accept).
Έχει επίγνωση ότι τον διαβάζουν ετερόκλητες φυλές, γι΄αυτό στις κριτικές προϊδεάζει και κατευθύνει («για όσους αρέσουν οι Judas, ο δίσκος είναι απαραίτητος» ή « οι φανατικοί των Venom θα βρουν αυτό που ζητάνε»).
Γράφει ο "Sentinel": «Όταν το φθινόπωρο του '84 κυκλοφόρησε το "Warning" είχα πειστεί. Οι Queensryche είχαν βγάλει έναν θαυμάσιο δίσκο και ήταν οι καλύτεροι εκπρόσωποι της σχολής του μελωδικού Heavy Metal στην Αμερική. Αυτό όμως που δεν μπορούσα να φανταστώ ήταν το ότι 2 χρόνια αργότερα θα κυκλοφορούσαν μια ακόμη καλύτερη δουλειά (...). Το "Warning" έπασχε από παραγωγή, όμως ο Neil Kernon έδωσε στο "Rage For Order" έναν ξεκάθαρο ήχο όπου όλα τα όργανα ακούγονται μπροστά και βαριά χωρίς να καλύπτονται μεταξύ τους. Από τους καλύτερους ήχους που έχω ακούσει σε heavy l.p. (...). Οι συνθέσεις τους συνδυάζουν άψογα τη μελωδία με τη δύναμη, αναμειγνύουν απλά μουσικά θέματα με πολύπλοκα σχήματα και καταρρίπτουν τη συνηθισμένη μορφή των h.m. τραγουδιών. Γι΄αυτό αν και έντονα μελωδικοί δεν ξεπέφτουν σε κανένα κομμάτι στη φτηνή εμπορικότητα. Εκτός από τη μουσική δίνουν μεγάλη προσοχή και στους στίχους (κάτι που δεν συναντάμε σε πολλά συγκροτήματα -προσέξετε (...).
Αν και έχω ακούσει το δίσκο πολλές φορές, σε κάθε άκουσμα ανακαλύπτω κάτι καινούριο μια και είναι γεμάτος από ηχητικά εφέ που δημιουργούν συνεχώς ευχάριστες εκπλήξεις στον ακροατή και τονίζουν ακόμη περισσότερο τη μοναδικότητα των συνθέσεων. Δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω τα καλύτερα κομμάτια και γιατί ο δίσκος λειτουργεί καλύτερα σαν σύνολο. Παρ΄ότι κάθε τραγούδι διαφέρει από τα υπόλοιπα, αλλά και γιατί όλα είναι πολύ καλά.
Όμως κορυφαίες στιγμές είναι το ατμοσφαιρικό «London», το δυναμικό «The Whisper», το εκπληκτικό slow «I Will Remember» και η μόνη διασκευή, το «Gonna Get Close To You» (...), ένα πολύ δύσκολο κομμάτι που θυμίζει σε σημεία Zeppelin και παλιούς Queen (...).
Το μεγαλύτερο ατού όμως είναι ο Geoff Tate. Η καλύτερη σίγουρα φωνή του h.m. σήμερα, ένας τραγουδιστής με απεριόριστες δυνατότητες που μόνο ο Rob Halford του Sad Wings Of Destiny μπορεί να συγκριθεί μαζί του. Δυστυχώς, η ελληνική ΕΜΙΑL δεν σκοπεύει να κυκλοφορήσει το Rage For Order σε ελληνική εκτύπωση και η τιμή των δίσκων εισαγωγής είναι τσουχτερή. Όμως ο δίσκος αξίζει και μη διστάσετε να τον αγοράσετε».
Δίσκος του μήνα - ξεδίσκος του μήνα, δεν υπάρχει περίπτωση να αποκτήσω το "Rage For Order", οι προτεραιότητες είναι άλλες.
Δευτέρα Λυκείου και όλο το χαρτζηλίκι πάει σε επιλεγμένα «κλασσικά» (AC/DC με Bon Scott, Deep Purple -τα δύο πρώτα με Coverdale- Motorhead, ZZ Top, Zeppelin, B.O.C., Sabbath - αυτά που ακολούθησαν το "Vol. 4").
Λίγο πριν του Αγίου Βαλεντίνου, πάμε ημερήσια με το σχολείο.
Ο denimoκονκαρδοφόρος αγαθός γίγαντας Νίκος Π. έχει κουβαλήσει μαζί του καμιά δεκαριά κασσέτες, απ΄τα τελευταία του αποκτήματα.
Είναι φανερό ότι το δικό του χαρτζηλίκι πάει στα «καινούρια».... Ozzy το "Ultimate Sin", W.A.S.P. το "Electric Circus", Motorhead το "Orgasmatron" γραμμένο σε εξηντάρα back to back με το "Master Of Puppets", Judas το "Turbo", Slayer το "Reign In Blood", όλη η πρόσφατη σοδειά.
Ελαφρώς ξενερωμένος που δεν είχε έρθει στην εκδρομή η αεράτη μας απουσιολόγα, ενώνω δυνάμεις με τον γίγαντα σε μια ολοήμερη μουσικοκατάνυξη erga omnes, με τα απαραίτητα διαλείμματα από hot dog καντίνας, φραπέδες και μισακές Amstel στο μεσημεριανό εστιατόριο που καταλύει όλη την τάξη.
Όπλο μας ένα δανεικό από άλλο τμήμα, χοντροκομμένο και με οκτώ κιλά λίγδα στις εσοχές του "SILVER" με μονή κασσέτα («φημολογείται ότι το έχει φτιάξει ο ίδιος ο Silver», κατά δήλωση του γίγαντος).
Στο πούλμαν του γυρισμού, η μόνη κασσέτα που έχει μείνει παρθένα ήταν το "Rage For Order".
Κασσέτα EMI, με το άσπρο περιθώριο πάνω και κάτω. Το εξώφυλλο, έτσι όπως φαίνεται στην κακοτυπωμένη φωτογραφία, έχει ένα χρυσό οικόσημο, καρφωμένο πάνω στην υδρόγειο, περίκλειστο από έναν μαύρο κύκλο με γραμμένο πάνω του τον τίτλο του γκρουπ και του δίσκου.
Όλα σε κόκκινο φόντο. «Καλούτσικο, αλλά όχι και για 10/10», φωνάζει με white noise στ΄αυτιά ο γίγαντας. Πατάω το play και μέχρι να τα φτύσουν οι τρεις τελευταίες UCAR (αυτές οι κόκκινες, σα χειροβομβίδες) προλαβαίνω να ακούσω σχεδόν όλη την πρώτη πλευρά. Με υποψία βύνης στις φλέβες και ανακούφιση γιατί την επομένη είχαμε τρεις πρώτες ώρες κενό, ο ήχος εισβάλλει. Και εγγράφεται στα ανυποψίαστα αισθητήρια, την κατάλληλη στιγμή. Στα 17 παρά κάτι...
Σαν ακροβασία μεταξύ ηλεκτρονικής συμφωνίας και ενός πρωτάκουστα ραφιναρισμένου στυλ μέταλ. Πιο ελαφρύ από τη μονάδα μέτρησης Maiden, μελωδικό, αλλά συνοφρυωμένο. Η μία αρμονία διαδέχεται την άλλη, δισολίες και χορωδιακά φωνητικά λυγίζουν από μια φωνή - ατσάλι, δραματική, περήφανη. Δεν μοιάζει με τίποτε.
«Τους Quennsryche μου τους δίνεις και στους φέρνω τη Δευτέρα».
Με συνοπτικές διαδικασίες, τους δανείζομαι από το γίγαντα.
Μιλάμε για 1987. Πρόσβαση σε λεπτομέρειες; Άγνωστο μέγεθος. Παρέπεμπε κάπου ο ήχος; Ό,τι καταλαβαίναμε απ΄τις επισταμένες ακροάσεις και απ΄ό,τι συζητούσαμε μεταξύ μας. Στίχοι;
Έπρεπε να πάρεις το δίσκο και μάλιστα εισαγωγής, αλλιώς κάτσε μπροστά στο κασσετόφωνο και ξεκίνα με σημειωματάριο τα απανωτά rewind. Για να ξαναδιαβάσουμε άρθρο για τους Queensryche έπρεπε να έρθει το τεύχος του Μαίου. Αργότερα ήταν που διαβάσαμε για την καταλυτική επιρροή σ΄αυτόν τον τόσο ιδιοφυή ήχο του παραγωγού Neil Kernon που μέχρι τότε είχε δουλέψει σε ηχοληψία, μίξη ή παραγωγή, σε μια ευρεία γκάμα άλμπουμ που μεγάλωσαν γενιές (Hall & Oates, Romantics, Autograph, στο "Plays Live" του Peter Gabriel, μέχρι και στο... "Unleashed In The East") και των στούντιο της YAMAHA στο Glendale της Καλιφόρνια (το ένα απ΄τα τρία στούντιο των ηχογραφήσεων).
Λίγους μήνες αργότερα ήταν που ψυλλιαστήκαμε και τη σημασία που είχε η χρήση του πρωτοποριακού τότε fairlight για τα ηχητικά τοπία στο background, όταν το είδαμε και στα liner notes του "Joshua Tree".
Εξακολουθητικές ακροάσεις και το άλμπουμ με κατέλαβε σχεδόν αμέσως, με την αξία του να μην υποκύπτει στη φθορά του χρόνου.
Διάβασα και ξαναδιάβασα στίχους, κοιμήθηκα μ' ακουστικά παλεύοντας ν΄ακούσω την ανήκουστη λεπτομέρεια, η μουσική του, μου έθεσε τον πήχυ για κάθε τυχόν μεγαλεπόβολο ή και κόνσεπτ άλμπουμ από κει και μετά, παρ΄ότι το "Rage." δεν είναι κόνσεπτ (ενδιαφέρουσα μα διαστροφική η ιδέα που κυκλοφορεί εδώ και χρόνια ότι ολόκληρο το άλμπουμ αφορά τον βαμπιρισμό).
Η πλοκή των στίχων είναι σαν να μονολογούν χαρακτήρες του George Orwell ή του Philip Dick. Σ' έναν κόσμο άχρονο αλλά διαρκώς επερχόμενο, η εικονική πραγματικότητα ("I Dream In Infra - Red"), η αποξένωση και η high-tech εκμηχάνιση υποβιβάζουν τον άνθρωπο σε ανδροειδές ("The Neu Regel", "The Whisper", "Chemical Youth [We Are Rebellion"]), αντιπαλεύονται την πνευματικότητα, τον μετατρέπουν ακόμη και σε άψυχο φονικό όπλο ("assessments cannot be by humans" - 'Surgical Strike").
Σε όλο το δίσκο, οι μουσικές ιδέες στην ενορχήστρωση και τη ροή των κομματιών δημιουργούν ένα απαράμιλλο μήκος κύματος, με τις ακριβείς κιθάρες των Wilton / De Garmo, την πειθαρχία των Rockenfield / Jackson στη ρυθμική βάση και τις προσεκτικά δοσμένες στρώσεις από fairlight ήχους να υπογραμμίζουν την απόκοσμα εκφραστική ερμηνεία του Geoff Tate.
Ο -28χρονος τότε- υψίφωνος ενσαρκώνει «γκόθικ» ουτοπίες ("Walk In The Shadows"), βυθίζεται σε απολογισμούς ερωτικής απώλειας ("you force me to force you [.] deceit is all you have" - "The Killing Words"), αναλώνεται σε πάθη (όπως το οφθαλμολάγνο παραλήρημα του "Gonna Get Close To You") και εκστασιάζει με τον οπερατικό ρομαντισμό του ("London").
Στο σημείο όπου κορυφώνεται η αγωνιώδης πάλη του ανθρώπου και ενός digital επικυρίαρχου ("Screaming In Digital") που ο ίδιος δημιούργησε και τώρα «κατέχεται» απ΄αυτόν, ο Tate αποδίδει μια σπάνια δισκογραφημένη παράνοια, ερμηνεύοντας πότε τη φωνή του Μεγάλου Αδελφού, πότε του ανθρώπου που μάχεται να αποδράσει από το ζυγό του δημιουργήματός του ("I' m not your sla-a-a-a-ve").
Ο δίσκος σβήνει μέσα στην νοσταλγική περίσκεψη του "I Will Remember", αφήνοντας τον ακροατή να αναρωτιέται αν αυτό που έζησε έρχεται από προβολές του μέλλοντος ή από θραύσματα της μνήμης του.
Δύσκολα αποκολλώνται κομμάτια από το άλμπουμ αυτό. Εξίσου δύσκολα μπορεί κανείς να το παρακολουθήσει αν δεν επιλέξει να μπει στον κόσμο του.
Το '88, οι Queensryche θεώρησαν ότι πέτυχαν αυτό που ήθελαν με το "Operation Mindcrime", αλλά την ατμόσφαιρα του "Rage For Order" δεν την επανέλαβαν σε ολόκληρη την καρριέρα τους. Μέσα στα χρόνια, οι διστακτικοί παραλληλισμοί στο διεθνή μουσικό τύπο του ύφους του άλμπουμ με αυτό της «τεχνοκρατικής» περιόδου των Pink Floyd εμφανίζονται όλο και πιο συχνά.
Στο βαθμό που θα δεχθούμε ως δόκιμο το να δοκιμάζονται τέτοιες παραβολές μεταξύ των πιστών του ροκ, πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση δείχνουν να έχουν βάση.
Αν οι Floyd, ειδικά στα "Wish You Were Here", "The Wall", "The Final Cut" λειτουργούν ως ένα έσοπτρο, αντανακλώντας οικουμενικές αγωνίες και αδιέξοδα της μεταπολεμικής γενιάς, οι Queensryche του "Rage For Order" είναι ένα ολόγραμμα συλλογικού πανικού από το μέλλον, ένα μέλλον όλο και λιγώτερο μακρινό σήμερα απ΄ότι το '87.
Με τη μεταλλική του χροιά να εξυπηρετεί ορχηστρικά τις συνθέσεις, η θέση του δίσκου αυτού στην ιστορία του σκληρού ήχου είναι οριακή. Ο συνειρμός για μεγάλη μερίδα της γενιάς ακροατών των '80s είναι αναπόφευκτος, τρεις δεκαετίες παρά κάτι αργότερα : με αυτό το άλμπουμ και το "Transcendence" των Crimson Glory (Νοέμβριος '88) μάλλον ζήσαμε σε πρώτο χρόνο το ύστατο σημείο του μέταλ ως «σοβαρής» μουσικής.
Υ.Γ.: Χαιρετίσματα σε Sentinel και "γίγαντα" Νίκο.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου