Έχει μπει Σεπτέμβριος του ’86, λίγο πριν αρχίσουν τα σχολεία. Χαζεύω τις σκουριασμένες προθήκες με τα περιοδικά στο περίπτερο πού’ ναι κοντά στο τουριστικό του Φλοίσβου. Ξεδιαλέγω το “Heavy Metal”, τεύχος Σεπτεμβρίου. Απ΄έξω οι Motorhead, οι τρεις φιγούρες τους κομμένες σε κολλάζ πάνω σ΄έναν ξεκάρφωτο λαχανί φόντο.
«Αφιέρωμα», γράφει. Στο εσώφυλλο κάποιος DaveMeniketti. Έτσι, χωρίς άλλο στοιχείο. Κατσαρή μαλλούρα, άσπρη πουκαμίσα, τζην, χαϊμαλώδες περιβραχιόνιο, κρατάει όρθια μια Γκίμπσον, σε μια παθιασμένη γκριμάτσα. Έτσι ήρθαν οι Y&T στη ζωή μου. Νοέμβριος του ’90, το τρίτο έτος της σχολής ξεκινά. Αραχτός στο φοιτητικό δωμάτιο διαβάζω δισέλιδη συνέντευξη στο “Heavy Metal – (που έχει γίνει πλέον) Metal Hammer”. «Καινούρια προσπάθεια» των Y&T, με το άλμπουμ “Ten”.
Στη φωτογραφία, ο Meniketti.
Μπούκλα με ανταύγειες, βλέμμα αποφασιστικό, χέρια στη μέση και πέτσινο στολισμένο μ’ ένα κάρο ασημένια καργιολίκια. Tο νέο άλμπουμ, λέει, έχει κομμάτια δοκιμασμένα για δύο χρόνια live, από τα πιο αγαπημένα των φαν τους. Καλά. Αυτά μας τά’ παν κι άλλοι. Κάτι μέρες αργότερα παρακολουθώ το μεταμεσονύκτιο "Headbangers Ball" της Κυριακής. και μπαίνει το βίντεο του “Don’t Be Afraid Of The Dark”. Το γκρουπ παίζει σε μια αποθήκη, ενώ παρεμβάλλονται φλόγες και μαυρόασπρα πλάνα από κάτι γκόμενες αφ΄υψηλού. Με τα δεύτερα φωνητικά και το ευθύβολο ρεφραίν του, είναι ένα ακόμα από τα πολλά hard rock βίντεο που για να σου μείνει το cool τους πρέπει να τα ξαναπαίξει το MTV - δεν τα προλαβαίνεις.
Καλοκαίρι του ’91. «Αρχαίος» φοιτητής στο Φυσικό, με βαριά αφάνα και ακόμη πιο βαρύ παρελθόν ως τραγουδιστής σε μπάντες που θ’ άξιζαν καλύτερη τύχη, μου χαρίζει όλα τα τεύχη του “Heavy Metal”, από το πρώτο, του Ιανουαρίου του ’85 μέχρι και του Μαΐου του ’86. Εκεί, μεταξύ πολλών φοβερών και τρομερών, βρίσκω δύο – τρεις εκτεταμένες αναφορές στους Y&T. Όχι ακριβώς αφιερώματα, λίγο από συνέντευξη, λίγο από ιστορική αναδρομή και το υπόλοιπο φωτογραφίες. Η μπάντα, εκτός από τον κατσαρομάλλη με μαγουλάκιαDave Meniketti στη lead κιθάρα και τα φωνητικά, έχει μπασίστα τον Phil Kennemore, έναν κάπως πιο φωτογενή ψηλέα, ρυθμικό κιθαρίστα έναν λερό μελαχρινό με μπαντάνα-κατάρα και φάτσα χτικιάρη Tony Montana, ονόματι Joey Alves και ντράμερ τον Leonard Haze, έναν ημικαραφλοχαιτά με γλαρό βλέμμα αλά John Belushi. Δεν είναι τυχαίο που δεν πήγαν πουθενά με τέτοια συστοιχία από μούρες στα χρόνια παντοκρατορίας του MTV.
Η δεκαετία του ’90 πέρασε από πάνω μου σαν μια εποχή καταναγκαστικής μουσικής αποξένωσης. Τα ροκ ήθη άλλαξαν βίαια, σαν από εκδίκηση σε όσους είχαν πατήσει τα είκοσι, που καλούμασταν όλοι να μην έχουμε παρελθόν. Μέχρι να βάλει την καραμπίνα στο στόμα του εκείνος ο τύπος, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Κάπως καλύτερα, όταν έφτασε ’98-’99. Τότε, το νταούνιασμα του alternative είχε γίνει κι αυτό μια mainstream επιλογή, η μόδα του grunge είχε αφήσει μετρημένα στα δάχτυλα σημαντικά συγκροτήματα (και μια ανεκτικότητα των ακροατών στο χαμηλό κούρδισμα της κιθάρας) και κυρίως είχαν αρχίσει να επανεκδίδονται σωρηδόν τα remasters των κλασσικών άλμπουμ των ‘70s και των ‘80s. Όμως, πίσω στο καλοκαίρι του ’92, στην καρδιά της εναλλακτικής λαίλαπας, πουθενά – κυριολεκτικά πουθενά – σε όλα τα Εξάρχεια δεν παίζεται ούτε ένα κομμάτι που να έχει σόλο κιθάρα. Καθώς εξακολουθώ να διανύω την εποχή της κασσέτας και του δίσκου, αντιστεκόμενος σθεναρά στο cd, ένα ελαφρώς ρέμπελο και παντελώς ανύποπτο μεσημέρι, παίρνω από το “Rock City” της Ακαδημίας, την κασσέτα “Y&T – Anthology”. Κόκκινη, με τα αρχικά του logo σε ένα ασημένιο οικόσημο.
Από τις πρώτες νότες, ο ήχος με ραίνει σαν αγιασμός. Φωνή από blues έγκατα που στην εκφορά θυμίζει βαρύτονο Sammy Hagar, μπάσο και ντραμς βαρβάτα, έντονη μελωδία στα ρεφραίν και σόλα τύπου αφιονισμένος Jeff Beck. Τα “Rescue Me” και “I Believe In You” στοχεύουν κατευθείαν στην καρδιά. Έχουν αυτό το κάτι που σε κάνει να νιώθεις ότι το κομμάτι το γνωρίζεις από πολύ καιρό, ενώ το ακούς για πρώτη φορά. Στο ξεκίνημα της δεύτερης πλευράς έρχεται μια εθιστική «εμπορική» ροκιά, το “Summertime Girls”, απ΄αυτά τα εξωστρεφή που το grunge ήθελε με μένος να εξαφανίσει απ΄τις μουσικές μνήμες.
Χωμένο στη δεύτερη πλευρά, με μια σεισμική ριφάρα, ξεκινάει ένα κομμάτι που λέγεται “Mean Streak”. Συνειδητοποιώ ότι αυτό πράγματι το έχω ξανακούσει. Το ’90 έπαιζε στην τηλεόραση μια διαφήμιση για το γάλα Milko, που έδειχνε δύο μηχανόβιους highway cops (άσπρα κράνη, ρέϋμπαν, αδυσώπητο βλέμμα, μαύρο πέτσινο) να κατεβάζουν και καλά μονορούφι γάλα απ΄το καφέ Μιλκόκουτο, με υπόκρουση το διαολεμένο κείνο ριφ.
Τέλη του ’92, το “Metropolis” ξεπουλάει χιλιάδες βινύλιά του στο πεντακοσάρικο, με αποτέλεσμα το “Down For The Count”, τρυπημένο στη δεξιά πάνω άκρη, δηλαδή καταργημένο, να βρεθεί στα χέρια μου. Την ίδια τύχη έχουν ‘93, το “Contagious” σε δίσκο, το “Ten” και το “Y&T Live” σε κασέτα. Το Μάρτιο του ’93, σε μια συγκυρία που μόνο η αγάπη για το αληθινό ροκ μπορεί και σκαρώνει, τρακάρω τον Φώτη τον Πατρινό που έχει δισκοθήκη, ακούει μεν death και ανεξάρτητο, αλλά ποτέ δεν ξεχνάει και τα «παλιά». Μου γράφει σε κασσέτες TDK AD60 τα “Black Tiger”, “Earthshaker” και “In Rock We Trust” που τότε (και για πολλά χρόνια ακόμη) δεν τα έβρισκες σε δίσκο που να χτυπιόσουν κάτω. Βραδιές με τέρμα δυνατά το “Contagious” και χύμα κόκκινο κρασί απ΄ την κάβα της πλατείας ακολούθησαν.
Στη μουσικά στριμόκωλη εκείνη εποχή, οι Y&T, μπαίνουν με φόρα στα εγκαρδίως αγαπημένα γκρουπ. Τους περνάω στην εκπομπή μου στο ραδιόφωνο ανάμεσα σε Van Halen, Gamma και Krokus, σαν αντίπραξη στη σκοτοδίνη των κλαψοπρέζονων του Seattle που έχουν ναρκώσει τα ερτζιανά. Μια νύχτα το χειμώνα του ‘94, στο θρυλικό υπόγειο του “HXΩ FM” στο Βύρωνα (παίζω Τετάρτες 02:00-04:00), βάζω το “I Believe In You”. Με παίρνει ένας τύπος, θα’ ταν τρεις το πρωί, και μου λέει με σπασμένη φωνή: «Ρε φίλε, ξέρεις πόσα χρόνια έχω ν΄ακούσω αυτό κομμάτι; Ξέρεις τί μου θυμίζεις;». Κατάλαβα πολύ καλά ότι δεν ήμουν μόνος στο μουσικό ξερονήσι των ‘90s.
Τα “Mean Streak”, “I Believe In You”, “Rescue Me”, “Winds Of Change”, “Face Like An Angel”, “Don’ t Stop Running”, “Contagious”, “Come In From The Rain”, “Ι΄ll Keep on Believin’” μπαίνουν σε δεκάδες κασσετοσυλλογές, που τις χαρίζω, τις δανείζω, τις αντιγράφω, τις αφιερώνω. Το 2000 κατορθώνω να βρώ το “Earthshaker” και το “Mean Streak” σε αυθεντικό αμερικάνικο βινύλιο πρώτης εκτύπωσης και τα προσέχω σαν τα μάτια μου.
Καθώς ο «21ος αιώνας» ξεκινάει, μαθαίνω τους Y&T σε δύο φίλους, δέκα χρόνια μικρώτερους. Αν και εικοσάρηδες, θέλουνε να ψάξουν τα παλιά (πάντα υπήρχε και υπάρχει αυτή η μυστική συνωμοταξία). Τους γράφω κάτι περιεκτικά best σε 90άρες. Δηλώνουν τρελλαμένοι με το άκουσμα και με κάνουν να νιώθω κάπως περήφανος, ότι έκανα το σωστό. Αν την καλή μουσική δεν την μοιράζεσαι, η ουσία της κινδυνεύει να εξατμιστεί μέσα στο χρόνο.
Στο μεταξύ, η επανένωση των Y&Tτο ’95 έχει αποδώσει δύο σκληρά, σκοτεινά, δυσκίνητα άλμπουμ, ξένα προς την εμπορική γυαλάδα και τη φιλοδοξία που είχαν στα ‘80s. Τα αγνοώ κι εξακολουθώ να ακούω όλα τα παλιά. Τουλάχιστον, σκέφτομαι, είναι ακόμη ζωντανοί και κάνουνε περιοδείες.
Και ξαφνικά, τον Ιανουάριο του 2011 μαθαίνω ότι πέθανε ο Phil Kennemore. Τον ακολουθεί ο Gary Moore, λίγους μήνες πριν έχει φύγει ο Dio, αρρωσταίνει ο Iommi, πεθαίνει ο Jon Lord. Όταν οι μουσικοί ήρωές σου έχουν όλοι καβαλημένα τα εξήντα, ή είναι χρόνια φευγάτοι και ζωντανεύουν μόνο σε έντυπα ή ηλεκτρονικά αφιερώματα, σε καταλαμβάνει μια υποχρέωση να ξαναφρεσκάρεις σιγά – σιγά τις δισκογραφίες τους πριν νά’ ναι αργά. Το έκανα για μερικές μέρες σερί, μετά την αναχώρηση του Kennemore, βέβαιος ότι η ιστορία μου με τους Y&T έχει ξεμείνει από καινούργια κεφάλαια. Άκουσα και πάλι το “Live” του ’91, το “Ten”, το “Mean Streak”. Όταν μαθαίνω ότι έχουνε κλείσει να παίξουν στο «ΚΥΤΤΑΡΟ» στις 15 Σεπτεμβρίου 2012, λέω είναι hoax. Χρειάζεται να ξαναδιαβάσω την είδηση δύο – τρεις φορές για να σιγουρευτώ. O Meniketti, κατευθείαν από το εσώφυλλο εκείνου του “Heavy Metal” το Σεπτέμβριο του ’86, πάνω στη σκηνή. Απ’ αυτά τα ωραία, τα απίστευτα κι όμως αληθινά που σου επιφυλάσσει το πεισματικό, δια βίου, κόλλημα με το ροκ.
Και ήταν πράγματι μια τεράστια βραδιά, γεμάτη ηλεκτρισμένες αναμνήσεις, υψωμένα χέρια και συγκίνηση. Τη βραδιά άνοιξαν οι Spitfire - δύσκολα θα σκεφτόταν κανείς πιο ταιριαστό support – και οι Y&T έπαιξαν δυόμισυ ώρες, με τρομερή όρεξη, πάθος και ήχο τραχύ και ανυποχώρητο. Ο Meniketti να μοιράζει χαμόγελα, να σκουπίζει τον ιδρώτα από την πορτοκαλί του αφάνα και να ξεχύνεται στο επόμενο ριφ. Ν’ αφιερώνει το “I’ll Cry” στον Phil Kennemore, να συγκλονίζει με το σόλο στο “Winds Of Change”, να κλείνει τα μάτια και να φεύγει μακριά στο “I Believe In You”, ενώ τo “Forever” εντυπώθηκε στο μυαλό μια καλή με το γκρουπ να παίζει με όλη την ιπποδύναμη. Μαζί με τον Meniketti, ο Brad Lang (μπάσο), ο Mike Vanderhule (ντραμς) και ο John Nyman(κιθάρα), μπάντα κανονική, άνθρωποι μέσα στο στενό κύκλο του γκρουπ από χρόνια.
Έμειναν μετά το τέλος της συναυλίας για φωτογραφίες και μίλησαν για την κληρονομιά της μπάντας που τους έκανε να νιώθουν και τους ίδιους περήφανους. Για το ακατάβλητο μουσικό πάθος του αρχηγού (“…ο Dave έχει τέτοια όρεξη να παίξει, που δεν τον κρατάς, θέλει να παίζει παντού και συνέχεια”) που ήταν και είναι η καύσιμη ύλη για τις τόσο φορτισμένες εμφανίσεις τους. Ήταν μια βραδιά που επιβεβαίωσε έναν προς έναν τους λόγους για τους οποίους οι Y&Tείναι από τα συγκροτήματα μιας μουσικής που, καθόλου τυχαία, κάνει τις μόδες να μεριάσουν και σε κρατάει νέο.