Phil Lynott (1949-1986): Róisín Dubh, in memoriam
Wednesday

2Jan

Phil Lynott (1949-1986): Róisín Dubh, in memoriam

Δημοσιεύθηκε από:

02/01/2019

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

14127
Γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του ’49 έξω απ΄το Birmingham. Παιδί του έρωτα της 19χρονης καθολικής Ιρλανδέζας Philomena Lynott, που είχε φύγει από τη γενέτειρά της, το Δουβλίνο, για να βρει δουλειά στην Αγγλία και του Cecil Parris, ενός μόνιμου στρατιωτικού υπαλλήλου της Αεροπορίας, Άγγλου με βραζιλιάνικη ρίζα.
Η σχέση κράτησε μόνο μερικούς μήνες, καθώς μόλις έγινε γνωστή στον περίγυρο, ο Parris μετατέθηκε στο Λονδίνο. Η Philomena ήταν έγκυος. Κράτησε το μωρό, αγνοώντας ότι το χρώμα του δέρματός του, από την πρώτη στιγμή θα την υπέβαλε σε μια ατέρμονη σειρά στυγνών ρατσιστικών αποκλεισμών. Την έδιωξαν από τη δουλειά της και από το νοικιασμένο της διαμέρισμα και την υποχρέωσαν να μείνει σε ξενώνα ανύπαντρων γυναικών. Εκεί, δέχθηκε τρομερές πιέσεις έως και σωματική βία προκειμένου να «δώσει το παιδί για υιοθεσία». Αναγκάστηκε να μείνει με τον μικρό, τον οποίο βάφτισε Philip, στο Manchester, ζώντας από τα αποφάγια του γειτονικού χασάπικου και δουλεύοντας εδώ κι εκεί. Όταν το παιδί έγινε τριών, το έστειλε στη μητέρα της στο Δουβλίνο. Ποτέ η γιαγιά δεν ανέφερε σε κανέναν ότι είναι  εγγονός της, αλλά ότι «ήταν παιδί μιας φίλης της κόρης της και τον πρόσεχε γιατί οι γονείς του ζούσαν μακριά».

Μπορεί ο Lynott να μεγάλωσε ως ένας δακτυλοδεικτούμενος «νέγρος», όμως έφηβος πια, ξεδίπλωσε μια χαρισματική προσωπικότητα. Το αβίαστο επικοινωνιακό του τάλαντο τον έκανε σύντομα αναγνωρίσιμο στη μουσική σκηνή του Δουβλίνου του τέλους των ‘60s.
Εκεί έφτιαξε τους Thin Lizzy (το όνομα από έναν χαρακτήρα κόμικ της εποχής) μαζί με τον παιδικό φίλο Brian Downey και τον κιθαρίστα Eric Bell. Ta τρία πρώτα άλμπουμ του σχήματος είχαν τον αποφλοιωμένο ήχο του power trio, με δόσεις -μάλλον ξεπερασμένης- ψυχεδέλειας, χωρίς να λείπουν κάποιες ποιητικές, αυτοβιογραφικές στιγμές αξίας (μ.α. “Remembering”, “The Shades Of The Ageing Orphan”) από τον βασικό τον ίδιο, που ήταν ο βασικός συνθέτης, μπασίστας και τραγουδιστής. Απέπνεε ταλέντο εξαρχής. Ήταν θέμα χρόνου να το διοχετεύσει στο σωστό κανάλι.


Με την διασκευή του “Whiskey In The Jar” το Φεβρουάριο του ‘73 πήρε τη γεύση του “Τop Of The Pops”, της top -10 επιτυχίας, της αναγνώρισης. Αυτός, ο περιθωριακός, ο «αγνώστου πατρός», μπορούσε να πετύχει. Από τότε δεν ήταν δυνατό να γυρίσει ποτέ πίσω. «Θέλω να γίνω πλούσιος και διάσημος» ομολογούσε στον Downey και τον Bell. Όταν το άλμπουμ “Vagabonds Of The Western World” απέτυχε να κάνει το άλμα και η δισκογραφική τους απέρριψε, δεν το έβαλε κάτω. Το 1974, μετά από επισταμένες οντισιόν και έχοντας πάντα στο πλευρό του τον Downey στα ντραμς, βρήκε δύο νεαρούς κιθαρίστες, τον 17χρονο Σκωτσέζο Brian Robertson και τον Καλιφορνέζο Scott Gorham (με τουριστική βίζα που ήθελε λιγώτερο από μήνα για να λήξει). Έφτιαξε μ΄αυτούς ένα δυναμικό κουαρτέτο που βάσισε τον ήχο του στις δίδυμες κιθάρες, πάνω απ΄τις οποίες ο ίδιος ξεδίπλωνε με αυτοπεποίθηση και ευαισθησία ιστορίες του δρόμου, υπογραμμίζοντάς τις με χαρακτηριστικές μπασογραμμές. Άλλοτε μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, άλλοτε σκιτσάροντας χαρακτήρες ελλειπτικούς, γεμάτους φιλοδοξίες και όνειρα, στη φλέβα των ηρώων του Bob Dylan και Van Morrison.  

Σε μια εποχή ροκ πανσπερμίας όπως τα μέσα των ‘70s, απόσταξε τις μουσικές του ανησυχίες μέσα στο καλούπι των κατευθύνσεων του μάνατζερ Chris O’ Donell και επικεντρώθηκε σ’ αυτό που ήξερε καλά: Δυνατό, μελωδικό και σφιχτοδεμένο ροκ. Τα “Jailbreak” και “Johnny The Fox” του ’76 ανέβασαν το συγκρότημα στην «πρώτη κατηγορία». Αδιάκοπες περιοδείες ακολούθησαν. Η πρωτοφανής ενέργεια του σχήματος πάνω στη σκηνή εδραίωσαν το όνομα των Lizzy ως αρχέτυπο: Αυτός ο ήχος, ο άμεσος, ο χωρίς φτιασίδια, δεν είχε σχέση με τα ‘60s. Είχε μια κατεπείγουσα ένταση, ελκυστική και απελευθερωτική, γι’ αυτό και οδηγούσε το κοινό αλλού, μακριά απ΄τον βαλτωμένο ήχο των μεγαθηρίων της εποχής.





Ο ίδιος ο Lynott αναδείχθηκε τη διετία ’76 – ’78 ως ένα από τα πιο προβεβλημένα ροκ εικονίσματα. Με τη φυλετική του ιδιοσυστασία κορώνα του, την ιρλανδέζικη ρίζα περηφάνια του, την ακατέργαστη αφάνα Χέντριξ, το μουστάκι διονυσιακού Έρολ Φλυν και το επιβλητικό, ευθυτενές παρουσιαστικό του μπροστά απ΄το μικρόφωνο, με το μακρύ σαν λογχοφόρο μουσκέτο Fender Precision στα χέρια. Ένας αυτοφυής ροκ σταρ, σκληραγωγημένος από τις αντιξοότητες των βρώμικων δρόμων του Δουβλίνου, πεινασμένος να κατακτήσει τον ολόκληρο τον κόσμο.

Το διπλό live “Live And Dangerous” του ’78, με τις καλύτερες στιγμές της μέχρι τότε πορείας τους, αποτύπωσε αυτήν ακριβώς την ενέργεια των ζωντανών εμφανίσεων που ήταν και η δύναμή τους και θεωρείται έκτοτε ως ένα από τα κορυφαία ζωντανά άλμπουμ στη ροκ ιστορία.
O Phil Lynott ήταν αστέρι πρώτου μεγέθους. Κοιτώντας πίσω απ΄ την επιφάνεια, έβλεπε κανείς μια προσωπικότητα γεμάτη αντιθέσεις. Ευαίσθητος και εσωστρεφής, ενώ την ίδια στιγμή οργανωτικός και υπερεπικοινωνιακός. Ισχυρογνώμων, πεισματάρης, με ικανότητα να «τουμπάρει» τον συνομιλητή του για να εξυπηρετήσει το σκοπό του.
Εμπνεόμενος από το ρομαντισμό και τις επικές περιπέτειες της Ιρλανδέζικης ιστορίες, αλλά και συγγενής με την ωμή ενέργεια των Clash και των Pistols. Με το ρυθμό της Stax να τρέχει στις φλέβες του, αλλά με τις κεραίες του ανοιχτές για το new wave και πάντα έτοιμος για μουσικές προσμίξεις. Συνδαιτυμόνας στις ολονύχτιες κραιπάλες του George Best και μεγάλος φαν της Manchester United (καθυστερούσε ή και διέκοπτε τις συνεντεύξεις για να παρακολουθήσει τα κρίσιμα ματς).
Εργασιομανής και με ελάχιστες ώρες ύπνου καθημερινά, είχε λόγο για ο,τιδήποτε είχε να κάνει με την πορεία του συγκροτήματος, από το πρόγραμμα της περιοδείας, ως τα εξώφυλλα. Καταμεσίς της εποχής της σεξουαλικής απελευθέρωσης, τον συνόδευε η φήμη «ρωμαίου της μιας βραδιάς», ανάλογη λίγων σύγχρονών του ροκ σταρ, παρά ταύτα δοσμένος καθολικός και θεοσεβούμενος.
Παρά τις κρίσεις άσθματος που τον ταλαιπωρούσαν από μικρή ηλικία, έδειχνε εξοπλισμένος με μια πολύ ισχυρή σωματική κράση. Όλο αυτό το larger than life πρωτογενές υλικό, σε συνδυασμό με μια γαργαντούεια όρεξη για δόξα, φήμη και κάθε λογής ουσία ικανή να προεκτείνει την απόλαυση έκτισε σε σύντομο χρόνο την εικόνα του ανίκητου «σκληρού» του ροκ. Ενός ημίαιμου “Wild One”, πλασμένου από ίσες δόσεις Brando, Elvis αλλά και Curtis Mayfield στις φλέβες του, με ακαταμάχητη γοητεία και βλέμμα περιπλανώμενο ανάμεσα σ΄ένα παρόν γεμάτο ηδονές και ένα μέλλον γεμάτο στόχους έτοιμους να κατακτηθούν. 


Η αστάθεια στους κιθαρίστες (ο υπερταλαντούχος, αλλά τραμπούκος Robertson έφυγε και ξαναήρθε τρεις φορές, ο Gary Moore, θέλοντας να αποστασιοποιηθεί από τις κραιπάλες, άλλες τόσες) δεν φαινόταν ικανή να ανασχέσει την πορεία των Lizzy προς την παγκόσμια καθιέρωση, καθώς τα ‘70s τελείωναν. Το «πάρτυ» δεν είχε σταματημό. Δίδυμος στην πρόκληση χάους πάνω και κάτω στη σκηνή με τον κιθαρίστα Scott Gorham, το ’79 βρήκε τον Lynott στο Παρίσι, ηχογραφώντας με παραγωγό τον αρχιμάστορα της επιτυχίας του ”Live…” Tony Visconti, το 9ο στούντιο άλμπουμ του, το “Black Rose”. Και τότε, ήρθε η ηρωίνη.






Ένα βράδυ, στο Παρίσι, λίγο πριν βγουν και σαρώσουν τα μπαρ, ο Lynott εμφανίστηκε στο καμαρίνι του Gorham με μια μεγάλη βαλίτσα, γεμάτη συσκευασίες καφετί σκόνη. «Το ξέρεις αυτό;». Ο Gorham ήξερε επιδερμικά, αλλά δεν είχε ιδέα τί τον περίμενε. Καθημερινά στο στούντιο, έξω από το booth των ηχογραφήσεων, ήταν τρεις περίεργοι τύποι απορροφημένοι όλη τη μέρα με συγκεκριμένες εργασίες : Ο ένας έφερνε πρέζα, ο άλλος κόκα, ο τρίτος χασίς. Έκοβαν, έψηναν και συσκεύαζαν για τη μπάντα. Οι πόρτες ήταν πάντα ανοιχτές γι΄αυτούς. Σε λίγους μήνες, Lynott και Gorham άρχισαν να γίνονται επαγγελματίες χρήστες. Ξυπνούσαν κι έστελναν ανθρώπους να τους φέρουν το πράμα. Τους το ταχυδρομούσαν πριν κάθε συναυλία. Έφταναν στην επόμενη πόλη της περιοδείας και το πρώτο πράγμα που ρωτούσαν στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου ήταν «αν ήρθε το πακέτο». Σε λίγο καιρό διαπίστωσαν ότι το χρειάζονταν για να δώσουν ακόμη μια «θυελλώδη» παράσταση. Σύντομα, ότι οι εμφανίσεις δεν ήταν ποτέ «οι ίδιες» χωρίς αυτό. Και μετά ότι δεν είχαν καν διάθεση να παίξουν χωρίς αυτό.


Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου του ’80, ο Lynott παντρεύτηκε την Caroline Crowther, μια ξανθιά ψιλόλιγνη καλλονή, κόρη του διάσημου show host της βρετανικής τηλεόρασης. Ήταν έγκυος στην πρώτη τους κόρη, Sarah και ως πιστός καθολικός ο Lynott επιχείρησε να ανοίξει μια πόρτα διαφυγής προς το μια «κανονική» ζωή. Όμως όλοι ήξεραν, περισσότερο μάλιστα ο ίδιος, ότι δεν ήταν φτιαγμένος για κάτι τέτοιο.  Όπως αρκετοί διάσημοι της εποχής, εντός ή και εκτός ροκ κόσμου, είχε ήδη ως πρώτιστη μέριμνά του την καφετιά σκόνη. Και κατά δραματικά πανοιομοιότυπο με πολλές γνωστές διάσημες απώλειες τρόπο, ήταν κάθετος στο ότι «δεν είχε πρόβλημα», ότι «είχε τον έλεγχο». Η συστηματική χρήση ήταν ένα θέμα για «μυημένους». Οι «άλλοι» δεν καταλάβαιναν και δεν ήταν δουλειά τους να καταλάβουν. Κρατούσε την έξη του κρυφή απ΄όλους, υπηρετώντας την εικόνα του ανίκητου απ΄τις καταχρήσεις frontman, που ανέβαινε στη σκηνή, έσπερνε τον πανικό κι έδρεπε τη λατρεία.  

«Δεν εγκρίνω τα ναρκωτικά, αλλά ξέρω γιατί οι καλλιτέχνες τα παίρνουν, Για να νιώσουν την εμπειρία, να φθάσουν μέχρι τα άκρα. Οι άνθρωποι πάντα θέλουν να φτάνουν στα άκρα. Κι αν τελικά φτάσεις εκεί, θα πρέπει να είσαι προετοιμασμένος και να πέσεις. Φαίνεται ότι όλοι οι καλλιτέχνες που έχω σ΄εκτίμηση, έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, φτάσει στα άκρα. Κάποιοι τα κατάφεραν να γυρίσουν και να γράψουν γι΄αυτή τους την εμπειρία, άλλοι όχι. Και σε περίπτωση που κατάλαβες λάθος, εγώ πάντως δεν κάνω ναρκωτικά» Αυτά έλεγε ο Lynott το 1980 στον δημοσιογράφο Harry Doherty, στον οποίο είχε αναθέσει να καταγράψει την ιστορία του γκρουπ, που τελικά δεν δημοσιεύθηκε ποτέ.
Στο γύρισμα της δεκαετίας, τα άλμπουμ “Chinatownκαι “Renegade”, ηχογραφημένα σχεδόν ταυτόχρονα με τα δύο προσωπικά άλμπουμ του Lynott (“Solo In Soho” και “The Philip Lynott Album”) ανέδειξαν ποικιλία υλικού, περιέχοντας από παραδοσιακό και εμπνευσμένο hard rock μέχρι reggae, new wave και soul περάσματα.  Στο σχήμα ήταν τότε δεύτερος κιθαρίστας ο blues βιρτουόζος Snowy White, υπερβολικά ήσυχος και straight σε σύγκριση με την καθημερινότητα των Lynott/Gorham, που είχε μπει πλέον για τα καλά μπει σε φάση ασθένειας. Δύο τρεις μέρες άϋπνοι και καθηλώνοντας τα ακροατήρια ανά την Ευρώπη, άλλες τόσες καθηλωμένοι οι ίδιοι στο κρεββάτι, με φρικτά συμπτώματα στέρησης, κεκλεισμένων των θυρών αποκλεισμένοι απ΄τον έξω κόσμο.




«Ήταν μια βραδιά στην Ιαπωνία», θυμάται ο Gorham, όπου ήταν αδύνατο να βρουν, λόγω της ασφυκτικής επιτήρησης που πάντα υπήρχε στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου σχετικά με τις ουσίες. «Παίζαμε το Still In Love With You” και ο Phil γύρισε και με κοίταξε πάνω στη σκηνή. Ήταν κάθιδρος από τους πόνους, αλλά είμαι σίγουρος ότι είδα και δάκρυα στα μάτια του. Δεν αντέχαμε άλλο, το ξέραμε και οι δύο».
Όμως το να ζητήσεις βοήθεια, εκεί στις αρχές των ‘80s, ειδικά όταν δεν υπήρχε δίπλα κάποιος να σε προσέξει για να θησαυρίσει από την τέχνη σου, ήταν «απαγορευμένο». Ήταν μια ομολογία ήττας. Ο Lynott, παγιδευμένος στην εικόνα του ανίκητου, βρισκόταν σε καθοδική σπείρα προς το θάνατο, κι όμως πίστευε ότι θα καταφέρει μόνος του να ανταπεξέλθει.

Χρειαζόταν βοήθεια. Το έλεγε στα τραγούδια του, άλλοτε με αλαζονεία, άλλοτε με πόνο, άλλοτε με παραβολές, άλλοτε με απεγνωσμένη αυτοπεποίθηση.  
“Tell my mama and tell my pa - That their fine young son didn't get far - He made it to the end of a bottle - Sitting in a sleazy bar - He tried hard but his spirit broke - He tried until he nearly choked - In the end he lost his battle drinking alcohol“ (Got To Give It Up, 1979).

“He’s just a boy who has lost its way” (“Renegade”, 1981).
“Nobody gives a damn, when you’ re down on your luck (…) oh mama, mamma, I got mixed up with fools” (“Hollywood”, 1981).

“'Til in the end in despair - She threw her hands up in the air - She'd slit her wrists, crying, "Nobody cares" - Believing that by dying she would not be missed” (“Fatalistic Attitude”, 1982).
“I put my money in the suitcase - And headed for the big race - I felt a chill on my backbone - As I hung up the telephone (…) to lose means trouble, to win pays double, and I got me a heavy debt” (“Cold Sweat”, 1983).
“There is a demon among us whose soul belongs in hell - Sent here to redeem us, she knows it all to well - He comes and goes, he comes and goes, she knows it all too well - But when all is said and done - The sun goes down” (“The Sun Goes Down”, 1983).


H εξάρτηση του Lynott ήταν κοινό μυστικό στα αδηφάγα κοράκια της μουσικής βιομηχανίας. Αφού τον ξόδεψαν επί επτά χρόνια συνεχών περιοδειών, μάνατζμεντ και δισκογραφική ήταν όλο και πιο απρόθυμοι να του δώσουν κι άλλες ευκαιρίες, καθώς η μουσική άλλαζε και καινούριες μουσικές αγελάδες περίμεναν για άρμεγμα. Συλλήψεις και μπλόκα για κατοχή ναρκωτικών τον στρίμωξαν σε τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις στην Αγγλία. Είχε γίνει πλέον «εύκολος στόχος». Περιτριγυριζόταν από ντήλερς του θανάτου που αποκαλούσε φίλους του, γιατί τους χρειαζόταν. Για να κρατηθεί στα πόδια του, αλλά και για να τον ξεμπλέξουν από τα γρανάζια του νόμου.

Το ’82, ο Gorham, σε άθλια φυσική και ψυχική κατάσταση, αποφάσισε να παρατήσει τη μπάντα για να ξεκόψει. Όμως ο Lynott είχε το χάρισμα να μεταπείθει. Παρακαλώντας, πειθαναγκάζοντας, εκβιάζοντάς τον συναισθηματικά. «Χωρίς εσένα, δεν μπορώ. Άλλο ένα άλμπουμ και μια αποχαιρετιστήρια περιοδεία, μετά θα καθαρίσουμε και θα ξαναφτιάξουμε τη μπάντα, όπως παλιά».  

 Φέρνοντας στην ομάδα τον πιο hot Βρετανό κιθαρίστα, τον 23χρονο John Sykes, ο Lynott ετοίμασε την ηρωϊκή του έξοδο. «Μην πείτε στον John ότι θα διαλύσουμε μετά την περιοδεία, θέλω να τα δώσει όλα», μηχανορραφούσε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Το “Thunder And Lightning” (Μάρτιος του ’83) ήταν ένα σφριγηλό άλμπουμ γεμάτο μεταλλική ορμή, που ξανακέρδισε το σκληροπυρηνικό κοινό, ανοίγοντας ταυτόχρονα τις πόρτες στις ορδές των νεαρών headbangers που είχαν αρχίσει να γίνονται η πλέον εύρωστη αγοραστική δύναμη της καινούριας δεκαετίας.





Η τελευταία περιοδεία ήταν δραματική. Πάνω στη σκηνή δεν υπήρχε τίποτε που να μπορεί να σταθεί στο διάβα του γκρουπ. Μόλις όμως τα φώτα χαμήλωναν, η κόλαση της εξάρτησης κατάπινε κάθε ικμάδα ζωής του Μαύρου Ρόδου απ΄το Δουβλίνο. Ο γάμος του κατέρρευσε και ήξερε ότι με το τέλος της περιοδείας θα ήταν πλέον χωρίς συμβόλαιο, χωρίς μάνατζερ, χωρίς συνεργό (τον Gorham, ο οποίος είχε βάλει βέτο ότι αποχωρεί από τη μουσική για να καθαρίσει), απολύτως μόνος. Αυτός και η σύριγγα.

Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1983 στη Νυρεμβέργη, δόθηκε η τελευταία συναυλία των Thin Lizzy. Οι χιλιάδες του κοινού χειροκροτούσαν συγκινημένοι, αλλά ο περίγυρος της μπάντας, από τους φροντιστές, τους τεχνικούς ήχου έως και τους σκληροτράχηλους  roadies, ξεσπούσε σε κλάματα, για διαφορετικό λόγο. Ο αρχηγός τους ήταν φανερό ότι ήταν σε ελεύθερη πτώση.

Τα τελευταία δύο χρόνια ήταν εφιαλτικά. Οι μουσικοί που βρήκε για το σχήμα που ονομάστηκε Gran Slam δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τους Thin Lizzy και τα κομμάτια που πρόβαραν και έπαιζαν αντιμετωπίζονταν με αδιαφορία από τις δισκογραφικές. Έπαιζε οπουδήποτε για να βρει ρευστό και να ικανοποιήσει το αδηφάγο τέρας με το οποίο συμβίωνε καθημερινά. Στα μέσα του ’85 έδωσε δύο κομμάτια στον παλιόφιλο Gary Moore και συμμετείχε στο “Run For Cover” μόνο και μόνο για να μπορέσει να τσεπώσει 5.000 λίρες σε ρευστό, οι οποίες εξαϋλώθηκαν μέσα σε ώρες.

Το καλοκαίρι του “Live Aid”, δέχθηκε το τελευταίο μουσικά καθοριστικό χτύπημα. Ο Bob Geldof, ιθύνων νους του όλου εγχειρήματος, παλιός γνώριμος και θαυμαστής των Lizzy, από κείνους που ο Lynott βοήθησε, όταν ’77 και ’78 ξεκινούσαν οι “Boomtown Rats”, τον αγνόησε. Ενώ οι κάθε λογής Thomson Twins εμφανίστηκαν μπροστά στο κοινό του Wembley εκείνη τη σημαδιακή μέρα, ποτέ δεν χτύπησε το τηλέφωνο του Lynott για να συμμετάσχει στο βρετανικό σκέλος του μεγαλύτερου live event όλων των εποχών. Η αίσθηση ότι γινόταν γρήγορα μια αγνοημένη υποσημείωση στη ροκ ιστορία τον κατέπνιξε, ρίχνοντάς τον σε ακόμη μεγαλύτερη κατάθλιψη.

Στα τέλη του ’85 είχε αποσυρθεί στο σπίτι του στο Kew. Στην τελευταία του τηλεοπτική συνέντευξη το Δεκέμβρη του ’85 έδειχνε πλαδαρός, καταβεβλημένος, ανασφαλής και συγκεχυμένος, χωρίς σαφή σχέδια για το μέλλον. 

Η Philomena ήταν πάντα περήφανη για τις επιτυχίες του γιου της. Ανησυχούσε για το άσθμα που τον κυνηγούσε από μικρό, αλλά τα ξεχνούσε όλα με μια ζεστή αγκαλιά κι ένα χάδι, κάθε φορά που ο Phil την επισκεπτόταν στο Δουβλίνο, στο σπίτι που της είχε αγοράσει για τα 50ά γενέθλιά της. «Όταν ήταν μικρός, συχνά μου έλεγε “μια μέρα μαμά θα σου αγοράσω πολλά μπουκαλάκια με τα πιο ωραία αρώματα και ένα μεγάλο, ένα τεράστιο σπίτι για να μπορούμε να ζούμε μαζί’’». Η επιτυχία και τα ταμπλόϊντ την ανησυχούσαν, αλλά λίγα μπορούσε να κάνει. «Scott, σε εξορκίζω, να μην αφήσεις τον Phil να μπλέξει με τίποτα βαριά πράγματα», είχε πει εμπιστευτικά στον Gorham στις αρχές του ’81. Πού να ήξερε σε ποιόν μιλούσε. «Μου το κρατούσαν όλοι κρυφό μέχρι το τέλος», θα πει αργότερα με πίκρα.


Αν και δεν έφυγε σχεδόν καθόλου από κοντά του τις τελευταίες 11 μέρες της ζωής του, η Philomena κατάλαβε ότι κάτι άσχημο συμβαίνει μόλις λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα του ’85. «Χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού ένας λιγδιάρης σκελετωμένος τύπος που ζητούσε μια επιταγή που είχε αφήσει ο Phil  γι’ αυτόν. Του είπα να τσακιστεί να φύγει, έσκισα την επιταγή μπροστά του και τον είδα να φεύγει τρέχοντας όταν του είπα ότι θα φωνάξω την αστυνομία».
Δεν μπορούσε να πιστέψει το μοιραίο, ούτε όταν ανήμερα τα Χριστούγεννα τον βρήκε αναίσθητο στη μπανιέρα του σπιτιού του κι εσπευσμένα μπήκε στην εντατική ενός θεραπευτικού κέντρου για την τοξικοεξάρτηση στο Salisbury.
Η διάγνωση : σηψαιμία και υπερβολική δόση ηρωίνης. «Τα γόνατά μου λύγισαν όταν είδα έναν ιερέα να μπαίνει στο δωμάτιο που τον είχαν. Τους φώναζα ’’δεν είναι δυνατόν, τί δουλειά έχει εκεί μέσα ο ιερέας;”. Μου είπαν να ησυχάσω, ότι τον είχε ζητήσει ο ίδιος. Μπήκα σαν τρελή μέσα να τον δω. Ήταν πολύ άσχημα».

«Merciful Jesus, what have I done to you, Ma ?»
Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις.
«Κάθε μέρα ακούω τη μουσική του. Πηγαίνω και ρίχνω καθαρό νερό στα λουλούδια που υπάρχουν στο μνήμα του. Του μιλάω, κλαίω, των ρωτάω πώς είναι. Καμιά φορά δεν κρατιέμαι και κλωτσάω το μνήμα του από απόγνωση. Ο γιος μου ήταν ο Elvis Presley της Ιρλανδίας. Το πιστεύω».   

“I am writing from this war - Oh mama, I don't know what I'm fighting for - And have you seen my children? - God bless them, kiss them - And tell them that I miss them
One day I will write for you a love song, mother - As the children say, "I love you", please hold me - And you and I, we will live our life together -- Until that day when we die, I will love you, mother - I will always love you” (“Military Man”, 1985).
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites