Bryan Adams: Aκόμη ξυπνάμε τους γείτονες (άμα γουστάρουμε)
Saturday

16Nov

1η Σεπτεμβρίου 1991 αργά το μεσημέρι. Μέσα σ’ ένα αρχαίο Triumph πακτωμένο με δύο ΑΕΚτζήδες, δύο Ολυμπιακούς, ένα Βάζελο οδηγό και χωρίς κανένα εισιτήριο κατευθυνόμαστε στο Καραϊσκάκη για το πρώτο μεγάλο ντέρμπυ της χρονιάς. Ολυμπιακός – ΑΕΚ.
Το ραδιόφωνο παίζει Rock FM και μέχρι να φτάσουμε από Πατήσια έχει παίξει τρεις φορές το “Can’ t Stop This Thing We’ ve Started”, το σινγκλ από τον δίσκο του Bryan Adams που αναμένεται μέσα στο Σεπτέμβριο. Κάθε φορά που ξεκινάει, όλοι, με την αδρεναλίνη του ντέρμπυ να χτυπάει στις φλέβες, δυσανασχετούμε :
«Όχι πάλι αυτή τη μαλακία !».


Η απαξία για το κομμάτι ομόφωνη και ομόθυμη, κι όμως. Όλοι οι συνεπιβάτες κατά το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν του Γυμνασίου έχουμε βιώσει με το “Heaven” υπερθετικά ζαχαρώματα, που αν τα προσθέσεις και για τους πέντε μας βγάζεις ένα μεγάλο διψήφιο αριθμό. Όλοι έχουμε γραμμένο το “Summer Of ‘69” και την ατάκα “those were the best days of my life” στο συλλογικό μας μνημονικό – πολλές οι ωραίες στιγμές που μας συνδέουν με τον Bryan Adams.
Όμως, υπάρχει μια κρίσιμη λεπτομέρεια. Από το καλοκαίρι του Live Aid έχουν περάσει έξι ολόκληρα χρόνια. Χρονική απόσταση τεράστια. Γι’ αυτό και ο κάποτε προσφιλής μας blue collar ήρωας, αυτός που δεν κώλωνε να ανέβει στη σκηνή μόνο μ’ ένα τζην κι ένα λευκό t-shirt, o 32 ετών πλέον Bry μας φαίνεται ξεπερασμένος, πεζός, γλυκερός, ξεπερασμένος.
Ποιός νοιάζεται για τον καινούριο του δίσκο όταν έχει περάσει τα 20; Ό,τι κορίτσι μέλωσε, μέλωσε με τη βοήθειά του. Κι ο ίδιος δείχνει να στόμωσε. Μετά το “Into The Fire” του ’87, ένα δίσκο γεμάτο ενοχές για την εμπορική απήχηση του “Reckless”, όπου πέφτοντας στο τριπάκι ν’ αποδείξει ότι μπορεί, αυτός, ένας Καναδός, να κάνει ένα δειλό βήμα προς τα εδάφη των Mellencamp και Springsteen, απλώς δεν τα κατάφερε. Μπορεί με το “Live, Live, Live!” του ’88 να ήρθε και στο Λυκαβηττό, όμως στα μάτια μας το άστρο του θάμπωσε, την ώρα που η μουσική της δεκαετίας του ’80 έτρεχε ολοταχώς προς τα τελειώματά της, μέσα σ’ ένα σύννεφου ξηρού πάγου, φορώντας καουμπόϋκες μπότες, ξεσκισμένα τζην και την κλεμμένη μπαντάνα του Axl Rose κατεβασμένη μέχρι τα ζυγωματικά. Άλλα ακούσματα μπήκαν μπροστά, έκλεψαν την προσοχή μας.
Το πρώτο single του δίσκου που διαφημιζόταν ως η επιστροφή του  άρχισε να ακούγεται και να παίζεται στο MTV για πρώτη φορά τις ανύποπτες μέρες εκείνου του Αυγούστου. Είχε τον τίτλο “Everything I Do (I Do It For You)” (US#1, 3/8/1991). Με τίτλο ισοδύναμο με προτυπικό μόττο ηττοπαθούς καληνυχτάκια, ήχο πομπώδη, αργοκίνητο, σα μουσική για διαφημιστικό αφρού ξυρίσματος και στίχο απωθητικά βαλτωμένο στα μέλια, εμείς οι «μεγάλοι» πλέον εικοσάρηδες το χλευάσαμε από την πρώτη μέρα. Είναι αυτό ερωτικό κομμάτι; Μας δουλεύει; Αν τυχόν ποτέ παντρευόμασταν – ενδεχόμενο τρομώδες απευκτέο και συνελόντι ειπείν καταγέλαστο – και ήθελε η νύφη αυτό για τραγούδι του γάμου, έπρεπε να στήσουμε στην εκκλησία και να το σκάσουμε για Ακαπούλκο με εισιτήριο χωρίς επιστροφή, αν ήτανε να υποφέρουμε μια ολόκληρη ζωή μουσικής ξενεροσύνης.


Και η αλήθεια είναι ότι αυτή η ξενερουά καψουρομπαλάντα ξεφύτρωνε από παντού με εγκεφαλοπλυντική συχνότητα ολόκληρο το φθινόπωρο του ’91. Στην Βρετανία έμεινε στην κορυφή για 16 ολόκληρες εβδομάδες (UK#1, 13/7 – 16/11/91), αυτό φτάνει για να συλλάβει κανείς ότι το πράγμα ήταν πολύ μαζικό, διεθνώς. Μα, είναι δυνατό τα μουσικά αισθητήρια του κόσμου όλου να είναι δέκα μέτρα οφσάϊντ; Δηλαδή αν ο Bryan έβγαζε το 1991 το “Heaven”, τί θα γινότανε; Το αποκορύφωμα ήταν όταν, μέσα στον Οκτώβριο βγήκε και στα δικά μας σινεμά η ταινία «Ρομπέν των Δασών» (“Robin Hood– Prince Of Thieves”), στο οποίο η μουσική του “Everything I Do” ακούγεται ορχηστρικά καμιά εικοσαριά φορές, ενώ το κομμάτι ακούγεται ολόκληρο στους τίτλους τέλους. Κάποιος μας κάνει πλάκα και θέλει να μας φορέσει τη μετριότητα καπέλο.
Πέρα του ότι είναι άγουστο να ακούγεται κομμάτι σύγχρονης μουσικής σε ταινίας και καλά εποχής, αυτή η καλοξυρισμένη φάτσα με την καθωσπρέπει χαιτίτσα του Kevin Costner μας λέει στα μούτρα ότι το Hollywood μας θεωρεί ζαγάργια – όσοι έχουμε διαβάσει «Κλασσικά Εικογραφημένα» και ξέρουμε ότι Ρομπέν των Δασών χωρίς μυτερό γενάκι και δεν υφίσταται.
Μια τυχαία ανακάλυψη με έκανε ακόμη πιο καχύποπτο. Την ίδια ώρα που το “Everything I Do” μας έσπρωχνε σε μια λίμνη γλυκερής αταραξίας, ο Michael Kamen, ο συνθέτης ο υπεύθυνος για τη μουσική και την ενορχήστρωσή του, είναι ο ίδιος άνθρωπος που έχει βάλει κάτι υποψίες εγχόρδων ν’ ακούγονται στο προδοτικά γλυκερό “Nothing Else Matters” των Metallica, που μόλις έχουν κυκλοφορήσει και κείνοι το δικό τους δίσκο. Τί πάνε να μας κάνουνε οι ήρωές μας, να ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε; Μήπως πρόκειται για μια συνομωσία που σκοπεύει να μας φυτέψει στα μυαλά δεκτικότητα στο techno, σε φαρσοκωμωδίες τύπου Right Said Fred, ή ακόμα χειρώτερα, σε σοβαροχαρωπότητες τύπου R.E.M.; Όχι και τόσο εύκολο να αυτοπροσδιορίζεσαι ως ροκάς το δεύτερο μισό του 1991.
Είχες από την άλλη και τους επαγγελματίες κριτικούς. Όταν ο δίσκος του Bryan Adams (“Waking Up The Neighbours”) κυκλοφόρησε, στο Ποπ & Ροκ γράψανε: «Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Bryan Adams σκοπεύει να συνεχίσει να έχει την ίδια στάση απέναντι στις γυναίκες και μετά τα 30». Τέτοιες αποπροσανατολιστικές φιοριτούρες να μας λείπουν, μαλάκα κριτικέ μου. Γιατί εσύ, δεν άκουγες Bryan Adams ούτε όταν εμείς ψάχναμε μια φωνή και μια κιθάρα να μας γεμίσει τα καλοκαίρια όνειρα και τα μυαλά αυτοπεποίθηση. Γιατί τότε, εσύ δεν έδινες δεκάρα για το ποιά στάση θέλαμε εμείς να έχουμε απέναντι στα κορίτσια. Γιατί τότε, εσύ μας σέντραρες Smiths, Echo & The Bunnymen και Howard Jones.
Αποφασισμένος να μη διακόψω τη συνήθεια να συμπληρώνω τις δισκογραφίες που έχω ξεκινήσει, απλώς επειδή η μουσική δείχνει να μετεωρίζεται, μέσα Νοεμβρίου πήγα στο Metropolis και πήρα το δίσκο. Διπλός, με ιλλουστρασιόν φυλλάδιο μέσα που είχε και τους στίχους.
Η ακρόαση του καινούργιου δίσκου κάθε καλλιτέχνη με συναισθηματικό φορτίο ήταν δύσκολη υπόθεση, γιατί ενέδρευε μέσα της μια τάση σύγκρισης άτεγκτη. «Έπρεπε» το καινούργιο να έχει κάτι εφάμιλλο με τις καλύτερες στιγμές των όσων είχαν προηγηθεί. «Έπρεπε» να χτυπάει νεύρο κατευθείαν, χωρίς περιστροφές. Εν προκειμένω, πώς ήταν τότε που με το που έμπαινε το “One Night Love Affair” δεν ήθελες να τελειώσει; Έτσι.
Το όνομα του παραγωγού Robert “Mutt” Langeτυπωμένο στο εξώφυλλο προϊδέαζε θετικά. “All songs written B. Adams & R.J. Lange” έλεγε στα liner notes. Στα 4 από τα 15 κομμάτια, να και το όνομα του Jim Vallance, σταθερό συνεργάτη του Adamsαπό την αρχή της καρριέρας του. Τα συνολικά 74 λεπτά προδικάζουν ένα απολαυστικό άκουσμα, όμως μετά τις πρώτες ακροάσεις, η γεύση υπολείπεται του “Reckless”. Πλήρης DefLeppardοποίηση του ήχου:


“Is Your Mama Gonna Miss Ya?”, “Not Guilty”, “All I Want Is You”, “Do I Have To Say The Words?”, “There Will Never Be Another Tonight”, “If You Wanna Leave Me (Can I Come Too?)”, “Touch The Hand”, όλα έχουν την προκατασκευασμένη mid tempo ρυθμική βάση και τα πληθωρικά δεύτερα φωνητικά που έχουμε καταναλώσει μετά βδελυγμίας προ τετραετίας στο “Hysteria”. Πάλι τα ίδια;
Το ταμπούρο ακούγεται κούφιο, πιατίνια ψεύτικα, τα σολάκια υπολογισμένα, οι μελωδίες στα ρεφραίν σχολαστικά χορωδιακές, επιτήδευση.
Δικέ μου, Bryan Adams είναι, δεν είναι Rush. Tο μεγαλύτερο ροκ όπλο του Bryan Adams, η φωνή του, τείνει κι αυτή να λειαίνεται, από την εμμονή του Mutt Lange να βάζει τους τραγουδιστές να τραβάνε τη φωνή τους λεπταίνοντάς την σαν συναχωμένοι καλικάντζαροι που προσπαθούνε να τραγουδήσουν με γαλλική προφορά.
Το υλικό ξεχειλίζει σε ποσότητα, αλλά το παιχνίδι της αμεσότητας είναι χαμένο. Ακόμη κι αυτά τα κομμάτια που ξεχωρίζουν, έχουν χάσει τον αυθορμητισμό και τη ροκοσύνη, αυτό το «είμαι με τα παιδιά, έχουμε βγάλει τις κιθάρες και βαράμε» που έκανε τον Bryan Adams αγαπητό στη γενιά μας. Το “Vanishing” κάτι πάει να πει, αλλά μοιάζει τετριμμένο και χωρίς τη φλόγα, ας πούμε, του “Somebody”, ή του “Cuts Like A Knife”, όσο κι αν συνθετικά προσπαθεί να κινηθεί κάπου ενδιάμεσα. To “House Arrest” είναι σαν χωρίς έμπνευση επανεκτέλεση του “Hearts On Fire”, ενός από τα πιο αδικημένα κομμάτια του “Into The Fire”. Το “Depend On Me” ξεκινά με τη μελωδική γραμμή της φωνής να αντιγράφει το ”It’s Only Love”, το δε μοτίβο του “Don’t Drop Your Bomb On Me” θα το ακούσουμε μερικούς μήνες αργότερα ως “Let’s Get Rocked”, από τους … Def Leppard, που έχουν παραγωγό, ποιόν άλλο, τον Mutt Lange. Τα πιο εύστοχα στις προθέσεις τους κομμάτια είναι το “Thought I Died And Gone To Heaven” (US# 13, 23/5/92), κάτι σαν το single “Hysteria” για τα nineties και το “Do I Have To Say The Words?” (US# 11, 3/10/92), η πραγματικά ωραία μπαλάντα του δίσκου.


Μετά, να πούμε την αλήθεια. Το ελληνικής εκτύπωσης βινύλιο ακουγόταν λεπτό και αδύναμο στον ήχο του. Το cdπλέον επέλαυνε καθοριστικά. Πάρτε άλλο μηχάνημα, αν θέλετε ν’ ακούσετε τίποτε παραπάνω, το μήνυμα της βιομηχανίας γινόταν όλο και πιο πιεστικό και έφερνε μαζί του μια απροσδόκητα δυσάρεστη συνέπεια. Μαθημένοι στους δίσκους με 8, 9 ή 10 κομμάτια, κανονικά η αίσθηση που θα έπρεπε να σου προκαλεί ένας διπλός δίσκος με 15 είναι ότι υπάρχει έστω και μικρή πιθανότητα ν’ ακούσεις ένα νέο “Exile OnMain Street”. Όμως, εδώ, περνάνε τα κομμάτια, αλλάζεις τις πλευρές και σου μένει η αίσθηση ότι τουλάχιστον τα 5 από τα 15 μπήκαν για γέμισμα, επειδή το φοβερό και τρομερό καινούριο μέσο, το cd, έχει «περισσότερο χώρο». 


Το “Everything I Do (I Do It For You)” κέρδισε το Όσκαρ τραγουδιού και έγινε το πιο εμπορικό τραγούδι ολόκληρης της χρονιάς σε Αμερική και Βρετανία, ενώ “Can’ t Stop This Thing We’ ve Started” (US#14, 16/11/91) προτάθηκε για δύο υποψηφιότητες στα Grammy (Best Rock Song και Best Rock Performance, solo). Δεν κέρδισε καμία, όμως ήταν φως φανάρι ότι το πράγμα στη μουσική μπίζνα παραείχε γίνει corporate.
Όλα αυτά προφανώς και ήταν αδιάφορα για την εμπορική οντότητα Bryan Adams, που από το φθινόπωρο του ’91 δεν ήταν πια ένας από τους FMrockers της δεκαετίας του ’80 που μετά από έναν πολυπλατινένιο δίσκο «το’χασαν», αλλά ένας κορυφαίος σταρ παγκόσμια γνωστός σταρ.  Όταν τις 30 Μαίου του ’92 η περιοδεία πέρασε από τη Λεωφόρο, το πράγμα ήρθε στα ίσα του. Ξεκίνησε με το “House Arrest”, έπαιξε αρκετά από τον καινούριο δίσκο, αλλά και όλα όσα θέλαμε ν’ ακούσουμε, τελειώνοντας με 3-4 παλιά ροκ ν’ ρολ, το “Somebody” και το “Summer Of ‘69”, όπου έγινε ο χαμός στο ίσωμα. Ακμαίος, κάπως προγραμματισμένος, αλλά ενθουσιώδης, μπροστά σ’ ένα κοινό που τουλάχιστον κατά το ένα τρίτο, περίμενε ν’ ακούσει το “Everything I Do” για ν’ ανάψει το μπικ αναπτήρα του και να μπαλαμουτιαστεί.

Ξανάκουσα το δίσκο αρκετές φορές και εξοικειώθηκα, αλλά η πρώτη εντύπωση παρέμεινε αναλλοίωτη. Στα 31, ο Bryan Adams στόχευσε στους ακροατές με τη σίγουρη δουλειά και την ανάγκη να καταναλώσουν rockin’ τόσο ασφαλές όσο ένα Volvo σε autobahn, παρασυρμένος ίσως από το Mutt Lange, οποίος, μετά από τους δίσκους – έπη που υπέγραψε στα ‘80s πίστεψε ότι ο κόσμος θα εξακολουθήσει να γυρίζει με την ίδια ακριβώς ροπή.
Εμείς, η γενιά του “Reckless”, άλλα θέλαμε και είχαμε ανάγκη τότε. Με την υπεροψία των 20 ετών και την άγνοια των μουσικών μελλουμένων πιστεύαμε ότι η μουσική είχε την υποχρέωση εξακολουθήσει να γυρίζει γύρω από το μεγάλωμά μας, δείχνοντάς μας το δρόμο προς τα μπρος και όχι προς τα πίσω.
Γι’ αυτό, όταν αργότερα μέσα στο φθινόπωρο του ’91 κάποιο σπυριάρικο κάθαρμα υπεύθυνο για την άγρα νέων μουσικών προτύπων αμόλυσε στη μουσική αγορά το grunge, μας έπιασε στα πράσα και μας μεταμόρφωσε, κι εμάς και τους Bryan Adams μας σε δεινόσαυρους σε μια νύχτα. Έπρεπε να ακολουθήσει μια ολόκληρη δεκαετία, αυτή του ’90, εναλλακτικής λαίλαπας και φανατικού διωγμού του κλασσικού ροκ από τις ορδές των ανεξαρτητομούρηδων – οι οποίοι δεν άργησαν να αποδείξουν ότι κι εκείνοι ήταν εξαρτημένοι από την ιδέα να γίνουν όσο πιο corporate γίνεται – για να καταλάβουμε.

Ότι τα καλά τραγούδια, αυτά που σου μένουν και τα σιγομουρμουρίζεις, βοηθώντας σε  να σπρώξεις ακόμη και την πιο στρυφνή πραγματικότητα έξω απ’ το παράθυρο, παραμένουν σταθερή αξία.
Βάζοντας τις επόμενες δεκαετίες δυνατά και στην ολότητά του το “Waking Up The Neighbors” αυτή τη αξία, τα καλά τραγούδια μένει ανέπαφη. Ο δίσκος είναι πράγματι επιτηδευμένο, αλλά είναι up-tempo και, σε σημεία, ροκάρει. Κάπως πιο ευγενικά απ’ όσο χρειάζεται, αλλά πολύ πιο πειστικά από την υστερική σε ήχο και υστερούσα σε ουσία αυθάδεια χιλιάδων γκρουπ με τα μισά χρόνια του Bryan Adams, η οποία προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να περάσουν την κουλαμάρα και τη μουσική αφασία ως άποψη.
Ο ίδιος ο Καναδός, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά πήρε τις αποστάσεις του από τον υπερπρομελετημένο ήχο εκείνης της μεταβατικής περιόδου και συνέχισε να ασκείται στον πιο δύσκολο στίβο, εκεί που όλοι οι μεγάλοι τολμούν να πατήσουν. Το άμεσο και ευθύ ροκ ν’ ρολ που στα τριάμισυ λεπτά του είναι ικανό να προκαλέσει διάφορες γενιές να το εντάξουν στα δικά τους βιωματικά σάουντρακ.
Ενίοτε, με την ένταση τσιμπημένη πάνω από το πέντε και σε ώρα όχι και τόσο κοινής ησυχίας.
Not Guilty, your honor. Σόρρυ που απλώς γουστάραμε.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου