“The Last Act Of Defiance”: Δοκίμιο περί βίας, by Exodus
Wednesday

6Mar

“The Last Act Of Defiance”: Δοκίμιο περί βίας, by Exodus

Δημοσιεύθηκε από:

06/03/2019

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

3546
Πάνε εικοσιπέντε χρόνια από την πρώτη φορά που άφησα την πλαστικοποιημένη ταυτότητα στα χέρια ενός ωχρού και νυσταλέου φύλακα κι είδα την πόρτα με τα κάγκελα ν’ ανοίγει μπροστά μου. Έκτοτε, ακολούθησαν πολλές.
Τα «σωφρονιστικά καταστήματα», ή πιο σωστά, οι κατά τόπον μπουζούδες στη χώρα μας – κι έχω επισκεφθεί τις αίθουσες επισκέψεων «Για συνηγόρους» αρκετών – Κορυδαλλό, Άγιο Στέφανο, Χαλκίδα, Αυλώνα, Κέρκυρα και πάει λέγοντας- δεν είναι ίδιες μεταξύ τους.
Ούτε στο μέγεθος, ούτε στην διαρρύθμιση, ούτε στην ποιότητα του προσωπικού, ούτε στις συνθήκες διαβίωσης. Κρατούν όμως, κάπως κρυμμένο, κάτι κοινό: Όταν βρέχει, τα τσιμέντα, τα σίδερα και τα παραχωμένα στο μπετόν παράθυρα κλαίνε, ξεχειλίζουν δυστυχία. Όταν έχει λιακάδα, ο ήλιος σκάει με πάταγο στα καραφλά κράσπεδα και τα επιμελώς βαμμένα δοκάρια, κι οι ασπρισμένοι περίβολοι, οι φυτεμένες στους επιτηδευμένους κηπίσκους πινακίδες «ΜΗ ΠΑΤΑΤΕ ΤΑ ΦΥΤΑ» (υποψία «ν») και η περίκλειστη σιωπή που έρχεται από τα ίδια τσιμέντα, σε κάνει να το νιώθεις, χωρίς να το βλέπεις. Είναι η τιμώρηση, η αποστέρηση της ομορφιάς της ζωής και βρίσκεται παντού. Είναι αόρατη, φευγαλέα, αλλά παρούσα. Σα να μπορείς αν θελήσεις να την αδράξεις στον αέρα, σαν παραστρατημένη πεταλούδα.


Μέσα στα χρόνια, η μυρωδιά χλωρίνης και ανθρώπινου ιδρώτα της μέσης ελληνικής φυλακής έχουν βρεθεί χημικοί και φυσικοί τρόποι για να διαθλάται μέχρις εξαϋλώσεως. Το περιβάλλον δε θυμίζει τόσο πολύ ή τόσο συχνά παλιώτερους καιρούς. Οι σωφρονιστικοί κόψαν τα μουστάκια, μπήκαν μηχανήματα ανίχνευσης στην πόρτα, φορέθηκαν αλεξίσφαιρα. Οι κοινωνικοί λειτουργοί μοιάζουν όλο και πιο κοντά σε αιώνιο φοιτητή ΤΕΙ που ζει τη «Μέρα της Μαρμότας», οι διευθυντές φέρνουν περισσότερο σαν μεγαλοσυνδικαλιστάδες εποχής Σημίτη και λιγώτερο σαν κομπάρσοι στο «Ρεπό» του Βαφέα.
Οι συνήγοροι πίσω από το λιγδιασμένο τζαμάκι το φυτεμένο στη βρωμερή φορμάϊκα είναι πιο νέοι, με όλο και πιο φιδίσια μάτια και συριχτές φωνές, ενίοτε χιπστεροαξύριστοι σαν ασύλληπτοι παραβατικοί της Πλατείας Καραϊσκάκη, οικείοι με τους φύλακες, όπως με το γκαρσόνι στο συνοικιακό τους κονάκι. Οι παραισθήσεις αδικίας έχουν πάψει πλέον να με κυκλώνουν πνιγηρές. Ξέρω γιατί έχουν έρθει εδώ οι περισσότεροι. Ξέρω γιατί και πώς την έχουν πατήσει, πώς έχουν επιλεγεί. Ξέρω ότι δε θα βγουν εύκολα. Ξέρω ακόμη και τί θέλουν ν’ ακούσουν γι’ αυτό.

Ότι είναι θύματα μιας στυγερής, μαζικής αδικίας, μεγαλύτερης από κείνη που οι ίδιοι επέφεραν. Οργανωμένης, αδίστακτης και ιδιοτελούς, σε σημείο που δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν. «Άμα τά’ ξερα όλα αυτά, θά’ χα γίνει καλό παιδί από μικρός».

Αν δεν το ακούν αυτό που θέλουν για την κατάληξή τους, αν δεν τους δείχνεις ότι διακρίνεις καλά και ευνοείς το ισχνό νήμα των ανθρώπινων συνηθειών που έχετε κοινό, η τιμωρία – μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, με χίλιους δυό άδικους εσωτερικούς «κανόνες», φτάνει να μην αντέχεται. Δεν αντέχεται. Το κατάλαβα, πολλά χρόνια πριν, ψάχνοντας τί να σήμαιναν και γιατί να είχαν γραφτεί εκείνες οι γραμμές, που μια δυσοίωνη φωνή εκφωνούσε σαν εισαγωγή, στο πρώτο κομμάτι του τρίτου δίσκου των Exodus.

«Το σωφρονιστικό σύστημα, εγγενώς άδικο και απάνθρωπο
Αποτελεί την ύστατη έκφραση της αδικίας
Και της απανθρωπιάς στο κοινωνικό σύνολο ευρύτερα
Σ’ εμάς τους απ’ έξω δεν αρέσει
Να θεωρούμε ότι δεσμοφύλακες και φρουροί  υποκαθιστούν εκεί μέσα εμάς τους ίδιους, αν και αυτό κάνουν.
Κλειδωμένοι μάλιστα σε μια αγκαλιά θανάτου
Ένας προς έναν, χρεωμένοι με τον προσωπικό του αιχμάλωτο ο καθένας τους, πίσω από τα τείχη των φυλακών
Κατ’ επέκταση, εμείς είμαστε αυτοί που βρισκόμαστε εκεί.
Το τρομακτικό αυτό διττό μήνυμα μεταφράζεται , λοιπόν,
Στο αρχέγονο ερώτημα της ανθρώπινης ηθικής.
Άραγε,είμαι ή δεν είμαι «υπεύθυνος για τον αδελφό μου;».



Η παράγραφος ανήκει στην Jessica Mitford και βρίσκεται στο κλασσική εγκληματολογική μονογραφία Kind and Usual Punishment: The Prison Business (1973, p. 297). Η τελευταία φράση, απολήγει παραμορφωμένη σ’ ένα δαιμονικό flunzer, ενώ τα ουρλιαχτά και οι οδυρμοί που έχουν αρχίσει να ακούγονται από πίσω, δυναμώνουν ύπουλα Πριν γίνουν κομμάτια από ένα μονοκόμματο, αιμοβόρο ριφ. Το κομμάτι λέγεται “The Last Act Of Defiance”.

Μιλάει για τα όσα συνέβησαν στο Πολιτειακό Σωφρονιστικό Κατάστημα Υψίστης Ασφαλείας του New Mexico, νότια της Σάντα Φε, το Σαββατοκύριακο της 2ης και 3ης Φεβρουαρίου 1980, γεγονότα τα οποία δε θα διαγραφούν ποτέ από την παγκόσμια σωφρονιστική ιστορία, όσο κι αν όλοι θα ήθελαν να τα ξεχάσουν. Υπερπληθυσμός -1.156 κρατούμενοι σε μια φυλακή με μάξιμουμ 963 κλίνες – πλημμελής διαχωρισμός ανάμεσα σε βίαιους ισοβίτες και μικροκακοποιούς, απαράδεκτες συνθήκες σίτισης και ιατρικής φροντίδας, ήρθαν να προστεθούν στην κατάργηση κάθε προγράμματος δημιουργικής απασχόλησης κρατουμένων, λόγω ανάγκης για «οικονομικές περικοπές», καθεστώς που είχε επιβληθεί σε αρκετές αμερικανικές φυλακές υψίστης ασφαλείας από το 1975.

Το σωφρονιστικό προσωπικό στο κατάστημα του New Mexico παρέμενε ανειδίκευτο, ελλιπές και αβοήθητο υλικοτεχνικών μέσων από την πολιτεία. Για να διαχειριστεί τον όγκο των βίαιων κρατουμένων η διοίκηση της φυλακής είχε κατορθώσει να δημιουργήσει ανάμεσα στους κρατουμένους, ένα δίκτυο καταδοτών, το διαβόητο “snitch game”. Οι συμμετέχοντες σ’ αυτό απολαμβάνουν υποτυπώδη προνόμια σε τροφή, ρουχισμό και αυτόνομο προαυλισμό. Όσοι όμως καθίστανται ύποπτοι ως «καρφιά», στοχοποιούνται από τις συμμορίες των κρατουμένων. Οι βίαιες αντεκδικήσεις, όταν αποκαλυπτόταν το «καρφί», είχε γίνει το καθημερινό φαινόμενο αυτορρύθμισης της ζωής στις έξι πτέρυγες της φυλακής. Το φιτίλι ήταν ήδη αναμμένο.

Το πόσο κοντό ήταν, έμελλε να αναδειχθεί από μια ανεύθυνη επιλογή της διοίκησης: την ανακαίνιση μιας ολόκληρης πτέρυγας, που οδήγησε εκατοντάδες κρατουμένους να μετακομίσουν και να παραμείνουν – προσωρινά – στους κοιτώνες του πρώην αναρρωτηρίου, μιας μεγάλης αίθουσας τύπου στρατώνα, διαχωριζόμενη από τις υπόλοιπες πτέρυγες από μία και μόνη καγκελόφρακτη πόρτα κι έναν διάδρομο ούτε δύο μέτρα πλατύ. Τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 2ης Φεβρουαρίου, μια ομάδα «σκληρών» αποφασίζουν, να μουντάρουν στους φύλακες, λίγο μετά την νυχτερινή καταμέτρηση. μάλλον από ανία και απόγνωση, κι όχι επειδή είχαν σχέδιο να δραπετεύσουν. Πράγματι, τους ακινητοποιούν και κρατώντας τους ομήρους, μέσα από την πόρτα του αναρρωτηρίου που έμεινε για κρίσιμα δευτερόλεπτα ξεκλείδωτη, ξεχύνονται στις πτέρυγες. Σε λιγώτερο από μία ώρα, ολόκληρη η φυλακή ήταν υπό τον έλεγχο των κρατουμένων.

Κάνουν κομμάτια κεντρικό κουβούκλιο ελέγχου, τρέπουν τη νυχτερινή βάρδια των φυλάκων σε άτακτη φυγή και ασυγκράτητοι ξεκινούν ένα πρωτοφανές μακελειό. Τα ναρκωτικά του φαρμακείου αναλώνονται σε χρόνο μηδέν και οι καταστροφές και τα άναρχα ανθρωποκυνηγητά ανάμεσα στις δύο κυρίαρχες σέχτες της φυλακής – τους Τσικάνος και τους Άρειους - ξεσπούν με τη δύναμη ανεμοστρόβιλου. Σε μια ζωώδη έκλυση βίας, όλοι στρέφονται κατά πάντων. Κρατούμενοι βασανίζονται πριν δολοφονηθούν με απάνθρωπους τρόπους, χωρίς αφορμή, τυφλά, ελλείψει των αναστολών που επιβάλλει η επιτήρηση από τους σωφρονιστικούς. Άνθρωποι καίγονται ζωντανοί, εύκολοι στόχοι όπως αδύναμοι χρήστες ναρκωτικών ή πρωτάρηδες έγκλειστοι πετσοκόβονται, βιάζονται.

Οι πολιτειακές αρχές σπεύδουν να διαπραγματευτούν με διάφορους αυτόκλητους «αρχηγούς», προτιμώντας να να καθυστερήσουν παρά να επέμβουν. Τριάντα έξι ώρες αργότερα, βαριά οπλισμένες μονάδες πολιτειακών και ομοσπονδιακών ειδικών δυνάμεων εισέρχονται χωρίς αντίσταση σε ένα βομβαρδισμένο σφαγείο. 33 οι επίσημα καταμετρημένοι νεκροί που κατέστη εφικτό να αναγνωριστούν, πάνω από 200 οι τραυματίες, κάποιοι από τους οποίους πέθαναν μέσα στους επόμενους μήνες. Εκατοντάδες άλλοι έζησαν με τις μνήμες της ανείπωτης φρίκης να τους στοιχειώνουν για πάντα από τα όσα έζησαν, ή υπέστησαν σ’ εκείνα τα μοιραία τσιμέντα. Στις εργώδεις πειθαρχικές και ποινικές διαδικασίες που ακολούθησαν, η ταυτοποίηση τόσο των θυμάτων, όσο και των δραστών υπήρξε πρακτικά αδύνατη. Σε ελάχιστες περιπτώσεις επιβλήθηκαν ποινές κάθειρξης για ανθρωποκτονίες. Όλες εκτίθηκαν σε άλλες φυλακές.  Αυτή του New Mexico έκτοτε υπολειτούργησε, ώσπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80, έκλεισε.

Αυτή η ιστορία με συνοδεύει σα σκιά, με κρύο, βροχές και βαρύ ήλιο, κάθε φορά που τα βαριά κάγκελα ανοίγουν προς την αίθουσα των συνηγόρων και πέφτουν πάνω μου ναρκωμένα ζευγάρια μάτια των τυχερών κρατουμένων που περνάνε ένα τελευταίο χέρι με την άθλια μάπα το μωσαϊκό του πλησιέστερου διαδρόμου προς την όποια αφύλακτη πόρτα.

Αραιά και που ξαναβάζω και κείνο το τρίτο άλμπουμ των Exodus. Και με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων ακρόασης, δεν είναι και μεγάλο λάθος να το θεωρήσει κανείς μια ταχύρρυθμη μονογραφία περί βίας, ενστικτωδώς συμπηγμένη ανάμεσα από βάνδαλα ηχητικά πριόνια πέντε τύπων, μετά βίας αποφοίτων Γυμνασίου του Bay Area. Αποκτημένο σε κασσέττα, τρεις μέρες πριν κατέβω στο πρώτο μάθημα της πρώτης εξεταστικής της φοιτητικής μου ζωής, μέρα – μεσημέρι από το «Δισκάδικο της Αθηνάς», το “Fabulous Disaster” ήταν, κομμάτι προς κομμάτι, μια περιήγηση στην τυπολογία της βίας, η ενασχόληση με την οποία είχε εξελιχθεί σε οιονεί εργολαβία του thrash metalκύματος που ερχόταν από την Αμερική, εκείνες τις μέρες του τελευταίου χρόνου της δεκαετίας.


Μετά το εξουθενωτικό μακελειό του “The Last Act Of Defiance”, έρχεται το ομώνυμο που μιλάει για το πάντα επικείμενο της πυρηνικής καταστροφής, όσο πιο νέτα σκέτα γίνεται: “(…) worlds being plastered by an evil bastard”. Και κει σκάει το διαβόητοThe Toxic Waltz”, ένα γκρουβ σαν o χαπακωμένος εγγονός του LinkWrayνα επιτίθεται με αθρόα κλωτσομπουκετίδια, με λασπωμένα παπούτσια και ιδρωμένες γροθιές σε πέντε οπαδούς των Exploited, που περιγράφει περιπτωσιολογικά – και επιδοκιμάζει ανοιχτά- τον φίλιο αλληλοτραυματισμό εν ώρα συναυλίας: Good friendly violent fun in store for allkick your friend in the head and have a ball”.
Το Low Rider είναι ίσως το παλιώτερο ethnic thrash πείραμα, μια διασκευή των War που μόνον ένας τρελλός θα τολμούσε να περιλάβει σε thrash άλμπουμ. Ακολουθείται από το Cajun Hell”, ένα ακόμη πείραμα. Έξι ολόκληρα χρόνια πριν τους κάθε D.O.W.N. και δεκάξι πριν τους Black Stone Cherry - που επιχείρησαν να ανακατώσουν το βάλτο της Λουϊζιάνα με τους Sabbath - με slideκιθάρα στην αρχή και κακόφωνο, μονότονο groove στη συνέχεια, είναι μια thrash αφήγηση του σεναρίου του “Deliverance” και του “Southern Comfort”, μ’ ένα ρεφραίν που θυμίζει Anthrax (“Dein-gerintheswampjust waiting for you…”). Όλοι θυμόμαστε τί συνέβη στους υπερφίαλους που πήγαν αρματωμένοι να διαβούν τους βάλτους, αγνοώντας ποιοί ζουν εκεί, και τί ένστικτα ξεχασμένα από τον πολιτισμό κουβαλάνε. 
Στο “Like Father, LikeSon” - ο Steve “Zetro” Souza ακούγεται να υποφέρει, καθώς εξιστορεί τον αποκρουστικό φαύλο κύκλο της βίας που περνάει από τον βάρβαρο πατέρα στο γιο κι απ’ αυτόν στη θυματοποίηση και της δικής του οικογένειας.  Το μονοκόμματο Corruption”, με δύο - τρία βιαστικά ριφ των Rick Hunolt και Gary Ηolt πατικωμένα μέσα του, ξερνάει χολή για τους πολιτικούς και τους κάθε λογής απατεώνες που έχουν τελειοποιήσει την αναίμακτη βία, αυτήν της ισχύος και της διαφθοράς.

Το Verbal Razors”, ένας λιωματώδης οχετός από βρισίδια, γεμάτος φάλτσα σόλα καθώς και το σπηνταρισμένο, μονοκόμματο Open Season - ο μονόλογος ενός αδρά περιγεγραμμένου ανθρωποκυνηγού που δε χρειάζεται λόγο και αιτία (I'll track you down and kill you for no apparent reason”) – κλείνουν το άλμπουμ. Ή μάλλον όχι. Σε αντίδοτο της βίαιης, υστερικής αύρας της δεύτερης πλευράς, έρχεται μια διασκευή – hangover στο “Overdose” των AC/DC, σαν βιβλιογραφική υποσημείωση εξανθρωπισμού των πνευμάτων.  
Ασφυκτιώντας από το techno thrash περιβάλλον του 2ου δίσκου τους, “Pleasures Of The Flesh”, οι Exodus για τον τρίτο, στην ουσία πήραν την παραγωγή πάνω τους κι αντί να φτιάξουν έναν σκυθρωπό, «σοβαρό» δίσκο, έφτιαξαν έναν εντελώς ακατέργαστο και ωμό. Εγκαταλείποντας τις ταχύτητες, τα δύσκολα γυρίσματα και τις ατμόσφαιρες και παραδιδόμενοι μέχρις αναισθησίας τον πηχτό, οχληρό ήχο από τις βαρυφορτωμένες fuzz κιθάρες των Holt και Hunolt και τη φωνή ενός καταδικασμένου σε ισόβια Ρουμπελστίλσκιν στο πρόσωπο του “Zetro”.
Έναν δίσκο που χωρίς κανένας τους – στοίχημα - να έχει ποτέ γυρίσει ούτε σελίδα εγκληματολογίας, θα μπορούσε στη σημερινή εναλλακτικόμορφη διδαχή των ανοιχτών πανεπιστημιακών δομών να αποτελέσει μια περιεκτική εισαγωγή, μια συλλογή casestudies για τις προσλήψεις του ανειδίκευτου κοινού σχετικά με τις μορφές βίας που κυριάρχησαν στις δυτικές κοινωνίες στο τέλος του 20ου αιώνα.

Υ.Γ.Ι: Οι Exodus περιόδευσαν για πάνω από έξι μήνες προωθώντας το “Fabulous Disaster”. Στην αρχή στην Ευρώπη με Nuclear Assault και Acid Reign. Στη συνέχεια στις Η.Π.Α. με Anthrax, Helloween, Forbidden, ανάμεσα σε άλλους. To άλμπουμ μπήκε στο Νο 82 του Billboard και τους είδε περισσότερος κόσμος από ποτέ μέχρι τότε στην καρριέρα τους.

Υ.Γ.ΙΙ: Παρά τον εξανθρωπισμό των συνθηκών και τα κινήματα αποκατάστασης αποφυλακισθέντων, φυλακή και βία εξακολουθούν διαχρονικά να διασυνδέονται. Βλ., μ.α., James M. Byrne & Don Hummer ; Victims & Offenders – Myths And Realities of Prison Violence : A Review of The Evidence (2007), Hans Toch & Terry A. Kupers; Violence In Prisons, Revisited, in Journal of Offender Rehabilitation vol. 45, 2007, iss. 3-4, pgs 1-28 (2007).

Y.Γ. ΙΙΙ: «Δύναμη και βία είναι πράγματα αντίθετα· όταν η μία επικρατεί απόλυτα, η άλλη απουσιάζει» (Hanna Arendt, On Violence, 1969).

Παναγιώτης Παπαϊωάννου