Περί Skynyrd και κάποιων southern rock άλμπουμ που δεν πρέπει να ξεχνάμε
Από τότε που οι έφηβοι των ‘80s αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι άλλο ροκ κι άλλο ποπ, ότι το ροκ έχει παρελθόν βαρύ και βαθύ και η ποπ είναι επιφάνεια, το όνομα των Lynyrd Skynyrd το συνόδευαν μια σειρά από αλληλένδετους συνειρμούς.
Καουμπόϋκα καπέλα, καμπάνες που σκεπάζουνε μπότα με σπηρούνι, τριπλές σόλο κιθάρες, το 13λεπτο “Freebird”, ένα τραγικό δυστύχημα με αεροπλάνο (μόνο για την Μάντσεστερ Γιουνάϊτεντ είχε φτάσει στ’ αυτιά μας κάτι ανάλογο), η παθιασμένη φωνή του Ronnie Van Zant με την προφορά αλά «Ντιούκς».
Όλη αυτή τη σημειολογία την παραλάβαμε σαν έναν καλά σφραγισμένο μύθο, απ΄αυτούς που δεν τους ακουμπάς, παρά μόνο σου επιτρέπεται να τους θαυμάζεις.
Στις μουσικές κουβέντες το όνομα
Skynyrd σήμαινε μονάδα μέτρησης «ειλικρίνειας», η δε εκφορά μόνο του «επωνύμου» τους ήταν σαφές δείγμα ότι ο αυτόκλητος εισηγητής μουσικών αναλύσεων καφενείου σκάμπαζε σίγουρα για ποιό πράγμα μιλούσε.
Η μουσική τους ήταν ανέκαθεν αγαπητή στην Ελλάδα, όμως μεταξύ των ακροατών - σχεδόν ποτέ μεταξύ των «κριτικών». Τα πέντε βασικά τους βινύλια, σχεδόν ισάξια μεταξύ τους, το καθένα με τουλάχιστον 3-4 μοναδικές συνθέσεις, είναι απ΄αυτά που φωνάζουν ότι ζητάνε άκουσμα προσεκτικό, αφού περικλείουν ένα πλούσιο περιεχόμενο όπου ροκιές, κάντρυ, μπλουζ και ντίξι εναλλάσσονταν και αναμιγνύονταν.
Ήταν το γκρουπ που «επιτρεπόταν» ν΄ ακούνε εικοσάρηδες μαλλιάδες και σπυριάρηδες μεταλλάδες με τον ίδιο ζήλο με τους σιτεμένους κλασσικοροκάδες. Με τον καιρό, ήδη από την προδιαδικτυακή εποχή προστέθηκε στην προφορική μυθολογία και ένα γεγονός καταλυτικό: στην περιοδεία του ’87-’88, δέκα χρόνια μετά το ατύχημα, το επανασυνδεδεμένο συγκρότημα (με μέλη του πέντε επιζώντες και τον Johnny Van Zant, τον μικρό αδελφό του Ronnie πίσω απ΄το μικρόφωνο) αποθεώνεται από τους fans στην αρένα του Μπάτον Ρουζ, με εκατοντάδες εισιτήρια να ανεμίζουν στον αέρα.



Ήταν τα εισιτήρια μιας συναυλίας που αγοράστηκαν και περίμεναν φυλαγμένα 10 χρόνια, για μια συναυλία που ποτέ δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί. Στις 20 Οκτωβρίου του ’77, το τσάρτερ που μετέφερε την μπάντα στο Μπάτον Ρουζ εξαιτίας μηχανικής βλάβης έπεσε μέσα σε δασική περιοχή του Μισσισσίπι, παίρνοντας απ’ τη ζωή τον
Ronnie Van Zant, τον Steve Gaines και τραυματίζοντας τους υπόλοιπους.

Fast Forward. 19 Ιουνίου 2012, στο γήπεδο του μπέιζμπολ στο Ελληνικό, οι Skynyrd εμφανίστηκαν για πρώτη φορά ζωντανοί μπροστά μας. Μόνον ο γερόλυκος Rossington είχε απομείνει από κείνη την συμμορία από μαγκίτες λιγδοχίππηδες που δε χορταίναμε να βλέπουμε σε κείνο το ιστορικό εξώφυλλο του ντεμπούτου τους, του ’73.
Εκτελεσμένα με το δέον νεύρο κι ερμηνευμένα από τον Johnny Van Zant με άνεση 25ετίας, τα κλασσικά τους κομμάτια πήραν σάρκα και οστά και το αποτέλεσμα εκείνο το βράδυ ήταν ευφορικό.
Το δυσοίωνο “That Smell” (με τον Rossington να αποθεώνεται), ο μεθυσμένος τσαμπουκάς του “Saturday Night Special”, το boogie του “I Know A Little”, το moody “Tuesday’s Gone”, το πολυφορεμένο μέχρι εξαχρειώσεως staple “Sweet Home Alabama”, το κατά Van Zant southern ευαγγέλιο με τίτλο “Simple Man” και το τεράστιο σε σημασία όσο και σε διάρκεια “Freebird”, με το λυσσασμένο κρεσέντο από σόλο, τους τρεις κιθαρίστες στο κέντρο της σκηνής, το παπουδοειδές λοφίο του Ricky Medlocke να σείεται θριαμβευτικά και τον Johnny να δείχνει προς τον ουρανό, προς τον μεγάλο του αδελφό. Ήταν μια φορτισμένη συγκινησιακά συναυλία, όπου bikers, ρετροροκάδες και ακατάτακτοι concert goers ενέδωσαν με διαφορετικό o καθένας τρόπο στη μέθεξη που προκαλεί η ζωντανή εκτέλεση μερικών από τα πιο ατόφια μουσικά χνάρια του southern rock.

Και τί εστί “Southern Rock”; Οι «ορισμοί» και οι περιχαρακώσεις στο ροκ πεδίο τείνουν να έχουν ιδιοτελείς αφετηρίες και να καταλήγουν σε ατυχή αποτελέσματα, αλλά εν προκειμένω μιλάμε για ένα αμιγώς αμερικάνικο μουσικοπολιτισμικό αμάλγαμα. Περιλαμβάνει τα blues των σκλάβων, την folk των βαλτωδών cajun, την country και την bluegrass των λευκών, την παράδοση της έκνομης ατομικότητας (outlaw) ενάντια στα αφεντικά, της παράνομης διακίνησης (και της λατρείας) κάθε δυνατού αποστάγματος, τον αξιωματικό σεβασμό σε μια δέσμη ιδεολογημάτων που ναι μεν σε πρώτη ανάγνωση μοιάζουν αναχρονιστικά και υπερσυντηρητικά, όμως αποπνέουν κι έναν αέρα ανεξαρτησίας, μια τάση αμφισβήτησης στην κοινωνική σύμβαση, έστω με πνευματικά εργαλεία εύληπτα όσο και πρωτόλεια.

 

Το “Southern” rock μοιάζει να πορεύεται μέσα στην ιστορία του ροκ ν΄ρολ χωρίς πολλά – πολλά φτιασιδώματα ή «βελτιώσεις», όπως ακριβώς το κλασσικό κινηματογραφικό western. Αποτελεί μια ανοικτή ηχητική πρόσκληση σ’ ένα trip όπου τεστοστερόνη, χαμηλά κρεμώμενες κιθάρες, moonshine-ική επίδραση, άσωτες παραμυθίες, έκνομες δραστηριότητες και λασπωμένες μπότες (προαιρετικώς από δέρμα αλλιγάτορα) έχουν την τιμητική τους. Οι ειδικοί λένε ότι ο “southern” ήχος άρχισε να τυποποιείται στα τέλη των ‘60s με γκρουπ όπως οι Creedence Clearwater Revival (που πάντως δεν ήταν νότιοι) και οι Allman Brothers Band (που ήταν γέννημα – θρέμμα νότιοι), μπολιάστηκε από την country μέσα από τα θρυλικά πολυμελή σχήματα των Charlie Daniels Band και Marshall Tucker Band, πήρε έμπνευση από τον πολυούχο θνητό άγιο της country Willie Nelson και ωρίμασε όπως το ίδιο το απόσταγμα του Ιακώβου Δανιήλ μέσα στο μουσικό βαρέλι των μεγάλων Skynyrd.  Έκτοτε, τεράστια γκάμα ροκ επιγόνων, δανείστηκαν στοιχεία από το “southern” attitude κι έκαναν γονυπετείς επικλήσεις σ΄αυτό, από τους Corrosion Of Conformity και τον Kid Rock μέχρι τους Down και τους Blackberry Smoke.
 Sayin’ no more, μερικά από τα άλμπουμ που είναι καλό να έχει κανείς υπ’ όψη του όταν έρχεται η κουβέντα στο “Southern Rock” είναι τα εξής :
 

The Allman Brothers Band: "Live At The Filmore East" (1971).
Λίγο – πολύ από μια οικογενειακή υπόθεση ξεκίνησαν όλα. Ο ένας αδελφός, o Gregg, είχε τη φωνή και το look (συν τα κότσια να παντρευτεί τη Cher). Ο άλλος, ο Duane, ήταν ένας χαρισματικός κιθαρίστας που ενέπνευσε με την πολισχιδία των εκφραστικών του μέσων ακόμη και τον ίδιο τον Eric Claptοn, πριν χαθεί άδοξα σ΄ένα δυστύχημα με μηχανή, τον Οκτώβριο του 1971. Λίγους μήνες πριν, τον Μάρτιο, η μπάντα (που απαρτιζόταν κι από άλλους εξίσου παθιασμένους και ταλαντούχους μουσικούς), πρόλαβε να ηχογραφήσει  ένα από τα ορόσημα του ροκ, παίζοντας στη σκηνή του Fillmore East. Ένα αξεπέραστο άλμπουμ, που επηρέασε ολόκληρο το δεύτερο κύμα του ροκ ανά τον πλανήτη, ιδίως για την ικανότητα της μπάντας να αλληλεπιδρά και να επεκτείνει τα κομμάτια της,

 
Lynyrd Skynyrd: "Pronounced Leh-nerd Skin-nerd" (1973).
To ντεμπούτο που ευθύνεται σε τεράστιο ποσοστό για την πορεία αυτού του ήχου, για το οποίο δεν απομένουν και πολλά πια να ειπωθούν. Η ανεξίτηλη στάμπα των ζυμωμένων με Bourbon ιστοριών του μακαρίτη Ronnie Van Zant συνοδεία της τριπλής κιθαριστικής επέλασης των Skynyrd κληροδότησε στο ροκ ν’ ρολ έναν δίσκο – μνημείο.

ΖΖ ΤΟP: "Tres Hombres" (1973).
Με το τρίτο τους άλμπουμ, οι τρεις Τεξανοί  (“The Li’l Ol’ Band From Texas”) έβαλαν γερές δόσεις blues, funk και νευρώδες boogie στον «νότιο»  ήχο (“Jesus Just Left Chicago”, “Beer Drinkers & Hell Raisers”, “La Grange”). Και ναι, δέκα χρόνια πριν το “Eliminator”, o Billy Gibbons (ακόμη τότε με αραιοκατοικημένο μούσι) ήταν όντως ο κιθαρίστας για τον οποίο είχε εκφράσει ανυπόκριτο θαυμασμό ο Jimi Hendrix. 

Black Oak Arkansas: "High On The Hog" (1973).
Με μπροστάρη τον ξανθό ημίγυμνο λογά Jim “Dandy” Mangrum (από τον οποίο ο David Lee Roth λέγεται ότι ξεσήκωσε τη μισή larger than life περσόνα) οι τύποι ήταν μια πραγματική συμμορία outlaws που ζούσαν σε κοινόβιο πριν αποφασίσουν να αφοσιωθούν στο εκτός ελέγχου, ηδονιστικό ροκ ν΄ρολ. Το SwimminIn Quicksand ξεκινάει ραίνοντας με ψυχεδελικά μανιτάρια τον ακροατή, ενώ τα “Happy Hooker”, “Red Hot Lovin’” και “Jim Dandy” (που μπήκε στο top-ten του Billboard) δίνουν μια πρώτης τάξεως γεύση για το χάος που προκαλούσαν επί σκηνής.

The Outlaws: "Hurry Sundown" (1977).
Το θρυλικό γκρουπ από την Tampa (χαίρουν ακόμη άκρας υγείας), με το τρίτο τους άλμπουμ έδεσε για πρώτη φορά τόσο πετυχημένα την country με το ροκ. Η παραγωγή ανήκει στον Bill Szymczyk (The Eagles) που έβγαλε μπροστά τις φωνητικές τους αρμονίες. Οι τρεις κιθάρες (Billy Jones, Henry Paul) Hughie Tomasson ) εδώ έχουν μια αέρινη, ευέλικτη προσέγγιση (“Gunsmoke”, “Hurry Sundown”), άλλοτε χρωματίζοντας με laid back ευαισθησία ("Night Wines”), άλλοτε αφήνοντας χώρο στο μπάντζο (“So Afraid”). Ένα άλμπουμ που ξεχωρίζει μέσα στην πλούσια δισκογραφία των Outlaws για τον (χμ) ρομαντισμό του, σε αντίστιξη προς το κατά τα άλλα σκληροτράχηλο τοπίο των σύγχρονων southern ομοτέχνών τους.

The Charlie Daniels Band: "Million Mile Reflections" (1979).
Με ηγέτη τον γεννημένο το 1936 Charlie Daniels, μια εμβληματική μορφή του νότιου ήχου, έγιναν τριπλά πλατινένιοι στο τελείωμα των ‘70s, μετά από μια μακρά μουσική πορεία που συνδύαζε gospel, country, blues και ροκ ν΄ρολ. Ο τίτλος του δίσκου μιλάει για τα συναισθήματα που κατέκλυσαν τη μπάντα όταν, ενώ βρισκόταν σε περιοδεία, πληροφορήθηκαν ότι ξεπέρασαν για πρώτη φορά το ένα εκατομμύριο σε πωλήσεις. Και μόνο το κλασσικό “Devil Went Down To Georgia” με το δαιμονισμένο βιολί και την σπηνταριστή με ανυπέρβλητο νότιο twang παραβολική διήγηση του Charlie θα έφτανε για αφήσουν το στίγμα τους για πάντα. Το πιο γνωστό lp ενός τεράστιου γκρουπ.


Molly Hatchet: "Flirtin’ With Disaster" (1979).
Μετά τον χαμό των Skynyrd, αυτοί ήταν για το πλατύ κοινό οι αδιαφιλονίκητοι πρίγκηπες του southern. Με μπροστάρη τον επιλεγόμενο Charles Bronson του ροκ ν΄ρολ (Danny Joe Brown) και τα εντυπωσιακά fantasy εξώφυλλα του Frank Frazetta με τους πελεκοφόρους πολεμιστές, οι πέντε βαρυκόκαλλοι μουστακαλήδες από το Jacksonville της Florida έφτασαν στο peak με το δεύτερό τους άλμπουμ. Περιείχε τους κλασσικούς biker boogie ύμνους Whiskey Man και “Boogie No More” και πούλησε πολύ στην Αμερική. Οι τριπλές κιθάρες (Dave Hlubek, Steve Holland, Duane Rolland) οργιάζουν σε μια σαφώς πιο hard rock προσέγγιση. Ήταν οι μόνοι που στις συναυλίες τους έπαιζαν το “Freebird” αποσπώντας τον καθολικό θαυμασμό. Τεράστια μπάντα με στιβαρή δισκογραφία.

38 Special: "Wild – Eyed Southern Boys" (1981).
Με αρχηγό τον Donnie Van Zant, άλλον έναν αδελφό του μακαρίτη Ronnie, έδωσαν μια κομμένη και ραμμένη για τα μέτρα των ‘80s Α.Ο.R. κατεύθυνση στον southern ήχο, κάτι που αποξένωσε μερίδα σκληροπυρηνικών, ανοίγοντας όμως φαρδιά – πλατιά τις πόρτες προς ένα ευρύτερο κοινό. Σ’ αυτό το 4ο άλμπουμ που αποτελεί την κορυφαία εμπορικά στιγμή τους συναντάμε το πρώτο hit single τους, Hold On Loosely.

Blackfoot: "Highway Song / Live" (1982).
Αν δεν υπήρχε το “One More For The Road” των ίδιων των Skynyrd, θα ήταν ίσως το κορυφαίο μονό live album του southern hard rock. Ψυχή της μπάντας ο με ινδιάνικο αίμα στις φλέβες του Ricky Medlocke, μέλος των Skynyrd στα πρώτα τους βήματα (επέστρεψε στις τάξεις τους από το 1996, όπου και παραμένει μέχρι και σήμερα). Ένα live φουλ σε ενέργεια, ηχογραφημένο στην Αγγλία κατά την περιοδεία τους για το καλύτερό τους άλμπουμ, το “Marauder. Οι εκτελέσεις είναι ανώτερες από τις αντίστοιχες στουντιακές, με αποκορύφωμα το υποβλητικό Highway Song, ένα από τα γνωστόστερα southern rock κομμάτια στην ιστορία.

The Georgia Satellites (1986).
Ακόμη και την εποχή του Bon Jovi, η bar band από την Atlanta της Georgia Satellites κατόρθωσε με την προσγειωμένη, γεμάτη ιδρώτα προσέγγιση στον νότιο ήχο να κάνει τεράστια επιτυχία. Το θρυλικόKeep Your Hands To Yourself” με το αξέχαστο χιουμοριστικό βίντεο (ολίγον έγκυος η νύφη και η μπάντα να βαράει στην καρότσα ενός φορτηγού, καθ΄οδόν προς τη γαμήλια τελετή) έγινε με το σπαθί του ένα κομμάτι της ιστορίας του ΜTV, καθώς το Φεβρουάριο του 1987 έμεινε πίσω μόνο από το “LivinOn A Prayer” στο δρόμο για την κορυφή του καταλόγου των single του Billboard. Το κουαρτέτο του Dan Baird δεν προσποιήθηκε ποτέ ότι ήταν κάτι περισσότερο από southern boogie rock nroll και αυτό έφτανε για όσους απολαμβάνουν τις ροκ αξίες. 

The Black Crowes: "The Southern Harmony & Musical Companion" (1992). Έκαναν αίσθηση το 1990 σαν μια roots rock εκδοχή των Faces, αλλά με το δεύτερο άλμπουμ τους, τα αδέλφια Chris (φωνή) και Rich Robinson (κιθάρα) έφτιαξαν ένα εκπληκτικό άλμπουμ tribute στις νότιες επιρροές των ‘60s και των ‘70s που εμπότιζαν ούτως ή άλλως τις μουσικές τους αναζητήσεις. Gospel δεύτερα φωνητικά, χορταστικές κιθάρες, slide ηδονές και ο Chuck Leavell των Allman Brothers στο πιάνο, σ΄ένα άλμπουμ που χαστούκισε ηχηρά τα grunge γούστα της εποχής, φτάνοντας μέχρι την κορυφή των άλμπουμ του Billboard. Ό,τι έχουν παίξει πριν ή και μετά, αξίζει.  

Gov’t Mule: "Life Before Insanity" (2000).
Δημιουργήθηκαν το 1995 σαν side project από το πλευρό των πρωτόπλαστων (της νεώτερης εκδοχής των Allman Brothers), όταν ο κιθαρίστας Warren Haynes και ο μπασίστας Allen Woody που είχαν γίνει μέλη τ ων Allmans στα τέλη των ‘80s, θέλησαν να παίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη μουσική που αγαπούσαν. Εξελίχθηκαν σε μια μουσική κολλεκτίβα με ειδικότητα τα μαραθώνια jam, στα οποία προσελκύονταν -και προσελκύονται ακόμη και σήμερα- δεκάδες guest μουσικοί να συμμετέχουν. Αυτό ήταν το τρίτο τους άλμπουμ, στο οποίο το βασικό power trio (με τον Matt Abbs στα κρουστά) εμπλούτισε τη southern παράδοση με πλήθος από έγχορδα και παραδοσιακά όργανα, πέρασε μέσα από jazz μονοπάτια και άφησε πίσω χαρακτηριστικά κομμάτια (“Wandering Child”, “Bad Little Doggie”, “I Think You Know What I Mean”), που απαλείφουν τον χρόνο σύνθεσης και παραγωγής τους. Δυστυχώς ο Allen Woody πέθανε λίγο μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, το οποίο, παρ’ ότι δε σημείωσε την εμπορική επιτυχία μεταγενέστερων άλμπουμ των Mule, πρόλαβε να χαρακτηριστεί σαν το «southern rock του 21ου αιώνα».
Μια γύρα σφήνες Jack Daniels τιμής ένεκεν για όλους τους ανωτέρω δεν έβλαψε ποτέ καμία παρέα.


Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites