Fleetwood Mac: “I would take you in the darkness and do the tango in the night”
Saturday

8Jan

Δεκέμβριος 2012. Ο Mick Fleetwood, o Lindsey Buckingham και η Stevie Nicks, τρία από τα μέλη των Fleetwood Mac, κάθονται με την άνεση του σιτεμένου σούπερ σταρ σ’ ένα πάνελ μπροστά από δεκάδες μουσικούς δημοσιογράφους.
Η πρες κόνφερανς είναι η εναρκτήρια από μια σειρά χάππενινγκ για την προώθηση μιας περιοδείας της «κλασσικής» σύνθεσης, προγραμματισμένης να ξεκινήσει σε λίγες εβδομάδες.
Οι ερωτήσεις ξεκινούν, προβλέψιμες, διαδικαστικές. Ώσπου μία, που απευθύνεται στον
Buckingham, προκαλεί μια αμήχανη  σιωπή:
«Πείτε μας, τί συνέβη τελικά το 1987, όταν κυκλοφόρησε το “Tango In The Night” και λίγο καιρό μετά φύγατε από το συγκρότημα;».
Ο Buckingham δεν απαντά απευθείας στον δημοσιογράφο. Γυρίζει προς την Nicks και τον Fleetwood.
«Δεν μπορούσα ν’ αντέξω να σας βλέπω να κάνετε όσα κάνατε στους εαυτούς σας. Το έχετε άραγε συνειδητοποιήσει αυτό, το έχετε σκεφτεί, μετά από τόσα χρόνια; Και οι δυό σας ήσασταν συνεχώς εκτός ελέγχου. Με στεναχωρούσε τρομερά. Δεν άντεχα άλλο να το βλέπω».  

Nicks και Fleetwood αιφνιδιάζονται. Δεν μπορούν να αρθρώσουν λέξη. Όσο πεπειραμένοι κι αν είναι στη δημόσια έκθεση, δε βρίσκουν ανάμεσα στις λέξεις την κατάλληλη κοινοτοπία για να αποφορτίσουν τη σιωπή. Δάκρυα κυλάνε στο πρόσωπό τους. Χωρίς εξηγήσεις, παραμερίζουν τα μικρόφωνα και ενώνονται και οι τρεις σε μια αγκαλιά, γεμάτη λυγμούς, ευγνωμοσύνη και μνήμες. Στιγμές που κανείς από τους παρισταμένους δημοσιογράφους δεν γνωρίζει, κι ας ξεσπούν σε ενθαρρυντικά χειροκροτήματα. Γιατί μόνον εκείνοι οι τρεις ήξεραν τί είχε συμβεί.
Δέκα χρόνια μετά τη δισκογραφική ναυαρχίδα του “Rumors”, το “Tango In The Night” έμελλε να γίνει το δεύτερο σε πωλήσεις άλμπουμ της καρριέρας των Fleetwood Mac, υπήρξε δε αντιπροσωπευτικό, αν όχι εξίσου καθοριστικό με εκείνο, για τον soft rock ήχο του τέλους της δεκαετίας του ’80.
Το
Tango” γεννήθηκε μέσα από τη μήτρα των στυγνών υπολογισμών των χαρτογιακάδων της WEA, φέροντας ως σημάδια της γέννας την ξεδιάντροπη σκύλευση της δημιουργικότητας ενός μουσικού και τις μοχθηρές αντιπαραθέσεις μεταξύ δύο πρώην εραστών. Για τον γεννημένο το ’47 Mick Fleetwood, τον μόνο, μαζί με τον μπασίστα John “Mac” McVie, που ήταν εξαρχής παρών σε όλες της μεταμορφώσεις της μπάντας από το 1967 και μετά, η ηχογράφηση, η κυκλοφορία και η εμπορική επιτυχία που σημείωσε το “Tango” υπήρξε ένας προσωπικός άθλος.
«Η εξάρτησή μου από τα ναρκωτικά δεν ήταν δα κανένα μυστικό. Και αναγνωρίζω ότι αυτό ήταν που με οδηγούσε κατευθείαν στην παράνοια. Αυτό ήταν που έκανε και τον Lindsey να τα βροντήξει και να φύγει.
Πρέπει, όμως, ταυτόχρονα να πω και κάτι άλλο. Έχοντας ζήσει όλες τις περιόδους της μπάντας, τη φυγή του σταρ και αρχηγού μας, του
Peter Green, έχοντας δει μάνατζερ να προσπαθούν να μας κλέψουν το όνομα, έχοντας ξεκινήσει ξανά τη μπάντα από το μηδέν με δύο καινούρια μέλη στην Καλιφόρνια το ’74 όταν κανείς δεν ενδιαφερόταν για μας, υπήρξαν φορές που εγώ έριξα στη μίξη ένα στοιχείο του χαρακτήρα μου που, όπως βλέπω εκ των υστέρων, μας βοηθούσε στο να ξεκολλήσουμε.
Να βγούμε από κάθε επικίνδυνη, πολύ δυσάρεστη, περίοδο. Δε άφησα λεπτό να με καταβάλλουν οι όποιες αντιξοότητες. Η μπάντα αυτή δεν έπρεπε να σταματήσει.
The show must go on, έλεγα πάντα. Ήταν ένας προσωπικός μου ψυχαναγκασμός: το να μην τα παρατήσω ποτέ, όποια δυσκολία κι αν έρθει στο δρόμο μου. Και τελικά, αυτό το παράλογο πείσμα μου, λειτούργησε».


Προς το τέλος του 1985, το μεγαλύτερο μέρος του υλικού που θα κατέληγε ενάμισυ χρόνο αργότερα στο Tango” είχε γραφτεί και ηχογραφηθεί από τον άνθρωπο που αργότερα θα παρατούσε το γκρουπ με συγκρουσιακό τρόπο, τον Lindsey Buckingham. Δουλεύοντας μόνος στο ιδιωτικό του στούντιο στο Los Angeles είχε τρία τραγούδια πλήρως έτοιμα:
“Big Love”, “Family Man” και “Caroline”. Με τις δραστηριότητες των Fleetwood σε προσωρινή αναστολή μετά το επιτυχημένο άλμπουμ “Mirage” του ’82, ο Buckingham προόριζε τα τραγούδια αυτά για τον τρίτο προσωπικό του δίσκο.


Μέχρι τότε, δεν ήταν ο μόνος από τους Fleetwood που ακολουθούσε σόλο σχέδια. Ήταν όμως εκείνος με τις συγκριτικά χαμηλώτερες επιδόσεις.
Η προαιώνια ερωτική του νέμεση, η
Stevie Nicks είχε κάνει μεγάλη επιτυχία και με τα δύο δικά της (“Belladonna”, US#1, 5/9/81 και “The Wild Heart”, US#5, Ιούλιο του ’83), ετοιμαζόταν μάλιστα για το τρίτο (“Rock A Little”), χωρίς όμως να σταματήσει να βγαίνει από την μία κλινική αποτοξίνωσης και να μπαίνει στην επόμενη. Η Christine McVie με το ομώνυμο άλμπουμ της είχε κι αυτή καταφέρει να μπει top-10 hit (“Got A Hold On Me”, US#10, Μάρτιος ’84).
Όμως, ο Buckingham, παρά τις κομψές συνθέσεις που απάρτιζαν και το δεύτερό του άλμπουμ, δεν είχε καταφέρει να μπει ούτε καν στο top-40 (“Go Insane”, US#45, Σεπτέμβριος ’84).
Η ματαιωμένη φιλοδοξία του ήταν βέβαια πολυτελές πρόβλημα, συγκριτικά με όσα αντιμετώπιζε, ας πούμε, ο Mick Fleetwood. Μετά τη μέτρια υποδοχή του δικού του υπερκοστοβόρου δίσκου “The Visitor” (US#43, Ιούλιος ’81) είχε αναλωθεί σε μια σειρά «ατυχείς» οικονομικές επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία που τον οδήγησαν στο να κηρυχθεί επισήμως σε χρεωκοπία.
Το Δεκέμβριο του ’85, η Christine McVie είχε αναλάβει να ηχογραφήσει μια διασκευή στο Can’t Help Falling In Love” του Elvis για το σάουντρακ της κωμωδίας του Blake Edwards “A Fine Mess” με πρωταγωνιστή τον Ted Danson. Για να ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις διάλεξε μουσικούς που ήξερε. Την καλύτερη ρυθμική βάση που είχε υπ’ όψη της, τον Mick Fleetwood στα τύμπανα και τον πρώην σύζυγό της, John McVie, που παρά τα προβλήματά του με το αλκοόλ, ήταν ανέκαθεν άριστος επαγγελματίας στο στούντιο. Για να κάνει την παραγωγή του track κάλεσε, ποιόν άλλον, τον Lindsey Buckingham.

«Ήταν η πρώτη φορά μετά από περίπου πέντε χρόνια που βρεθήκαμε όλοι μαζί στο ίδιο στούντιο. Περάσαμε πολύ ωραία και κάποια στιγμή τό’ βλεπες στα μάτια όλων, χωρίς καν να το πούμε. Τέτοια χημεία δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να σπαταλιέται για πολύ ακόμη. Είχαμε πολλά να δώσουμε ο ένας στον άλλον, από μουσική τουλάχιστον άποψη», θυμάται η McVie.

O Mick Fleetwood θέτει το πράγμα χωρίς περιστροφές :
«Δεν είχα σταματήσει να έχω στο μυαλό μου πώς θα ξαναβάλω τη μπάντα πάλι στο στούντιο. Προσωπικά το είχα απόλυτη ανάγκη, καθώς τα οικονομικά μου ήταν φρικτά. Ο Lindsey μου είπε ότι είχε πολύ υλικό έτοιμο για το δικό του δίσκο και άρχισα να του κολλάω. ‘Έλα, τί περιμένεις; Να μαζευτούμε στο στούντιο! Πάμε να φτιάξουμε το δίσκο. Τον δικό μας! Θα επιστρέψουμε !”».
 
O Buckingham αρχικά δεν είχε καμιά διάθεση να μοιραστεί τη δουλειά του. Ένιωθε χρόνια τώρα ότι η συνεισφορά του στο μουσικό μέγεθος των Fleetwood δεν είχε αναγνωριστεί όσο θά’ πρεπε και ήθελε οπωσδήποτε να πετύχει κι ο ίδιος με σόλο lp, όπως οι άλλοι και καλύτερα. Όμως, μόλις η Warner Brothers μυρίστηκε συνύπαρξη των 4/5 της μπάντας, άρχισε να πιέζει για ένα προϊόν «ετικέττας».
«Δεν μπορώ να πω, η προσέγγιση ήταν δουλεμένη. Μου δόθηκε η δυνατότητα να επιλέξω. Θα μπορούσα να ακολουθήσω τη σόλο καρριέρα μου, με μια λογική οικονομική υποστήριξη από την πλευρά της Warner, ή να το δω σαν μια πιο “οικογενειακή” υπόθεση και να διαθέσω το υλικό μου υπό το λογότυπο των Mac, με σαφώς μεγαλύτερες υλικές απολαβές και προνόμια. Αμφιταλαντεύτηκα. Τελικά, έκλινα προς το να κάνω το δεύτερο, θέτοντας όμως έναν όρο: θα ήταν η τελευταία φορά που θα δούλευα ως μέλος των Fleetwood Mac».

Ο Buckingham συνέγραψε ή έγραψε και μόνος του τα 7 από τα 12 κομμάτια που κατέληξαν στο άλμπουμ Tango In The Night”, επιμελούμενος και την παραγωγή μαζί με τον έως τότε παραγωγό των Mac, Richard Dashut. Στους 18 μήνες που διήρκεσε η παραγωγή του, αυτή που συμμετείχε λιγώτερο στα session ήταν η Nicks.
Η παραμονή της στο στούντιο μέτρησε αθροιστικά μόνον μερικές εβδομάδες και αυτές σποραδικά, καθώς ήταν απορροφημένη από την solo καρριέρα της και τις αλλεπάλληλες υποτροπές στους εθισμούς της. Αρκέστηκε να ηχογραφεί demo και να τα στέλνει στους υπόλοιπους να τα επεξεργαστούν κατά βούληση. Τον Οκτώβριο του ’86 μπήκε για ακόμη μια φορά στην κλινική “Betty Ford” για να αντιμετωπίσει τον εθισμό της στην κοκαΐνη. Eκεί εγραψε το σκελετό ενός τραγουδιού που πραγματευόταν αυτήν ακριβώς την εμπειρία της. Ήταν το Welcome To The RoomSara, καθώς “Sara Anderson” ήταν το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε για να μειώσει την αναγνωρισιμότητά της ανάμεσα στους «φιλοξενούμενους» της κλινικής.
«Δεν είναι σπίτι – Δεν είναι η Τάρα – Εδώ που τα λέμε, σε γνωρίζω; – Έχω ξανάρθει εδώ ;– Είναι μόνο ένα όνειρο, έτσι; Déjà vu – Μήπως ήρθα εδώ πέρα από μόνη μου; - Α, μάλιστα, κατάλαβα… «Καλωσόρισες στην αίθουσα, Σάρα (αντί για Σκάρλετ)»… «Ιεραπόστολε – Λοιπόν, θα είμαι αλλιώτικη – Όταν θα ξανάρθω – Και πάρτε σεις όλα τα εύσημα – Μου λες ότι όλα είναι πρίμα, μωρό μου – Αλλά μερικές φορές τη νύχτα – Όταν η πρώτη κοψιά είναι η βαθύτερη και η δεύτερη – Ε, η δεύτερη είναι τελείως άχρηστη – Πήγαινέ το μέχρι το τέρμα και γύρνα σπίτι – Γύρνα στο σπίτι».


Η Nicks δεν κατάφερε σπουδαία πράγματα από τα προγράμματα αποτοξίνωσης. Όσες φορές εμφανιζόταν στο στούντιο για να ηχογραφήσει με τους Mac, κατέβαζε μερικά σφηνάκια brandy και ξεκινούσε να δοκιμάζει 4-5 κομμάτια με τη μία, έχοντας γίνει τελείως λιώμα. Ο Buckingham αναγκαζόταν μετά να υποκαθιστά ή να συμπληρώνει τα ηχογραφημένα φωνητικά της Nicks με τη δική του φωνή, παραλλάσσοντάς την με τη βοήθεια ενός fairlight. Το When I See You Again είναι ένα από αυτά.
«Εκείνη την περίοδο έκανα πολύ χόρτο. Δεν ήμουν ποτέ μεγάλος χρήστης κοκαίνης. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 μάλιστα είχαν αρχίσει να μου τη δίνουν πολύ άσχημα όλα αυτά. Η όλη υποκουλτούρα της ελευθεριότητας των ‘60s είχε φτάσει τότε στο σημείο να τρέφεται με τις σάρκες της. Είχε καταντήσει κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ το αυθεντικό της πνεύμα. Όλοι θεωρούσαν δεδομένο ότι έπρεπε οπωσδήποτε να έχεις φτιαχτεί με κάτι για να παίξεις μουσική. Προσωπικά, ποτέ δεν το είχα σκεφτεί με αυτόν τον τρόπο».

«Οι ποσότητες της κοκαΐνης που κάναμε εγώ και η Stevie ήταν υπερπολλαπλάσιες αυτών που κάναμε όταν ηχογραφούσαμε το “Rumors”, δέκα χρόνια πριν. Τα πράγματα ήταν πολύ χειρώτερα», απολογείται ο Fleetwood.
Οι ηχογραφήσεις του “Tango” γίνονταν στο στούντιο του Buckingham και ο οικοδεσπότης φρόντιζε να κρατά τους δύο κοκάκηδες και την ομήγυρή τους σε απόσταση ασφαλείας, έχοντας εγκαταστήσει ένα τεράστιο τροχόσπιτο μέσα στο κήπο του κτήματός του και επιβάλλοντάς τους στις εκτός στούντιο ώρες να διαμένουν εκεί. Προσπαθούσε να περιορίσει το συρφετό από παλιόφατσες της προσκολλήσεως, κόλακες και ντήλερς που περιέβαλλε τον Fleetwood και την Nicks σε γεωγραφικά ελεγχόμενα όρια, μακριά από το στούντιό του. Όμως δεν τα κατάφερνε.
«Έφερναν μέσα στο στούντιο κόσμο που είχαν γνωρίσει την προηγούμενη βραδιά, στην ολονύχτια έξοδό τους. Όλοι ήταν μέσα στην πρέζα, την κόκα και το αλκοόλ, δεν έδειχναν κανένα σεβασμό σε τίποτε και ήταν ικανοί για κάθε είδους καταστροφή. Κάθε μέρα βρίσκαμε αγνώστους που είχαν ξεραθεί αναίσθητοι μέσα στο στούντιο και χρειαζόταν να τους μεταφέρουμε έξω. Κάθε μέρα αντιμετώπιζα τον πολύ υπαρκτό κίνδυνο να βρεθώ μέσα στο σπίτι μου με κάποιον νεκρό, του οποίου δεν θα ήξερα καν το όνομα». Όμως δεν ήταν μόνο η ασωτία των ντραγκς και η πλήρης αναξιοπιστία των πρώην φίλων του που ενοχλούσε τον Buckingham. Καιρό πριν, τον έτρωγε μέσα του και κάτι άλλο.
«Όλο αυτό το μονολιθικό πράγμα που λεγόταν Fleetwood Mac. Το να μείνεις ειλικρινής και καλλιτεχνικά ανέπαφος είναι εξαιρετικά πολύπλοκο μέσα σε μια βιομηχανία. Προσπαθείς να κρατηθείς από τις ιδέες σου και να μην γίνεις παρωδία του εαυτού σου. Όλα καταλήγουν στο ίδιο γνωστό δίλημμα: θα επιδιώξεις να εξελιχθείς καλλιτεχνικά ή θα προσπαθήσεις να πουλήσεις δίσκους; Στο δικό μου μυαλό η διάκριση ήταν ξεκάθαρη. Μέση λύση δεν υπήρχε».

Με το άλμπουμ “Tusk” του ’79 ο Buckingham είχε νιώσει ότι μπορούσε να τα καταφέρει, παραμένοντας στο συγκρότημα και εισφέροντας τα πειραματικά κομμάτια του δίπλα στα πιο αναγνωρίσιμα, μελωδικά των Nicks και McVie. Όμως, με το ομογενοποιημένο, συμβατικό “Mirage” του ’82 κατάλαβε ότι η δική του ανάγκη για μουσική αναζήτηση δε χωρούσε στον εμπορικό προσανατολισμό του οργανισμού των Mac. Το ίδιο άρχισε να νιώθει όλο και πιο έντονα καθώς το “Tango In The Night” ολοκληρωνόταν.

«Τα κομμάτια του ήταν έτοιμα, δουλεμένα μέχρι λεπτομέρειας. Στην ουσία, αυτό που κάναμε ήταν να βγάλουμε τα drum machines και να γράψουμε στη θέση τους τα δικά μου ντραμς, εδώ κι εκεί κάποια μπάσα του John McVie και διάφορα δεύτερα φωνητικά», θα παραδεχθεί ο Mick Fleetwood.
O ήχος του άλμπουμ ρέει, το ένα μετά το άλλο τα κομμάτια ενορχηστρωμένα με μια pop ευαισθησία ταιριάζουν απόλυτα στα τρέχοντα δεδομένα του top-40, την ίδια στιγμή που οι αρμονίες, οι φωνές και οι σκόρπιες ροκ αιχμές κάνουν σαφές ότι το γκρουπ κινείται με την εμπειρία και την ευελιξία που μόνον καθιερωμένοι τραγουδοποιοί μπορούν. Όμως, ιδίως από το πώς το ομώνυμο κομμάτι αποτυπώθηκε στην τελική κοπή του δίσκου, οι ενδοιασμοί του Buckingham. Μια ατμοσφαιρική μίνι-saga, που πάλλεται από εσωτερική ένταση, πάνω που αρχίζει ν’ απογειώνεται σ΄ένα σόλο του ίδιου του συνθέτη του, σβήνει άδοξα σ’ ένα πεζό fade out.
Στις 13 Απριλίου 1987 το “Tango In The Night” κυκλοφορεί. Στο εξώφυλλο ένας πίνακας που είχε ο Buckingham στο σαλόνι του. Ανήκει στον Αυστραλό καλλιτέχνη Brett Livingstone – Strong και είναι βασισμένο στην τεχνοτροπία του Γάλλου μεταμοντέρνου ζωγράφου Henri Rousseau. Στις 30 Μαΐου το πρώτο single, το Big Love εκτοξεύεται στους καταλόγους των επιτυχιών (US#5 και UK#9). Το τρυκ του Buckingham να χρησιμοποιήσει ως πρώτη ύλη τη δική του φωνή και χάρις στα κουμπιά του στούντιο να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι ακούς ένα ζευγάρι που ανταλλάσσει κοφτές ανάσες, σ’ έναν αγώνα δρόμου προς τον οργασμό, θα το κάνει μοναδικό. «Ακόμη και σήμερα δεν μπορούν να πιστέψουν ότι δεν είμαι εγώ με την Stevie στα φωνητικά, αλλά μόνον εγώ», θα πει αργότερα πικρά ο Buckingham.


Από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του καινούριου άλμπουμ, τον στοίχειωνε η ιδέα ότι το υλικό του είχε «σιδερωθεί» υπερβολικά για να εξυπηρετήσει την αγοραία ποπ ανάγκη. «Υποχρεώθηκα να γυρίσω πίσω στο χρόνο και να προσπαθήσω να προσαρμόσω τa τραγούδια στο ύφος του Rumors”». Η προσπάθειά του για να το πετύχει, ως συμπαραγωγός του Richard Dashut, δουλεύοντας αμέτρητες ώρες για κάτι που πίστευε ότι καλλιτεχνικά τον μείωνε, την ώρα που οι άλλοι ήταν χαμένοι σε χημικές παραισθήσεις, τον αποξένωσε μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότερο. Το μεγαλύτερο, βέβαια. πρόβλημα παρέμενε η σχέση του με τη Nicks.
«Την ήξερα από 16 χρονών. Είχαμε χωρίσει από το ’77, αλλά είχαμε μια σύνδεση απ’ αυτές που στην πραγματικότητα δεν σπάνε ποτέ. Ζήλια, καυγάδες, ολόκληρες σκηνοθεσίες για να εκθέσουμε ή να μειώσουμε ο ένας τον σύντροφο που είχε κάθε φορά ο άλλος. Και το τρομερό είναι ότι, παρ’ όλο το θυμό και τα λόγια μίσους που ανταλλάσσαμε, είχαμε μια τέτοια μουσική τηλεπάθεια, που ξεπερνούσε και τους δυό μας. Ήταν κάτι μοναδικό. Έφτιαχνα κομμάτια που θα γίνονταν επιτυχίες γι’ αυτήν, ήξερα τον τρόπο, κι η ίδια το γνώριζε ότι τον ήξερα. Και –είναι τρελλό- το μισούσαμε κι οι δύο αυτό που συνέβαινε».

Τα ναρκωτικά, οι εταιρικές πιέσεις και οι προσωπικές πληγές που έχαιναν καιρό κατέληξαν σε μια έκρηξη με απρόβλεπτες προεκτάσεις όταν στα τέλη Ιουλίου του ’87, οι πέντε Mac συναντήθηκαν στο σπίτι της Christine McVie να συζητήσουν για την περιοδεία που θα ξεκινούσε στις 30 Σεπτεμβρίου στο Kansas City. Ο Buckingham τους τό’ριξε χωρίς προειδοποίηση. «Εγώ τα παρατάω. Δεν έρχομαι». Μερικά δευτερόλεπτα νεκρικής σιγής έγιναν θρύψαλα όταν η Nicks, όρμησε ουρλιάζοντας καταπάνω του κι άρxισε να τον κτυπάει με χέρια και πόδια.
O Buckingham έφαγε μερικές αλλά την απέκρουσε και αμέσως πέρασε στην αντεπίθεση, κυνηγώντας την έναν γύρο στον κήπο της έπαυλης McVie. Την πρόφτασε, την έριξε πάνω στο καπώ μιας απ’ τις παρκαρισμένες στον περίβολο λιμουζίνες και την άρπαξε από το λαιμό να την πνίξει, ενώ εκείνη, σε κατάσταση ανάλογη με της Λίντα Μπλαιρ στον «Εξορκιστή» τον έλουζε με απεγνωσμένα κοσμητικά, θεωρώντας βέβαιο ότι αυτή τη φορά θα πάθει κακό από τα χέρια του: «you @#$%a…αν δε σε σταματήσει η μπάντα, τότε όλη η οικογένειά μου, ο πατέρας μου και τα αδέλφια μου, θα σε βρουν όπου και να πας και θα σε σκοτώσουν με τα ίδια τους τα χέρια!». Για μερικά κρίσιμα δευτερόλεπτα, η λογική επικράτησε και ο Buckingham την άφησε από τα χέρια του. Οι παρευρισκόμενοι είχαν πετρώσει από το φόβο.

Στις 7 Αυγούστου 1987 ο Buckingham, με μια λιτή ανακοίνωση προς τον τύπο δηλώνει «δυσαρεστημένος με το ότι θα πρέπει να πραγματοποιήσει μια εκτεταμένη περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ», και ότι «γι’ αυτό αποχωρεί  από το γκρουπ».
«Στο δικό μου μυαλό δεν υπήρξε ποτέ δισταγμός. Έχεις μόλις κυκλοφορήσει καινούριο άλμπουμ κι ένα από τα ιδρυτικά σου μέλη εγκαταλείπει; Θα συνεχίσεις. Μέσα σε μια εβδομάδα –κυριολεκτικά- έπεισα όλους τους υπόλοιπους ότι δεν ήταν σωστό να υποχωρήσουμε, να εγκαταλείψουμε το άλμπουμ χωρίς προώθηση και να κουρνιάσουμε στα μετόπισθεν, γλείφοντας τις πληγές μας».
Ο Mick Fleetwood και η «ψυχαναγκαστική» του στάση δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει τα δολλάρια να πετάξουν. Η Nicks επιβεβαιώνει : «Είχαν υπογραφεί συμβόλαια. Δε γινόταν να κάνουμε πίσω από μια ολόκληρη περιοδεία. Να πάρουμε ένα τηλέφωνο και να πούμε “λυπούμαστε, αλλά δεν…”. Θα μας κυνηγούσαν με αγωγές μέχρι το τέλος της ζωής μας». Στις 15 Αυγούστου το Seven Wonders, ένα κομψοτέχνημα της στενής φίλης της Nicks, Sandy Stewart, από τις μετρημένες αλλά τόσο χαρακτηριστικές συνεισφορές της πρώτης στο δίσκο, μπαίνει στο top-20 του Billboard (US#19), ασχέτως αν στη Βρετανία περνά σχετικώς (UK#56).


Το Σεπτέμβριο, χωρίς να δημοσιοποιηθεί, η μπάντα ξεκινά πρόβες στην Venice της Καλιφόρνια, με δύο νέα μέλη : τον 34χρονο Billy Burnette, γιο του αστέρα του rockabilly Johnny Burnette, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του ένα σόλο άλμπουμ με τίτλο το όνομά του με την Polydor το 1980 και τον 38χρονο Rick Vito, και τους δύο κιθαρίστες και τραγουδιστές. Προς στιγμήν ο Buckingham αλλάζει γνώμη και διαβεβαιώνει ότι θα ακολουθήσει το γκρουπ σε μια περιοδεία, αρκεί να είναι η τελευταία.
Όμως, την τελευταία στιγμή κάνει πίσω και ξεκινά μια σόλο τουρνέ.
Κόντρα σε κάθε λογική πρόβλεψη, πιθανόν λόγω της σύνθεσης του νέου κοινού στο οποίο πλέον απευθύνονταν, η περιοδεία γνωρίζει όλο και μεγαλύτερη επιτυχία, με αποκορύφωμα τις οκτώ sold out εμφανίσεις στο Wembley Arena του Λονδίνου. Στις 31 Οκτωβρίου το άλμπουμ φτάνει στην κορυφή των βρετανικών τσαρτ για δύο συνεχόμενες εβδομάδες. Στις 7 Νοεμβρίου το γλυκόπικρο ποπ Little Lies, γραμμένο από την Christine McVie γίνεται το τρίτο hit single (US#4 και UK#5).

Tο τέταρτο είναι το Family Man (19 Ιανουαρίου του ’88, UK#54).  Στις 6 Φεβρουαρίου το Everywhere μπαίνει κι αυτό στο top-20 της Αμερικής (US#14) και στο top-5 της Βρετανίας (UK#4). Το “Tango In The Night” έχει γίνει μια διεθνής επιτυχία. Χρήμα και φήμη ρέουν προς την κατεύθυνση των βετεράνων σταρ αφειδώς.
«Το δυσάρεστο είναι ότι ο άνθρωπος που το είχε σε μεγάλο βαθμό συνθέσει και ενορχηστρώσει, δεν πιστώθηκε όλη αυτή την επιτυχία, γιατί δεν ήταν πια μαζί μας. Τον είχα πείσει εγώ ο ίδιος να παρατήσει τα δικά του σχέδια και να αφιερώσει τον κόπο του για το συγκρότημα και εκείνος παρασύρθηκε. Μόλις όμως κατάλαβε ότι θα είχε να αντιμετωπίσει μια κανονική περιοδεία και όλο το χάος στο οποίο στροβιλιζόταν η μπάντα, κατάλαβε το λάθος του και υπαναχώρησε», προσπαθεί να συνοψίσει ο Fleetwood.

Έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του, τον Μάϊο του ’88, το άλμπουμ επιστρέφει στα βρετανικά τσαρτ για δύο εβδομάδες και τον Ιούνιο κυκλοφορεί και το τελευταίο single, το μοντέρνο A.O.R. “Isn’t It Midnight” (UK#60). Toν Αύγουστο η ζήτηση υποχρεώνει τη μπάντα σε νέα σειρά εμφανίσεων, καθώς ξεκινά την περιοδεία “Shake The Cage” σε Ευρώπη και Αυστραλία, με τους Burnette και Vito και πάλι στη σύνθεση. Στις 15 Νοεμβρίου η WEA, αρμέγοντας το παρατεταμένο momentum, κυκλοφορεί μια συλλογή με τίτλο “Greatest Hits”. Περιέχει δύο καινούρια κομμάτια με τους Burnette και Vito, τα “No Questions Asked” και As Long As You Follow. To δεύτερο θα μπει στο top-50 της Αμερικής (US#43, 21/1/1989), ενώ η συλλογή, θα πουλήσει πάνω από 9 εκατομμύρια μόνο στην Αμερική.
To άλμπουμ είχε μέσα σε ενάμιση χρόνο διαγράψει έναν θριαμβευτικό κύκλο ζωής: Στην Αμερική μπήκε στο top-10 (US#7 για τρεις συνεχόμενες εβδομάδες), χωρίς, για παραπάνω από 7 μήνες, να πέσει από το top-20. Στη Βρετανία παρέμεινε για 8 μήνες στο top-10, για να γίνει ένα από τα πιο εμπορικά ολόκληρης της δεκαετίας εκεί. Ήταν ο 14ος δίσκος των Mac και με 15 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως έγινε ο δεύτερος πιο ευπώλητος ολόκληρης της καρριέρας τους, μετά το “Rumors” των 45.


Στα '90s ο Buckingham επέστρεψε στους Mac, συμφιλιωμένος πλέον αμετάκλητα με την Stevie Nicks, τη γυναίκα, συνθέτη και τραγουδίστρια που σημάδεψε απ’ άκρη σ’ άκρη τη ζωή και την καρριέρα του. Ύστερα από εκατοντάδες ώρες ψυχοθεραπείας και σέσσιον αποτοξίνωσης αξίας εκατοντάδων χιλιάδων δολλαρίων, έχουν και οι δύο αφήσει πίσω τους εκείνη την παρά λίγο μοιραία μέρα του Ιουλίου του ’87.
Σε φωτογραφίες δίσκων, συνεντεύξεις και περιοδείες που έκτοτε πραγματοποιούν οι Mac, Buckingham και Nicks εκπέμπουν την αύρα δύο ψυχών που τους συνδέουν πολλά περισσότερα απ’ όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, γι΄αυτό και δεν διστάζουν να εξωτερικεύσουν θαυμασμό και τρυφερότητα ο ένας για τον άλλο σε κάθε ευκαιρία. Όπως μετά από εκείνη την πρες κόνφερανς του 2012, μετά την οποία ο Buckingham συνόψισε το παρελθόν τους και το “Tango In The Night” σε μερικές λιτές, ειλικρινείς φράσεις.

«Έχουμε πάψει, εδώ και δεκαετίες, να είμαστε ερωτευμένοι. Αλλά μας ενώνει μια εντελώς ιδιαίτερη, βαθιά αγάπη. Αυτή είναι που τελικά μας βοήθησε να ξεπεράσουμε κάποιες απαίσιες συμπεριφορές και φερσίματα πραγματικά κακόβουλα που κατά καιρούς επιφύλασσε ο ένας προς τον άλλον. Όσο για το Tango; Εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν έχει τόσο ξεκάθαρη κατεύθυνση. Ο ήχος του είναι κάπως υπερβολικά της εποχής του, αρκετά πιο «ηλεκτρονικός» απ’ ό,τι μου θα άρεσε. Όμως περιέχει μερικά σπουδαία κομμάτια. Αυτά είναι, στο κάτω – κάτω, που το θα το μεταμορφώνουν πάντα σ’ ένα μουσικό ταξίδι που αξίζει τον κόπο».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites