“A wild ride, over stony ground”. Η περιπέτεια του “Hysteria”.
Wednesday

2Aug

Ένα εξουθενωτικό, πείσμoν ήθος δουλειάς. Μια αποφασιστικότητα βγαλμένη μέσα από την επίγνωση των ορίων: τόσο του όποιου ατομικού τους ταλέντου, όσο και της συλλογικής ικανότητάς τους να μαθαίνουν και να γίνονται καλύτεροι.
Μια προσπάθειά που στάθηκε ικανή να υπερκεράσει το θεόρατο τείχος από σχεδόν θανάσιμες αντιξοότητες, το υψωμένο μπροστά τους από μια στρυφνή μοίρα. Το επισταμένο κυνήγι ενός ματαιόδοξου ονείρου, με όλες τους τις δυνάμεις. Η επίτευξη του υψηλώτερου στόχου που θα μπορούσαν να έχουν κάποιοι τύποι που μεγάλωσαν στο Σέφηλντ και που επεδίωκαν με κάθε τρόπο να φύγουν όσο πιο μακριά γινόταν απ’ τον σκούρο ουρανό και τις εργοστασιακές του καμινάδες.
Joe Elliott, Rick Savage, Steve Clark, Rick Allen και Phil Collen, όλοι τους κάτω από τα 30, ήξεραν τί ήθελαν:
«Να γίνουμε το μεγαλύτερο συγκρότημα στον κόσμο. Έστω και για λίγο».
Η φιλοδοξία αυτή έμοιαζε άπιαστη και πάντως την αισθάνονταν σαν μια δυσβάσταχτη υποχρέωση, τον Φεβρουάριο του ’84, με το τέλος της περιοδείας για το “Pyromania”. Τα έξι εκατομμύρια αντίτυπά του, όλοι - μάνατζμεντ, εταιρία, οπαδοί - προσδοκούσαν και με τον τρόπο τους απαιτούσαν να ξεπεραστούν. Μαζεμένοι σ’ ένα σπίτι - στούντιο έξω από το Δουβλίνο, δεν άργησαν να το νιώσουν στο πετσί τους. H μια μετά την άλλη, οι νύχτες και οι εβδομάδες, λίγο αργότερα οι μήνες, περνούσαν περισσότερο στις γειτονικές παμπ και λιγώτερο στα ηχομονωμένα δωμάτια του πρώτου ορόφου. Οι μουσικές τους ιδέες ήταν λιγοστές, ο φόβος για το άγνωστο και το άγχος μεγάλο. «Τί είναι όλο αυτό το πράγμα που ζούμε !», ξέσπασε ένα βράδυ ο μικρώτερος απ’ όλους, ο 20χρονος ντράμερ Rick Allen. «Κανονική Υστερία !».
Ορισμένες ιδέες τους κατέληξαν να διασωθούν σε demo, όπως μία που λεγόταν “Animal”. Όμως ο άνθρωπος που θα έδειχνε το δρόμο ήταν απών. Ο παραγωγός που τους είχε μετατρέψει από μια «ελπίδα» του βρετανικού ροκ σε πολυπλατινένιο διεθνές όνομα, ο Mutt Lange, είχε δηλώσει αδυναμία να μπει στο στούντιο μαζί τους. Μόλις είχε ολοκληρώσει το “Heartbeat City” των Cars και ήταν «πνευματικά εξαντλημένος». Ήταν ήδη Αύγουστος του ’84.
Με το χρόνο να τρέχει, οι μάνατζερ ανέθεσαν την παραγωγή σε ένα βαρύ όνομα. Ο Jim Steinman είχε πιστωθεί με ένα από τα πιο εμπορικά άλμπουμ της ιστορίας, το “Bat Out Of Hell” του Meat Loaf, το ‘77. Το πράγμα όμως δεν κόλλησε από την αρχή.



«Εμείς είχαμε συνηθίσει να πίνουμε καφέ το πρωί και να ξεκινάμε τη δουλειά κατευθείαν. Ο Steinman εμφανιζόταν στις δυόμισυ το μεσημέρι και όλος φόρα μοίραζε έδινε οδηγίες του τύπου “Phil, παίξε κάτι πιο γρασσαρισμένο”. Ο Phil τον κοίταζε σαν ηλίθιος. “Tί στο διάολο εννοείς, Jim?”».
«Ήταν ένας συνθέτης όχι παραγωγός. Έγραψε τα τραγούδια για το “Bat Out Hell”, δεν ήταν όμως εκείνος που έκανε την παραγωγή του – ο Todd Rundgren ήταν πίσω απ’ την κονσόλα. Τον Steinman ενδιέφερε απλώς να αποσπάσει μια καλή εκτέλεση από τους πέντε μας κι αυτό του έφτανε. Εμείς ήμασταν συνηθισμένοι με τον Mutt να μελετάμε τον ήχο, να τον αναλύουμε, να συζητάμε πού ακριβώς θέλουμε να πάει και γιατί».


Εισπράττοντας μια παχυλή αποζημίωση, ο Steinman απαλλάχθηκε από την ηχογράφηση. Αποφάσισαν να συνεχίσουν με τον ηχολήπτη των δύο προηγούμενων lp τους, τον Nigel Green, ώστε να μπορούν τουλάχιστον να αποτυπώσουν τις ιδέες τους σωστά. Και τότε, μια αδόκητη τραγωδία τους χτύπησε την πόρτα.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του ’85, ο Rick Allen, που μόλις είχε επιστρέψει στην γενέτειρά του για τις γιορτές, προσπαθώντας να προσπεράσει με μεγάλη ταχύτητα προπορευόμενα αυτοκίνητα σε επαρχιακό δρόμο λίγο έξω από το Sheffield, έχασε τον έλεγχο, βγήκε απ’ το δρόμο κι αφού συγκρούστηκε μ’ έναν πέτρινο τοίχο, βρέθηκε με την Corvette του στα χωράφια. Η συνοδηγός φιλενάδα του, σαν από θαύμα, γλύτωσε με μώλωπες. Όμως το αριστερό χέρι του Rick βρέθηκε 200 μέτρα μακριά από τo στραπατσαρισμένo του αμάξι. Οι προσπάθειες που έκαναν τις επόμενες ημέρες οι γιατροί για να αποκαταστήσουν το ακρωτηριασμένο μέλος απέτυχαν. Το σοκ ήταν συντριπτικό. Όλοι προσεύχονταν ο Rick να κατορθώσει να επιβιώσει, αλλά μόλις το κατάφερε, κανείς δεν έτρεφε αυταπάτες. Η καρριέρα του είχε τελειώσει άδοξα, λίγες μέρες αφ’ ότου είχε κλείσει τα 21 του χρόνια.
Ο μόνος που αρνείτο να καταθέσει τα όπλα ήταν ο ίδιος.  Σε μια πρωτοφανή δύναμη θέλησης και με το ακατάβλητο πείσμα για το οποίο φημίζονται οι άνθρωποι του Yorkshire, βάλθηκε να αψηφήσει κάθε πτυχή της σκληρής πραγματικότητας.



Μερικές εβδομάδες μετά το εξιτήριο και με μια άσχημη ουλή στη θέση του αριστερού του χεριού, άρχισε να βάζει το σχέδιό του σε τροχιά. Κλείστηκε νυχθημερόν σε ένα μικρό ιδιωτικό στούντιο, προσπαθώντας να βρει τρόπο να αναπληρώσει τα όσα μέχρι τότε κατάφερνε επιτυχώς με τις μπαγκέτες το ένα από τα τέσσερα μέλη του. Αποδεικνύοντας ότι ήδη από τις πρώτες μέρες της ανάρρωσής του το μυαλό του έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, κατευθείαν επεξεργάστηκε ένα αυτοσχέδιο σετ από τύμπανα της Simmοns.
Με δικές του υποδείξεις, ένας φίλος του τεχνικός τυμπάνων ενίσχυσε όλη την δεξιά πλευρά με ένα σύνθετο πλέγμα ηλεκτρονικών τυμπάνων, ενώ τοποθέτησε κι έναν απλό μηχανισμό που μέσα από ένα πεντάλ της μπότας αναπλήρωνε αυτά που μέχρι τότε έπαιζε με το αριστερό του χέρι: Ο μηχανισμός εξελίχθηκε, βελτιώθηκε, έγινε η φυσική προέκταση του σώματός του. Χτυπιόταν, έκλαιγε, έβριζε, αλλά δεν τα παρατούσε. Ήταν ο μόνος τρόπος ν’ αναπνεύσει. Θα γινόταν ο πρώτος μονόχειρας ντράμερ στην ροκ ν’ ρολ ιστορία.
Οι υπόλοιποι, πέρασαν μια σκληρή περίοδο θλίψης και αβεβαιότητας, αλλά ποτέ δεν συζήτησαν το ενδεχόμενο να τον αντικαταστήσουν. Συνέχισαν να ηχογραφούν σποραδικά στα Wisselloord Studios στην Ολλανδία, με τον Allen να περνά μέρες και νύχτες σε ένα ειδικό στούντιο, προσπαθώντας, στην ουσία, να μάθει την τέχνη του ντράμερ από το μηδέν. Περικόπτοντας από τα συναισθήματά τους τον οίκτο, οι τέσσερις Leppard ήταν δίπλα του και τον διαβεβαίωναν ότι θα τον περιμένουν μέχρι να μπορέσει να επιστρέψει. Απόφαση από άποψη καρριέρας παράλογη, αν όχι εξωφρενική. Κι όμως, η ξεροκέφαλη, αντιεπαγγελματική πίστη τους σ’ έναν τύπο που μπήκε στη μπάντα από τα 15 του χρόνια, ήταν ίσως η άϋλη μήτρα που άρχισε να γεννά το ένα θαύμα μετά το άλλο.
Το φθινόπωρο του ’85, ο Mutt Lange δήλωσε παρών και έτοιμος να αφοσιωθεί σ’ ένα project που πλέον έμοιαζε ταλαιπωρημένο, τραυματισμένο και με μια λογική εκτίμηση, ακατόρθωτο. Να ξεπεράσει το στάνταρ του “Pyromania”, καθοδηγώντας τις μουσικές ικανότητες πέντε νεαρών που ήταν περισσότερο ανασφαλείς, αγχωμένοι και χτυπημένοι από την ατυχία από ποτέ. Έθεσε έναν όρο: Όλες οι ηχογραφήσεις που είχαν κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή θα πετιούνταν στο καλάθι των αχρήστων. Έπρεπε να ξεκινήσουν από το μηδέν. Δεν υπήρχε λόγος να επιχειρήσουν μια φωτοτυπία του προηγούμενου άλμπουμ. Ποιός χρειαζόταν κάτι τέτοιο;

Ο Mutt Lange ήταν ο άνθρωπος χωρίς τον οποίο το τέταρτο άλμπουμ των Def Leppard δεν θα μπορούσε να είχε υλοποιηθεί. Θα ήταν η τέταρτη φορά που ο γεννημένος στη Νότια Αφρική παραγωγός επιχειρούσε να επαναθέσει τα στάνταρ του ροκ ήχου, μέσα σε κάτι λιγώτερο από μια δεκαετία. “Back In Black”, “Foreigner 4”, “Pyromania” και τώρα αυτό το τόσο ρηξικέλευθο αλμπουμ.
 «Ο Mutt είχε συγκεκριμένη άποψη για το πώς ήθελε να γίνει και να ακούγεται το κάθε τί. Αντί να σου επιβάλει το πώς θα το παίξεις, σου το παρουσίαζε με τέτοιο τρόπο, ώστε αποτελούσε πρόκληση να το δοκιμάσεις. Έστω κι αν σήμαινε ότι θα έπαιζες την ίδια φράση ή μελωδική γραμμή εκατοντάδες φορές. Στο δικό σου αυτί μπορεί να ακουγόταν εξοργιστικά πανομοιότυπο. Στο δικό του όμως όχι».
Ακόμη κι ο Allen έτυχε της ίδιας ακριβώς αυστηρής αντιμετώπισης.
«Μια μέρα, κατάφερα με την τέταρτη φορά να βγάλω ολόκληρο ένα κομμάτι αλάνθαστα. Με το που τελείωσα, σήκωσα το χέρι μου προς το μπουθ της κονσόλας χαρούμενος. “Hey, Mutt, here we are!”. Τον ακούω από τα μεγάφωνα να λέει ξερά : “Ευχαριστώ, Rick. Όταν θα θελήσω τη γνώμη σου θα στην ζητήσω”. Βούτηξα μια χούφτα μπαγκέττες και τις πέταξα ουρλιάζοντας προς το τζάμι πίσω απ’ όπου βρισκόταν. Δεν άντεχα άλλο».
Οι ατέλειωτες ώρες των ηχογραφήσεων έκαναν τα κόστη να ανεβαίνουν και το ηθικό να φθίνει. Το μπάτζετ με το οποίο το μάνατζμεντ της μπάντας ήταν χρεωμένο απέναντι στην εταιρία έφθασε κοντά στα πέντε εκατομμύρια δολλάρια – θα έπρεπε να πουλήσουν τουλάχιστον πέντε εκατομμύρια αντίτυπα απλώς για να ξεπληρώσουν το χρέος. Όμως η επιμονή και η προθυμία των πέντε να κάνουν ό,τι χρειαζόταν για να διεκδικήσουν το όνειρό τους, έναν «τέλειο», «ιστορικό» δίσκο, ήταν αδιασάλευτη. Εντάσεις υπήρξαν, αλλά η πίστη στις ικανότητες και την αίσθηση του παραγωγού, στο τέλος υπερίσχυαν.
Οι πειραματισμοί και η ενσωμάτωση των μουσικών ιδεών στο όραμα του Lange για έναν έναν δίσκο που θα έκανε το άνοιγμα προς το πλατύ κοινό χωρίς η μπάντα να ξεπουληθεί ήταν συνεχείς και πολυεπίπεδοι: τα εφέ, τα δεύτερα φωνητικά, ο ήχος των συνθετικών ντραμς, οι αρμονίες, ακόμη και η σχολαστική επιλογή των στίχων, ώστε να υπηρετούν το κέντρο βάρος κάθε τραγουδιού. Στα μέσα του ’86, η μπάντα εξαντλημένη αναζητούσε μερικές ζωντανές εμφανίσεις για να βγει από τα πνιγηρά στούντιο και να ξανανιώσει ροκ οντότητα.
Όσο κι αν ο Allen έδειχνε λειτουργικός για την κατάστασή του, το παίξιμο όλων, αλλά και η απόδοση των «παλιών» τους κομματιών έπρεπε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Για τις εμφανίσεις σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ και σε μικρούς χώρους στην Ιρλανδία που με μεγάλη επιφυλακτικότητα κλείστηκαν, επιστρατεύτηκε ο τότε ντράμερ των Status Quo, Jeff Rich, ώστε να μπορεί να βοηθήσει παίζοντας μαζί με τον Rick στο ειδικά σχεδιασμένο του drum kit, ή και μόνος του, αν εκείνος δεν κατόρθωνε να βγάλει όλο το show – κάτι που χωρίς να λέγεται, ήταν στο μυαλό όλων.
Τότε, η μοίρα έβαλε το χέρι της, επιστρέφοντας, σαν μετανοημένος γκρουπιέρης,  ένα μέρος απ’ όσα τους είχε αδίστακτα στερήσει επί τόσον καιρό. Οι εμφανίσεις είχαν προγραμματιστεί στα κενά της περιοδείας των Quo, για να μπορεί ο Rich να επιβιβάζεται στην πρώτη πτήση και να βρίσκεται δίπλα στους Leppard. Σε μια απ’ αυτές, ο «αναπληρωματικός» έφτασε ασθμαίνοντας με 40 λεπτά καθυστέρηση – η πτήση δεν ήταν στην ώρα της. Όμως ο Rick τα πήγαινε άριστα μόνος του πάνω στη σκηνή κι έτσι τον άφησαν να παίξει ολόκληρο το σετ. Έκτοτε, ένιωσε σίγουρος. Μετά από δύο ακόμη συναυλίες, τις οποίες ο Jeff Rich παρακολούθησε από τα παρασκήνια, πήγε ο ίδιος στον Allen και του το είπε, προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή του: «Καλή τύχη, mate. Όλοι πλέον το βλέπουν ότι εγώ περισσεύω».
Ώσπου έφθασε η 16η Αυγούστου 1986 στο ετήσιο φεστιβάλ του Donington, στην έκτη του χρονιά. Μπροστά σε παραπάνω από εξήντα χιλιάδες θεατές που είχαν έρθει να δουν Ozzy, Scorpions, Motorhead, Bad News και Warlock, οι Leppard έπαιξαν τρίτοι απ’ το τέλος, επιχειρώντας να δουν αν θα σήμαινε κάτι για το κοινό ότι ήταν έτοιμοι να επιστρέψουν. Ήταν η πρώτη εμφάνιση του Rick μετά το ατύχημα μπροστά σε τέτοιο μεγάλο κοινό.



Ο Joe Elliot θυμάται: «Είχαμε πει να προσπεράσουμε εντελώς το γεγονός της επιστροφής του Rick, δε θέλαμε να εκβιάσουμε τη συμπάθεια του κοινού. Όμως, βλέποντάς τον να το χαίρεται τόσο πολύ, λίγο πριν ξεκινήσουμε το encore, γύρισα στο κοινό και είπα, όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα: Κυρίες και κύριοι, ο Rick Allen ! Αυτό που ακολούθησε, δεν το περίμενε κανείς».

Ούτε ο ίδιος ο Rick Allen.
«Μια έκρηξη από ζητωκραυγές και χειροκροτήματα με χτύπησε στο στήθος.  Χιλιάδες άνθρωποι, μια θάλασσα από χέρια φαίνονταν μπροστά μου, φώναζαν το όνομά μου και δε σταματούσαν. Κράτησε μερικά λεπτά που μου φάνηκαν ατέλειωτα. Δε μπόρεσα να συγκρατηθώ. Ακούμπησα την μία και μοναδική μου μπαγκέτα πάνω στο τομ, έβαλα μια πετσέτα στο πρόσωπό μου και ξέσπασα σε κλάματα. Από εκείνη τη μέρα όλα έγιναν πιο εύκολα για μένα. Τα είχα καταφέρει».
Γεμάτη αυτοπεποίθηση, η μπάντα ολοκλήρωσε τις ηχογραφήσεις στο τέλος του ’86, έχοντας ετοιμάσει 11 τραγούδια. Όμως ο Lange πίστευε ότι κάτι έλειπε. Καθυστερούσε να το πει ξεκάθαρα στη μπάντα, γνωρίζοντας ότι τους είχε εξαντλήσει. Τις πρώτες μέρες του ’87 τους κρατούσε σε εγρήγορση με διάφορες προφάσεις, προκειμένου να μην αφήσουν το στούντιο. Σ΄ ένα διάλειμμα, άκουσε τον Joe Elliott να παίζει με μια ακουστική κιθάρα ένα στακάτο ρεφραίν που του είχε κολλήσει πριν μερικές μέρες. Μην μπορώντας να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του, του είπε να το ξαναπαίξει. Έμοιαζε σαν να είχε κάτι από το “I Love Rock N’ Roll”, έτσι όπως τόχε παίξει πριν μερικά χρόνια η Joan Jett και ορθά κοφτά απαίτησε αυτό να γίνει το τελευταίο κομμάτι που θα συμπεριλαμβανόταν στο δίσκο. Οι διαμαρτυρίες της μπάντας κόπασαν όταν πήραν τη διαβεβαίωση ότι Lange και Elliot το είχαν «σχεδόν έτοιμο» και ότι απλώς εκείνοι χρειαζόταν να παίξουν ο καθένας τα μέρη του. Έτσι κι έγινε. Σε 10 μέρες, χρόνος που μέχρι τότε δεν αρκούσε ούτε για να βγάλουν τις κιθάρες έξω απ’ τη θήκη τους, το “Pour Some Sugar On Me” έγινε το δωδέκατο κομμάτι του “Hysteria”.
Ο Mutt ξόδεψε τους επόμενους πέντε μήνες για να μιξάρει το υλικό. Αρχές καλοκαιριού, οι διαφημίσεις στους τοίχους του Λονδίνου και τα studio reports σε περιοδικό τύπο προετοίμαζαν την επιστροφή, μετά από 4 χρόνια.
Ο δίσκος της Phonogram είχε κάτι το εντελώς ξεχωριστό από τις άλλες κυκλοφορίες. Ένα high tech παραισθησιογόνο εξώφυλλο, όπου μέσα από ένα τρίγωνο (το μέχρι τότε περίγραμμα του logo της μπάντας, δύο τουλάχιστον ανδρικά πρόσωπα, σιαμαία μεταξύ τους,  ούρλιαζαν –πιθανόν ότι θέλουν να ξεφύγουν από κάτι. Αλλά προς τα πού; Τριγύρω διαχεόταν ένα ψηφιακό - νέον περιβάλλον σε ομόκεντρους κύκλους. Τα 63 λεπτά του άλμπουμ – τεράστια διάρκεια για την εποχή- επέβαλαν γουώκμαν, αν όχι το σοβαρό ηχοσύστημα. Από την εισαγωγή μέχρι και το τελευταίο fade out η μουσική του απαιτούσε την προσοχή του ακροατή. Οι λεπτομέρειες ξεπηδούσαν από δεξιά, αριστερά, λες κι έρχονταν πότε από τον δεξή κρόταφο, πότε από την κορυφή του μυαλού, ακόμη κι από το μέρος τη παρεγκεφαλίδας, λες από πτυχώσεις του εγκεφάλου που ο ακροατής δεν συνειδητοποιούσε ότι ήταν πάντα εκεί και εργάζονταν πυρετωδώς. Ένα άκουσμα, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, τρισδιάστατο.


O Joe Elliott είχε μεταμορφωθεί σ’ ένα υψίφωνο, λάγνο ξωτικό που τραβούσε τους στίχους μέχρι του σημείου τα λόγια μετά βίας ν’ αναγνωρίζονται (εκείνο το “Satellite οf Love” του “Rocket”). Οι κιθάρες των Collen και Clark, κανονικά αρκετά διαφορετικές σε αίσθηση, ακούγονταν ελεγχόμενες, συμπτυγμένες, προσηλωμένες στις αρμονίες, με τα «κανονικά» ροκ σόλο καθενός περιορισμένα στο ελάχιστο, αλλά με τις συγχορδιακές εκρήξεις τους μαζικές. Οι ρυθμοί στα τύμπανα σαφώς πιο αργοί απ’ ο,τιδήποτε είχαν ηχογραφήσει στο παρελθόν, αλλά εγγυώνται μια mid-tempo βόλτα με τόσο πυκνά γεμίσματα και παρεκβάσεις που αποσπούν την προσοχή του ακροατή σχεδόν αυτόνομα.

Mia ενιαία ηχητική ταυτότητα συνδέει τα κομμάτια, προξενώντας αυτή τη χαρακτηριστική αδυναμία να διακόψεις τη ροή του άλμπουμ, αν το ξεκινήσεις. Δεν είναι γήϊνος, «ζεστός» ο ήχος του “Hysteria”. Είναι μια περφεξιονιστική απεικόνιση της απόδοσης πέντε εργατών του ροκ, μέσα από το φίλτρο ενός σπάνιου μαέστρου, που έχει διαθέσιμα τα πιο επιβλητικά τεχνολογικά βοηθήματα. Ένα άλμπουμ φτιαγμένο από ανθρώπους που παίζουν αλλά και γνωρίζουν ταυτόχρονα να χειρίζονται τις μηχανές για να δημιουργήσουν αυτό που ακούνε στο μυαλό τους ως «τέλειο» ήχο.

Δεν είχε σίγουρα καμία σχέση με τους Def Leppard όπως είχαν ξεκινήσει, με τους δύο πρώτους δίσκους. Πολύ μικρή σχέση είχε και με την ορμή του “Pyromania”, στοιχείο που καταλάβαιναν ακαριαία όσοι μεγάλωσαν με το “Stagefright” και το “Rock ! Rock! ‘Til You Drop”. Και ήταν πολλοί - μην ξεχνάμε ότι από τον Ιανουάριο του ’83 ως τον Αύγουστο του ’87 μεσολαβεί χρόνος που αντιστοιχεί σε τέσσερις και πλέον σχολικές τάξεις, διάστημα που τα παιδιά γίνονται έφηβοι και οι έφηβοι νεαροί. Πολλοί όμως – για την ακρίβεια πολλοί περισσότεροι - ήταν και όσοι το υποδέχτηκαν με θετική διάθεση. Γιατί μπορούσε εύκολα να περάσει ως ένα ποπ άλμπουμ παιγμένο από ένα πρώην hard rock συγκρότημα. Ένας δίσκος που, πράγματι, όπως παραγωγός και συγκρότημα το ήθελαν, θα μπορούσε να είναι «το ροκ ισοδύναμο του “Thriller”».
Στις 3 Αυγούστου 1987 το “Hysteria” κυκλοφόρησε σε παγκόσμια διανομή. Χρειάστηκε λιγώτερο από έναν μήνα για να φθάσει στην κορυφή των Βρετανικών άλμπουμ (UK#1, 29/8/87). Το πρώτο single, “Animal” βγήκε στην Αγγλία στις 20 Ιουλίου και βοηθούμενο από ένα μαζικό airplay, ελλείψει ανταγωνισμού από καινούριες κυκλοφορίες, έφθασε με τον ευρύ, μελωδικό του ήχο, μέσα στον Αύγουστο στο Νο 6 του Βρετανικού τοπ. Απεναντίας, το επιλεγμένο για πρώτο single στην Αμερική ήταν το “Women”, ένα σαφώς πιο hard rock κομμάτι, που συνάντησε γενική αδιαφορία (5/9/87, US#80).

Τον Οκτώβριο, το “Pour Some Sugar On Me” φθάνει μετά βίας στο No 18 των single της Βρετανίας, καθώς η μπάντα έχοντας ολοκληρώσει το βρετανικό σκέλος της περιοδείας, ετοιμάζεται να αποβιβαστεί στην Αμερική.
Καθώς πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, το ραδιοφωνικά λαξευμένο “Hysteria”, με τα 16 μέρη κιθάρας μιξαρισμένα και συμπιεσμένα αριστοτεχνικά, φθάνει UK#26, ενώ, επιτέλους, στις 26/12, τέσσερα χρόνια και τρεις μήνες μετά από το “Rock Of Ages”, οι Leppard έχουν και πάλι το πρώτο hit τους στην Αμερική, με το “Animal” (US#19).


Όμως και πάλι, ενώ η αμερικάνικη περιοδεία εξελίσσεται με πολύ ικανοποιητικά νούμερα, οι πωλήσεις του αλμπουμ έχουν κολλήσει στα 2 εκατομμύρια. Αυτό που για άλλους θα ήταν μεγάλη επιτυχία, για την ομάδα παραγωγής πίσω από τους Leppard, σημαίνει ότι παραμένουν χρεωμένοι μέχρι το λαιμό. Στις 26/3/1988, το single “Hysteria” μπαίνει στο αμερικάνικο τοπ-10 (US#10), ενώ το “Armageddon It” στο Νο 20 της Βρετανίας. Οι συναυλίες, με support Tesla, Europe, Queensryche, L.A. Guns και Loverboy συγκεντρώνουν από 10.000 ως 40.000 χιλιάδες κόσμο. Αργά αλλά σταθερά, το δίωρο χορταστικό σόου κερδίζει το κοινό, καθώς τα κομμάτια τους ακούγονται και παίζονται από το MTV όλο και περισσότερο.
Στις 23 Ιουλίου 1988, μετά από 49 εβδομάδες ζωής στα αμερικάνικα τσαρτς, το άλμπουμ φθάνει στην κορυφή του Billboard. Είναι μια βραδυφλεγής επιτυχία, σπάνια για την μουσική βιομηχανία (μόνο το ομώνυμο άλμπουμ των Fleetwood Mac [1975] και το πρώτο της Whitney Houston [1985] έκαναν περισσότερο χρόνο από την κυκλοφορία τους μέχρι την κορυφή).
Γίνονται έτσι το πρώτο γκρουπ που έχει πουλήσει πάνω από πέντε εκατομμύρια αντίτυπα με καθένα από δύο τελευταία του άλμπουμ στην Αμερική.

Βασική αιτία, το κομμάτι που μπήκε τελευταία στιγμή στο άλμπουμ. Το ξεχασμένο “Pour Some Sugar On Me” απέκτησε απροσδόκητα μια δεύτερη «ζωή» στους καταλόγους των επιτυχιών, χάρις στον θόρυβο που προκάλεσε στα strip club της Florida. Τa εργαζόμενα κορίτσια το προέκριναν ιδανικό για να συνοδεύει τa pole dancing σχέδιά τους, κι έτσι, το κομμάτι με τα σχεδόν ραπ κουπλέ, τα γεμάτα σεξουαλικούς υπανιγμούς (“You got the peaches, I got the cream, sweet to taste, saccharine, ‘cause I’m hot – say what – sticky sweet, from my head – head- down to my feet”) και το σεισμικό ρεφραίν κερδίζει ραγδαία ραδιοφωνικό χρόνο. Ένα δεύτερο βίντεο κλιπ φτιάχνεται γρήγορα και το οδηγεί στο Νο 2 των singles του Billboard, πίσω από το “Hold On To The Nights” του Richard Marx, βοηθώντας το “Hysteria” να πουλήσει 4 εκατομμύρια αντίτυπα μέσα σε κάτι περισσότερο από δύο μήνες. Το καλοκαίρι του ’88 οι Def Leppard είναι αν όχι το μεγαλύτερο, πάντως σίγουρα το πιο προβεβλημένο, ή κατά το κοινώς λεγόμενο, το πιο “hot” ροκ όνομα στον πλανήτη.
Στις 8/10/88 είναι η σειρά μιας από τις αλησμόνητες μπαλάντες της δεκαετίας να φθάσει εκεί που στόχευαν οι δημιουργοί της. “When I’m with you, are you somewhere else? Am I getting through – or do you please yourself? (…) When you’re alone, do you let go? - Are you wild n’ willin’, or is it just for show?”. Το “Love Bites”, γραμμένο από τον Lange σε country ύφος και μεταλλαγμένο από τα αχανή power chords και τα αμίμητα «ψιθυριστά» φωνητικά του Elliot (“The Simon Le Bon bits”) φτάνει στην κορυφή του Billboard (σχεδόν τρεις μήνες πριν, UK#11). Η διάρκειας 14 μηνών περιοδεία τους ολοκληρώνεται θριαμβευτικά στη Memorial Arena του Seattle.

Στις 21/1/89, τo “Armageddon It”, κομμάτι διασταύρωση Eddie Cochran με T-Rex, σύμφωνα με τον Elliott, με καρφωμένο στην καρδιά του ένα ακραιφνώς αγγλικό λογοπαίγνιο (“You got it, but are you gettin’ it?”), ντυμένο μ’ ένα βίντεο από την περιοδεία “In The Round, In Your Face”, φθάνει στο Νο 3 του Billboard, ενώ στις 30 του ίδιου μήνα στο Shrine Auditorium του Los Angeles, όπου ανακοινώνονται τα 16α American Music Awards, η μπάντα κερδίζει βραβεία ως “Favourite Artist” και “Favourite Album” στην κατηγορία “Heavy Metal/Hard Rock”.

Στις 29 Απριλίου του ’89, το εξεζητημένο ως προς τους ρυθμούς και τα εφέ του “Rocket”, γίνεται μετά από αυστηρό editing, το έβδομο hit single του “Hysteria” (US#12 και UK#15 τον προηγούμενο Φεβρουάριο). Οι στίχοι του, μια νοσταλγική παρέλαση από μουσικές αναμνήσεις της glam rock περιόδου του πρώτου μισού των ‘70s και των ειδώλων της : Bowie, Queen, T - Rex, Elton John, Lou Reed, Slade.
Στις 9 Μαΐου του 1990, η RIAA επιβεβαίωσε ότι το “Hysteria” έχει ξεπεράσει τα 10 εκατομμύρια αντίτυπα. Σήμερα έχει ξεπεράσει τα 20 παγκοσμίως.
Η κυριαρχία του στη διεθνή μουσική σκηνή οφείλεται εν μέρει και στο ότι, κατά το δεύτερο μισό του 1988, το στυλ ήταν πληθωρικό, αλλά η πραγματική μουσική καινοτομία απουσίαζε αισθητά. Με το “heavy metal” να έχει ξεπουλήσει από την προηγούμενη χρονιά και το mainstream να κατέχεται από Michael Jackson, George Michael, Terence Trent D’ Arby, ΙΝΧS, Fleetwood Mac, Steve Winwood και U2, το εσκεμμένο, over-produced ροκ δεν ήταν πρόθυμο να παραδώσει το στέμμα. Θα το έχανε όμως με κλωτσιές, γροθιές, κιθαριστικές ξυραφιές και σύριγγες. Σε λίγο, άρχιζε η βασιλεία των Guns N’ Roses.

Η λεπτομερής κατασκευή του ήχου του “Hysteria”, δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι τερμάτισε τα περιθώρια επεξεργασίας στην μουσική παραγωγή της εποχής. Από αυτή την άποψη, υπήρξε ένα άλμπουμ πρακτικά αδύνατο να δημιουργήσει τάση, να «επηρεάσει» – καμιά δισκογραφική δεν ήταν πρόθυμη να δαπανήσει ξανά τόσο χρόνο και χρήμα για να παραχθεί κάτι το ίδιο «τέλειο» όπως αυτό – ούτε όμως ήταν δυνατόν και να «αντιγραφεί», από άλλο ροκ συγκρότημα. Όπως μάλιστα έμελλε ν’ αποδειχθεί, δεν ήταν δυνατόν να αντιγραφεί ούτε καν από τους ίδιους τους δημιουργούς του. Ο Mutt Lange έκτοτε δεν τόλμησε κάτι ανάλογα μεγαλεπήβολο, οι δε Leppard δεν άντεχαν καν σε μια τέτοια ιδέα. Όπως μάλιστα διαπιστώσαμε και στη χώρα μας την 1η Ιουλίου 2008 όταν οι Def Leppard εμφανίστηκαν στο Καραϊσκάκη, το vibe του άλμπουμ είναι τόσο συμπαγές κι έχει εντυπωθεί τόσο βαθιά από το δίσκο, ώστε αποβαίνει εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι επίσης αδύνατο, να αναπαραχθεί στη σκηνή.

Το “Hysteria” παραμένει ωστόσο μια από τις μουσικές θέσεις των ’80s που αποδεικνύονται άθραυστες από μόδες και άφθαρτες από το χρόνο, ακριβώς γιατί φτιάχτηκαν από ολόκληρο το απόθεμα μουσικής ενέργειας και της τεχνολογικής επιτηδειότητας του καιρού τους. Όρισε το τέλος της δεκαετίας, συνδεόμενο για πάντα με τις αχανείς αρένες που γέμιζαν με ουρανομήκη hook, με τα πάρτυ χωρίς αύριο και με το άκρατο ροκ ν΄ρολ lifestyle (“Ι need your touch, don’t need your love” - “Animal”) που κανείς δεν υποπτευόταν ότι σε λίγα χρόνια θα τέλειωνε παταγωδώς. Όλες αυτές οι παραστάσεις και τα βιώματα είχαν ως σάουντρακ (και) τα τραγούδια του “Hysteria”. Τραγούδια ολοκληρωμένα που καλούσαν τον ακροατή να χαθεί μέσα τους, για να ψάξει εκεί, να βρει το βηματισμό του στην εποχή, την ηλικία, στο δρόμο που ανοίγεται όλος στροφές μπροστά του.
Είναι απίθανο, τουλάχιστον όσοι πέρασαν τη χρονιά ‘87/’88 στην αιχμή της εφηβείας, διάβαζαν με γουώκμαν στ’ αυτιά και πρόσεχαν σαν τα μάτια τους εκείνη την κασσέττα με το υποκόκκινο αυτοκόλλητο (Hysteria is a Bludgeon Riffola recording), να μην νιώθουν ευάλωτοι, ακόμη και τόσα χρόνια μετά, στη συναισθηματική φόρτιση των μελωδικών του γραμμών.

“…Cause it’s a magical mysteria, when you get that feelin’, better start believin’”.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites