“Seven deadly sins, seven ways to win…”
Sunday

23Apr

“Seven deadly sins, seven ways to win…”

Δημοσιεύθηκε από:

23/04/2017

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

9057
Σάββατο, του Αγίου Γεωργίου 1988, το καινούριο lp των Maiden φθάνει στο δισκάδικο του «Σπάϋρους του Ζλεγιέρ», γύρω στις εντεκάμισυ. Ήμασταν καμιά δεκαριά στην ουρά, από τις δέκα. Ήταν τέτοια η προσμονή που δεν μού 'φτασε ο δίσκος, πήρα και το EP των Helloween με τα πέντε κομμάτια, αυτό πού ΄χαν βγάλει πριν το ντεμπούτο τους (με “Starlight”, “Victim Of Fate” και τα λοιπά).
Όταν είσαι στην τελική ευθεία για τις πανελλαδικές, περιμένεις ένα σημάδι, μια τελική ώθηση από το συγκρότημα που με τη μουσική του σ’ έφτασε μέχρι την άκρη του βατήρα. Από το άλμπουμ δεν έχω ακούσει νότα μέχρι τη μέρα της κυκλοφορίας. Ακουμπάω τις 1.200 δρχ. και πιάνω στα χέρια το δικό μου αντίτυπο από το γαλάζιο εξώφυλλο, μέσα σε ειδικό, άνετο σελφάν (από τα πλεονεκτήματα κλάσης του δισκάδικου του «Ζλεγιέρ»). Τα πρώτα ραπόρτα για το σινγκλ "Can I Play With Madness" που είχε φτάσει στο Νο2 της Αγγλίας μιλούσαν ξεκάθαρα για τ' ότι το κομμάτι είχε, όχι συνθ-γκιτάρ όπως στο "Somewhere...", αλλά αυτή τη φορά πλήκτρα. Πλήκτρα κανονικά. Οι Maiden πλήκτρα. Μάλιστα. Πώς να είναι;


Το εξώφυλλο, όλο σ' ένα πνιγηρό γαλάζιο αποξένωσης, το λογότυπο με μπλε σκούρα γράμματα, όχι διάφανα στο περίγραμμά τους, όπως μετά το "Piece Of Mind”. O Eddie μισός, ισχνός σαν νεκραναστημένο κουφάρι πασχαλινού αρνιού, με την ραχοκοκκαλιά του να κρέμεται. Σα να θέλει να τρομάξει, αλλά να δείχνει λιγώτερο ικανός γι΄αυτό από ποτέ.
 Εξώφυλλο ανά χείρας. Τα κομμάτια κλασσικά, οκτώ. Η ακρόαση περισσότερο από ποτέ μυσταγωγική, αφού ο χρόνος λίγος, οι περισπασμοί ελεγχόμενοι, γιατί η νιοστή mot-a-mot απαγγελία του κεφαλαίου της Μικρασιατικής Καταστροφής περιμένει στη γωνία. Ο δίσκος ελληνικής εκτύπωσης (EMIΑL S.A., 127 Herakliou str., Rizoupolis, Athens) δίνει στα χρώματα του εσωφύλλου την πιστότητα βιαστικής φωτοτυπίας, οι στίχοι με γράμματα κίτρινα, θολωμένα μέσα σ’ ένα μωβ της κακιάς ώρας. Η φωτογραφία της μπάντας εξίσου βιαστική, αδούλευτη στο φωτισμό, με ένα ξεκούδουνο πορτοκαλί φόντο.



Ο McBrain φοράει ένα παρδαλό πουλόβερ απ’ αυτά πού' ναι πανέρι στη λαϊκή αγορά, ο Murray στέκεται σα να΄χει πάθει σκολίωση κι ο Harris φοράει ένα απ' τα πετροπλυμένα τζην που ήταν της μόδας πέρσι και το ξέρω γιατί είχα ίδιο. Η ποιότητα του ήχου ανάλογη. Ο Martin Birch δεν έχει μπετονάρει αυτή τη φορά τις κιθάρες, οι οποίες ακούγονται  πιο πίσω και πιο συγκεχυμένες, το μπάσο πιο μπροστά και στο κέντρο, πολύς χώρος μένει για τα πλήκτρα, ενώ τα τύμπανα στέκονται στο ύψος τους με γεμίσματα και ταχύτητες καλοδεχούμενες. Το κομμάτι που ακούγεται με την πρώτη καλύτερο απ' τ' άλλα είναι το "Infinite Dreams", με την κλιμακωτή δομή του, τη δραματική ερμηνεία του Dickinson  και τον καλπασμό με τις δισολίες πριν ολοκληρώσει όπως ξεκίνησε, μεγαλοπρεπώς ("and again and again...").


Όμως τα υπόλοιπα δεν προκαλούν αυτό που προκαλούν πολλές φορές οι δίσκοι των Maiden, αυτό το να ξέρεις ότι πριν καν τελειώσει το κομμάτι, θα το ξαναβάλεις, γιατί σε έχει πάρει κιόλας μαζί του. Το "Moonchild", σκάει αγριεμένο μετά την ακουστική εισαγωγή, πυκνό και γρήγορο, το "The Evil That Men Do" είχε ρεφραινάρα που σηκώνει την τρίχα (φέρνει κάπως σαν ένα πιο συμμαζεμένο "Caught Somewhere In Time"), το δεκάλεπτο ομώνυμο έπος που ανοίγει τη δεύτερη πλευρά έχει αλλαγές, σόλα, ατμόσφαιρα, επιβλητική την παρουσία του Dickinson στην αφήγηση, όλα ωραία. Το "The Prophecy" έχει τέσσερα - πέντε διαφορετικά μελωδικά σημεία, ωραία, αλλά όχι κέντρο βάρους σαν τραγούδι. Το "Clairvoyant"  σε άλλα άλμπουμ θα ήταν ένα προσπελάσιμο γέμισμα (εκείνο το γκιτάρ συνθ που παίζει τη μελωδία δε μου κολλάει με τίποτα) και το "Only The Good Die Young" ξεκινά βιαστικά και τελειώνει γρήγορα, μην προλαβαίνοντας να αξιοποιήσει το ρεφραίν του.
 
Όσο για το "Can I Play With Madness", το πανεύστοχο chorus του πετσοκόβεται από δύο φορμουλαρίσματα σκέτα εγκλήματα καθοσιώσεως, εξ ορισμού ασυγχώρητα για Maiden. Την άθλια "φωναχτή" εισαγωγή, λες κι είναι Bon Jovi και την απουσία σόλο κιθάρας : τα μόνο λίγα μέτρα αρμονίας και το σύρσιμο των δαχτύλων του Smith στην ταστιέρα είναι αδιανόητο να εξοβελίζουν ένα κανονικό Maidenικό σόλο, έναν απ’ τους λόγους που έχουμε ταχθεί δια βίου μ' αυτό το συγκρότημα.
Πέρα απ' αυτά, η κεντρική ιδέα των στίχων, η ιστορία του "Έβδομου Γιου ενός Έβδομου Γιου" είναι από μπερδεμένη μέχρι ημιτελής, σαν περίληψη σεναρίου από b-movie επιστημονικής φαντασίας. Σα να προσπαθεί να γράψει δοκίμιο για πτυχιακή εργασία στη Φιλοσοφική Σχολή ο τέταρτος καλύτερος μαθητής ενός τμήματος της Τρίτης Γυμνασίου.
Μέχρι τις πανελλήνιες μένουν δύο μήνες (θα γίνουν τελικά τρεις με την μεγάλη απεργία των καθηγητών). Κάθομαι στα διαλείμματα των επαναλήψεων με το Divry’s και το εσώφυλλο δίπλα – δίπλα και το δίσκο να παίζει από πίσω, για να ερμηνεύσω τις εξεζητημένες λέξεις των στίχων. Να μετρήσω τις κιθαριστικές αρμονίες που μένουν στο μυαλό (τρεις λιγώτερες απ' ό,τι στο "Somewhere In Time", το οποίο είναι και επτά λεπτά μεγαλύτερο σε διάρκεια), να προσπαθήσω να μπώ στην ιστορία του προφήτη, που είχε το χάρισμα του να βλέπει το μέλλον, αλλά που δεν πρόβλεψε το δικό του τέλος.
 

Η μελέτη ενός δίσκου των Maiden ήταν τόσο υποχρεωτική εκείνη την εποχή όσο και η επανάληψη στο «γνωστό» κείμενο του Θουκυδίδη, επείγουσα και απαιτητική. Πόσο μάλλον όταν είναι ο έβδομος δίσκος πριν τον οποίο έχουν προηγηθεί τα συγκεκριμένα έξι άλμπουμ που έχουν φτιάξει την μουσική σου ταυτότητα. Μπορεί να είμαι μόλις 17, αλλά αυτό το πράγμα τό’ χω καταλάβει : τα άλμπουμ των Maiden σου αποκαλύπτονται με τις ακροάσεις όλο και περισσότερο. Το “Seventh Son…” βέβαια θα έχει για πάντα τη δική του συναισθηματική αξία, πέρα από την καλλιτεχνική, αφού ήταν αυτό που έμελλε να αποκαλυφθεί και μπροστά στα μάτια μας. Θυμάμαι σαν τώρα τα ρίγη τα άρρητα, όταν είδα την ολοσέλιδη διαφήμιση για τη συναυλία τους στη Νέα Φιλαδέλφεια στις 13 Σεπτεμβρίου. Αλλά αυτό, είναι, ως γνωστόν, μια άλλη ιστορία.
 
Υ.Γ.: Παρ’ ότι με την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του έφτασε στο Νο 1 των άλμπουμ στην Αγγλία και τέσσερα κομμάτια του (τα δύο από live εκτέλεση) μπήκαν, μέχρι το τέλος της χρονιάς στο tοp-10 των βρετανικών singles, το άλμπουμ δεν έγινε πλατινένιο στην Αμερική, όπως το προηγούμενο. Χρόνια αργότερα είπαν κι οι ίδιοι ότι η όλη στιχουργική ανάπτυξη της ιστορίας φτιάχτηκε βιαστικά, γιατί οι ημερομηνίες των περιοδειών είχαν ήδη κλείσει και έπρεπε να τηρηθούν προθεσμίες («Έμοιαζε σαν μισό κόνσεπτ», θα πει αργότερα ο Dickinson). Υπήρξε έτσι, αυτό το άλμπουμ, το όριο που έδειξε μια για πάντα ότι οι Maiden θα παρέμεναν ένα βρετανικό συγκρότημα, για καλό όλων: της ιστορίας τους, της υστεροφημίας τους και της δικής μας ανάγκης για τακτή μεταλλική οξυγόνωση .
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου