Κύπελλο Εθνών '80: Από τον Αρδίζογλου στον Κήγκαν και τον Ντε Μερ. Κανείς ήρωας δεν είναι τέλειος
Τετάρτη, 11 Ιουνίου 1980. Οι διακοπές της Τετάρτης προς Πέμπτη Δημοτικού ξεκινούν μετά το τελευταίο τετράωρο σχολείου, το μεσημέρι του Σαββάτου. Πατριδογνωσία, Ανθολόγιο, Ιστορία, Θρησκευτικά και μετά τρεις μήνες καλοκαίρι.
H δασκάλα μας, η γενειοφόρος διευθύντρια, κάτι μεταξύ σε Βασίλη Διαμαντόπουλο του «Συμβολαιογράφου» και Σαπφώ Νοταρά, αφού  επί εννιά μήνες εφάρμοσε πάνω μας όλο το ρεπερτόριο τιμωριών, το εμπλουτισμένο από 40 χρόνια στις αίθουσες («από δω τα αγόρια, από κει τα κορίτσια», «από δω οι καλοί από κει οι κακοί μαθητές», «από δω οι διαβασμένοι, από κει οι αδιάβαστοι», «ανοίξετε όλοι τα χέρια σας και τεντώστε τα μπροστά σας [χστάααακ ο χάρακας]»), μας ανακοίνωσε το πρωί, τους βαθμούς.
Είναι η τελευταία πράξη κάθε σχολικής χρονιάς. Ακούς το όνομά σου, σηκώνεσαι όρθιος μπροστά στο σκοροφαγωμένο κυπαρισσί θρανίο (μονομπλοκ το τραπέζι να ενώνεται με το κάθισμα και τα σιδερένια πόδια) και περιμένεις μερικά δευτερόλεπτα. Σε βλέπει όλη η τάξη. Η δασκάλα ανακοινώνει έναν βαθμό, συνήθως από 7 μέχρι το 10 (μόνο μια φορά, πέρσι, εκείνος ο φουκαράς ο Αντώνης, που σκοτώθηκε ο πατέρας του σε αυτοκινητικό έξω απ' την «Ήβη» στο Λουτράκι είχε ακούσει 6) και βλέπεις τον συμμαθητή να τον καταπίνει αμάσητο, ή να χασκογελάει βαριεστημένα και να ξανακάθεται.
«Εννέα», ακούω από τη Διευθύντρια. Ούτε κρύο, ούτε ζέστη. «Κ α ν ε ί ς δεν είναι τέλειος», όπως μας υπενθύμιζε όλη τη χρονιά με φωνή καστράτου αρουραίου, κουνώντας και το χάρακα σε μια αδιόρατη άσκηση ξιφομαχίας.
Οκλαδόν πάνω στο κρεββάτι των γονιών μου -τους ακούω στην αυλή να κουβεντιάζουν κάτω απ' τον κισσό- και με το παράθυρο της κρεββατοκάμαρας προς το δρόμο ανοιχτό, να κόψει λίγο η ζέστη, περιμένω να δω στην τηλεόραση την Εθνική. Πρώτος αγώνας του Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης. Τους παίχτες μας τους ξέρω απ' τα χαρτάκια, τις «τύχες». Τα έχουν μέσα τρεις - τρεις οι γκοφρέττες «ΜΕΛΟ». Χρωματιστά παραλληλόγραμμα χαρτάκια με στρογγυλεμένες γωνίες, στο μέγεθος σπιρτόκουτου, που μυρίζουν γκοφρέττα για βδομάδες μετά το άνοιγμα. Στην μπροστινή πλευρά έχουν πορτραίτο του παίχτη, τραβηγμένο συνήθως πριν κάποιον αγώνα - στο φόντο γεμάτες οι κερκίδες. Και στην πίσω, μια φάση του παίχτη σε δράση, με την ημερομηνία γέννησης, τη θέση που παίζει, το σήμα της ομάδας του και δυό αράδες γι' αυτόν, σαν εκείνο το «έχει δυνατό σουτ και με τα δύο πόδια» για τον Γιώργο Ζήνδρο του Άρη. «Μαζεύοντας όλα τα χαρτάκια από 1-100 κερδίζεις δερμάτινη μπάλα ποδοσφαίρου» ενημερώνει με μικρά γράμματα κάτω - κάτω η πίσω πλευρά από κάθε χαρτάκι.
Με τη μαυρόασπρη «ΠΙΤΣΟΣ» σε απόσταση δυό - τρία μέτρα απ' το κρεββάτι, παρακολουθώ την Εθνική να παίζει με την Ολλανδία. Εμείς με άσπρη μπλούζα - σκούρο σορτσάκι κι εκείνοι με μια κάπως γκρι εμφάνιση και άσπρο σορτσάκι. Μπροστά έχουμε το Μαύρο και τον Αρδίζογλου της ΑΕΚ, τον Κωστίκο του ΠΑΟΚ και ο μόνος Ολυμπιακός ο Κυράστας με το «2».

Ο Διακογιάννης λέει ότι «πατάμε καλά στα πόδια μας». Κρατάμε γερά, χωρίς να μας έχουν κλείσει. Έχουμε κάνει και κάτι καλούς συνδυασμούς, αλλά τα σουτ μας είναι νευρικά, πολύ άουτ. Ώσπου, κάπου στο δεύτερο ημίχρονο, γίνεται μια φάση από το πουθενά. Η μπάλα στα χέρια του τερματοφύλακά μας, του Κωνσταντίνου του ΠΑΟ, που την αφήνει μπροστά στα πόδια του Κυράστα, κι εκείνος φεύγει από το πλάϊ της μικρής περιοχής με τη μπάλα για να την κατεβάσει στα γρήγορα. Από τ΄αριστερά της οθόνης πετάγεται ένας Ολλανδός, έρχεται με φόρα, σκοντάφτει χωρίς λόγο πάνω στον Κωνσταντίνου και σωριάζεται κάτω. Ο διαιτητής, χειρονομεί δείχνοντας κάτι που κανένας, ούτε ο Διακογιάννης, ούτε καλά - καλά οι παίχτες μέσα στο γήπεδο, δεν καταλαβαίνουν. Πέναλτυ. Ένας Ολλανδός με όνομα σαν αυτά τα συριχτά επιφωνήματα που εκτοξεύουνε στα χωριά για να διώξουν τις γάτες, παίρνει φόρα και εκτελεί. 1-0. Το δέχομαι στωϊκά. Δεύτερη φορά μέσα στην ίδια μέρα, μετά τους βαθμούς.

Αυτός που έπεσε πάνω στον Κωνσταντίνου είναι ο Ντικ Νανίνγκα. Ο παίχτης που είχε μπει αλλαγή στον τελικό του Μουντιάλ της Αργεντινής και είχε ισοφαρίσει 1-1, δίνοντας προσωρινά ελπίδες στις δημοκρατικές δυνάμεις όλου του πλανήτη, αφού κατάφερε να πάει το ματς στην παράταση με αντίπαλο ολόκληρη χούντα του Βιντέλα.
Η Εθνική στο χρόνο που απομένει, που φαίνεται πολύ λίγος, προσπαθεί. Λίγο πριν από τέλος, κόρνερ του Μάϊκ Γαλάου (έχει μπει αλλαγή μαζί με τον τον Αναστόπουλο, του Πανιωνίου, αυτόν με το μουστάκι) και ο αρχηγός μας, ο ψηλός και κάπως καραφλός σέντερ μπακ του ΠΑΟ, ο Άνθιμος Καψής, πιάνει κεφαλιά και η μπάλα πάει δοκάρι. Ατυχία.

Την επόμενη, η μουβιόλα στα «ΝΕΑ» αναλύει καρέ - καρέ, για να πειστούν κι «όσοι δεν είδαν το παιχνίδι», ότι η μπάλα ήταν μακριά. Ο Κωνσταντίνου δεν είχε λόγο, γιατί ν' απλώσει το πόδι του; Ο Νανίνγκα έχει πέσει μόνος του. Από παραλίγο ήρωας στον τελικό του '78, είναι στα μάτια μου ο πιο μισητός απατεώνας.
«Φως φανάρι», αποφθεγμάτισε ο πατέρας. «Μας τη φέρανε. Ποιός υπολογίζει την Ελλάδα;».
Ο θείος ο Νίκος, εξπέρ στα ποδοσφαιρικά και εγκυκλοπαίδεια των σπορ σε κάθε απορία, όσο χαζή κι αν μοιάζει, έρχεται το απόγευμα στο σπίτι με την «Ελευθεροτυπία» υπό μάλης. «ΕΝ ΨΥΧΡΩ ΕΚΤΕΛΕΣΗ» γράφει ο τίτλος στις σελίδες των αθλητικών. Το όνομα του διαιτητή, Άντολφ Πρόκοπ. Ανατολικογερμανός. Με τέτοιο μικρό όνομα δε γίνεται να τον ξεχάσεις, ακόμα και να θες.


Είναι το πρώτο Κύπελλο Εθνών που γίνεται με 8 ομάδες, χωρισμένες σε δύο ομίλους. Στον δικό μας εκτός από τους Ολλανδούς είναι οι Γερμανοί και οι Τσεχοσλοβάκοι. Στον άλλο είναι οι διοργανωτές Ιταλοί, οι Βέλγοι, οι Άγγλοι και οι Ισπανοί. Διαβάζω ό,τι υπάρχει για το τουρνουά μέσα από τα «ΝΕΑ», εδώ και μια βδομάδα. Κάθε μέρα υπάρχει αφιέρωμα - σεντόνι σε μια από τις ομάδες που συμμετέχουν.
Οι Γερμανοί κατεβάζουν μια πολύ νεαρή ομάδα, μετά το Μουντιάλ της Αργεντινής όπου δεν τα πήγαν καλά. Αστέρι τους είναι ο Ρουμενίγκε της Μπάγερν, ο «καλύτερος παίχτης της Ευρώπης». Ένα άλογο κούρσας επικίνδυνο όσο και το όνομά του, που στ' αυτιά μου ακούγεται σαν μοντέλο βομβαρδιστικού του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι Ολλανδοί, τους είδα και μ' εμάς, δείχνουν υπερόπτες, κουρασμένοι, ανόρεχτοι. μου κάνει εντύπωση που παίζουν στην ομάδα δύο δίδυμοι, ο Βίλυ και ο Ρενέ Βαν Ντε Κέρκοφ.
Οι Τσεχοσλοβάκοι, είναι αυτοί που έχουν πάρει το προηγούμενο Κύπελλο Εθνών, νικώντας στον τελικό τους Γερμανούς. Μου τα λέει ο θείος ο Νίκος με λεπτομέρεια. Τον παρακολουθώ να ανεμίζει μια πίπα σαν του Σέρλοκ Χόλμς με αρωματικό καπνό που δεν αποχωρίζεται ποτέ. «Τσεχοσλοβάκοι. Πρόκειται για μεγάλους τεχνίτες».
Στην Ιταλία, εκεί που γίνεται το κύπελλο, έχει ξεσπάσει ένα μεγάλο σκάνδαλο με πουλημένα παιχνίδια λίγο καιρό πριν. Η Μίλαν, λέει, υποβιβάστηκε στη β΄ κατηγορία και πολλοί παίχτες, σαν τιμωρία, δεν κλήθηκαν στην εθνική Ιταλίας, παρ' ότι το Πρωτάθλημα γινόταν στη χώρα τους και θά 'ταν μεγάλη τιμή να έπαιζαν μπροστά στους φιλάθλους τους. Βλέπω το δισταγμό στο βλέμμα του θείου καθώς επιχειρεί να μου εξηγήσει, διαλέγοντας προσεκτικά τις λέξεις, τη βάρβαρη λέξη «πουλημένα». «Πουλημένα», σα να πρόκειται για μελιτζάνες στη λαϊκή μέσα σε χαρτοσακκούλα.
«Κάποιοι παίχτες πήραν από τον αντίπαλο λεφτά για να μην παίξουν καλά επίτηδες, να βοηθήσουν να χάσει η ομάδα τους. Ατιμία».

Μα ποιός προδότης θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο;
Οι Άγγλοι είναι η ομάδα που υποστηρίζω περισσότερο. Κάτι ο Ρόϋ με τη Μέλτσετσερ, κάτι που το «Αγόρι» έχει βάλει πριν λίγο καιρό σε συνέχειες τη βιογραφία του Κέβιν Κήγκαν σε σκίτσα (την μελετάω με ιερή προσήλωση), είμαι με Αγγλία. Πολύ παράξενο ένας Άγγλος να φύγει από μια καλή αγγλική ομάδα, τη Λίβερπουλ και να πάει στη Γερμανία, στο Αμβούργο. Στο Αμβούργο σταματούσε η βιογραφία. Την περασμένη χρονιά, το '79, ο Κήγκαν είχε πάρει εκείνος, πριν τον Ρουμενίγκε, το βραβείο του «καλύτερου παίχτη της Ευρώπης». Περιμένω να τον δω με μεγάλη περιέργεια. Ε, ρε και να βάλει καμιά γκολάρα.
Οι Βέλγοι είναι μια ομάδα που δε με παραπέμπει σε τίποτα, με τον τερματοφύλακά τους να ακούει στο αστείο όνομα Πφαφ. Οι Ισπανοί έχουν πλάκα για τα τραγουδιστά τους ονόματα, αλλά επίσης δε μπορώ να τους συνδέσω με τίποτα περισσότερο.
Την επόμενη μέρα, Πέμπτη απόγευμα, στρώνομαι στην κουζίνα για το Αγγλία - Βέλγιο, με μάτια ορθάνοιχτα να δω τον Κήγκαν. Είναι στην εντεκάδα, με το «7» στην πλάτη και τη χαίτη, ξεχωρίζει απ' όλους. Σπάνια όμως καταφέρνει να κρατήσει την μπάλα. Οι Άγγλοι προηγούνται μ΄ ένα ψηλοκρεμαστό του Ραίη Γουίλκινς, που μου φαίνεται σα να γίνεται κατά λάθος. Ένας ψηλός Βέλγος, ο Κέλεμανς, ισοφαρίζει λίγο μετά, μετά από ένα τουρλουμπούκι μέσα στη μεγάλη περιοχή. Μέχρι το τέλος οι Άγγλοι προσπαθούν, αλλά δείχνουν άτσαλοι, κάπως ανοργάνωτοι. Οι Βέλγοι παίζουν ένα κόλπο που λέγεται «τεχνητό οφσάϊντ» -που δεν το έχω καταλάβει καθόλου- και σταματάνε συνέχεια τους Άγγλους όταν πάνε να επιτεθούν. Λήγει 1-1. Ο Κήγκαν φεύγει σκυφτός και λίγο τσαντισμένος. «Κανείς δεν είναι τέλειος». Νά' το πάλι στο μυαλό.



Σάββατο 14 Ιουνίου. Τελευταία μέρα σχολείου και το βράδυ η τηλεόραση έξόπορτα ανοιχτή, κι απ΄ τον τέταρτο βλέπω τα γύρω μπαλκόνια όλα φωτισμένα, με τις τηλεοράσεις στη διαπασών μέσα στη ζεστή βραδιά. Παίζουμε με την Τσεχοσλοβακία. Νωρίς το απόγευμα οι Γερμανοί έχουν νικήσει τους -αντιπαθητικούς πλέον, μετά τη «σφαγή» τη δική μας- Ολλανδούς, με 3-2. Οπότε παίζουμε μεταξύ μας οι δύο ηττημένοι του πρώτου αγώνα, γιατί οι αντίπαλοί μας έχουν κι αυτοί χάσει τον πρώτο αγώνα 1-0 απ΄τους Γερμανούς. Ο προπονητής μας, ο Αλκέτας Παναγούλιας, έχει βάλει αυτή τη φορά στην επίθεση τον Αναστόπουλο από την αρχή, μαζί με Μαύρο και Κωστίκο. Πριν καλά - καλά ξεκινήσει το παιχνίδι, ο Αντονίν Πανένκα, ένας Τσεχοσλοβάκος με μουστάκι που εφορμά κάθετα προς το σαγώνι του (ακριβώς ίδιο με του ύποπτου ιδιοκτήτη της πιτσαρίας «Κυκλάμινο», κει δίπλα στο λιμάνι) βαράει ένα φάουλ. Πάει κατευθείαν. Ο Κωνσταντίνου φαίνεται να το πιάνει, αλλά του ξεφεύγει μέσα απ' τα χέρια. 1-0.
«Όχι ρε Βασίλη, όχι ρε Βασιλάκη.» γελάει πικρά ο θείος. Κρίμα. Μόνος του τό' φαγε.
Όπως και με την Ολλανδία, βγαίνουμε μπροστά. Σέντρα ψηλοκρεμαστή του Μαύρου από τα δεξιά, η μπάλα παίρνει την κατιούσα, πετάγεται ο Αναστόπουλος, παρ' ότι κοντός και τον φυλάνε στενά, μια περίεργη κεφαλιά, με φάλτσο, η μπάλα παρακάμπτει τον τερματοφύλακα... και γκολ ! «ΓΚΟΟΟΛ!».

«Μπράβο ρε Νικολάκη ! Είδες ο μικρός; Τό' βαλε το γκολάκι ! Μπράβο ρε Νικόλα!». Στα μπαλκόνια γύρω - γύρω οι τηλεοράσεις δυναμώνουν, κάποιοι σηκώνονται όρθιοι. Ο θείος δεν πετάγεται πάνω, μόνο κάθεται στον καναπέ με σηκωμένα τα χέρια ψηλά. Έχει δει στο γήπεδο να παίζουν μπροστά στα μάτια του Υφαντή, Σιδέρη, Δομάζο, Νεστορίδη, Παπαϊωάννου. Και τώρα βλέπει ένα γκολ διεθνές, το πρώτο μας, ένα γκολ που, επιτέλους, βάζει η Ελλάδα σε αγώνα απέναντι στους καλύτερους. Βγάζει τα γυαλιά προσεκτικά, σπάνια το κάνει, τ' ακουμπάει στο τραπεζάκι. Το χαμόγελό του έχει κάτι από τρέμουλο συγκίνησης, θέλει η στιγμή να μην τελειώσει.
Έλα όμως που τελειώνει. Πάνω που έχουμε πάρει τα πάνω μας, οι Τσεχοσλοβάκοι μας κόβουν στο κέντρο και αφού έχουμε ανέβει όλοι μπροστά, βρίσκουν χώρο και φεύγουν σφαίρα στην αντεπίθεση με το 11. Πάει στα πλάγια, τρέχει να τον κόψει ο Καψής, πού να προλάβει, βγαίνει ο Κωνσταντίνου, το 11 τον πλασσάρει, 2-1. Στο δεύτερο ημίχρονο, προσπαθούμε, στο κάτω - κάτω ένα γκολ θέλουμε. Αγωνία. Κάτι στιγμές φαίνεται να τους έχουμε κλείσει. Αλλά τελικά μια σπόντα πάνω στο σώμα του Ιωσηφίδη του ΠΑΟΚ μέσα στην περιοχή στρώνει την μπάλα σε αντίπαλο κι αυτός μας το καρφώνει. 3-1. Κι αυτό από κουταμάρα. Ο θείος ήσυχος, σα να το περίμενε, στοιχίζει τον καπνό του για να γεμίσει την πίπα και ο πατέρας μου συνοπτικά αποφαίνεται : «Τη φάγαμε».
Πάω να το εκλογικεύσω. Είναι καλύτεροι, έχουν πάρει το Κύπελλο Ευρώπης. Έχουν νταγλαράδες με μουστάκια απείρως πιο απειλητικά απ' του Αναστόπουλου. Τουλάχιστον αύριο φεύγουμε διακοπές οικογενειακώς. Με αδέρφια, ξαδέρφια, θείους και θείες, κονβόϋ κανονικό.
Ολόκληρο το πρωϊνό της Κυριακής περνάει μέσα στο βαρυφοτωμένο Ωτομπιάνκι Α112 που ανηφορίζει προς Λεπτοκαρυά. Η περιοχή γεμάτη Γιουγκοσλάβους τουρίστες. Καταφτάνουν με μικρά Γιούγκο (ίδια τα Φίατ 127) με αστεράκι στη θέση της παύλας που βάζαμε εμείς στις πινακίδες. Παρκάρουν εκεί που ξεκινάει η αμμουδιά και τους βλέπεις να βγαίνουν μέσα απ΄ τα Γιούγκο καμιά δεκαριά άτομα, όπως στο σήμα της εκπομπής του Ροζ Πάνθηρα.
Στο δρόμο προς την παραλία για το πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού, την προσοχή μου τραβάει ένα τρίκυκλο, με καραβόπανο στην καρότσα, όπως οι άμαξες στο Λούκυ Λουκ. Στο πλάϊ έχει γραμμένη με μπλε λαδομπογιά μια παράξενη επιγραφή : «ACκεραυνόςDC - HIGHWAY TO HELL».  Όπως θα μάθω τις επόμενες μέρες, το καβαλάει ο γιος του περιπτερά, που, μπορεί να πηγαίνει και Λύκειο. Τον βλέπω συνέχεια τις επόμενες μέρες, να κυκλοφορεί μ' ένα φανελάκι αθλητικό, τζην κομμένο στο γόνατο και τσιγάρο στο στόμα, να γκαζώνει το τρίκυκλο και να εξαφανίζεται.
Το ίδιο βράδυ - δε βλέπω την ώρα - καταφεύγουμε με το θείο, ως οι δύο πιο ποδοσφαιρόφιλοι από το σόϊ, σε κεντρικό καφενείο της Λεπτοκαριάς. Ψηλοτάβανο, τζαμαρία γύρω - γύρω, μωσαϊκό κάτω, καρέκλα με λιγδιασμένη ψάθα, πλαστικό καρώ τραπεζομάντηλο στα τραπέζια, μπύρες Χέννιγκερ παντού, μυρωδιές από τηγανητά κεφτεδάκια, σαγανάκια και λουκάνικα, ανακατεμένη με γλυκάνισο και καπνό από τσιγάρα. Η τηλεόραση ψηλά, στη γωνία, καρφωμένη στον τοίχο με σιδερένια ούπα, μαυρόασπρη.
Ιταλία εναντίον Αγγλίας. Οι κερκίδες με πολύ κόσμο. Η Ιταλία έχει φέρει 0-0 με την Ισπανία στον πρώτο αγώνα. Όποιος νικήσει βάζει μπρος για τον τελικό. Έχω τα μάτια μου πάλι στον Κήγκαν, που φοράει και το περιβραχιόνιο του αρχηγού.
Αγχωτικό παιχνίδι, με τα κεφτεδάκια να πηγαίνουν και νά 'ρχονται, ενώ οι άντρες μέσα στο καφενείο - μισοί παραθεριστές, μισοί ντόπιοι, σφυρίζουνε, παροτρύνουνε, τουμπάρουνε κομπολόγια και σηκώνονται από τις καρέκλες κάθε φορά που η μπάλα πλησιάζει τα καρέ. Καμία ομάδα δεν είναι καλύτερη. Ο δικός μου δεν μπορεί να σταυρώσει μπαλιά. Μια - δυό φορές που την πήρε και πήγε να γυρίσει προς το τέρμα, πότε ο Οριάλι, πότε ο Μπενέτι, πότε ένας Κολοβάτι έπεφταν επάνω του και του έκαναν φάουλ. Λίγο πριν το τέλος, ο Γκρατσιάνι ξεφεύγει απ΄τον Φιλ Νηλ και σεντράρει στην καρδιά της Αγγλικής άμυνας, πετάγεται ο Ταρντέλι σα βέλος και το βάζει. Οι Ιταλοί ο ένας πάνω στον άλλον πανηγυρίζουν. Ο Κήγκαν φτύνει με απόγνωση, ξανά τον δείχνει με τα χέρια στη μέση. 
Ωραίες οι διακοπές όταν είσαι εννιά. Μπάνιο μέχρι το μεσημέρι και μετά οικογενειακώς στην ταβέρνα. Εκεί το μενού στάνταρ, κόντρα τις γονεϊκές συστάσεις: τρομακτικής νοστιμιάς μπιφτέκια στα κάρβουνα περιστοιχισμένα με βουναλάκια από πατάτες τηγανητές συν αραβουργηματάκι δίπλα από κέτσαπ και μουστάρδα. Από το ραδιόφωνο της ταβέρνας ακούγεται το «Μ' αγαπούσες θυμάμαι μια φορά», συχνά μαζί μ' ένα ντίσκο κομμάτι που τραγουδάει μια φωνή κάπως ξετσίπωτη (σ.σ. πολύ αργότερα κατάλαβα ότι ήταν το "Heart Of Glass" από Blondie).
Τα απογεύματα τη βγάζω καταπίνοντας τα «πολεμικά» («ΚΡΑΝΟΣ», «ΠΟΛΕΜΟΣ», «ΤΑΝΚΣ», «ΕΦΟΔΟΣ») και τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» («Η Ανταρσία του Μπάουντυ», εκείνη τη βδομάδα) από το περίπτερο του ACκεραυνόςDC.
Το βράδυ βόλτα για παγωτό στην παραλία. Το θερινό της Λεπτοκαριάς παίζει τη «Ναυμαχία του Μιντγουέί» και ψοφάω στο γέλιο κάθε φορά που βλέπω στις φωτογραφίες στην προθήκη με τον Τσάρλτον Ήστον. Άκαμπτη έκφραση, επιβλητικό παράστημα, στολάρα και στ' αγγλικά το όνομά του να γράφεται «Χέστον».
Το τρίτο ματς της Εθνικής είναι με Γερμανία, πάλι στο κεντρικό καφενείο. «Είμαστε αποκλεισμένοι, θα παίξουμε μόνο για το γόητρο» μου εξηγεί ο θείος, καθώς στριμώχνει τον καπνό στην πίπα. Αυτή τη φορά παίζουμε με σκούρα φανέλλα, με κάτι άσπρα πέτα σα σαλιάρες. Στο τέρμα ο Πουπάκης, που ενώ παίζει στον ΟΦΗ, εγώ τον έχω απ΄τα χαρτάκια ως ερυθρόλευκο. Μέσα πάλι κι ο Μαύρος, ο Αρδίζογλου, ο Νικολούδης που είναι και αρχηγός. Πίσω Ραβούσης - Νικολάου. «Σχεδόν όλη η ΑΕΚ, έτσι;».  Τό'χω μάθει καλά το μάθημα.
Ο θείος γνέφει καταφατικά, με τα μάτια καρφωμένα στην ψηλοκρεμαστή τιβί. Οι Γερμανοί, λέει, «έχουνε περάσει στον τελικό». Πώς γίνεται να έχουνε κιόλας περάσει; Κι αν τους νικήσουμε; Ζητάει ένα μολύβι απ΄το Μιχάλη το γκαρσόνι και σημειώνει σε μια χαρτοπετσέτα τη βαθμολογία του ομίλου μας. Στο απογευματινό παιχνίδι Ολλανδία και Τσεχοσλοβακία ήρθανε 1-1. Και οι δύο έχουνε χάσει από τους Γερμανούς, τελειώσανε τα παιχνίδια τους με 3 βαθμούς και οι δύο, αλλά οι Τσεχοσλοβάκοι είναι δεύτεροι, γιατί έχουν καλύτερη διαφορά τερμάτων 4-3, ενώ οι Ολλανδοί 4-4. Ότι και να γίνει, οι Γερμανοί με 4 βαθμούς που έχουν, είναι ήδη πρώτοι, ακόμη κι αν τους νικήσουμε.
Παρ' ότι καθόλου σωστό δεν το βρίσκω, μέσα από τη μαυρόασπρη οθόνη ξεκινά η μάχη. Όχι όμως μεταξύ γάτας και ποντικιού όπως περίμενα. Οι δικοί μας παίζουν στα ίσα. Μπορεί ο Ρουμενίγκε, που είναι σα να παίζει συνέχεια σκυφτός, να προσπαθεί να βάλει τη μπάλα μπροστά και να μας πάρει παραμάζωμα, όμως τα τάκλιν πάνε σύννεφο. Στο πρώτο ημίχρονο, ο Γαλάκος φεύγει γρήγορα στην αντεπίθεση. Τον εμποδίζει ένας Γερμανός στο ύψος της περιοχής, σουτάρει ... απογοήτευση. Οι  Γερμανοί έχουν κι αυτό το γομάρι, έναν Χρούμπες, που φαίνεται διπλός μπροστά στους άλλους και δεν μπορούν οι δικοί μας ούτε να τον σπρώξουν. Σέντρες από δεξιά, από αριστερά, πάντα Ραβούσης και Νικολάου είναι κολλημένοι πάνω του. Ο Ντίνος Κούης του Άρη κερδίζει τις κόντρες και σουτάρει με δύναμη, αποκρούει και μαζεύει ο Γερμανός τερματοφύλακας. Το καφενείο όρθιο.
Δεύτερο ημίχρονο, Ο Γαλάκος σεντράρει για τον Μαύρο, που κερδίζει την κεφαλιά από τον Γερμανό αρχηγό, τον Κούλμαν, η μπάλα στα πόδια του Κούδα, που έχει μπει αλλαγή στη θέση του Νικολούδη, είναι μέσα στην περιοχή, σουτάρει, μπλοκάρει ο Γερμανός, όρθιος. Αυτό το τέρμα είναι εκνευριστικά ψύχραιμο. Τον λένε Χάραλντ Σουμάχερ.
Ενθουσιασμός κατά κύματα στο καφενείο με κάθε ελληνική επίθεση. Και να νικήσουμε δεν προκρινόμαστε, αλλά όλοι θέλουμε ένα γκολ, ένα γκολ στους Γερμανούς. Παίζουμε χωρίς φόβο. Ο Αρδίζογλου, ο μοναδικός με τις κάλτσες κατεβασμένες μέχρι κάτω, πρώτος απ' όλους δείχνει να μη μασάει. Ζυγίζει με το αριστερό σα να παίζει σε γηπεδάκι με χαλίκι και πιάνει μια βολίδα. Πριν προλάβει ο Σουμάχερ να σηκώσει γάντι, η μπάλα σκάει με πάταγο ίσια στο δοκάρι. Παρατεταμένο «Ωωωωωωω», φωνές και κάτι μασημένες βλαστήμιες.
«Νά' μπαινε αυτό !!!».
«Μπ'άβο 'ε Χρηστά'α, παιχτα'ά!» επευφημεί με μερικά δευτερόλεπτα καθυστέρηση ο χυμένος σε μια καρέκλα αρχηγός των βαρελοφρόνων. Γέλια παντού. 
Το παιχνίδι λήγει 0-0. Δε νικήσαμε, είναι όμως σα να έχουμε νικήσει.
Κάτι μέρες αργότερα, το σκηνικό για τον μικρό τελικό στήνεται στο φουαγιέ του ξενοδοχείου που μένουμε. Ιταλία - Τσεχοσλοβακία, για το ποιός θα πάρει την τρίτη θέση. Οι Ιταλοί είναι απογοητευμένοι, καθώς στον τρίτο αγώνα του δικού τους ομίλου, δεν κατάφεραν να νικήσουν το Βέλγιο. Ήρθαν 0-0 και οι Βέλγοι τελικά ήταν αυτοί που προκρίθηκαν στον τελικό, απέναντι στους Γερμανούς. Έχω πάρει μπλοκ ζωγραφικής και με βοήθεια από τα αθλητικά της «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ» φτιάχνω το γήπεδο, τα τέρματα και τις δύο ενδεκάδες, με τους παίχτες στις θέσεις που πρέπει ο καθένας να έχει στην εξέλιξη του παιχνιδιού. 4-3-3, 4-4-2. Ρωτάω το θείο για το ποιός πιάνει ποιόν. Τα τρία μου στυλό είναι υπεραρκετά. Μπλε, κόκκινο, μαύρο.
Το παιχνίδι στην τηλεόραση ξεκινά και το πρώτο που παρατηρώ είναι ότι οι Τσεχοσλαοβάκοι φοράνε άσπρη μπλούζα, κι όχι κόκκινη όπως την έχω ζωγραφίσει. Ο θείος μου εξηγεί ότι ναι, κανονικά φοράνε κόκκινη φανέλα, αλλά αυτή τη φορά φοράνε άσπρα για να μη μπερδεύεται ο κόσμος στην τηλεόραση. «Και οι δύο φανέλλες θα φαίνονταν σκούρες».
Η Ιταλία μοιάζει καλύτερη, αλλά ο τερματοφύλακας των Τσεχοσλοβάκων είναι σε φόρμα. Αποκρούει σουτ από Γκρατσιάνι, Μπέτεγκα (που περιέργως έχει άσπρα μαλλιά, καλά πόσο πιο μεγάλος είναι από τους υπόλοιπους;) και Κάουζιο (μοιάζει με το δικό μας τον Αναστόπουλο με μουστάκι που φαίνεται από χιλιόμετρα). Στο δεύτερο ημίχρονο, Οι Τσεχοσλοβάκοι εκτελούν με πάσα ένα κόρνερ, πολύ έξω απ' τη μεγάλη περιοχή. Απ' τα αριστερά της τηλεόρασης έρχεται ένας Τσεχοσλοβάκος, παίρνει μέτρα και τραβάει ένα σουτ, απ΄αυτά που στα διπλά στο σχολείο λέμε «τσαρούχι», που πάει και καρφώνεται ίσια στο γάμμα του ιταλικού τέρματος. Το στυλό μου πέφτει απ΄τα χέρια. Τον είχα ζωγραφίσει ήδη στην βασική ενδεκάδα στο αριστερό άκρο της άμυνας. Είχε το παράξενο όνομα Γιούρκεμικ και το «3» στην πλάτη.  Η Ιταλία αρχίζει να ζορίζεται και ισοφαρίζει λίγο μετά με τον Γκρατσιάνι με κεφαλιά. Ο αγώνας πάει στα πέναλτυ. Πρώτη φορά τέτοιο πράγμα. Στα 5, όποιος βάλει τα περισσότερα. Αγωνία. Και οι δύο ομάδες εύστοχες, 5-5. Γκρο πλαν της κάμερας στα πρόσωπα παικτών και τερματοφυλάκων. Πολύ κουρασμένοι.
«Και τώρα;»
«Τώρα ένα ο καθένας κι όποιος το χάσει».

Αυτός που χάνει το ένατο πέναλτυ στη σειρά είναι ο Ιταλός Κολοβάτι με την αφάνα. Οι Τσεχοσλοβάκοι, οι μέχρι τώρα Πρωταθλητές, πανηγυρίζουν. Είναι τρίτοι στην Ευρώπη. Ο θείος ρίχνει μια πιο σύνθετη εξήγηση : «Δε χαίρονται μόνο που κερδίσανε. Τώρα θα τους αφήσουνε να πάρουν μεταγραφή σε όποια ομάδα θέλουνε». Απορώ. Γιατί, δηλαδή, μέχρι τώρα δεν μπορούσανε;
Η επομένη είναι η μεγάλη βραδιά, του τελικού. Γερμανία εναντίον Βελγίου, στο ίδιο καφενείο της Λεπτοκαριάς. Τις φάτσες στο καφενείο έχω αρχίσει πια να τις γνωρίζω. Πατεράδες με τους γιους τους, μαυρισμένοι απ' τον ήλιο των διακοπών. Γερόντια με το ηλιόκαμα του χωραφιού σ' όλο τους το πρόσωπο, ντόπιες μπεκρόφατσες με κοιλιές στρογγυλές μέσα σε αθλητικά φανελάκια, η στρουμπουλή «κυρα-Βασιλική» με κότσο και ποδιά πάνω απ΄το εμπριμέ φόρεμα, αεικίνητο εξτρεμ ανάμεσα απ΄τα τραπέζια, να σερβίρει μπύρες και σαγανάκια.
Το μόνο πράγμα που γνωρίζω απ' το Βέλγιο είναι ο Τεν-Τεν, κινούμενο σχέδιο που δεν πολυκάνω κέφι, καθ΄ ότι η φάτσα του λίγο μπούλικη, άσε που τα τεύχη του είναι ακριβά και κάπως σπάνια στα περίπτερα. Ανάλογα εξωτική είναι στα μάτια μου και η ομάδα του Βελγίου, που την έχω δει μόνο με την Αγγλία. Πφαφ στο τέρμα, σημαδιακός λόγω ονόματος. Κέλεμανς, με το «11» ο ψηλός, ο μόνος που παίζει με τις κάλτσες κατεβασμένες, σαν τον Αρδίζογλου. Ο Γκέρετς, το «2» με το μούσι, οι δύο φάτσες με το ακούρευτο μαλλί και τα παρόμοια ονόματα, ο Βαντερέϋκεν και ο Βαντερέλστ. Πιο πολύ μου κάνει εντύπωση το «8» με την καραφλίτσα, σαν πατέρας των άλλων παιχτών. Και στα διπλά που παίζαμε οι μικροί, όλα κι όλα, όποια ομάδα είχε έναν πατέρα, κέρδιζε πάντα.
Ο θείος με τροφοδοτεί με τις απαραίτητες απαντήσεις: Ο Βαν Ντε Μερ είναι πιο μεγάλος, κανονικά είχε σταματήσει το ποδόσφαιρο. Όμως ο προπονητής του Βελγίου, ο Γκυ Τάϊς (άλλος με μυστήριο όνομα), πίστευε ότι μόνον εκείνος μπορούσε να βοηθήσει την ομάδα σε μια τόσο σοβαρή διοργάνωση όπως το Κύπελλο Εθνών. «Όχι μόνο τα παράτησε όλα και ήρθε με την ομάδα, αλλά μέχρι τώρα είναι ο καλύτερος παίχτης του Βελγίου. Το λένε σε όλη την Ευρώπη». 
Το παιχνίδι ξεκινάει, οι Γερμανοί εμπνέουν φόβο. Έχουν πετάξει έξω τους Πρωταθλητές, τους Τσεχοσλοβάκους, νίκησαν τους Ολλανδούς, στους Βέλγους θα κολλήσουν; Καλά - καλά δεν έχω πιει τις πρώτες γουλιές από τη μπλε Φάντα μου, όταν ο ξανθός με το «6», ο Σούστερ ανοίγει για τον Χρούμπες. Αυτός κοντρολάρει με την κοιλιά, αποφεύγει το μπακ και σουτάρει συρτά στη γωνία του Πφαφ, που όσο κι αν απλώνεται, το τρώει. 1-0. Οι Γερμανοί συγχαίρουν ο ένας τον άλλο σα μπετόβεργες που τις ακουμπάει ο μάστορας τη μία πάνω στην άλλη. Σιγή στο καφενείο. Ο Κλάους Άλοφς με το μουστάκι κάνει ένα σλάλομ, αλλά σουτάρει ψηλά. Θα νικήσουνε.
Στο ημίχρονο, οι διαφημίσεις της ΕΡΤ, λάϊτ μοτίφ της αγωνίας. Παίζουν οι ίδιες από την αρχή του Εθνών. Τζην παντελόνια Lee, με τους δύο αστυνομικούς (γυαλί αδιαπέραστο, μοτοσυκλέττες - θηρία, λευκό κράνος και τετράγωνο σαγώνι), να κυνηγούν ένα νεαρό ζευγάρι, που ξεσκίζεται να πηδάει συρματοπλέγματα, να κουτρουβαλάει πλαγιές και τα τζην του να μην σκίζονται. Στο τέλος, οι αστυνομικοί, θαυμάζοντάς τους που τα κατάφεραν, χαμογελάνε και τους χαιρετάνε από μακριά. Και σε μια νότα διαφορετική, να πέφτει καπάκι η διαφήμιση για τα Φρουί ζελέ «ΓΙΩΤΗΣ», με την τρελλιάρικη μουσική («αμπαμπαμπα-χουμ-μα-μαου») και το ζελέ να ακουμπιέται με κουτάλι στη γλωσσάρα μιας κοπέλας που το καταπίνει χαμογελώντας.
Δεύτερο ημίχρονο, οι Βέλγοι αρχίζουν κι ανοίγονται. Ο Ντε Μερ τρέχει, κόβει και δείχνει με τα χέρια στους συμπαίκτες του διαδρόμους. Οι Γερμανοί κάνουν παράλληλες πάσες. Κάποια στιγμή, μένει λίγος χρόνος, οι Βέλγοι κλέβουν τη  μπάλα στη σέντρα και ο Βαντερέϋκεν φεύγει μόνος του μπροστά, κι επιταχύνει. Ο Γερμανός ο Στίλικε τον ακολουθεί, δεν μπορεί να τον φτάσει και τον πετάει κάτω.

«Πέναλτυ» !
Το ρηπλαίϋ δείχνει ότι είναι έξω απ' τη γραμμή της περιοχής. Συμφωνεί κι ο Διακογιάννης. «Ήταν από πίσω ο διαιτητής... Η φάση έγινε γρήγορα. Δεν το είδε», μονολογεί ο θείος. Έντονες, αντικρουόμενες αισθήσεις με ζώνουν. Είναι αδικία το πέναλτυ. Κανονικά πρέπει να νικήσουν οι Γερμανοί. Αλλά ...οι Γερμανοί; Ο Βαντερέλστ πάντως πιάνει την ευκαιρία απ' τα μαλλιά. Παίρνει φόρα προσεκτικά και πλασσάρει σωστά τον Σουμάχερ. 1-1. Στο καφενείο αναβρασμός.  Με τους Γερμανούς δεν είναι κανένας, αλλά οι γέροντες με τα κομπολόγια δεν μπορούν και να κάνουν το μαύρο - άσπρο.
«Δεν το είδες ρε Γιώργη, δύο μέτρα απ' έξω ήντονε».
Θα έχουμε πάλι πέναλτυ; Το παιχνίδι πάει προς το τέλος. Οι Βέλγοι έχουν έναν τρομερό ενθουσιασμό, πάνε για δεύτερο, παραπατάει ο Κέλεμανς, χάνει τη μπάλα. Κόρνερ. Εκτελεί ο Ρουμενίγκε, ο Πφαφ δεν τη φτάνει, από πίσω βρίσκεται ο Χρούμπες, με το κεφάλι, 2-1. Οι Γερμανοί είναι Πρωταθλητές Ευρώπης.

Ρουφάω πια αέρα από το κουτάκι της Φάντα, καθώς βλέπω ν' αγκαλιάζουν τον Χρούμπες όλοι οι Γερμανοί παίχτες, καθώς μαζεύονται για να σηκώσουν το Κύπελλο. Οι Βέλγοι χειροκροτούν το κοινό. Άξιοι αντίπαλοι. Παρά λίγο νικητές. Δεν τους περίμενε κανείς να τα καταφέρουν, να φτάσουν μέχρι τον τελικό και να παίξουν στα ίσα. Νιώθω να είμαι μαζί τους. Δε με ακουμπάει αυτού του είδους ο κερδισμένος, ο ισχυρός, χωρίς να μπορώ να πω ακριβώς το γιατί. Είναι κάτι στιγμές που είμαι, σχεδόν μοιραία από τότε, με το πλευρό των αουτσάϊντερ.
Την επόμενη, τελευταία μέρα των διακοπών, πατέρας και θείος στον πρωϊνό καφέ ανταλλάσσουν εφημερίδες, όπως κάθε μέρα. «Τα Νέα» για την «Ελευθεροτυπία».
«Τελικά, οι Γερμανοί νικήσανε χτες, ε;», πετάει αδιάφορα ο πατέρας. «Ναι, το είδαμε στο καφενείο. Ωραίο παιχνίδι.» πάει να επιβεβαιώσει ο θείος. Αλλά σταματάει. Ξέρει ότι πατέρας μου πάντα πετάει το δόλωμα στο ποδοσφαιρικό μικρόβιο μόνο και μόνο για να το ξεπαστρέψει.  «Ο διαιτητής έδωσε ένα πέναλτυ στο Βέλγιο που δεν ήταν», πετάω πριν καλά - καλά το σκεφτώ. Τη μετέωρη αίσθηση για το τί είναι δίκαιο και τί όχι, το τί προτιμώ και τί όχι στο ποδόσφαιρο την κουβαλάω ατόφια από το προηγούμενο βράδυ.
«Α, ρε... το όπιο του λαού. Για κοίτα δω. Την ώρα που όλοι ασχολούνται με τη μπάλα, να, ορίστε. Η Γερμανία, λέει, αποφάσισε να δώσει 30 εκατομμύρια στρατιωτική βοήθεια στην Τουρκία. Και σεις μου λέτε για το πέναλτυ...». Διπλώνει την «Ελευθεροτυπία» ζοχαδιακά και συνεχίζει το διάβασμα. Το ξανασκέφτεται.
Το βρίζει το ποδόσφαιρο, όμως ξέρει ότι αυτό το τόπι και τα αποτελέσματά του πολλές φορές παίζει το ρόλο όσων πρέπει να γίνουν και να ειπωθούν, αλλά δεν μπορούν.
«...Αλλά, εδώ που τα λέμε, χάθηκε να δώσει κι άλλο ένα πέναλτυ στους Βέλγους αυτός ο διαιτητής;».
Γελάμε και οι τρεις.
 Ωραίο καλοκαίρι εκείνο.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites