David Bowie: Dancin’ under serious moonlight
Monday

7May

David Bowie: Dancin’ under serious moonlight

Δημοσιεύθηκε από:

07/05/2018

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

5289
Κινηματογραφικά «ΠΡΟΣΕΧΩΣ» προχωρημένης Άνοιξης Πρώτης Γυμνασίου. Πάνθηρας έτοιμος να κατασπαράξει. Θηλυκή θεότητα ονόματι Ναστάζια Κίνσκι, ν’ ακροβατεί ανάμεσα σε έκφυλο και αθώο.
Ο τύπος με το τεράστιο γουρλωμένο μάτι που παίζει στον Καλιγούλα – κανένας μας δεν έχει δει, μόνο ξέρουμε από κάτι πιο μεγάλους ότι έχει μέσα «όργια αδιανόητα». Κάτι μυστήριο έχει αυτό το τρέϊλερ, τρόμο για το φόνο που ενεδρεύει, αγκαλιά με μια ύπουλη δίψα που ξεκινάει απ’ το μάτι, κάνει κάθετη εφόρμηση προς το στομάχι και διαχέεται.
Καλοκαίρι, τρεις μήνες μετά, θερινό στα χαλίκια. Με το στόμα να καίει από δύο σακκουλάκια «Τσακίρις» και το μυαλό ν’ αχνίζει από την κατάληξη της θηλυκιάς αγριόγατας, που ξέσκιζε σάρκες χωρίς να τό’ χει διαλέξει και χωρίς να μπορεί να τ’ αποφύγει. Τίτλοι τέλους. Κομμάτι. Η φωνή πάνω στο κομμάτι. Η φωνή.
Έτσι εισέβαλε ο David Bowie στα αυλάκια του μυαλού της γενιάς μας. Από ένα κομμάτι που δεν ήταν καν δικό του. Δε μπορούσαμε να γνωρίζουμε για τις δυό - τρεις μουσικές επαναστάσεις πού’χε προκαλέσει όταν ήμασταν ακόμη νήπια ή μαθητές δημοτικού. Το παράξενο είναι ότι κι εκείνος, την ίδια χρονική στιγμή, έκανε ότι δεν τις θυμόταν ή τουλάχιστον έκανε τα πάντα για να τις ξεχάσει.
Ειδικά όταν τέλη Μαρτίου του ’83, κάθισε ντυμένος μ’ ένα γκρί – χακί κοστούμι, ασορτί στενή γραββάτα, ροζ πτι-καρέ πουκάμισο κι ένα βίαια πλατιναρισμένο μαλλί στο πάνελ μπροστά από τους εκπροσώπους του μουσικού τύπου, για να μιλήσει για τη δισκογραφική επιστροφή του, δυόμισυ χρόνια μετά το Scary Monsters (And Super Creeps)” του ’80. Στις 27 Ιανουαρίου έχει υπογράψει πενταετές συμβόλαιο με την EMI America, με φημολογούμενο bonus υπογραφής που φτάνει τα 10 εκατομμύρια δολλάρια.
Ο άνθρωπος του οποίου κάθε καλλιτεχνική φάση λίγο μετά γεννούσε και μια καινούρια, παγκοσμίως αισθητή μουσική τάση, έδειχνε πανέτοιμος για μια ακόμη καθολική μεταμόρφωση. Την πιο ριζική από κάθε άλλη φορά.




«Πραγματικά, δεν νιώθω ότι θα ήθελα να συνεχίσω ως τραγουδοποιός και περφόρμερ υπό τους όρους του πειραματισμού – τουλάχιστον αυτή τη στιγμή. Απολαμβάνω την ηλικία μου – είμαι 36- και ό,τι αυτό συνεπάγεται σε σχέση με τη φυσική μου κατάσταση, το σώμα σου σ’ αυτή την ηλικία κυριολεκτικά αλλάζει. Πνευματικά και συναισθηματικά έχουν επίσης συμβεί σοβαρές μεταβολές. Όταν βρίσκεσαι σε δημόσια θέα συνεχώς για 12 χρόνια όπως εγώ, κάποια στιγμή θα πρέπει ν’ αναμετρηθείς με το γεγονός αυτό, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μπορεί να σε απορροφήσει το πώς αυτό θα συνεχιστεί, ή να σκεφτείς, ωραία λοιπόν, έχω αυτό το βάθρο, οπότε πρέπει να βρώ τί θα ανεβάσω πάνω του τώρα».
Η περίσκεψη αυτή είχε κρατήσει δυόμισυ χρόνια, Μέσα σ’ αυτά, ο Bowie έκανε ένα πολύ επιτυχημένο ντουέτο με τους Queen (“Under Pressure”, UK#1, 21/11/81, US#29, 9/1/82 – «ηχογραφήθηκε πρόχειρα, μέσα σε μια μέρα, έτυχε να ηχογραφούν κοντά στο σπίτι μου στην Ελβετία»). Έγραψε στίχο και τραγούδησε ως βαρύτονος crooner πάνω στη μουσική του Giorgio Moroder για το κομμάτι που ακούγεται στους τίτλους τέλους της ταινίας “Cat People” του Paul Schrader, κομμάτι του προσέφερε τη μεγαλύτερη επιτυχία του στα single από το “Golden Years” (UK#26, 24/4/82 – US#67, 8/5/82). Το φθινόπωρο του ’82 είχε πραγματοποιήσει σ’ ένα νησάκι του Ειρηνικού γυρίσματα για την καινούρια ταινία του Ιάπωνα γκουρού του αβάν γκαρντ Nagisa Oshima, «Καλά Χριστούγεννα κε Λώρενς», όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Συγχρόνως, έπαιξε το ρόλο ενός Άγγλου ευγενούς που ήταν  βαμπίρ ηλικίας 200 ετών, στο πλευρό της Κατρίν Ντενέβ, στο σκοτεινό παραμύθι ενός 38χρονου σκηνοθέτη που προερχόταν από το χώρο της διαφήμισης, ονόματι Tony Scott. Θά’ λεγε κανείς ότι βιάστηκε να εξαντλήσει όσες μεταμορφώσεις προλάβαινε, μέχρι να εμφανιστεί μπροστά στους εκπροσώπους του μουσικού του κοινού και να εξηγηθεί για το επερχόμενο μουσικό του εγχείρημα.
«Ειλικρινά, αυτή φορά δε θα ήθελα να συνεχίσω να εμφανίζομαι πάνω στη σκηνή, αν δεν είχα να δείξω κάτι πραγματικά ελπιδοφόρο και χρήσιμο με τη μουσική μου, τόσο για τον εαυτό μου, όσο και για το κοινό».
Ελπιδοφόρο; Χρήσιμο;

«Δεν περίμενα ποτέ ότι συμβεί κάτι τέτοιο, όμως πρέπει να ομολογήσω ότι μια από τις πιο απολαυστικές και ελπιδοφόρες ποιότητες στη ζωή μου τα τελευταία τέσσερα - πέντε χρόνια είναι η γέννηση του γιου μου. Είναι εντυπωσιακό τί μπορεί να προκαλέσει η γέννηση ενός παιδιού – είτε είναι αγόρι, είτε κορίτσι – στον κόσμο ενός άντρα. Κι αν αυτό ακούγεται σαν μια πλήρης αντιστροφή θέσεων από έναν άνθρωπο σαν κι εμένα, τότε, ναι, είναι όντως μια αντιστροφή θέσεων και είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω και αυτήν την κατηγορία».
«Ο πειραματισμός μπορεί να γίνει πολύ γόνιμος, αφού επιτρέπει να αναζητείς διαφορετικές μουσικές απόψεις πάνω σ’ αυτό που σκέφτεσαι, αλλά από ένα σημείο και μετά παύει να σε ικανοποιεί. Και αυτό συμβαίνει γιατί δεν είναι χρήσιμος, εκτός αν – όπως θα έλεγε ο Brian Eno – χρησιμοποιείς τον πειραματισμό για να φτιάξεις ένα εξ ολοκλήρου καινούργιο μουσικό λεξιλόγιο. Εγώ τώρα πλέον κατέχω αυτό το λεξιλόγιο και τώρα πρέπει ν’ αποδείξω ότι μπορώ να το αξιοποιήσω».

«Σε προσωπικό επίπεδο, έχω φτάσει στο συμπέρασμα ότι μέσα από όλους τους μουσικούς πειραματισμούς μου έμαθα αρκετά, ώστε να μπορώ να προσφέρω πλέον κάτι πιο απλό. Δε νιώθω την ανάγκη για παιχνίδια με τις μουσικές ιδέες. Όχι πια. Και δεν θέλω με κανέναν τρόπο να μπω στο ρόλο του “νονού του new wave”, κάτι τέτοιο θα ήταν υπερβολικά εύκολο για μένα. Γι’ αυτό στον νέο μου δίσκο εφαρμόζω μια πολύ πιο άμεση, στοιχειώδη ενορχήστρωση, που δεν έχει να αποκαλύψει τίποτε άλλο παρά ένα υβρίδιο λευκής και μαύρης κουλτούρας. Δεν υπάρχει κανένα δεύτερο επίπεδο, πέρα απ’ αυτό». 
Πράγματι, όταν στις 14 Απριλίου κυκλοφορεί το 15ο στούντιο άλμπουμ του, με γενικό τίτλο “Let’s Dance”, η λιτή, στην ουσία ’60s χορευτική, προσέγγιση κυριαρχεί πάνω στο μεγαλύτερο μέρος του υλικού. Την παραγωγή έχει αναλάβει ο Nile Rodgers των Chic. Τα τύμπανα είναι ηχογραφημένα από έναν άλλον Chic, τον τρομερό Tony Thompson, ενώ ένας τρίτος Chic, o Bernard Edwards προσθέτει μπάσο σ’ ένα κομμάτι, με μια πλειάδα άλλων μουσικών να συμμετέχουν σε πλήκτρα, πνευστά και δεύτερα φωνητικά. Το εύρημα όμως στον ήχο, αυτό που εισφέρει και μια γνήσια αμερικάνικη blues/soul επίγευση είναι η κιθάρα ενός 28χρονου τεξανού, του Stevie Ray Vaughan, τον οποίο ο Bowie αλίευσε όταν τον άκουσε να παίζει στο φεστιβάλ του Μοντρέ και τον έπεισε να δώσει τον γήϊνο, ατόφιο τόνο του στις ηχογραφήσεις του καινούριου δίσκου.

«Το ξέρω ότι θα φέρω στο μυαλό σας όλα τα κλισέ του κόσμου, αλλά πράγματι έτσι νιώθω αυτή τη στιγμή. Από την άλλη, να θυμίσω ότι το κάθε κλισέ ΄χει αποκτήσει τη δική του ζωή και πορεία στις συνειδήσεις όλων επειδή κατά βάση προέρχεται από μια θεμελιώδη, κραταιά αλήθεια. Αυτή τη φορά γράφω για κάτι το οποίο στην πραγματικότητα δεν έχω ακουμπήσει ποτέ ως τώρα, για την επαφή των ανθρώπων πρόσωπο με πρόσωπο, ένας προς έναν. Για συναισθήματα που γεννιούνται από την διαπροσωπική αυτή επαφή. Η ερωτική σχέση, η συναισθηματική αυτή συνθήκη φαίνεται ότι μου διέφευγε ως τώρα – μάλλον πιο κοντά στην αλήθεια είναι ότι εγώ ο ίδιος την απέφευγα. Είτε τώρα πια νιώθω πιο άνετος με τον εαυτό μου, είτε περισσότερο ικανοποιημένος από τον εαυτό μου – δεν ξέρω τί από τα δύο πιο πολύ – αυτό πάντως είναι κάτι που περνά μέσα μου σαν τραγουδοποιό.

Στις 23 Απριλίου το άλμπουμ βρίσκεται ήδη στην κορυφή των βρετανικών τσαρτ και στο Νο 4 του Billboard. Στις 9 Μαΐου το πρώτο του 45άρι για την EMI το “Let’s Dance” βρίσκεται στην κορυφή των singles της Βρετανίας, όπου και θα παραμείνει για τρεις συνεχόμενες εβδομάδες. Στις 21 θα γίνει το πρώτο κομμάτι του Bowie που θα φτάσει στο Νο 1 και στις δύο όχθες του Ατλαντικού.
Στο βίντεο κλιπ του παίζεται κατά κόρον από το MTV.
Επικεντρώνεται σ’ ένα ξερό και ιδρωμένο bar, τυλιγμένο στην καυτή αύρα της Αυστραλιανής ενδοχώρας, με τον Bowie, με λυμένη γραββάτα, μπάγκυ παντελόνι στο χρώμα της άμμου, εξωτικό μεταξύ γηγενών κι ιθαγενών, να τραγουδά κρατώντας μια κιθάρα, εικόνα κάπως ασυνήθιστη. Ανάμεσα στους κοινούς θνητούς που εικονίζονται στο κλιπ, ένα εφηβικό ζευγάρι με ευδιάκριτα χαρακτηριστικά αβορίγινων, ο Terry κι η Jolene, περπατούν μαζί, αγναντεύουν, αστειεύονται, εκείνη διαλέγει ένα ζευγάρι κατακόκκινα γοβάκια και ξεκινά το χορό, την ώρα που γύρω τους ο εκσυγχρονισμός της παρθένας πατρίδας τους εκτυλίσσεται με γοργούς ρυθμούς.
“Put on your red shoes and dance the blues, let’s sway under the moonlight, the serious moonlight (…) If you say run, I’ll run with you – and if you’ll say hide, we’ll hide”.
Ένα απλοϊκό κάλεσμα για μέθεξη στη χαρά της ζωής, που κυριολεκτικά χορεύει στην περιοχή μεταξύ αφέλειας, υποκρισίας και στυγνής εμπορικότητας, εκεί δηλαδή που περπατά με ασφάλεια κάθε επιτυχημένο ποπ εγχείρημα.
«Το κοινό που αγοράζει δίσκους στην Αμερική ακόμη βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στη φάση όπου σκέπτεται και αντιδρά με όρους τηλεοπτικούς. Τους είναι αδύνατον ν’ ακούσουν το ο,τιδήποτε δεν ξεκαθαρίζει το τί σκοπεύει να πει στα πρώτα 30 ή 40 δευτερόλεπτα. Θεώρησα λοιπόν καλή ιδέα να χρησιμοποιήσω τα τέσσερα λεπτά του χρόνου ενός τραγουδιού για να δείξω κάτι απλό, κατανοητό, όσο και ιδιαίτερα ευπώλητο. Επέλεξα όμως να το δείξω με όρους ανθρωπιστικούς, σε αντίθεση δηλαδή μ’ αυτούς που υποδεικνύουν μέσα από το βίντεο τί είναι cool να φορέσεις, πώς πρέπει να φέρεσαι για να τα καταφέρεις και τα λοιπά. Επεξεργάζομαι ακόμη το περιεχόμενο που μπορεί να προκύψει από την διαπροσωπική σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων και απ’ αυτό προσπαθώ να εξαγάγω πανανθρώπινα συναισθήματα».

Στις 30 Μαΐου θα παίξει ως headliner στην πρώτη μέρα “US Festival” στο San Bernadino της Καλιφόρνια, με αμοιβή ενός εκατομμυρίου δολλαρίων. Αμέσως μετά θα ξεκινήσει την παγκόσμια περιοδεία “Serious Moonlight Tour ’83”, από το Wembley Arena, εμφάνιση που έχει γίνει sold out μήνες πριν, μέσα σε ώρες από την στιγμή που ανακοινώθηκε. Στα highlight η εμφάνισή του σαν σύγχρονου Άμλετ, με ένα κρανίο ανά χείρας στο “Cracked Actor”, ένα από τα «παλιά» του, από το άλμπουμ “Alladin Sane” του ’73.
«Μου είναι εύκολο να πω τα παλιά μου τραγούδια, αλλά για να είμαι ειλικρινής, αρκετά από αυτά δεν τα καταφέρνουν να ακούγονται σημερινά». 
Στις 16 Ιουνίου το άλμπουμ ανακοινώνεται ότι έχει γίνει χρυσό στις Η.Π.Α., το πρώτο του μετά το “Fame” του ’75, ενώ μόλις 11 μέρες αργότερα γίνεται πλατινένιο. Το “China Girl”, ένα παλιώτερο κομμάτι γραμμένο μαζί με τον Iggy Pop στις μέρες του Βερολίνου («Εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο Jim είναι πολύ καλύτερος στιχουργός απ’ ό,τι εγώ – ένας πραγματικός αμερικανός ποιητής»), μπαίνει στο top-10 Αγγλίας και Αμερικής (UK#2 και US#10, 27/6/83), παρά την απαγόρευση προβολής του από το BBC, για μια φευγαλέα σκηνή γυμνού που περιλαμβάνει.
Στις 12 Ιουλίου του απονέμεται το “Gold Ticket Award”, καθώς εμφανίστηκε σε πάνω από 100.000 θεατές στο Madison Square Garden, ενώ ακολουθεί το επόμενο σκέλος της περιοδείας με πρεμιέρα στο Βανκούβερ του Καναδά.
Στα τέλη του καλοκαιριού βγαίνει στις αίθουσες το «Καλά Χριστούγεννα Κύριε Λώρενς», αφού πρώτα έχει προβληθεί στις10 Μαΐου στο φεστιβάλ των Καννών, συνοδευόμενο αρχικά από καλές κριτικές. Θα κινηθεί στα αναμενόμενα σινεφίλ επίπεδα, ιδίως λόγω της ακαδημαϊκής προσέγγισης του σκηνοθέτη του και της κάπως άνευρης πλοκής τύπου η Μάρλεν Ντήτριχ σε πρόβες για την Γέφυρα του Ποταμού Κβάϊ Νο 2. Ο Bowie παραμένει το βασικό της ατού, με τον αβίαστο προσωπικό του μαγνητισμό, το όλο εγχείρημα όμως παραμένει στη σκιά της η ποπ επιτυχίας του.



Τον Οκτώβριο του ’83 το ακαταμάχητα ρυθμικό “Modern Love”, άλλη μια πανέξυπνη αρπαχταναβίωση τσιχλοφουσκοειδούς ποπ των μέσων του ’60, οπλισμένη με cool σαξόφωνο και μεθυστικά γυναικεία δεύτερα, φτάνει στο Νο 2 της Βρετανίας και στο Νο 14 της Αμερικής. Περίπου δύο χρόνια αργότερα, θα γίνει το κομμάτι με το οποίο θ’ ανοίξει την εμφάνισή του στο Wembley, κατά τη διάρκεια του “Live Aid”, απόδειξη του ότι το κομμάτι έχει γίνει ένα με την ηχητική ταπετσαρία της δεκαετίας. Στις 12 Δεκεμβρίου στην Μπανγκόγκ η περιοδεία θα ολοκληρωθεί με εντυπωσιακά νούμερα εισπράξεων.
Στις 21 Φεβρουαρίου του ’84, στα 3α ετήσια BRIT Awards που διοργανώνονται στο Grosvenor House Hotel του Λονδίνου του απονέμεται το βραβείο του «Καλύτερου Βρετανού Άνδρα Καλλιτέχνη». Στις 10 Μαρτίου το κάπως τετριμμένο single “Without You” φτάνει μόνο μέχρι το Νο 73 του Billboard.

Στις 19 Απριλίου το single “Let’s Dance” κερδίζει το βραβείο “International  Hit Of The Year” στα 29α Ivor Novello Awards, τελετή η οποία στεγάζεται επίσης στο Grosvenor Hotel. Η επιτυχία του άλμπουμ έχει ήδη πυροδοτήσει μια σειρά από επανεκδόσεις παλιώτερου υλικού (“Ziggy Stardust – The Motion Picture”, UK#17, US#89, Νοέμβριος ’83) και συλλογών από την προηγούμενη εταιρία του, RCA (“Golden Years”, UK#33, Αύγουστος ’83, “Fame & Fashion” UK#40, US#147 Απρίλιο ’84).
Στις 18 Σεπτεμβρίου του ’84 διεξάγονται τα MTV Awards στο Radio Music Hall της Νέας Υόρκης. Ο Bowie κερδίζει το βραβείο «Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας σε Βίντεο» για το “China Girl”, προσπερνώντας Michael Jckson, Billy Joel, Herbie Hancock και Lionel Ritchie. Σε επικύρωση του status που έχει τη δεδομένη στιγμή στον ποπ γαλαξία, στην ίδια τελετή του απονέμεται από κοινού με τους Beatles το βραβείο του «Πρωτοπόρου στην τέχνη του Βίντεο».  Το βέβαιο είναι ότι πρωτοπορούσε και σε εμπορικό σχεδιασμό. Μέρες αργότερα, σαν πρόγευση από το επερχόμενο νέο άλμπουμ του, θα προβληθεί αποκλειστικά από την τηλεοπτική εκπομπή “The Tube” ένα 22λεπτο βίντεο σε σκηνοθεσία Julian Temple με τίτλο “Jazzin’ For Blue Jean”. Ο βασιλιάς είναι straight, square και θέτει πλέον ό,τι πρότυπα του υπαγορεύει η τιθασευμένη μεν, αλλά ακόρεστη ακόμη για αναγνώριση ματιά του.
Στο μεταξύ, το “Gasoline” -δεν υπάρχει άλλος τίτλος για μας- έχει προλάβει να γίνει ένα μουσικό φετίχ αυτόνομο από τις επιδιώξεις του Bowie, ένα από τα πρώτα crossover τραγούδια που είναι γνωστό σε όλους και κινούμενο το ίδιο επιτυχημένα ανάμεσα σε έντονα οπτικοποιημένη ποπ, υπόνοια goth και rock σάουντρακ.
Mια βροχερή Παρασκευή Οκτωβρίου ντι-τζέϊ της παμπ «Γκρασσχόππερ» σεληνιάζεται κι αρχίζει να το παίζει τέσσερις – πέντε φορές στο καπάκι, με τα μπυροπότηρα ν’ αδειάζουν και να σέρνονται πάνω στο μπαρ από το Σάκη που δε γούσταρε να τον φωνάζουνε «κύριο» και τον Παύλο τον “ΧΤ”.
Δεν προλάβαμε τις επαναστάσεις του Bowie, δεν μπορούσαμε ν’ αποκρυπτογραφήσουμε την «πλήρη αντιστροφή του», γι’ αυτό και δεν τον παίρναμε και πολύ στα σοβαρά. Είχαμε όμως στ’ αλήθεια πολλά να δούμε και να μάθουμε ακόμη.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου