Οι πανελλαδικές έχουν τελειώσει 10 μέρες κι ενάμιση αιώνα πριν. Αποτελέσματα αναμένονται λίγο πριν το δεκαπενταύγουστο, έτσι λένε. Όσο αδιανόητο κι αν ακούγεται, δεν υπάρχει κανένας λόγος για να ξυπνάμε πρωί, ούτε λόγος να βάζουμε πρόγραμμα στην ημέρα. Ούτε φροντιστήρια, ούτε τίποτα.
Είμαστε οι βετεράνοι, οι απόφοιτοι που, ανεξάρτητα από το τί θα πούνε τ’ αποτελέσματα, τώρα, για τις λίγες επόμενες μέρες, μόνο δικαιούμαστε και δεν είμαστε υποχρεωμένοι σε τίποτα. «Αφήστε τα παιδιά να ξεκουραστούνε, μετά από τέτοια ταλαιπωρία» και τέτοια. Συναπαντήματα που καταλήγουν σε ποδηλατάδες, μπάνια μέχρι αργά το απόγευμα, επιστροφή με τη σαγιονάρα γεμάτη άμμο μέσα στο λιοπύρι, με την άσφαλτο στο δρόμο να καίει, παγωμένες κοκακόλες και ακρόαση δίσκων υπό ανεμιστήρα οροφής, τηλεφωνήματα και ραντεβού για την παραλία, τις καφετέριες, τα όρθια μπαρ με Καμπάρι στο χέρι. Κι όταν το μενού δεν περιλαμβάνει ιδιωτικότητες για ανταλλαγές ορμονών, θερινά: “Good Morning Vietnam”, “Café Bagdad”, «Οι Αδιάφθοροι», «Η Λάμψη» (σε επανέκδοση). Για πρώτη φορά αφηνόμαστε δικαιωματικά να μας πάρει και να μας πάει βόλτα αυτή η ξετσίπωτη ευθυμία που έχουν οι πρώτες μέρες του Αυγούστου σε μια ναρκωμένη από τον καύσωνα παραθαλάσσια πόλη.
Δανεικό και το άλμπουμ με τίτλο “August”, που μονοπωλεί το πικάπ του σπιτιού από καπρίτσιο. Στο εξώφυλλο ο Έρικ Κλάπτον με ύφος μεταξύ σκεπτικού Λάκη Κομνηνού και άκακου Νίκου Βασταρδή να ποζάρει μ’ ένα σινιέ σακκάκι -σε αντίστιξη με τον τίτλο, αρκετά φθινοπωρινό- και στο φόντο μια άσημη αποβάθρα, υπό το γκρί μπλε ενός σούρουπου. Δίσκος περσινός, τα μισά του κομμάτια στιγμιότυπα της Δευτέρας Λυκείου. Είναι ένας χρονισμός περίεργος, μια επανάληψη των καλύτερων στιγμών απ’ τα προηγούμενα, που έχει έρθει η κατάλληλη στιγμή να ξετυλιχτεί. Κάτι σαν κείνο το επεισόδιο του Miami Vice που η ενέδρα πάει στραβά, τρώει ο Κρόκετ τη σφαίρα του ντήλερ και μετά, ενώ εκείνος βρίσκεται διασωληνωμένος στην εντατική, οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές θυμούνται προηγούμενες στιγμές μαζί του, από προηγούμενα επεισόδια, μπορεί κι από προηγούμενες τηλεοπτικές σαιζόν.
Οι προσωπικοί μου λογαριασμοί με τον Κλάπτον έχουν ανοίξει μερικούς Αύγουστους πιο πριν και παραμένουν ανοιχτοί. Στην αρχή, μόνο το “I Shot The Sheriff” είχα ακούσει, μετά τον είδα στο “Live Aid”, αδυνατώντας να πιάσω τί ’ναι αυτό που έχει ο κάπως μπλαζέ μουσάτος που ξεσηκώνει τα πλήθη. Λίγο καιρό μετά ήρθε στα χέρια μου, κι αυτό δανεικό, το “Eric Clapton – Time Pieces”, το best της Polydor με τα 11 κομμάτια.
Η πρώτη βουτιά στα νερά ενός ήχου που, με το πρώτο άκουσμα, έμοιαζε δεμένος με γκέμια, φτιαγμένος να τον ακούν τα γερόντια αγνώστου μουσικής ηλικίας. Όμως, κάτι που τ’ όνομά του βρισκόταν σ’ όλους τους καταλόγους με τους «καλύτερους κιθαρίστες», κάτι η γεμάτη αυτοπεποίθηση στάση του, να κρατάει από την κορυφή τη μαυρόασπρη Στρατοκάστερ στο εξώφυλλο του διπλού live “Just One Night”, κάτι η αναδίφηση, πάλι βαθύ καλοκαίρι, σ’ αφιερώματα και συνεντεύξεις μέσα από κάτι αρχαία «ΠΟΠ & ΡΟΚ» -τά’ χε για πέταμα η μάνα του Παντέλου απ’ το Δεύτερο, με το πού’φυγε το φθινόπωρο του ’85 φαντάρος- το μέγεθος Κλάπτον είχε αρχίσει να χτίζεται μέσα μου, με τις απαραίτητες, πυκνές υποσημειώσεις «να μεγαλώσω πρώτα και τον ψάχνω τότε καλύτερα». Είναι 1988 και η στιγμή δείχνει κατάλληλη. Το ‘88 είναι και για τον 43χρονο Κλάπτον μια σημαντική χρονιά, καθώς, με μια κρίσιμη κυκλοφορία επαναβαπτίζεται ως ένας καθολικά αναγνωρισμένος επιβιώσας της γενιάς των ρόκερ του ‘60. Προχωρημένο Μάϊο, μέσα στην αναμπουμπούλα των επαναλήψεων είχε πέσει το μάτι μου στη διαφήμιση για ένα “Box-Set”, ένα εξαπλό βινύλιο με επιλογές από ολόκληρη την τεράστια πορεία του. Είχε τίτλο “Crossroads” και ήταν βέβαιο ότι ως πανάκριβο, ελάχιστοι θα μπορούσαν να το πλησιάσουν. Εκεί μέσα, διαβάζουμε, υπό τη σχολαστική επίβλεψη του Bill Levenson, η κληρονομιά του αναδεικνύει τον πλούτο της. Βρίσκονται όλα εκεί : οι ελπίδες, οι φιλοδοξίες, οι αδυναμίες, ακόμη κι οι φοβίες του.
Αποτυπώνονται μέσα σε μια συλλογή ακυκλοφόρητων live και στουντιακών εκτελέσεων, που δίπλα στις επίσημες, πασίγνωστες κυκλοφορίες του, βοηθούν τον ακροατή να φωτίσει όλα τα κεφάλαια της μουσικής του ζωής, να ερμηνεύσει τον πολυτάραχο βίο του. Με αντίστοιχο τρόπο, βοηθά και με τις συνεντεύξεις του ο ίδιος ο πρωταγωνιστής αποτοξινωμένος πλέον από ποτό, ηρωίνη αλλά και Πάττυ Μπόϋντ. «Γιατί έφυγα από το συγκρότημα του JohnMayall; Μην ξεχνάμε ότι ήμουν μόνο 21 ετών. Και απολύτως διχασμένος. Το ένα μου μισό με θεωρούσε πολύ σοβαρό και αφοσιωμένο bluesman, το άλλο μισό ήταν απλά ένας τρελλαμένος νεαρός. Η εφηβική μου πλευρά δεν κρατιόταν, ήθελε να ξεχυθεί έξω, να γνωρίσει τον κόσμο.Αν δεν υπήρχε αυτή η ανάγκη μου, θα είχα μείνει αφοσιωμένος στη μπάντα του Μayall, μπορεί να ήμουν ακόμη μαζί τους. Εκείνη την εποχή όμως δεχόμουν ερεθίσματα από ένα σωρό κατευθύνσεις, με αποτέλεσμα το πράγμα με τον Mayallνα αρχίσει να μου φαίνεται αδιέξοδο. Τότε ακριβώς ήταν που οι Cream μου παρουσιάστηκαν σαν μια πολύ ενδιαφέρουσα ευκαιρία. Να ξεκινήσω κάτι καινούριο, που θα μου έδινε την απόλυτη μουσική ελευθερία, κάτι που δεν θα είχε όρια».
Το “Crossroads” πιάνει το πράγμα με ηχογραφήσεις από την αρχή, από τους Yardbirds. Καθώς η χρονολογική τους ακολουθία απλώνεται σε 12 πλευρές δίσκων, στον φιλομαθή ακροατή αποκαλύπτεται ανάγλυφο το πορτραίτο ενός ανθρώπου που διαρκώς αναζητά την πραγματική του ταυτότητα : εκτόνωση, παραφορά, εξομολόγηση, νοσταλγία και μετάνοια περνούν όλα μέσα από την εξέλιξη μιας μουσικής έκφρασης που μ’ όλες τις παραλλαγές της, διατηρεί μια έντονη φυσιογνωμία μέσα σε 25 ολόκληρα χρόνια. Το υλικό, δε, ολοκληρώνεται, δε, με μια καινούρια εκτέλεση στο κομμάτι που είχε συμπεριλάβει στον πρώτο προσωπικό του δίσκο, το κλασσικό “After Midnight” του J.J. Cale. «Ασφαλώς και είναι αντιφατικό ότι παραχώρησα τη νέα εκτέλεση του “AfterMidnight” σε τηλεοπτική διαφήμιση μπύρας. Όταν γύρισα αυτό το διαφημιστικό, ήμουν ακόμη κανονικός αλκοολικός, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όμως, όταν έφτασε να προβληθεί στην τηλεόραση, βρισκόμουν ήδη σε κέντρο αποτοξίνωσης στη Μινεσσότα. Ήταν Δεκέμβριος του ’87 όταν το είδα πρώτη φορά στην tv. Βρισκόμουν σ’ ένα σαλόνι γεμάτο από αλκοολικούς υπό θεραπεία και όλοι με ρωτούσαν απορημένα: «Εσύ είσαι αυτός;». Το παραδέχτηκα, τί να έκανα; Αν μου γινόταν σήμερα η προσφορά αυτή, δεν ξέρω να θα την δεχόμουν. Δεν πίνω πια και αν μπορούσα θα ήθελα να μην ξαναπιώ ποτέ ξανά».
«Γιατί να μην έχω άλλο ένα box – setμετά τα επόμενα 25 χρόνια καρριέρας μου;», αστειεύεται ο Κλάπτον στο “Rolling Stone”.«Είναι πολύς ο χρόνος, το ξέρω, αλλά ίσως να τα καταφέρω. Μπορεί εκείνο να είναι ένα λεπτό box-set, όχι όπως αυτό».
Όσο κι αν το “Crossroads” είναι μια εκτεταμένη καταγραφή της μέχρι τώρα μουσικής του ζωής, την ίδια στιγμή, τα επόμενα κεφάλαια της ζωής του “Slowhand” έχουν ξεκινήσει ήδη να γράφονται. Την Άνοιξη του ’88 ολοκλήρωσε τη μουσική για το soundtrack της ταινίας “Homeboy”, με τον Μίκυ Ρουρκ και τον Κρίστοφερ Γουώκεν που προοριζόταν για κυκλοφορία το Σεπτέμβρη. Τον Ιούνιο ακολούθησε σαν guest τους Dire Straits σε μια σειρά από ευρωπαϊκές εμφανίσεις, με αποκορύφωμα τη συναυλία για τα γενέθλια του Nelson Mandela, στις 11 Ιουνίου στο Wembley, μια συναυλία που, από άποψη ονομάτων και κάλυψης εξελίχθηκε σε μικρό “Live Aid”. Ο Mark Knopfler θα ανταπέδιδε, συμμετέχοντας ο ίδιος ως guest σε προγραμματισμένη συναυλία στις Η.Π.Α., που θα ξεκινούσε την 1η Σεπτεμβρίου από το Dallas. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της οποίας τον περίμεναν μερικές χρυσοφόρες guest εμφανίσεις σε δίσκους τρίτων, καθώς και κλεισμένος χρόνος στο στούντιο για τον επόμενο σόλο δίσκο του, σεταρισμένον για κυκλοφορία αργότερα μέσα στο ’89.
Με φωτογραφίες και παραγράφους από συνεντεύξεις να φλασάρουν αδέσποτες στο μυαλό, βγάζω το “August” από το εξώφυλλο κι ετοιμάζομαι να το ρίξω στο πλατώ για μια ακόμη φορά, αυθαίρετα πεπεισμένος ότι πρόκειται για άλμπουμ που στη δεδομένη χρονική στιγμή σηματοδοτεί όχι μόνο μια περίληψη για όσα προηγήθηκαν, αλλά και το κόψιμο ενός νήματος, μια υπερνίκηση. Μετά από ‘δω, ο δρόμος είναι ανοιχτός. Η βελόνα κάθεται στο ικανοποιητικά σκληρό βινύλιο ελληνικής εκτύπωσης της WEA. Το “It’sInTheWayThatYouUseIt” είναι απ’ το «Χρώμα του Χρήματος» του Σκορτσέζε, με τον αρχοντόγερο, τη μουράκλα τον Πωλ Νιούμαν που πήρε και το Όσκαρ και τον κωλοπαιδαρίωνα Τομ Κρουζ - τό’ δαμε πέρσι την Άνοιξη, αφ’ ότου και τα μπιλιαρδάδικα γνώρισαν μια απροσδόκητη άνθηση. Στο τεύχος Δεκεμβρίου του ’86 του «ΠΟΠ & ΡΟΚ», ο υπεύθυνος για τις παρουσιάσεις καινούριων ταινιών, Παναγιώτης Τιμογιαννάκης, πού’γραφε σα να κουτσομπόλευε πάνω απ’ όνα μισοτελειωμένο φλυτζάνι καπουτσίνο, είχε προειδοποιήσει πάντα ενδιαφερόμενον αναγνώστη: «Η ταινία θα έχει ενδιαφέρον σάουντρακ». Και τί πιο κουλ από τον Κλάπτον, λουσμένο στο βίντεο κλιπ από ένα μπλε – μωβ φως, να χώνει σόλα ανάμεσα απ’ τα πυκνά συνθεσάϊζερ ενός μοντερνιζέ κομματιού, που πάντως φέρει την υπογραφή του Robbie Robertson των The Band. Ο χορευτικός ρυθμός και τα πνευστά τoυ “Run” έρχονται από τα παλιά, τό’χει γράψει ο στρογγυλοπρόσωπος Lamont Dozier της Motown. Ήχος πολύ πιο γεμάτος από τα παλιά του Κλάπτον, φουλ στα συνθεσάϊζερ, με τα σόουλ δεύτερα φωνητικά και τα πνευστά να ταιριάζουνε περισσότερο σε Lionel Ritchie. Το “TearingUsApart”, ντουέτο με την σιτεμένη θεάρα Tina Turner, ροκάρει κανονικά και με πάει λίγους μήνες πίσω.
Μέσα στον περασμένο Νοέμβριο ακουγότανε αρκετά, είχε παίξει δυό φορές και στο «Μουσικόραμα», ενώ λίγο πριν τα Χριστούγεννα μπήκε και στη διπλή συλλογή “HITS 7”, μαζί με Mick Jagger, Fleetwood Mac, Madonna, Beastie Boys και Europe.
To “BadInfluence” είναι κείνου του νεαρού μαύρου κιθαρίστα, του Robert Cray, που τον μάθαμε κι αυτόν πέρσυ, με το “Strong Persuader”. Κανα - δύο εκατομμύρια αμερικανάκια αγοράσανε το δίσκο, επιβεβαιώνοντας πόσο βελούδινο ήρθε στα άμαθα στο blues αυτιά της καταναλωτικής πλειοψηφίας. Η μεταχείριση του τρακ είναι αρκετά πιο ποπ απ’ το αναμενόμενο.
To “WalkAway” μια κάπως επίπεδη σόουλ άσκηση, με πολλά δεύτερα φωνητικά και κούφια ντραμς, παρ’ ότι μέσα στην παρένθεση με τα συνθετικά credits, διαβάζεις δύο ονόματα πού’ χουν δώσει στον Κλάπτον επιτυχίες :
ο Richard Feldman του “Promises” και η Marcella Detroit του “Lay Down Sally”, το δεύτερο από το δίσκο του Κλάπτον με το πιο ωραίο εξώφυλλο, το “Backless” του ’79 - τον έχει να παίζει στον καναπέ, δίπλα από’να πορτατίφ που τον λούζει σε χρυσο – πορτοκαλί φως.
Το “HungUpOnYourLove”, κι αυτό του Dozier, φανκίζει εμφανώς, με τα κρουστά του και τα γυναικεία δεύτερα φωνητικά του. Το διαπερνά βέβαια το ίδιο επίμονο συνθεσάϊζερ, σαν θόρυβος από τηλεφωνικό κέντρο του ΟΤΕ σε ώρα αιχμής. Επί τρία κομμάτια σερί ο Κλάπτον μοιάζει να παίζει ένα βήμα πιο πίσω, απέχοντας από το να σολάρει, σαν επίτηδες να φεύγει μακριά απ’ αυτό που όλοι περιμένουν να κάνει, από το στοιχείο του. Γίνεται μια προσπάθεια να βγει πιο μπροστά η φωνή του. «Η πραγματική μου φωνή εξακολουθεί να παραμένει η κιθάρα μου. Όταν μέσα στο μυαλό μου υπάρχει μουσική, δεν ακούω τη φωνή, το τραγούδι. Ακούω πρώτα τη μελωδική γραμμή της κιθάρας. Πάνω σ’ αυτήν γράφω τα λόγια και στη συνέχεια τα τραγουδάω. Όταν το κάνω αυτό, μετά χρησιμοποιώ πάλι την κιθάρα για να εμπλουτίσω τη φωνή. Πάντα προσπαθώ να παίξω κιθάρα με ψυχή, με συναίσθημα. Δεν μπορώ να το καταφέρω αυτό μέσα από το τραγούδι, η φωνή μου δεν έχει τέτοιες ικανότητες. Σε κάποιο σημείο, φτάνω πάντα να δίνω την έμφαση στην κιθάρα».
Έχει γραφτεί στον αγγλικό μουσικό τύπο πως ο,τιδήποτε έχει ηχογραφήσει ο Κλάπτον μετά τη μοιραία εκείνη διετία με τους Cream, είναι μια απελπισμένη προσπάθειά του να σβήσει ο ίδιος τα βαθιά χνάρια που άφησε με το παίξιμό του στη μουσική μνήμη εκατομμυρίων. Μια συνειδητή προσπάθεια να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα και όσο πιο πολύ γινόταν από το heavy βρυχηθμό, τα εκκωφαντικά σόλο. Την έλλειψη σόλο κιθάρας μπορώ να την αντέξω.
Η δεκτικότητά μου με εκπλήσσει. Μέχρι τώρα ήμουν σίγουρος ότι είναι θαμμένη κάτω από τόνους ντιστόρσιον.
Η δεύτερη πλευρά του δίσκου αρχίζει μ’ ένα κυματισμό αισιόδοξο, με τη φωνή να κάνει απλωτές ανάμεσα στα κήμπορντς. Είναι το “TakeAChance” και – επιτέλους κάτω απ’ τον τίτλο βλέπεις “Clapton”, μαζί με το όνομα του πιανίστα Gregg Philinganes και του πολυπράγμονα μπασίστα Nathαn East. Το ανεβαστικό ρεφραίν μοιάζει με κομμάτι του Chris Rea, απ’ αυτά που τελευταία κρατάει κρυμμένα στις δεύτερες πλευρές των δίσκων του, σαν από συστολή για τα moody κύρια πιάτα που σερβίρει. Σηκώνω τη βελόνα και την πάω πίσω, αφήνοντας την στην αρχή της πρώτης πλευράς ξανά και ξανά, καθώς οι στίχοι κυκλώνουν ευφορικά το σαλόνι. Είναι η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος Αύγουστος. “And I feel so free today - You know I feel so free today - That's right, I feel so free, no matter where I go,but I feel so free today”.
Tη διάθεση έρχεται – επιτέλους – να υπογράψει κι ένα σόλο του Κλάπτον με μετρημένο wah wah. Το “HoldOn” στην ίδια φλέβα, μόνο που είναι ακόμη καλύτερο, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Γεμάτο κιθαριστικές φράσεις που πείθουν ότι ο «Άμλετ του blues» ευχαριστήθηκε αυτή την ηχογράφηση. Στα τύμπανα είναι ο Φιλ Κόλλινς – τώρα συνειδητοποιώ ότι ο δικός του απλοποιημένος, ξερός κρότος στα ντραμς είναι που προσδίδει μια γειωτική ομογενοποίηση στο υλικό. Συγχωρεμένος, καθώς, είναι ευρέως γνωστό: ο Φιλ Κόλλινς, ο αγαπημένος της ερωτοχτυπημένης νοικοκυράς, είναι ο άνθρωπος που δυό – τρία χρόνια τώρα με προσωπική του εμπλοκή έχει ανασύρει τον Κλάπτον από τον πάτο της μπουκάλας. Της νιοστής, που θα μπορούσε όπως και η νιοστή παρά μία, να τον έχει στείλει αδιάβαστο.
«Εκείνα τα άλμπουμ στα τέλη του ’70 και τις αρχές του ’80 τα αποτιμώ σε σχέση με το σε τί κατάσταση βρισκόμουν τότε. Αν ήμουν όπως είμαι τώρα, με καθαρό μυαλό και σώμα, θα έλεγα χωρίς αμφιβολία ότι μπορούσα να τα κάνω καλύτερα. Αν αναλογιστώ όμως πώς ήμουν τότε, συναισθηματικά, σωματικά, το τί ποσότητες ουσιών κατανάλωνα, δεν μπορώ να δω πώς θα μπορούσαν να γίνουν καλύτερα. Ξέρω καλλιτέχνες που μπαίνουν στο στούντιο και, αν και δεν παίρνουν ούτε τα μισά απ’ ό,τι παίρναμε εμείς τότε, δεν κάνουν και σπουδαία πράγματα. Καθένας από κείνους τους δίσκους έχει ένα κάποιο συστατικό που, με τον τρόπο του, παραμένει ικανό να με συγκινήσει. Τα κομμάτια που νιώθω ότι με ντροπιάζουν, απλώς δεν τα παίζω ποτέ live».
Εκείνες οι μέρες του Κλάπτον, όπου βαρύς, με ατημέλητο μούσι και τρέκλισμα, πάλευε με την κάντρυ και με κάτι αργόσυρτες διασκευές, έχουν πλέον περάσει. Τώρα είναι έτοιμος να επανατοποθετηθεί, διαχειριζόμενος τον μουσικό, αλλά και τον θρυλικό εαυτό του, όπως επιθυμεί. Δεν ξεχνιέται εύκολα το τρία χρόνια παλιό δεκαπεντάλεπτο στη σκηνή του JFK, με τον Κλάπτον ραφινάτο, με λευκό πουκάμισο, σηκωμένα μανίκια και κρεμ παντελόνι να προκαλεί ρίγη με το “White Room”, έχοντας πίσω του όχι μόνο τον κανονικό του ντράμερ Jamie Oldaker, αλλά και τον διακτινισμένον μέσω Κονκόρντ από το Γουέμπλεϋ Φιλ Κόλλινς, να συνεχίζει με το “She’s Waiting” και να κορυφώνει με το “Layla”, όπου η ανταπόκριση είναι τόσο ενθουσιώδης που ο συνήθως συνοφρυωμένος Κλάπτον χαμογελά με την καρδιά του. Τέτοια αίσθηση βγάζει και το “Hold On” - μαζί με τον Φιλ Κόλλινς τό’ γραψε, λένε τα credits.
Τα τελευταία χρόνια o Φιλ έχει γίνει η σκιά του Κλάπτον. Ένας brother’s keeper που λες και ξεχρεώνει την έμπνευση που τον κεραυνοβόλησε όταν μόλις 15 χρονών βρέθηκε στα πρώτα live των Cream στο Λονδίνο, με τον έξι χρόνια μεγαλύτερό του Έρικ στην κιθάρα.
«Λένε ότι η επιτυχία μου έχει βασιστεί στην ποιότητα των συνεργατών που είχα κάθε φορά. AlbertLee, RyCooder, PhilCollins. Λοιπόν η αλήθεια είναι ότι είμαι περισσότερο ένας παθητικός δέκτης. Αν υπάρχει ανάμεσα στους συνεργάτες μου ένας έντονος, επιβλητικός χαρακτήρας, προτιμώ να τον αφήσω να αναδειχθεί, παρά ν’ αλλάξω την κατεύθυνση της μουσικής, ώστε να φαίνομαι εγώ σε πρώτο πλάνο κι εκείνος να μένει πίσω. Δε μ’ αρέσει να είμαι ανταγωνιστικός σε μουσικό επίπεδο. Αν πάνω στη σκηνή βάλεις δίπλα μου έναν κιθαρίστα που θ’ αρχίσει την επίδειξη, δεν πρόκειται να τον ακολουθήσω. Θα τον αφήσω. Και όταν θά’ρθει η σειρά μου, θα παίξω αυτά που θέλω να παίξω έτσι κι αλλιώς. Έτσι κάνω και στο στούντιο. Οπότε, αν υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι το “BehindTheSun” και το “August” είναι στην πραγματικότητα δίσκοι του PhilCollins, τότε έχει καλώς, αλλά πρέπει να πω ότι - το λιγώτερο - δεν ακούνε προσεκτικά. Έχω ρίξει μέσα τους ό,τι καλύτερο έχω αυτή τη στιγμή, αλλά όχι με ανταγωνιστικό τρόπο.
Αν το έκανα, το αποτέλεσμα θα ήταν άσχημο. Μου ταιριάζει καλύτερα ν’ αφήνω τον καθένα να παίξει όπως επιθυμεί, παρά να προσπαθώ να επιβληθώ».
Καλύτερο κομμάτι του δίσκου έχω ανακηρύξει ήδη. Το “MissYou”, εκεί που ο Κλάπτον για κάποιο λόγο νιώθει άνετα να εξαπολύσει φράσεις και σόλο που μόνο απ’ τα δικά του ακροδάχτυλα μπορούν να βγουν. Τα ξερά ντραμς του Κόλλινς με τα αραιά, προσεκτικά γεμίσματα πάλι εκεί, τα πνευστά και τα κήμπορντς πάλι εκεί, αλλά το κέντρο της σκηνής ανήκει στον ένα και μοναδικό πρωταγωνιστή, που ξωπετάει τη νόστο μ’ ένα εύκολο ρεφραινάκι και πιάνει μετά να χώνει τα σόλο. Λίγους μήνες πριν, χειμώνας ακόμη, στον πρώτο όροφο του «Καφέ Παρκ», σε μια απ’ τις σπάνιες κοπάνες απ’ το φροντιστήριο, πετύχαμε να παίζει η βιντεοκασσέτα απ’ το προπέρσινο Φεστιβάλ του Μοντρέ - και κει με τον Κόλλινς στα ντραμς. Ένας Κλάπτον αναγεννημένος. «Ένα πράγμα προσπαθώ ακόμη να μάθω σαν bluesκιθαρίστας. Την απλότητα. Πώς να αφήνω τα πράγματα τραχιά και ακατέργαστα, όπως βγαίνουν. Αυτός είναι και ο λόγος που κατά διαστήματα σταματώ να παίζω ζωντανά. Αν είσαι τεχνικά ανέτοιμος, τότε ακούγεσαι πιο τραχύς και άμεσος, ακολουθείς τους πιο προφανείς δρόμους, τους πιο ενστικτώδεις. Αντίθετα, αν παίζεις συνέχεια, ασυναίσθητα προσπαθείς να αποφυγείς τα γνωστά και συνηθισμένα και τότε αρχίζει να μπαίνει μέσα στο παίξιμό σου η επιτήδευση. Και το τελευταίο που θέλω είναι να ακούγομαι επιτηδευμένος».
Το “HolyMother” έρχεται να ισοφαρίσει την εξαρση του “Miss You” με μια απόπειρα κατάνυξης, σ’ ένα απ’ τα απλωμένα down tempo που ο Κλάπτον διαχρονικά συνηθίζει. Με πιάνουν ιδίως τα πλούσια δεύτερα φωνητικά, που το εξαίρουν, σαν προσευχή κι όχι τόσο το σόλο, με σαστέϊν σαν ν’ ανακάθεσαι στο κρεββάτι με ασήκωτο hangover.
Η σύγκριση με το εξίσου αργόσυρτο, αλλά με εκτυφλωτικού πόνου σόλο του “Just Like A Prisoner”, απ’ τον προηγούμενο δίσκο του, αφήνουν το “Holy Mother” μακράν δεύτερο. Το ηλεκτρονικόμορφο “Behind The Mask” που κλείνει το “August” είναι μια uptempo απόπειρα, που υποφέρει απ’ το βάρος των συνθεσάϊζερ που περιορίζουν κιθάρα και τη φωνή σε διεκπεραιωτική αδιαφορία. Στη σύνθεση υπάρχει ένα γνώριμο όνομα:
ο Ryuichi Sakamoto είναι ο Ιάπωνας πού’ χει γράψει τη μουσική για την ταινία που μερικούς μήνες πριν έχει σαρώσει τα Όσκαρ, τον «Τελευταίο Αυτοκράτορα» του Μπερτολούτσι. Παραδόξως, πρόκειται για τον ίδιο τύπο πού’χουμε γνωρίσει πριν κάτι χρόνια σαν ηθοποιό – ως τον κατά τι ζορισμένο υπό τη γοητεία του Bowie Ιάπωνα λοχαγό, στο «Καλά Χριστούγεννα Κύριε Λώρενς». Χίλιες φορές αντί γι’ αυτό να έμπαινε στο δίσκο η μπλουζιά “Wanna Make Love To You”, όπου ο σε κείνη την κασσέττα από το Μοντρέ ο Έρικ λυσσομανάει, αλλά ας είναι.
Είναι μια ειδική απόλαυση. Η ακρόαση ενός άλμπουμ ολόκληρου, ανεξάρτητα πολλές φορές κι από την καλλιτεχνική του αξία, να σε βρίσκει στην πιο δεκτική στιγμή σου ως ακροατή. Έτοιμο επειδή θέλεις ν’ αφήσεις τη μουσική να εισχωρήσει, πριν ακόμη προλάβεις να υποκύψεις σε εκλογικευτικές νόσους των ακροατών όπως η ετικεττοποίηση ή οι προκαταλήψεις που μας φοράνε όσοι ζουν κατακερματίζοντας τη μουσική σε είδη.
Δεκαπέντε μέρες και κάτι ψιλά μετά από κείνες τις επισταμένες ιδιωτικές ακροάσεις, με τον Αύγουστο να παίζει τα ρέστα του, θα βρεθώ με τρία πρόθυμα ρεμάλια στο λιμένα του Πειραιώς, με προορισμό τη Σαντορίνη, τη χορηγία των κεραυνοπλήκτων από την σαρωτική μας επιτυχία στις πανελλαδικές γονέων μας. Το τετραήμερο στα Φηρά περιλαμβάνει υπερκατανάλωση ευγενών αφεψημάτων με ονόματα όπως “Volcano Sunrise” -ούζο, πορτοκάλι, ανγκοστούρα και γρεναδίνη- υπερχειλούς αυτοπεποιθήσεως απόπειρες γνωριμιών με οξυζεναριζέ υπάρξεις αμφιβόλων προθέσεων και θολών γουεραμπάουτς και απογευματινά συναμαζώματα στο “Taboo”, το πάλλευκο υπερυψωμένο μπαράκι με τις μουσταρδί ομπρέλες -πέντε όλες κι όλες- προγεφύρωμα του ντι-τζέϊ Τάκη Σέβεν, ενός Τζώνη Θεοδωρίδη απ’ το «Βασικά Καλησπέρα Σας» με φανελλάκι αμάνικο, που κάποτε, είναι ακόμη ορατό, είχε και στάμπα “Rock In Athens ‘85”. Θα μας πέρναγε και πέντε χρόνια.
Ένα, δύο, τρία απογεύματα στη σειρά, πίσω από την προσεκτικά ταξινομημένη πολεμίστρα με τους δίσκους και τα Mk-II, ο τύπος μας έκοβε: τρεις κόπροι να κυνηγάνε την ουρά τους, μέσ’ το σαματά, πιωμένοι από μια ανεξήγητη χαρά, τη μία να του ζητάνε Joe Cocker, την άλλη Midnight Oil και την τρίτη Cinderella καταπίνοντας κρατήρες από “Volcano”. Την τελευταία βραδιά μετά τ’ αλληλοκεράσματα με τα τελευταία κατοστάρικα, στις χαιρετούρες αρπάζει ένα δίσκο – δε βλέπω ποιόν μέσα στο μισοσκόταδο - τον ανοίγει και τον υπογράφει. «Πάρ’ τονε για ενθύμιο – τον έχω διπλό, είναι ο ελληνικός, εγώ βάζω τον αμερικάνικο, τον εισαγωγής – Καλό καλοκαίρι».
Έκτοτε, στο αριστερό μέρος του εσώφυλλου του δικού μου, πλέον αντιτύπου, ο Έρικ Κλάπτον σε γκρο πλαν χαμογελά συγκρατημένα. Στην πάνω άκρη, με μαύρο μαρκαδόρο, ο Τάκης ο Σέβεν έχει μαρκάρει τον Αύγουστο μια και καλή: “Santorini ‘88”.