Iron Maiden. Ημερομηνία μεταλλογένεσης : 14 Απριλίου 1980
Monday

13Apr

O Aπρίλιος του 1980 έχει μπει φλεγόμενος στα μήκη και τα πλάτη της υδρογείου. Δέκα χιλιάδες Κουβανοί καταφεύγουν στην περουβιανή πρεσβεία της Αβάνας ζητώντας πολιτικό άσυλο. Ο Αγιατολάχ Χομεϊνί καλεί τα «ευγενή ισλαμική κράτη» να σκοτώσουν τον Αιγύπτιο Πρόεδρο Ανουάρ Σαντάτ και τον Σαντάμ Χουσείν, τον Πρόεδρο του μισητού γείτονα Ιράκ.
Οι Η.Π.Α. διακόπτουν τις διπλωματικές σχέσεις με το καθεστώς του Ιράν και αποφασίζουν να μποϋκοτάρουν του Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας, επικαλούμενοι την εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν.
Απτόητοι οι τελευταίοι στέλνουν στο διάστημα το επανδρωμένο «Σογιούζ 35», την ώρα που στην Πολωνία η «Αλληλεγγύη» του Λεχ Βαλέσα συγκρούεται ολομέτωπα στους δρόμους με το καθεστώς Γιαρουζέλσκι. Η Ελλάδα της φοβικής μεταπολίτευσης, πασχίζει να επανενταχθεί στο ΝΑΤΟ, ενώ ο Υπουργός Εσωτερικών Παπαδόγγονας ανακοινώνει ότι μετά την υπογραφή της σύμβασης με τη γαλλική εταιρία «Σοφρετού», μέσα στη χρονιά ξεκινά στην Αθήνα «η κατασκευή Μετρό».
Στη Μεγάλη Βρετανία, δε, το θέμα των ημερών είναι το διπλωματικό επεισόδιο που έχει προκληθεί με τη Σαουδική Αραβία, μετά την προβολή στο BBC του ντοκυμανταίρ «Ο Θάνατος μιας Πριγκίπισσας», με θέμα τη δημόσια εκτέλεση το 1977 από το σαουδαραβικό καθεστώς της πριγκίπισσας Μισαάλ, «ως μοιχαλίδας». Οι αρχές της Σαουδικής Αραβίας, αφού προσπάθησαν ανεπιτυχώς να σταματήσουν την προβολή του, απελαύνουν τον Βρετανό πρέσβη από το Ριάντ και ακυρώνουν βρετανικές εισαγωγές αξίας πολλών εκατομμυρίων λιρών. 
Σε αυτό το σκηνικό, κι ενώ το ημερολόγιο γράφει 14 Απριλίου 1980, το τέρας του heavy metal σπάει το κέλυφος του βρώμικου αυγού μέσα στο οποίο εκκολάπτεται από τη 13η Φεβρουαρίου του 1970 όταν και κυκλοφόρησε το “Black Sabbath” και ξεπροβάλλει, με την αποκρουστική ιερότητα του νεογέννητου, κηλιδώνοντας για πάντα τον παγκόσμιο μουσικό χάρτη. Μαία του ένα ιδιαζόντως αφηγηματικό, χαμηλής πιστότητας, εξώφυλλο δίσκου. Το έχει φιλοτεχνήσει ο Derek Riggs, ένας 22χρονος από το Portsmouth που αναζητεί δουλειές ως γραφίστας και διαφημιστής, αφ’ ότου τον απέβαλλαν από τη σχολή καλών τεχνών, γιατί διαμρτυρήθηκε για το «άκαμπτο»  και «πεζό» πρόγραμμα σπουδών.  


Κάτω από μια απόκοσμα διαχυτική πανσέληνο, οι στύλοι δημόσιου φωτισμού με τον κυρτό λαιμό αποκαλύπτουν κάτι που κανείς δεν έχει ξαναδεί σε εξώφυλλο: ένα σκελετωμένο φρικιό, αρρωστημένο, φαιοπράσινο, με τις σάρκες κολλημένες πάνω στο κρανίο του, μάτια της αβύσσου να σε τρυπάνε, ένας σάπιος μορφασμός το στόμα του και τα υποκόκκινα μαλλιά του ανατιναγμένα, ελεεινά. Πίσω του ένας ετοιμόρροπος τοίχος από τούβλα, οι σκιερές στέγες από καταγώγια και ψηλά, πάνω από το κεφάλι του, μια γραμματοσειρά τερματική μαρκαρισμένη πάνω στον πνιγηρό ουρανό, κόκκινη, με λευκό περίγραμμα: IRON ΜΑΙDEN.
Γεννήτορες αυτής της τερατογένεσης έχουν επιλεγεί από τη συγκυρία, τρεις νεαροί Eastenders οι 24χρονοι Steve Harris και Dave Murray και ο 22χρονος Paul Di’Anno. Εμφορούμενοι από το μονοκόμματο έθος της εργατικής τάξης που δεν πτοείται, δεν κολακεύεται, δε λοξοδρομεί. Που γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο διαπλάθει ένα κινδυνώδες, αχώνευτο για τη σκληρά ταξική, βρετανική κοινωνία, ήθος επιμονής και σύγκλισης σε προσωπικά, άθραυστα ιδεώδη.
Οι τρεις τους έχουν αλλάξει πολλούς μουσικούς από το 1977, όταν αργά αλλά στaθερά, αναβαθμίζονται από μπάντα που παίζει Πέμπτες, σε mainstay της pub “Ruskin Arms” αμειβόμενοι με 35 λίρες τη βραδιά. Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του ’79, με το θερμόμετρο κάτω από το μηδέν, έχουν καταφέρει να τρυπώσουν στα ταπεινά Spaceword studios, για να ηχογραφήσουν ένα demo με τέσσερα τραγούδια, συγκεντρώνοντας με κόπο τις 200 λίρες για το ενοίκιο.
Παραλαμβάνουν μάλιστα την επόμενη εβδομάδα τα master tapes, καθώς δεν υπάρχει ούτε σελίνι παραπάνω για να πληρώσουν τις επιπλέον 50 λίρες για την επεξεργασία. Αρχές Άνοιξης του ’79 ο Steve Harris με την κασσέττα στο χέρι, περιμένει έξω από το club “Bandwagon Soundhouse” στο Kingsbury του Βορειοδυτικού Λονδίνου τον Neil Kay, από του ελάχιστους DJ που παίζουν heavy rock παλιάς κοπής, έχοντας μετατρέψει το cub σε τόπο συνάντησης όσων κρατούν αποστάσεις από το punk και το καινούριο μουσικό φρούτο, το “new wave”.
«Μήπως θα μπορούσες ν’ ακούσεις, όποτε έχεις χρόνο, την κασσέττα μας;». Bαρύς o Κay, Με την υπεροψία του opinion maker του μικρού γαλατικού του χωριού, τον κόβει: «Μη βιάζεσαι mate, θα πρέπει να περιμένεις τη σειρά σου, ξέρεις πόσες κασσέττες παίρνω κάθε μέρα;». Από τύχη, ο Kay θα διαλέξει ανάμεσα απ' αυτές την κασσέττα του Harris και θα βάλει να την ακούσει μερικές μέρες αργότερα. Σε λίγες εβδομάδες, το “Prowler” γίνεται το Νο1 τραγούδι σε ζήτηση από το κοινό του Bandwagon, με την πίστα του, κάθε φορά πυο ακούγεται από τα ηχεία, να πλημμυρίζει αλλόφρονες μετέφηβους που χτυπιούνται κανοντας air guitar. «Εδώ κάτι συμβαίνει» θα διαπιστώσει έκθαμβος ο Kay.


H ίδια κασσέτα θα φθάσει στα χέρια του 29χρονου φιλόδοξου μάνατζερ και τελειόφοιτου νομικής από το Yorkshire, ονόματι Rod Smallwood, που με τον συμφοιτητή του Andy Taylor έχουν συστήσει μια άτυπη εταιρία εκπροσώπησης καλλιτεχνών. Ο Smallwood θα επικοινωνήσει ο ίδιος με τον Harris και θα επιδιώξει να τους κλείσει κάποιες εμφανίσεις, αποδεικνύοντας τις ικανότητές του. Καταλαβαίνει σύντομα ότι αυτοί οι τύποι δεν είναι  έυκολα διαχειρίσιμοι, όταν λίγο πριν τη συναυλία που τελεικά κατορθώνει να τους εξασφαλίσει στο Swan του Hammersmith, ο τραγουδιστής τους Paul Di’ Anno συλλαμβάνεται γιατί κουβαλά στην κατοχή του έναν σουγιά με λάμα 30 εκατοστών. Έκτοτε, συμφωνεί προφορικά με την μπάντα ότι αν συμπεριφερθουν επαγγελματικά, θα κατορθώσει να τους βρει δισκογραφικό συμβόλαιο και μέχρι να το καταφέρει, δε θέλει καμία αμοιβή. Πράγματι, στις 28 Νοεμβρίου του ’79, καταφέρνει να αποσπάσει την υπογραφή του Brian Shepherd της ΕΜΙ σε ένα συμβόλαιο για τρία άλμπουμ. Του λέει:  «Θέλω μια συμφωνία για τρία άλμπουμ, όχι γιατί θέλω να σε εκμεταλλευτώ, επειδή υπάρχουν 19 άνθρωποι από κάθε γνωστή και άγνωστη εταιρία έξω απ’ αυτό το καμαρίνι αυτή τη στιγμή, αλλά επειδή θέλω να ξέρω ότι η μπάντα θα έχει αυτή τη συνέχεια, θα έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί».



Λίγες μέρες αργότερα, με τον Tony Parsons στη δεύτερη κιθάρα και τον Doug Sampson στα τύμπανα παίζουν στη ραδιοφωνική εκπομπή “The Friday Rock Show” του Tommy Vance τα “Sanctuary”, “Running Free”, “Transylvania” και “Iron Maiden”. Θα παιχτεί στον αέρα στις 14 Δεκεμβρίου σημειώνοντας μεγάλη ακροαματικότητα. Η πρώτη ωφέλεια από τη σχέση τους με την EMI είναι ότι δύο κομμάτια τους, τα “Sanctuary” και “Wrathchild” θα συμπεριληφθούν στη συλλογή “Metal For Muthas”, ανάμεσα σε άλλα «νέα ταλέντα» του βρετανικού σκληρού ήχου. Έχει μπει ο Ιανουάριος όταν ο Steve Harris ξεκαθαρίζει ότι από το χρονικό αυτό και εφεξής, όλοι θα πρέπει να είναι 100% αφοσιωμένοι στις υποχρεώσεις που ένα δισκογραφικό συμβόλαιο. Οι 100 λίρες την εβδομάδα που τους δίνει ο Smallwood δεν είναι αρκετές για τον Tony Parsons. Στα τέλη Ιανουαρίου απολύεται, καθώς, σύμφωνα με τα λόγια του Harris «γι’ αυτόν ήταν απλώς μια δουλειά».
Ο Doug Samson τον ακολουθεί, καθώς «δεν αντέχει άλλο να τρέφεται με junk food και τσιγάρα». Μέσα σε μέρες κι ενώ περιμένουν το πότε θα μπουν σε στούντιο να ηχογραφήσουν τον πρώτο τους δίσκο, έχουν μείνει μόνον οι τρεις τους: Harris, Murray, Di’ Anno. Στην ουσία δεν υπάρχει μπάντα. Οι αντικαταστάτες βρίσκονται κατ’ ανάγκην γρήγορα. Ο 26χρονος Dennis Stratton στη δεύτερη κιθάρα είναι στα μάτια των τριών βετεράνος, το ότι φέρνει, δε, μαζί του τον 23χρονο Clive Burr, πρώην ντραμμερ των Samson στα τύμπανα γίνεται δεκτό με ανακούφιση. Το Φεβρουάριο η EMI έχει κλείσει μια μικρή περιοδεία βασισμένη πάνω στο δίσκο συλλογή “Metal For Muthas”. Ξεκινούν με χαμηλό εισιτήριο να παίζουν στο 2.100 θέσεων Lyceum Theatre μαζί με Toad The Wet Spocket, Sledgehammer, Samson και Ethel The Frog.
Στις 22 Φεβρουαρίου εμφανίζονται στο Top Of The Pops  και επιμένουν, για πρώτη φορά μετά τους The Who το 1973, να παίξουν live και όχι playback το το single τους “Running Free” που έχει  κυκλοφορήσει πριν δύο εβδιμάδες. Στις 9 Μαρτίου θα φθασει στο Νο 34 των βρετανικών καταλόγων. Η νοοτροπία «μόνοι μας κι όλοι σας»  έχει ποτίσει τους πέντε Eastenders, όπως προκύπτει τόσο και από τις συνεντεύξεις του λαλίστατου Paul Di’ Anno, όσο και από δηλώσεις του νέου μέλους, Clive Burr.
«Οι μουσικοκριτικοί που κάποτε ακούγανε Fairport Convention, τώρα ακούνε Clash. Συνεχώς αλλάζουνε τα γούστα τους για να κρατηθούνε μέσα στην εποχή. Δε βλέπω κανένα νόημα σ’ αυτό».
«Αν ποτέ κάναμε ένα βίντεο – κλιπ, θα ήταν ένα βίντεο μ’ εμάς live πάνω στη σκηνή και κοινό από κάτω. Αυτό είναι το πιο τίμιο».



Ο χαμηλόφωνος και συνεσταλμένος Steve Harris, για ένα σύντομο διάστημα εξτρέμ της εφηβικής ομάδας της West Ham, που κατάπινε τις μαυρόασπρες ταινίες στα συνοικιακά σινεμά δύο-δύο, εποπτεύει αυτή την τιμιότητα σε κάθε επιλογή της μπάντας που ο ίδιος έχει ιδρύσει και καθοδηγεί. Κάθε συναυλία πρέπει να είναι ηχητικά άρτια, όσο το δυνατόν πιο μεγάλη σε διάρκεια, τα παιδιά που έρχονται να νιώθουν ότι το κομπόδεμα που με κόπο έχουν εξοικονομήσει, άξιζε τον κόπο που το ξόδεψαν. Τα μέλη της μπάντας πρέπει να είναι δεκτικά και προσιτά στον τύπο, να δίνουν αυτόγραφα μέχρι και στον τελευταίο οπαδό, οπουδήποτε κι αν τους ζητηθεί, ποτέ να μη συμπεριφερθούν σαν κάτι παραπάνω από τα παιδιά του κοινού, γιατί από τη ίδια φτιάξη προέρχονται κι οι ίδιοι. Σε θέματα εικόνας και –αυτονόητα- στη μουσική τους κατεύθυνση δε θα κάνουν παραμικρή υποχώρηση.
Οι ηχογραφήσεις γίνονται στα Kingsway Studios του Λονδίνου, εκεί που έχουν ηχογραφήσει παλιώτερα οι Stones οι Who, ο Gillan και οι Nazareth, στριμώχνονται στις τελευταίες μέρες του Φεβρουαρίου και τις πρώτες του Μαρτίου, αριθμώμενες σε μόλις 13 συνολικά. Παραγωγός ο 28χρονος Will Malone, που με συμμετοχή σαν ενορχηστρωτής στους δίσκους των Sabbath Sabbath Bloody Sabbath”, “Sabotage” και “Never Say Die” δείχνει γνώστης, αλλά στην ουσία δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να σχηματοποιήσει το αποτέλεσμα. H δουλειά ολοκληρώνεται με την ένταση και να γεμίζει το μυαλό των πέντε μουσικών, που γνωρίζουν ότι ένα άνευρο αποτέλεσμα πιθανότατα θα τους εγκλωβίσει σε περιστασιακές, υποαμοιβόμενες πρωϊνές δουλειές για τα επόμενα – άδηλο πόσα- χρόνια.
Για πεντάδα που βρίσκεται μαζί μόλις έξι εδομάδες κι έχει παίξει μόλις έντεκα φορές ζωντανά, το αποτέλεσμα που τελικά καταγράφεται στις πομπίνες είναι πολύ κοντά σ’ αυτό ακούει κανείς όταν βρίσκονται πάνω στο σανίδι.
Το αιμοβόρο γρύλισμα του "Prowler" με τα θυελλώδη σόλο αιτιολογεί την παράκρουση της ιδρωμένη μάζας του Bandwagon. To "Remember Tomorrow", ένα έκκεντρο ηφαίστειο ψυχεδέλειας και οργής που στα δυόμισυ λεπτά εκρήγνυται. Το εφηβικό μανιφέστο του "Running Free", ένας μονοκόμματος καλπασμός τριών λεπτών με τη διπλή αρμονία των κιθάρων φυτεμένη στη μέση, για να αποσείσει κάθε συσχετισμό με το πανκ και τον Di’ Anno σε μια μεθυσμένη, έτοιμη να γρονθηκοπήσει, να πάρει ανάποδα τιμόνια και να συντριβεί σε μαντρότοιχο ερμηνεία. Το δαιδαλώδες, γεμάτο κλασσικότροπες πιρουέττες "Phantom Of The Opera", όπου το αλητήριο αλύχτημα του Di’ Anno υπαγορεύει ότι το πραγματικό φάντασμα κρύβεται σε ανήλιαγες παμπ του Chingford και κάνει την εμφάνισή του νύχτα, χωρίς μπέρτα και μάσκα, αλλά με πέτσινο, περικάρπιο και στιλέτο μελάμα 30 εκατοστών στην κωλότσεπη.



Πάνω που ο heavy rock δείκτης μουσικής νοημοσύνης έχει αφυπνισθεί, έρχεται στο ξεκίνημα της δεύτερης πλευράς το άρρητα επικό "Transylvania" να επικυρώσει ότι αυτή η μουσική μονάδα των πέντε γνωρίζει να παίζει τα όργανά της, κάτι που ενισχύει η αντίστιξη με το παραισθησιογόνο "Strange World" -με τα πνιγηρά wah-wah στις κιθάρες- που ακολουθεί. Ο διαταραγμένος μονόλογος του “Charlotte The Harlot” με το παραιτημένο, κυκλοθυμικό μέρος στη μέση, όπου η φωνή του Di’ Anno σπάει, πριν οδηγηθεί σ’ ένα αποχαλινωμένο, μανιώδες ξέσπασμα, αποτροπιαστικό για κάθε καθωσπρέπει αυτί, ακόμη κι αυτό του ροκ, ενήλικου πλέον,  ακροατηρίου, αυτού που τουλάχιστον στην Αγγλία, ρέπει προς Sky, Neil Diamond, Genesis και Kate Bush. Η δεύτερη πλευρά, κλείνει με την βίαιη επέλαση του “Iron Maiden”, που υποχρεώνει τον ακροατή να ξαναντικρύσει το σκελετωμένο κρανίο που καγχάζει στο εξώφυλλο και πιστοποιεί με την φαντασιακή, gore, mantra oh well, whenever, wherever you are, Iron Maidens gonna get you, no matter how far ότι το τέρας του heavy metal έχει έρθει για να μείνει.
Ήχος τραχύς, γρήγορος, ενοχλητικός. «Γεννημένος μέσα από την πανκ ροκ έκρηξη του ’76, ο ήχος αυτός είναι φτιαγμένος να κάνει σπονδύλους να τσακίσουν, μυς να ζοριστούν, σάρκες να διαρραγούν. Είναι το heavy metal για την καινούρια δεκαετία». Έτσι θα γράψει ο Geoff Barton στη “Sounds”, τη μουσική εφημερίδα που ανακάλυψε και στήριξε με αυθεντική φλόγα τα συγκροτήματα από διάφορες περιοχές της Βρετανίας που χωρίς να φορέσουν παραμάνες στη μύτη και ν’ ανταλλάσσουν ροχάλες με το κοινό, διάλεξαν να παίξουν βαρύ, χειροποίητο ροκ, εμμένοντας στο να μαθαίνουν πώς να παίζουν τα όργανά τους, κάτι που αντανακλάται και στην εντελώς πεπαλαιωμένη επιλογή να περιλαμβάνουν στα κομμάτια τους κιθαριστικά σόλο. Ήταν αυτά τα συγκροτήματα που η “Sounds” ονομάτισε “New Wave Of British Heavy Metal”.
«Πολιτική; Υπάρχει αρκετή πολιτική στις εφημερίδες. Τα τραγούδια μας μιλάνε για εκτόνωση, για λύτρωση», θα δηλώσει ο Steve Harris.
«Ανεβαίνουμε πάνω στη σκηνή και παίζουμε για να περάσουμε καλά. Μισώ το ενδεχόμενο να πάρουμε τον εαυτό μας πολύ στα σοβαρά. Όταν έχω ελεύθερο χρόνο, προτιμώ να πάω να δω τη West Ham και να φερθώ σαν κανονικός χούλιγκαν, δε βλέπω ν’ αλλάζει αυτό ποτέ. Ο τύπος της μπάντας που μας ταιριάζει είναι οι AC/DC. Ανεβαίνουν πάνω και το γαμάνε, χωρίς μαλακίες, είναι τέτοιοι τύποι. Προσγειωμένοι. Θα το σιγουρέψω ότι και μεις, θα παραμείνουμε έτσι», θα υπογραμμίσει ο Di Anno.
Τα πρώτα 25.000 αντίτυπα του δίσκου “Iron Maiden” πωλούνται στην προνομιακή τιμή των 3,99 λιρών, βοηθώντας έτσι στο να φθάσει στο Νο 4 των βρετανικών τσαρτ από την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του. Η ΕΜΙ δεν έχει αφήσει τίποτε στην τύχη. Αμέσως με την κυκλοφορία του άλμπουμ, χάρις την επιμονή και το σχεδιασμό του δαιμόνιου Rod Smallwood, η μπάντα βγαίνει στο δρόμο σαν support στους Judas Priest, που μόλις έχουν κυκλοφορήσει το “British Steel”. 60 εμφανίσεις από τις 5 Απριλίου και μετά στη Βρετανία, με κορυφαία στο Reading στις 23 Αυγούστου 1980, για να ακολουθήσει, από το Σεπτέμβριο και μετά κεντρική Ευρώπη, Σκανδιναυία και επιστροφή στη Βρετανία, support στους KISS.
Η τράπουλα θ’ ανακατευτεί και πάλι τους επόμενους μήνες, καθώς ο Dennis Stratton που «άκουγε George Benson και 10CC», θα στοχοποιηθεί για μουσική ασυμβατότητα και έλλειψη πάθους («στα γρήγορα κομμάτια βαριόταν να παίζει τα σόλο σωστά»), για να έρθει στη θέση του ο 23χρονος Λονδρέζος Adrian Smith. Έναν χρόνο περίπου αργότερα, κι ο ίδιος ο αρχιχούλιγκαν Di’ Anno, θα λύγιζε από την πραγματικότητα του επαγγελματισμού και θα οδηγείτο κι αυτός στην έξοδο. Όμως αυτά είναι απλώς ιστορικές υποσημειώσεις, καθώς η κατάμουτρη γροθιά είχε ήδη πλήξει το οικουμενικό μουσικό κατεστημένο ανεπούλωτα.


Οι Iron Maiden δεν απασφάλισαν τα μουσικά αισθητήρια μόνον των νεαρών της εργατικής ταξης των Λονδρέζικων προαστείων. Ενεργοποίησαν με τον ήχο και τη στάση τους συνολικά τα ανακλαστικά μιας γενιάς πρόθυμης και έτοιμης να μοιραστεί τις πυκνές ηχητικές της φαντασιώσεις με όσους βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος μαζί της. Μιας γενιάς που δε βρισκόταν μόνο στο East End, στο Άμστερνταμ, το Ντύσσελντορφ, τη Λιλ, ή το Toρίνο, αλλά παντού, όπου ζούσαν έφηβοι που καίγονταν ν’ αποδράσουν από τη φάκα του κομπάρσου της κοινωνίας, την οποία επιτήδειοι και ισχυροί είχαν καλά στημένη, με τα σαγώνια της ανοιχτά να τους περιμένει.
Στην Ελλάδα του 1980, το πρώτο αυτό άλμπουμ βρωντοφώναζε περιθώριο. Δέθηκε άρρηκτα με συνειρμούς ποδοσφαιρικής θύρας, αυτοσχέδιες λατρευτικές εκδηλώσεις σε στέκια συνοικιών και περιφέρειας και συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση των φυλών του ροκ. Η θέα μαύρης μπλούζας με πάνω της το σκελετωμένο τέρας ισοδυναμούσε με μουσικό και κοινωνικό εξοστρακισμό σε πεδία από τα οποία η επιστροφή στην ενσωμάτωση ήταν υπόθεση περίπου χαμένη.
Στην επόμενη γενιά Μεϊντενομανών, όσων μεγαλώσαμε με τον Dickinson στη φωνή, ο δίσκος μας παραδόθηκε ως κρίσιμο κεφάλαιο γενεαλογίας. Όχι τόσο για τη μουσική του αξία καθεαυτή. Για τη διαφορά μας σχέση με τις άλλες φυλές – πανκ, νιουγουεϊβάδες, γκοθάδες και αργότερα ανεξάρτητους και εναλλακτικούς - διαφορά που είναι μία και ουσιώδης.
Εκεί που αυτοί αναζητούν στυλάτο ποπ κωλοπαιδαρισμό για να τη σπάσουν "στις δομές", πριν τελικά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ενσωματωθούν σ’ αυτές, εμείς παρακάμπταμε εντελώς τις δομές, γνωρίζοντας ότι θ’ αντιμετωπίσουμε αμφισβήτηση, υποτίμηση και στοχοποίηση μέχρι το τέλος. Θα παλεύαμε να κρατήσουμε τις δικές μας ζωηφόρες αγέλες όρθιες, χωρίς να κάνουμε πίσω. Σαν τους Maiden του πρώτου δίσκου, εμείς θα παραμέναμε ζωντανοί με όσους έτρεφαν τη δική μας μουσική αντίληψη στο πλάϊ μας.
Πρόκειται για μια διαφορά αξιακής εστίασης όσων ένιωσαν, έγιναν και δεν ξέγιναν ποτέ heavy metal, σε σχέση με τους υπόλοιπους μουσικόφιλους. Συχνά παρεξηγείται, υποσκάπτεται, ή και διαπομπεύεται, ποτέ όμως δεν ξεθωριάζει.
Τί κι αν ο μέγας φιλόσοφος και ακτιβιστής Ζαν Πωλ Σαρτρ άφησε το δυστοπικό τούτο κόσμο στις 15 Απριλίου 1980, ακριβώς την επόμενη από την επίσημη δισκογραφική γέννηση των Iron Maiden; Ο πρώτος αυτός δίσκος είχε προλάβει να έρθει στο φως. Για να γίνει ένα ανοξείδωτο κομμάτι μέταλλο, υπαρξιακά χωμένο στα μυαλά μας.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites