Ζεστό απογευματάκι, λίγο μετά τον 15αύγουστο. 'Εχουμε δει φωτογραφίες στις εφημερίδες, στον «Ταχυδρόμο», στις «Εικόνες». Έγινε κάτι πολύ μεγάλο. Μπροστά στη συναυλία εκείνη των δύο ηπείρων, όσα μάθαμε ότι συνέβησαν στο "Rock in Athens '85" (ζαρζαβατικά στον Boy George, ιμιτασιόν οι Clash, αχτένιστος ο Hugh Conwell και άτεχνη βαμπιροφόνισσα η Νina Hagen) ήταν απλώς «οδοντόκρεμα», όπως έλεγε κι η διαφήμιση.
Η ΕΡΤ, προς γενικευμένη αγαλλίαση, μεταδίδει κονσέρβα, σε τρία συνεχόμενα απογεύματα, την «ανεπανάληπτη συναυλία με όλα τα διεθνή αστέρια της ποπ, για τα παιδιά της Αφρικής».
Αραχτoί σε χωλ ασπόνδου κολλητού, προσπαθούμε να πιάσουμε τη δόνηση του "Stairway To Heaven", αλλά μας διαφεύγει. Μας φαίνεται κάπως παράταιρα κυρίζι ο Bowie, μυσταγωγικοί οι U2, αναρωτιόμαστε πώς στο διάολο αντέχει να φοράει το πέτσινο μεσ΄τη ζέστη ο Halford, τρομάζουμε με το υπέρβαρο, δαιμονισμένο τραβέλι που κάνει τον Ozzy, πιάνουμε ντιμπέϊτ για το μήπως οι Who ήταν τελικά «χαρντ ροκ» και όχι «απλό ροκ» και τέλος συμφωνούμε μετά βδελυγμίας, ανάμεσα σε γαβάθες πατατάκια και κανάτες σπράϊτ με γρεναδίνη ότι ο Jagger «δε μπορεί, της τον έχει επιδαψιλεύσει της Tina Turner». Κάπως έτσι ήταν για τη γενιά μας το Live Aid. Μια αφθονία οπτικοακουστικών ερεθισμάτων που μας έβαλε όλους στο χάρτη, μια και καλή.
30 χρόνια αργότερα, ακόμη στέκει σαν το μεγαλύτερων διαστάσεων μουσικοτηλεοπτικό γεγονός στην ιστορία της «δημοφιλούς» μουσικής. Ένα γεγονός που σημάδεψε την εποχή του ροκ, αποδεικνύοντας για πρώτη φορά τόσο εμφατικά ότι δεν υπάρχει όριο στην απήχηση της μουσικής (και στο χρήμα που μπορεί να γεννήσει αυτή η απήχηση), όταν το πράγμα οργανωθεί καλά. Αν, μάλιστα, βρεθεί ως κερασάκι κι ένας «ανώτερος σκοπός», τόσο το καλύτερο για τη βιομηχανία, αλλά και για το αισθητήριο των καταναλωτών της.
Χρονικό Μέσα φθινοπώρου του '84, βγήκε στον αέρα σε συνέχειες ένα ρεπορτάζ του BBC για την πείνα στην Αιθιποία κι έδωσε το έναυσμα. Το αρχικό concept προέκυψε ως μια λιρολάγνος ιδέα του Bob Geldof, ηγέτη των ημιξοφλημένων τότε Βoomtown Rats και του Midge Ure, του φαλτσέτο μπροστάρη των electropop Ultravox. Έγραψαν οι δυό τους το κομμάτι "Do They Know It's Christmas?", προορίζοντάς το για την χριστουγεννιάτικη αγορά της Αγγλίας, που συνήθιζε εποχικές κυκλοφορίες φορτωμένες σταρ. Σύντομα η ιδέα προσέλκυσε το ενδιαφέρον εταιριών και μάνατζερ. Δεν θά' ταν άσχημη ιδέα να συμμετείχαν στο single για «φιλανθρωπικό σκοπό» (με τα έσοδα να πηγαίνουν για την ενίσχυση των λιμοκτονούντων παιδιών της Αιθιοπίας), μια υψηλού προφίλ μικτή βρεττανικής ποπ.
Πράγματι, εκτός από τους δύο, Phil Collins, Sting, Paul Young, μέλη των Spandau Ballet, Duran Duran, Status Quo, Heaven 17, Style Council και άλλοι σταρ με εκκεντρικά κουρέματα ηχογράφησαν σε μια μέρα το κομμάτι, προσφέροντας «δωρεάν» τα φωνητικά τους. Ήταν το single που σημάδεψε τη χριστουγεννιάτικη σαιζόν στην Αγγλία, μένοντας στο Νο 1 για 5 εβδομάδες.
H επιτυχία του single έφερε κοντά στον Geldof τον Harvey Goldsmith, έναν 38χρονο promoter, βαθιά χωμένο στις τηλεοπτικές και μουσικές παραγωγές. Στο μέσο των '80s, το μεγαλεπήβολο της όποιας "ιδέας" ήταν σχεδόν συνώνυμο με το ίδιο το προφίλ της μουσικής βιομηχανίας. Πώς θα ήταν άραγε να διοργανωνόταν μια ολόκληρη συναυλία στο Wembley με όλους τους καλλιτέχνες που τραγούδησαν στο single; Ακόμη καλύτερα: Να γίνονταν δύο συναυλίες, η δεύτερη στην Αμερική, με όσους σταρ δεν προλάβαιναν ή δε χωρούσαν να εμφανιστούν στο Λονδίνο; Ή και ακόμη καλύτερα: Δύο συναυλίες τα δικαιώματα των οποίων να μπορούν να πουληθούν σε Ευρώπη και Αμερική ; Μα όχι, υπάρχει και κάτι ακόμη πιο εντυπωσιακό: Να μεταδοθούν οι δύο συναυλίες σε όλον τον κόσμο ταυτόχρονα μέσω δορυφόρου και να υπάρχει αποκλειστική εκμετάλλευση όλου του διαφημιστικού χρόνου για έξι μήνες.
Η ονείρωξη για ένα ξεπούλημα - γαργαντούα ολόκληρης της δημοφιλούς μουσικής σε ολόκληρη την υδρόγειο σε μία και μόνη μέρα οδήγησε τη μουσική βιομηχανία (με κύριο όπλο της το MTV) σε ένα άνευ προηγουμένου διαφημιστικό ντελίριο, καθώς η ιδέα άρχισε σε χρόνο μηδέν να παίρνει σάρκα και οστά. Ο πολύς Bill Graham, ο άνθρωπος που οργάνωσε τη σκηνή του San Francisco στο δεύτερο μισό των '60s και σφράγισε την εποχή του ροκ της «αρένας» στα '70s ανέλαβε να οργανώσει τα πράγματα στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, στο Στάδιο JFK της Φιλαδέλφεια.
Δεν ήταν δυνατόν να μην υπάρξει αντίστοιχο single από την αμερικανική μουσική κοινότητα. Το "We Are The World", μια συμπαραγωγή Michael Jackson/ Quincy Jones αναζωπύρωσε στο πρώτο μισό του '85 το ενδιαφέρον του κοινού για τον «σκοπό» ("Δώστε χρήματα στα παιδιά που πεινάνε στην Αιθιοπία"), αλλά και για την επερχόμενη «ολοήμερη συναυλία» που πλέον προγραμματίστηκε για τις 13 Ιουλίου, σε Λονδίνο και Φιλαδέλφεια. Συγκεντρώνοντας την αφρόκρεμα της αμερικάνικης ποπ (της κατάσπαρτης με ρινίσματα ροκ, blues, soul έως και country), το single αυτό -διάρκειας επτάμισυ λεπτών- κατέκτησε όλες τις πιθανές κορυφές των επιτυχιών στον δυτικό (τον μπροστά από το «σιδηρούν παραπέτασμα») κόσμο, το πρώτο μισό του '85, με ανεξίτηλα lead φωνητικά από Springsteen, Tina Turner, Lionel Ritchie, Bob Dylan, Michael Jackson, Stevie Wonder, Kenny Rodgers, Paul Simon, Billy Joel, Diana Ross, Dionne Warwick, Ray Charles, Willie Nelson, Steve Perry, Huey Lewis, Kenny Loggins, Daryll Hall, Kim Karnes, Cyndi Lauper, Al Jarreau και δεύτερα από αρκετούς ακόμη μεγάλους (και όχι και τόσο μεγάλους).
Φτάνοντας στη μέση του καλοκαιριού, στα δύο στάδια είχε οργανωθεί μια υπερπαραγωγή, ενισχυμένη από μια επισταμένη, παγκόσμια, διαφήμιση διάρκειας έξι μηνών. Σκοπός ήταν όλο το καταναλωτικό κοινό να παρακολουθήσει ό,τι πιο προβεβλημένο και επιτυχημένο υπήρχε στα charts Αγγλίας και Αμερικής. Στα παρασκήνια και των δύο σταδίων είχε στηθεί μια άφατη κρεπάλη σεξ και ναρκωτικών και όλα ήταν έτοιμα για το μεγαλύτερο show που είχε φανταστεί ο κάθε ταπεινός αγοραστής μουσικής ανά τον πλανήτη. Σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα, κάθε καλλιτέχνης θα είχε 18 λεπτά maximum στη διάθεσή του. Γύρω στις πέντε το απόγευμα, θα ξεκινούσε η συναυλία στο J.F.K., μεταδιδόμενη από μόνιτορ και πακτωμένη μέσα σε χιλιάδες σποτ για το παγκόσμιο κοινό. Το σχέδιο προέβλεπε συνεχόμενη μουσική για σχεδόν 24 ώρες. Όταν το Μπιγκ Μπεν σήμανε 12:00 σ' ένα κατάμεστο από πεινασμένους θεατές Wembley, άρχισε, τελικά, η μουσική.
Στο Wembley
Ξεκίνησαν οι Status Quo με το παλαιοντολογικό αλλά νευρώδες boogie του "Rocking All Over The World", γραμμένο θά'λεγες για την περίσταση. Ακολούθησε και κυριάρχησε ποσοτικά το νεοκυματικό ύφος. Style Council, Adam Ant, Ultravox, Spandau Ballet, Sade, Howard Jones και Nick Kershaw έτερψαν το κοινό των UK charts, αποδίδοντας τα «γνωστά τους» κομμάτια κάτω από τον ήλιο. Ανάμεσά τους όμως αυτοί που ξεχώρισαν ήταν οι πραγματικές προσωπικότητες. Ο Bob «μόλις σηκώθηκα από το κρεββάτι, είχα να κοιμηθώ ένα μήνα, άσε που δεν έχω πιει τσάϊ» Geldof, σε μια πρόχειρη εκτέλεση 4 κομματιών με τους Rats, αποθεούμενος ανατριχιαστικά από τον πρώτο κιόλας στίχο του "I Don't Like Mondays".
Ο σε εμπορική κάμψη Elvis Costello σε μια ανεπιτήδευτη εκτέλεση του "All You Need Is Love".
Η συνύπαρξη Phil Collins, Sting και Branford Marshalis σε ένα jazzed up medley με "Roxanne", "Against All Odds", Message In A Bottle", In The Air Tonight", "Long Way To Go" και "Every Breath You Take", που έπεισε και τον πλέον ανύποπτο τηλεθεατή ότι παρακολουθεί κάτι μοναδικό. Ο Bryan Ferry, με τα καινούρια κομμάτια από το "Boys And Girls" και τον David Gilmour στην κιθάρα. Ο Paul Young, με την εκπληκτική ομάδα των δεύτερων φωνητικών του, κάθιδρος αλλά εκστατικός μέσα στο φρακοειδές κοστούμι του.
Κάπου εκεί, ενώ άρχιζαν τα προεόρτια (και η αναμετάδοση) από το J.F.K., το πράγμα άρχισε να σοβαρεύει πραγματικά. Οι U2, τυλιγμένοι στο hype της μεγαλύτερης «νέας» μπάντας του πλανήτη (χωρίς να έχουν ακόμη προλάβει να το αποδείξουν) έριξαν το Wembley σ' ένα μεθυστικό medley, ξεκινώντας από το "Sunday Bloody Sunday" και περνώντας στην μεγαλειώδη εκτέλεση του "Bad", με snippets από "Sattellite Of Love", "Ruby Tuesday", "Sympathy For The Devil" και "Walk On The Wild Side", με τον Bono να κατεβαίνει στο κοινό.
Οι Dire Straits, ξεκινώντας με το φρέσκο "Money For Nothing" (με τον Sting να αποδίδει την ιστορική εισαγωγή) και συνεχίζοντας με μια εντεκαμισάλεπτη εκτέλεση του "Sultans Of Swing". Οι Queen, σε μια 24λεπτη εμφάνιση που έχει χαρακτηριστεί έως και η «καλύτερη ροκ εμφάνιση όλων των εποχών», με τον Freddie Mercury να παίζει στα δάκτυλα το Wembley και να ενώνει χιλάδες φωνές με ένα του νεύμα στα "Bohemian Rhapsody", "Radio Gaga", "We Will Rock You".
Οι The Who - διαλυμένοι από το '83- να επανενώνονται με ηγέτη έναν φορμαρισμένο και με πεινασμένο μάτι Roger Daltrey να σκίζουν το σούρουπο με το "Love Reign Over Me" και το οργισμένο "We Won't Get Fooled Again". Ο κοστουμαρισμένος και υπερστρέϊτ David Bowie, με καθαρή ενέργεια στα "Rebel Rebel" και "Modern Love", πριν το ιδανικό για την περίσταση "Heroes", υπό το φως πλέον των προβολέων. O Elton John και ο Paul McCartney- ελαφρώς ψυχαναγκαστικοί και corny για την περίσταση- και το αναμενόμενο φινάλε με το "Do They Know It's Christmas", με φωνητικά από έναν ολόκληρο -φτιαγμένο από ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς- γαλαξία αστέρων. Όμως, ήδη, το ενδιαφέρον είχε μεταφερθεί στο J.F.K..
ΣτοJ.F.K. Με τον Jack Nicholson να προλογίζει την Joan Baez, το αμερικανικό σκέλος του Live Aid υπήρξε οπωσδήποτε καλειδοσκοπικό.
Ξεκινώντας με τους Hooters (ανυποχώρητες χαίτες και δύο απ΄τα κομμάτια που μερικούς μήνες μετά θα γίνονταν πασίγνωστα), το A.O.R. είχε σημαντική μερίδα στο σετ. Rick Springfield, Bryan Adams, REO Speedwagon, Kenny Loggins, The Cars ίδρωσαν κάτω από το φως του ήλιου, χρησιμοποιώντας στο αυστηρά περιορισμένο σετ τους τουλάχιστον μία από τις τρέχουσες επιτυχίες τους ο καθένας. Απογυμνωμένοι από τη λάμψη του MTV, όλοι φάνηκαν ένα σκαλί πιο κάτω από το όνομά τους, χωρίς πάντως το κοινό να το παρατηρήσει. Δεν έλειψε η ρετρό '60s γηριατρική πτέρυγα, άλλοτε φανερά παρωχημένη (Beach Boys), άλλοτε κάπως κουραστική (Neil Young), άλλοτε σκέτα αναμνησιακή και μεσήλιξ (Crosby/Stills/Nash & Young).
Το heavy metal εκπροσωπήθηκε μέρα μεσημέρι από το Birmingham. Από τους εκτάκτως εμφανιζόμενους Judas Priest (σάντουιτς ανάμεσα σε Crosby, Stills, Nash και Bryan Adams, σειρά που αδίκησε άπαντες) και από την απροσδόκητη επανεμφάνιση των αυθεντικών Sabbath. Ο νευρωτικός Ozzy έκανε ό,τι μπορούσε για τους πεινασμένους παλαιομέταλλους της υφηλίου, καθώς το J.F.K. ήταν τόσο ετερόκλητο που δεν έβγαζε το vibe του Wembley. Από την άλλη, ο Halford, με την τσίχλα και το πέτσινο, θά'λεγε κανείς ότι απλώς χτύπησε κάρτα.
Η αγγλόφερτη ποπ έδωσε απτά πιστοποιητικά δημοφιλίας (Simple Minds, Thomson Twins - ψηλά τότε στα charts), ως πρίγκηπές της, δε, αντιμετωπίστηκαν οι Duran Duran (εμφανίστηκαν σε περίοπτη θέση, προς το τέλος). H Madonna (ακόμη αντιμετωπιζόταν σα μια λιγώτερο εκκεντρική Cyndi Lauper) χόρεψε με 35ο υπό σκιάν, ενώ οι Billy Ocean και Run DMC επιχείρισαν νωρίτερα να δώσουν μια δόση φανκ και ραπ που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη.
Ο George Thorogood, με ρέϋμπαν και τεράστια λευκή Gibson Byrdland ανά χείρας, ήταν μια ακαταμάχητη ένεση boogie αδρεναλίνης (ανεβάζοντας και τον Bo Diddley στο "Who Do You Love") κάτι που δεν κατάφεραν οι Pretenders και οπωσδήποτε οι Power Station που ακούστηκαν τσίγκινοι και λίγοι. Ο Tom Petty, ο άνθρωπος με τις μακρύτερες φαβορίτες σε όλο το event, παρουσίασε τον στρωτό αμερικάνικο ήχο που είχε σε όλη την καρριέρα του, με πνευστά και καλά δεύτερα, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις.
Το έμπειρο γκρουπ του Carlos Santana, παρά τα κάποια προβλήματα στον ήχο, ήταν σφιχτοδεμένο και ορεξάτο (κληρονομιά Woodstock είναι αυτή), ενισχυμένο μάλιστα με τον Pat Metheny έδωσε στο αδικημένο "Right Now" τη φεστιβαλική διάσταση που του ανήκε.
Τα πολυαναμενόμενα ρίγη ήρθαν τελικά με τρεις συνεχόμενες εμφανίσεις.
Eric Clapton, αποτοξινωμένος και καλοστεκούμενος επιτέλους, με τον Phil Collins στα τύμπανα, ο οποίος πέταξε από το Wembley με Concord για να προλάβει να παίξει και στη Φιλαδέλφεια.
Συνέχεια με τον ακούραστο Collins μόνο πίσω απ΄το πιάνο. Πάνω ακριβώς στο σούρουπο, το "In The Air Tonight" ακούστηκε απείρως πιο ανεβαστικό απ΄ότι στο Wembley.
Και τέλος, η θρυλική πρώτη «επανένωση» των Led Zeppelin, με τον Collins και τον Tony Thomson στα τύμπανα (θα χρειάζονταν δέκα για να γεμίσει η θέση του Bonham). Με τον Page μάλλον λιώμα και τον Plant να υποδύεται τον εαυτό του, ήταν μια εμφάνιση που οι ίδιοι αποκύρηξαν (και δικαίως). Ο ενθουσιασμός στα ύψη, ιδίως στο φορτισμένο "Stairway.", αλλά από μουσική ουσία, πολύ λίγα πράγματα. Η σύγκριση με τους λίγο μεγαλύτερούς τους Who που έπαιξαν κάτι ώρες πριν στο Wembley απέβη συντριπτικά εις βάρος τους.
Οι soul ρίζες διάσπαρτες μέσα στο πρόγραμμα (The Four Tops, Ashford & Simpson, Patti Labelle). Οι Hall & Oates ενισχυμένοι με τους Temptations (Kendricks, Ruffin) να απογείωσε ένα medley (μεταξύ άλλων και με τα "Out Of Touch","Maneater", "Ain't Too Proud To Beg"), καθώς η βραδιά κορυφωνόταν.
Και πράγματι, με το ντουέτο Mick Jagger & Tina Turner η αμερικάνικη πλευρά του Live Aid έφθασε στο απόγειό της. Δύο αυτοφυείς περφόρμερ που δεν έχουν όμοιόν τους, χάραξαν με σεξ απήλ τα "State Of Shock" (κομμάτι απ΄το πρόσφατο τότε άλμπουμ των Jackson 5 [!]) και ''It's Only Rock N' Roll", αφήνοντας τον κόσμο να παρακολουθεί με στόμα ανοιχτό (κυρίως όταν ο Jagger σε μια εμφανώς χορογραφημένη κίνηση τράβηξε τη φούστα της Tina αφήνοντάς την να τελειώσει το κομμάτι μ΄ένα λεοπαρδαλέ εσώρουχο).
Το ακούρντιστο κιθαριστικό τρίο των Bob Dylan, Keith Richards και Ronnie Wood, ενώ προοριζόταν για highlight, ήταν ο ορισμός του anti-climax. Ασύνδετοι, εκνευρισμένοι και με λάθη, έδειχναν γέροι και κακόκεφοι. Μετά το "Blowing In The Wind" παρέδωσαν στην ομύγυρη του "USA For Africa", όπου όλοι οι ροκ σταρ (φτιαγμένοι από σκόνες και από τον ίλλιγο του υψηλού σκοπού τους - να «σταματήσουν την παγκόσμια πείνα») τραγούδησαν το "We Are The World", καθώς μια ολοήμερη νιρβάνα από υψηλά ντεσιμπέλ, high-tech δορυφόρους αναμετάδοσης, εκατοντάδες τεχνικούς να σκίζονται και διαφημιστικά δισεκατομμυρίων δολλαρίων έφθανε στο τέλος.
Οι απόντες
Φυσικά, δε μιλάμε για καμιά συνάθροιση ιδεολόγων. Θα πει αργότερα o Harvey Goldsmith: «Τελευταία στιγμή με πήρε ο Tommy Mottola της Sony και μου είπε ότι αν δεν εξασφαλίσω ότι οι Hall & Oates θα συμπέσουν με την βραδυνή ζώνη του ABC, στο ειδικό πρόγραμμα εκείνου του Σαββάτου, θα απέσυρε τον Mick Jagger». Πολλοί ήταν οι απόντες, για λόγους εντελώς απομακρυσμένους από την «φιλανθρωπία». Ο Rod Stewart δεν μπόρεσε να βρει μουσικούς για την backing μπαντα του. Οι Tears For Fears, από τα μεγαλύτερα ονόματα τότε, μπήκαν στην αρχική λίστα «χωρίς καν ο Geldof να τους το πει» και γι΄αυτό «πήγαν διακοπές», όπως θα πει ο Curt Smith. Η Annie Lennox των Eurythmics είχε φωνητικά προβλήματα. Ο Paul Simon και ο Huey Lewis με τους News αρχικά ήταν να εμφανιστούν στο J.F.K., αλλά τα χάλασαν στα λεφτά οι μάνατζέρ τους με τον Bill Graham. O Billy Joel αποτραβήχτηκε γιατί ένιωθε ότι το πιάνο του θα χανόταν κάτω απ΄τις ιαχές των χιλιάδων και ο Stevie Wonder το μετάνοιωσε την τελευταία στιγμή, επικαλούμενος διακριτική μεταχείριση των μαύρων καλλιτεχνών στον κατάλογο των εμφανιζομένων. Οι Van Halen ήταν σε ρήξη με τον Dave Lee Roth. Σχήματα όπως οι Talking Heads και οι Smiths απέρριψαν τις προτάσεις που τους έγιναν, ενώ οι ανερχόμενοι τότε Depeche Mode ούτε καν προσκλήθηκαν. Ο Ritchie Blackmore αρνήθηκε να συμμετάσχει και έτσι ποτέ δεν είδαμε τους άρτι επανενωθέντες Deep Purple. Ο Frank Zappa προσκλήθηκε, αλλά αρνήθηκε, καταγγέλοντας ότι η εκδήλωση δεν θα βοηθούσε τον Τρίτο Κόσμο ν΄αντιμετωπίσει τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων του και δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «η συναυλία αυτή είναι το μεγαλύτερο κόλπο όλων των εποχών για ξέπλυμα μαύρου χρήματος από κοκαίνη». ΟSpringsteen, πάλι, υποτίμησε την εμβέλεια το υσυμβάντος και αρνήθηκε να συμμετάσχει, αλλά αργότερα δήλωσε ότι το μετάνιωσε. Ο Bill Graham δεν κατάφερε να βρει χώρο στον κατάλογο εμφανιζομένων του J.F.K. για ονόματα όπως οι Yes και οι Foreigner, ενώ το ίδιο συνέβη και με τους Marillion στο Wembley. Ο πιο αδικημένος απ΄όλους ήταν μάλλον ο Phil Lynott, ο οποίος ενώ είχε έτοιμο το "Out In The Fields" με τον Gary Moore, ούτε καν προσκλήθηκε στο Wembley, κάτι που λέγεται ότι τον απογοήτευσε ιδιαίτερα, έξι μήνες πριν τελικά η άσπρη σκόνη τον εξαϋλώσει.
Τα επιτεύγματα- H 13η Ιουλίου του '85, πάνω απ΄όλα ήταν μια ημέρα επιτευγμάτων. 72.000 θεατές στο Wembley, 90.000 στο J.F.K., δύο δισεκατομμύρια τηλεθεατές ανά την Υφήλιο, 14 δοφυρόροι σε έναν κολοσσιαίο συγχρονισμό, ζωντανή μετάδοση σε 150 χώρες ταυτόχρονα. Ας μην ξεχνάμε ότι δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα (μόνον "car phones", αν παρακολουθούσε κανείς πιστά το "Miami Vice"), το μέσο διεθνούς επικοινωνίας ήταν το telex, ενώ για υπεράκτια γραμμή στο τηλέφωνο έπρεπε να ενημερώσεις «το κέντρο» ώρες πριν. Αν έλεγες «υπολογιστής», εννούσες παιχνιδομηχανή Atari ή Amstrad με πλήκτρα - τούβλα, που φόρτωνε τα παιχνίδια από κασσέτα (η φόρτωση διαρκούσε κανά τέταρτο και ο θόρυβος ήταν σα μηχανής του γκαζόν με σιγαστήρα). Δε μιλάμε ασφαλώς για διαδίκτυο ή e-mail, αυτά θεωρούνταν απιθανότητες ακόμη κι όταν είχε βγει το "Together In Electric Dreams" ένα χρόνο πριν. Παρ΄ όλα αυτά, το εγχείρημα οργανώθηκε και εκτελέστηκε από φιλοδοξία να γραφτεί ιστορία. Τα τηλεοπτικά προγράμματα εκατοντάδων χωρών (όχι της Ελλάδας) αναδιαμορφώθηκαν, πτήσεις Κονκόρντ κρατήθηκαν στην αναμονή για να μεταφέρουν τον Phil Collins σε δύο ηπείρους, μισό εκατομμύριο τηλεοπτικοί δέκτες έμειναν ανοικτοί για πάνω από 14 ώρες συνεχόμενα. Και στην τελική, όπως αργότερα ανακοινώθηκε, από τις εκκλήσεις προς τους τηλεθεατές παγκοσμίως, μαζεύτηκαν 80 εκατομμύρια δολλάρια, «τα περισσότερα ποτέ από μια φιλανθρωπική εκδήλωση». Το πόσα κατέληξαν στον σκοπούμενο προορισμό τους είναι ένα ζήτημα. Αν πιστέψουμε τον Geldof, τα περισσότερα. Μα τότε, στην πραγματικότητα κάποιοι θα πρέπει να μπήκαν «μέσα», ή, στην αντίθετη περίπτωση, να εισπράχθηκαν τα πολλαπλάσια.
Επίλογος Δεν είχε άδικο η Joan Baez προλογίζοντας τη συναυλία στο J.F.K.. Ήταν το δικό μας Woodstock. Εμπορικά αδηφάγο, επίπλαστα ευαισθητοποιημένο, υποκριτικό, μουσικά άνισο, με στιγμές εκτυφλωτικής λάμψης και πειστικών ψευδαισθήσεων. Ήταν και είναι ένα το Live Aid. Τριάντα χρόνια τώρα, παρά τη μωροφιλοδοξία της τεχνολογίας και τις αγριότητες της βιομηχανίας, δεν υποσκελίστηκε.