Queen: Παίζοντας το παιχνίδι χωρίς κανόνες, darling
Thursday

28May

Η αρχή είχε γίνει στα τέλη του ’75, όταν ο Roger Taylor, με τεράστια επιμονή κατάφερε να πείσει τους υπόλοιπους Queen να μπει το κομμάτι του “I’m In Love With My Car” στη δεύτερη πλευρά του single“Bohemian Rhapsody”.
Η σαρωτική καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του πρωτοποριακού, γραμμένου από τον Freddie Mercury τραγουδιού είχε σαν αποτέλεσμα να αποφέρει τεράστια έσοδα και στον Taylor, ως συνθέτη του τετριμμένου b-side. Το γεγονός μετέβαλλε έκτοτε τους συσχετισμούς μέσα στο συγκρότημα των Queen. Όλοι έβαλαν στο μυαλό τους και άλλα πράγματα εκτός από τη δημιουργική διαδικασία, πολλές φορές και πάνω απ’ αυτήν.
Τροφοδοτούμενες από την ανταγωνιστική διάθεση τεσσάρων μουσικών που μπορούσαν ο καθένας να συνθέσει και να τραγουδήσει, το ποιού τα τραγούδια θα περιληφθούν στον επόμενο δίσκο, σε ποιά σειρά και αν το δικό του θα επιλεγεί για single, οι αντιπαλότητες αυτές, οι συνήθως κατ’ ευφημισμόν αποκαλούμενες «διαφωνίες για την μουσική κατευθυνση», έχουν φτάσει στην κορύφωσή τους μετά το δίσκο “Jazz” (UK#2, US#6, Νοέμβριο του ’78).
Τον Ιούνιο του ’79 το διπλό ζωντανό άλμπουμ “Live Killers” μπορεί να τις συγκάλυψε επαρκώς, αποκαλύπτοντας την πάνω στη σκηνή σκληρόηχη πλευρά τους και κρατώντας τους ψηλά σε δημοτικότητα (UK#3, US#16). Με πωλήσεις εκατομμυρίων αντιτύπων παγκοσμίως και μουσικό ύφος που αναμίγνυε όπερα και hard rock με νέο-μπαρόκ ρομαντικές μπαλάντες, οι Queen ήταν ήδη μια μουσική δύναμη που έδειχνε ότι είχε πολλά ακόμη να προσφέρει στη δισκογραφικη βιομηχανία.
Αυτό προέκυπτε από τις πωλήσεις, τις περιοδείες και τον αντίκτυπο στις ζωντανές εμφανίσεις, όμως οι αυτάρεσκες και βιτριολικές πένες της μουσικοκριτικής είχαν άλλη γνώμη. Στο τεύχος της 8ης Φεβρουαρίου του Rolling Stone, o Dave Marsh γράφει:
«Ό,τι κι αν λένε στο “Let Me Entertain You”, οι Queen δεν έχουν σκοπό απλώς να διασκεδάσουν. Σκοπός τους είναι να ξεκαθαρίσουν ποιός είναι ο πιο ισχυρός ανάμεσα σε κείνους και το κοινό. “W e will rock you”. Εδώ έχουμε μια αυταρχικού, μπορεί και φασιστικού τύπου διαταγή. Δε θα μας ροκάρετε εσείς, κοινό, εμείς θα σ α ς το κάνουμε, θα σας το επιφέρουμε. Η όλη υπόθεση με κάνει ν’ αναρωτιέμαι για ποιό λόγο κάποιος ακροατής ν’ ανεχθεί αυτά τα ρεμάλια και τις μιαρές τους ιδέες».



Το δηλητήριο είναι εν μέρει συγχωρητό, καθώς τα μουσικά έντυπα έχουν να αντιμετωπίσουν από τη μία την αμείωτη δημοτικότητα, κι από την άλλη την προκλητική, σχεδόν όσο και το λάϊφστάϊλ των τεσσάρων Βρετανών, περιφρόνησή τους στις μουσικές κατηγοριοποιήσεις.
Η μουσική των Queen διατηρεί μεν το hard rock θεμέλιό της, όμως μέσα σε ελάχιστα χρόνια έχει συντρίψει το καλούπι αλλεπάλληλες φορές, κάποιες φορές ακόμη και με διαφορά λεπτών, ανάμεσα στα αυλάκια του ίδιου δίσκου:
έχουν παίξει, μεταξύ άλλων, heavy metal (“Stone Cold Crazy”), punk (“Sheer Heart Attack”), blues (“See What A Fool I’ ve Been”), folk (“’39”), swing της εποχής της ποτοαπαγόρευσης (“Bring Back That Leroy Brown”), μελωδίες καραϊβικής (“Who Need You”), jazz (“My Melancholy Blues”), ως και μπαλλάντες με οπερατική ανάπτυξη και στίχους στα ιαπωνικά (“Teo Torriate”).
Όταν λοιπόν τον Ιούνιο του ’79, οι τέσσερις Queen συναντιούνται στο Μόναχο, στα MusiclandStudios, στο ισόγειο ενός γιγαντιαίου ξενοδοχείου, για να ξεκινήσουν να γράφουν τραγούδια για το επόμενο στούντιο άλμπουμ τους, ο καθένας τους έχει δική του ατζέντα για το πώς θα προκύψει το επιτυχημένο τραγούδι και ελάχιστη υπομονή απέναντι στις γνώμες των υπόλοιπων. Οι εντάσεις μεταξύ τους αποδεικνύονται ολοένα και πιο δύσκολα διαχειρίσιμες.
«Περάσαμε μια πολύ δύσκολη περίοδο στο Μόναχο», θυμάται ο Bryan May. Φερόμασταν με κακία ο ένας στον άλλο. Νιώθαμε εγκλωβισμένοι, σε απόγνωση. Ο John Deacon, για παράδειγμα, μου έλεγε ότι δεν παίζω την κιθάρα που θέλει ο ίδιος στα κομμάτια που γράφει ο ίδιος».
«Μπορούσαμε να τσακωθούμε για ο,τιδήποτε», επιβεβαιώνει ο Taylor. «Από το πόσο αργούσε να ετοιμάσει την κιθάρα του ο Brian, ως το αν θα έτρωγε ή όχι ομελέτα. Ο καθένας μας έκανε με τον τρόπο του τους άλλους έξω φρενών».
«Just four cocks fighting, darling», όπως το περιέγραψε ο Freddie Mercury.  
«Ο καθένας μας είχε πει ότι θέλουμε να φύγουμε από τη μπάντα, πάνω από μια φορά», εξηγεί ο May. «Βέβαια, τελικά, συνειδητοποιούσαμε, ότι η δύναμή μας ως Queen σε επίπεδο παραγωγικότητας ήταν πολύ μεγαλύτερη από τον καθέναν μας. Και χρονικά να το δει κανείς, η μπάντα είχε κρατήσει περισσότερο ακόμη κι από τους γάμους που είχε κάνει ο καθένας μας».
Στα Musicland Studios, όπου έχουν ηχογραφήσει μέχρι εκείνο το καλοκαίρι ονόματα όπως οι Stones, οι Zeppelin και οι Deep Purple, τους περιμένει ο γερμανός ηχολήπτης Reinhold Mack, στενός συνεργάτης του ιδιοκτήτη του studio διάσημου συνθέτη disco επιτυχιών και soundtrack Giorgio Moroder. O εφευρετικός Μack έχει μια βασική μέθοδολογία που στηρίζεται στην λεπτομερή προετοιμασία του ήχου των τυμπάνων, ώστε να μη χάνεται το feeling της στιγμής. Μ’ αυτήν ο ίδιος έχει ηχογραφήσει τρία από τα πιο επιτυχημένα άλμπουμ των E.L.O., ανάμεσα στα οποία το “New World Record”.
Το πρώτο νέο τραγούδι που γεννιέται στα Musicland λέγεται “Crazy Little Thing Called Love”. Ένας φόρος τιμής στο πρώϊμο ροκ-εν-ρολ της δεκαετίας του ’50. Γραμμένος από τον Mercury ενώ βρίσκεται στο μπάνιο της σουίτας του στο Hilton. Φέρνει την ιδέα την επόμενη μέρα στο στούντιο, εκεί που βρίσκονται οι Deacon και Taylor. «Γρήγορα, βάλε την ταινία να ρολλάρει, πριν έρθει ο Brian κι αρχίσει τις καθυστερήσεις». Το ενορχηστρώνουν σε μηδέν χρόνο με τον Taylorστην ακουστική κιθάρα.
«Όλοι μας το λατρέψαμε κατευθείαν, οπότε το ηχογραφήσαμε. Η τελική του μορφή είναι πολύ κοντά στην αρχική ιδέα που μου ήρθε, πράγματι, στο μπάνιο. Όχι, δεν είναι “χαρακτηριστικό” του στυλ που γράφω. Γιατί τίποτε δεν είναι “χαρακτηριστικό” του στυλ που γράφω. Ο έρωτας είναι η έμπνευση για το τραγούδι αυτό. Είμαι άτομο που ερωτεύεται».



Το χαλαρό και λιτό – για Queen- ροκαμπίλυ με τον Mercury να μιμείται τον Έλβις και το βίντεο που γυρίζεται στα γρήγορα με τους έξι μαυροντυμένους χορευτές, τρία αγόρια, τρία κορίτσια, τη Harley και τα μαύρα δερμάτινα θα δοθεί στην EMI για κυκλοφορία. Το “Crazy Little Thing Called Love” κυκλοφορεί στις 20 Οκτωβρίου του ’79 στη Βρετανία και σε δύο μήνες φτάνει ένα βήμα από την κορυφή των singles (UK#2, 24/11/79).
Από τα καλοκαιρινά session στα Musicland έχουν προκύψει τρία επιπλέον κομμάτια. Δύο καλοφτιαγμένες μπαλλάντες του May - “Save Me” και “Sail Away Sweet Sister” - κι ένα στρωτό ροκ-εν-ρολ του Taylor, το “Coming Soon”. Μετά από μια περιοδεία δέκα εμφανίσεων στη Βρετανία τον Δεκέμβριο του ’79, επ’ ευκαιρία της επιτυχίας του single – εξ ου και “The Crazy Tour” - η μπάντα συγκεντρώνεται ξανά στα Musicland το Φεβρουάριο του ’80.
Εκεί μαθαίνει ότι στις 23 Φεβρουαρίου του 1980 το “Crazy Little Thing Called Love” έχει, εντελώς απροσδόκητα, μόλις γίνει η μεγαλύτερη επιτυχία τους στην Αμερική, καθώς έχει βρεθεί στην κορυφή του Billboard Hot-100.
«Νούμερο Ένα; Φέρτε κι άλλα ποτά!»
Στις 16 Φεβρουαρίου ένα δεύτερο single από το ακόμη ανολοκλήρωτο άλμπουμ, το “Save Me”, φθάνει στο Νο 11 των Βρετανικών τσαρτ.


Οι ηχογραφήσεις συνεχίζονται καθώς μπαίνει η Άνοιξη. Ο Roger Taylor έχει σοβαρές αντιρρήσεις για τον τίτλο του δίσκου, που συζητείται να είναι αυτός ενός ακόμη τραγουδιού που έχει γράψει ο Mercury. Το “Play The Game”, εύκολα μπορεί να ερμηνευθεί σα μια παρότρυνση στον ακροατή να ομογενοποιηθεί, να πάει με τους πολλούς, ισχυρίζεται ο ντράμερ. Ξεκινά μ’ έναν ήχο ημιφουτουριστικό και στη συνέχεια, με κύριο όπλο το σήμα κατετεθέν των Queen, τα πολυεπίπεδα φωνητικά, απλώνεται σαν ένα ρετρό ερωτικό τραγούδι. Το πιάνο ενισχυμένο από ακκόρντα και η κορώνα του Mercury τρυπά προς το τέλος θριαμβευτικά το τραγούδι γεμίζοντας τον ακροατή δέος για το έως πού μπορεί – πάλι - να φτάσει με τη φωνή του.



Σε πλήρη αντίθεση με τα όσα θ’ ακολουθήσουν, αυτό είναι ένα κομμάτι που, σύμφωνα με την κουλτούρα των τηλεοπτικών σειρών που ακμάζουν την δεδομένη εποχή, «παραπέμπει στα προηγούμενα», καθώς θα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιοδήποτε από τους δίσκους από το “A Night At The Opera” και μετά. Ο May έχει φέρει κάτι διαφορετικό. Το funk μπάσο που ξεκινά το “Dragon Attack” σύντομα αγριεύει από την κιθάρα του. Η αλα Curtis Mayfield ερμηνεία του Mercury δηλώνει ότι εδώ έχει μπει στο τραπέζι ένα ακόμη στοχημα, διατυπωμένο όμως με ροκ όρους. Όσο η ρυθμική βάση περικυκλώνει, τόσο η κιθάρα του May τζαμάρει.


Ο Deacon εχει γράψει ένα, ξερό, αμερικανόηχο, powerpop κομμάτι, στη φλέβα των Cheap Trick. Λέγεται “Need Your Loving Tonight”. Ενώ το “Don’tTry Suicide” του Mercury, με την αρχή του να προσπαθεί να μιμηθεί το “Walking OnThe Moon” των Police, τα doo woop φωνητικά και το παλλόμενο μπάσο στη συνέχεια δίνει με τον απλοϊκό του στίχο μια απρόβλεπτη new wave νότα. Tο γρήγορο και σκληρό “Rock It (Prime Jive)” ανήκει στον Taylor, στο οποίο, εκτός από την εισαγωγή, τραγουδάει ο ίδιος.
Oι ηχογραφήσεις εξελίσσονται και ο Taylor εμφανίζει κάποια στιγμή ένα πολυφωνικό συνθεσάϊζερ Obeheim. Ο Freddie παθιάζεται με τις δυνατότητές του αμέσως.
«Μα, αυτό αγάπη μου είναι υπέροχο !».
Τα κομμάτια επενδύονται, δειλά στην αρχή, συνειδητά στη συνέχεια με συνθετικούς ήχους, σε ενίσχυση των πλήκτρων και της κιθάρας του May. Από το “The Game” και μετά, οι Queen θα εγκαταλείψουν την περήφανη αναφορά “no synthesizers” που έθεταν στο οπισθόφυλλο των επτά προηγούμενων δίσκων:. Όχι όμως και φοβούνενοι να ανακοινώσουν την αλλαγή. Αυτή τη φορά, στα μιρκά γράμματα, αναγράφεται: “This album includes the first appearance of a Synthesizer (an Oberheim OBX) on a Queen album”.
Υπάρχει όμως κι ένα άλλο κομμάτι, καθόλου ροκ-εν-ρολ. Το έχει γράψει ο John Deacon και είναι έξω από τα νερά ακόμη μιας μπάντας με τη δική τους πολυσχιδία.
«Ήμουν ο μόνος μουσικός στο συγκρότημα που την περίοδο εκείνη ενδιαφερόμουν για τη μαύρη μουσική», εξηγεί ο John Deacon.
«Στην αρχή, είχα μόνο μια φράση, bite the dust”. Μια φράση του δρόμου, φράση που έλεγαν οι γελαδάρηδες στα ροντέο. Δεν ήξερα τί να να την κάνω. Όταν μπήκαμε στο στούντιο, της είχα κολλήσει κάποιους στίχους που δεν είχα ακόμη δείξει σε κανέναν. Ήταν στο ύφος αυτό, χιουμοριστικοί, για κακουμπόϋς και τα λοιπά. Η πρώτη του ηχογράφηση στο Μόναχο μας έφερε μπροστά σε κάτι πιο έντονο, πιο βαρύ. Έτσι, τους άλλαξα εντελώς».
Με τον Mack να πετυχαίνει όντως έναν δυνατό και ξερό ήχο στα τύμπανα του Taylor, αφήνοντας τα πιατίνια να  γεμίζουν το χώρο και το μελωδικό μπάσο του Deacon να οδηγεί το κομμάτι αδιαπραγμάτευτα, θέση για την κιθάρα του May δεν απομένει. Περιορίζεται απρόθυμα σε μια πολύ μετρημένη funky κιθάρα στη μέση, σαν παρμένη από out-take των Elastique, ίσα που ακούγεται. Δεν του αρέσει καθόλου το κομάτι, οπότε δεν τον ενδιαφέρει, σε αντίθεση με τον Mercury που κυριολεκτικά ερωτεύεται το ρυθμό του παράφορα. Ο Deacon του ζητά μια «μαύρη» εμηνεία κι εκείνος αρχίζει να το τραγουδάει ακατάπαυστα, ταλαιπωρώντας τη φωνή του, εκτέλεση πάνω στην εκτέλεση, για να βγάλει το street αίσθημα των μαύρων αδελφών που συναγελάζονται με αδιευκρίνιστες προθέσεις στις γωνίες των βρώμικων δρόμων του Μπρονξ.
Ενώ η ημερομηνία της επίσημης κυκλοφορίας του δίσκου πλησιάζει, στις 14 Ιουνίου το “Play The Game” βαφτίζεται τρίτο single, ως τελική πρόγευση από το επερχόμενο lp. Το οποίο τελικά έχει τον τίτλο “The Game” και κυκλοφορεί στη Βρετανία στις 30 Ιουνίου.
Στο ασημί εξώφυλλο, για πρώτη φορά μια φωτογραφία των τεσσάρων, να στέκονται ώμο με ώμο.


Η μαυρόασπρη φωτογραφία αποσαφηνίζει ότι η μπάντα, έρχεται άφοβα αντιμέτωπη με μια καινούρια εποχή, ως συμμορία μούτρων κάθε άλλο παρά χτεσινών. Τα μαύρα δεμάτινα, το βαρύ βλέφαρο του Taylor, το χέρι στη ζώνη του Deacon, τα μαύρα γυαλιά - καθρέφτες του May και το θρασύ βλέμμα του Mercury απαθανατίζονται από το φακό του φωτογράφου Peter Hince, ήδη κάποια χρόνια μέλους της κουστωδίας του Mercury. Πίσω τους φαίνονται στημένα τα ντραμς του Taylor. Μια μπάντα έτοιμη για δράση, τυλιγμένη στη θαμπή λάμψη του σούπερσταρ. Ο τρόπος που φορούν τα δερμάτινα τζάκετ σα να στοχεύει να εξουδετερώσει εκείνον των αντιστάρ του πανκ Ramones, μην αφήνοντας το παραμικρό περιθώριο σε εσωστρέφειες, αυτοπάθειες και λοιπές παιδικές καλλιτεχνικές ασθένειες. Μικροί, σας αρέσει δε σας αρέσει, έτσι ντύνονται οι μεγάλοι. Όσο κι αν προσπαθείτε, πάντα τα ρούχα τα δικά μας θα σας φοράνε, δεν μπορείτε να τα φοράτε εσείς.
Από την 1η Ιουλίου ξεκινούν μια περιοδεία διάρκειας τριών μηνών στη Βόρεια Αμερική, με πρώτη εμφάνιση στο Coliseum του Βανκούβερ. Στις 5 το “Play The Game” θα φθάσει στο Νο 14 της Βρετανίας, ενώ στις 19 Ιουλίου, ο δίσκος μετά από τρεις εβδομάδες κυκλοφορίας βρίσκεται στην κορυφή των Βρετανικών τσαρτ και θα παραμείνει στο τοπ-20 για ολόκληρο το καλοκαίρι.
Στο τεύχος της 18ης Σεπτεμβρίου του Rolling Stone, ο Steve Pond γράφει στην κριτική παρουσίαση του δίσκου:
«Όποιοι κι αν είναι οι σκοποί τους, προσωπικά προτιμώ ν’ ακούω έναν δίσκο των Queen με τραγούδια, κι όχι με παιάνες. (…) ToThe Game είναι λιγώτερο εκνευριστικό από τις τελευταίες τους κυκλοφορίες για τον απλούστατο λόγο ότι είναι δυσκολώτερο να ενοχληθεί κανείς από μια μπάντα που πασχίζει να βγάλει σε πέρας ένα κακό ροκαμπίλυ, παρά από μια που σε ξεκουφαίνει με κρυπτοναζιστικά εμβατήρια. Όσο, βέβαια, κι αν προσπαθούν να το κρύψουν, οι Queen εξακολουθούν να παραμένουν αθεράπευτα εγωμανείς».
Είναι εύλογο να είναι προκατειλημμένος με τους Queen ένας αμερικανός μουσικός δημοσιογράφος εν έτει 1980, την εποχή που έχει αρχίσει να ορφοποιείται η τάση “disco sucks”, έχοντας θάψει σε δυό χρόνια πολλά παραδοσιακά ονόματα που αποτόλμησαν να εκθέσουν το χορευτικό εαυτό τους, από τους Stones και τους Kiss ως τον Rod Stewart. Πώς να μπορεί άραγε να αποτιμήσει τέσσερις Αγγλους οι οποίοι υπάρχουν με την ίδια σύνθεση οκτώ χρόνια, οι οποίοι, μόνο στην πρώτη πλευρά του καινούριου τους δίσκου έχουν παίξει συμφωνική μπαλάντα, heavy rock, disco, pop και rockabilly, ενώ ποζάρουν στο εξώφυλλο σαν απρόσκλητοι νονοί σε πανκ βραδιά;
Υπάρχει βέβαια κι εκείνο το ξεδιάντροπο funk κομμάτι του Deacon, το οποίο, αφού συναίνεση όλων ήταν αδύνατο να επιτευχθεί, είχε καταλήξει να συμπεριληφθεί στα 10 κομμάτια του δίσκου ως ενδοσυνεταιρικός συμβιβασμός: για να έχει δύο ο Deacon, έναντι των επίσης δύο του Taylor και των τριών που είχαν καθένας από τους May και Μercury. Όμως, μέσα στο καλοκαίρι, στην πρώτη από τις τέσσερις εμφανίσεις τους στο L.A. Forum (8-12 Ιουλίου), η αξία του παράδοξου αυτού τρακ άρχισε να επανεκτιμάται, χάρις την παρουσία στα παρασκήνια ενός επιφανούς φαν. Ο 22χρονος Michael Jackson, με πρόσφατες τις δάφνες από το δίσκο του “Off The Wall”, έχοντας δίπλα του τον αδερφό του Jermaine, φλυαρούν ακατάπαυστα για το «πόσο φοβερό» είναι το “Another One Bites The Dust”, παροτρύνοντας τους Queen να το κυκλοφορήσουν σε single.
Ο Jackson δεν είναι ο μόνος που έχει διαβλέψει τη δυνατότητα του τραγουδιού να γίνει επιτυχία. Κατά παράδοξo τρόπο, κι ενώ o δίσκος που το περιέχει μετράει τρεις μήνες, ραδιοφωνικοί σταθμοί όπως ο WBLS-FM της Νέας Υόρκης ξεκινούν να επιλέγουν όλο και πιο συχνά το τρίτο κομμάτι της πρώτης πλευράς. Οι παραγωγοί που παίζουν αποκλειστικά «μαύρη» μουσική, R&B, funk και disco το παίζουν ανάμεσα στο “Rock With You” του Michael Jackson, το “Take Your Time (Do It Right)” των S.O.S. Band, ή το “Master Blaster Jammin’” του Stevie Wonder, δίνοντας στο ακροατήριο την εντύπωση ότι ακούνε ένα ακόμη δυνατό, χορευτικό «μαύρο» γκρουπ.
«Δεν υπήρχε περίπτωση να συμφωνήσουμε σα συγκρότημα να το κυκλοφορήσουμε σε single», θυμάται ο Deacon. «Όμως αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι ακουγόταν παντού». Παρά τις εκ προοιμίου διχασμένες απόψεις για το αν μια τέτοια κυκλοφορία θα αποξένωνε την οπαδική τους βάση, τελικά, στις 12 Αυγούστου το “Another One Bites The Dust” κυκλοφορεί σε single στην Αμερική. Σε μια εβδομάδα φτάνει να μπει στο R&B top-10. Στις 6 Σεπτεμβρίου κυκλοφορεί και στη Βρετανία, όπου μετά από τρεις εβδομάδες βρίσκεται στο top-10 (UK#7, 27/9/80).



To ακαταμάχητα χορευτικό single ρυμουλκεί στην Αμερική και το δίσκο. Στις 20 Σεπτεμβρίου το “The Game” ανεβαίνει στην κορυφή του Billboard Hot-200, όπου θα παραμείνει αμετακίνητο για πέντε συνεχόμενες εβδομάδες, χρονικό διάστημα τεράστιο. Στις 30 Σεπτεμβρίου το αμερικανικό σκέλος της περιοδείας ολοκληρώνεται με τρεις sold out εμφανίσεις στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης. Ο πατέρας του Brian May, επί χρόνια δυσαρεστημένος για την επιλογή του γιου του ν’ ακουλουθήσει καρριέρα μουσικού, αυτή τη φορά αντιλαμβάνεται ότι ο γιος του έχει φτάσει ψηλά. Θα έρθει στην πρώτη βραδιά να τον παρακολουθήσει. «Τώρα γιε μου κατάλαβα τί μου έλεγες τόσον καιρό», θα του πει συγκινημένος στα παρασκήνια.
Μ’ ένα άλμπουμ κι ένα καινούριο single να προελαύνουν, ο Mercury ανεβαίνει στο πάλκο του Madison Square Garden επιβλητικός, γεμάτος αυτοπεποίθηση. «Τί λέτε, να το κρατήσω το μουστάκι;» λέει στο ακροατήριο των 50.000 που για πρώτη φορά τον βλέπει από κοντά μ’ αυτή την τόσο ριζική στυλιστική διαφοροποίηση. «Τί; Λέτε όχι; Fuck you !».
Το κοντοκουρεμένο μαλλί και το παχύ μουστάκι, το “clone” look, δημοφιλές στα γκέϊ μπαρ Νέας Υόρκης, Βερολίνου και Λονδίνου όπου καταλύει συστηματικά ο Mercury με την κουστωδία του, στην Αμερική θεωρείται απλώς μια ιδιοτροπία ενός εκκεντρικού ετεροφυλόφυλου τραγουδιστή. Charles Bronson και Burt Reynolds έχουν φροντίσει γι’ αυτό επηρεάζοντας ακόμη και τον Robert Redford, ενώ ανατέλλει ήδη η τηλεοπτική βασιλεία του Tom Selleck. «Η “παραξενιά” του», θα πει εύστοχα ο Barney Hoskyns, συγγραφέας του βιβλίου “Glam! Bowie, Bolan And The Glitter Revolution”, «ξεκινώντας από το όνομα της μπάντας, το ντύσιμό του και το μουστάκι, ήταν τόσο απροκάλυπτη, ώστε κανείς δεν την πρόσεχε».
Ο ίδιος ο Mercury, γνωρίζει ότι στην Αμερική το βρετανικό χιούμορ θα μπορούσε να μελετάται στα πανεπιστήμια ως ξένη γλώσσα. Όσο κι αν στα διαβόητα πάρτυ του και στα παρασκήνια δεν γνωρίζει φραγμούς, στις δημόσιες τοποθετήσεις του παίζει προσεκτικά κάθε χαρτί.
«Με τα ακροατήρια που μιλούν αγγλικά συνηθίζω ν’ αστειεύομαι. Τους πειράζω, τους βρίζω, τους λέω “είστε ένα μάτσο ηλίθιοι”, όχι στα σοβαρά, φυσικά. Γι’ αυτό και φοράω κάτι γελοία, στενά σορτς ή κάνω αυτούς τους ημι-γκεστάπο χαιρετισμούς που παρεξηγούνται». 
Την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου, το “The Game” ανακοινώνεται ότι έχει ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο πωλήσεων στην Αμερική, ενώ το “Another One Bites The Dust” κορυφώνει τη θριαμβευτική του πορεία, πατώντας κι αυτό την κορυφή του Billboard Hot-100 (US#1, 4/10/80), όπου θα μείνει για τρεις σερί εβδομάδες.
Στις 23 Νοεμβρίου η Ευρωπαϊκή περιοδεία ξεκινά από το Hellenstadion της Ζυρίχης. Την αμέσως επόμενη μέρα, οι Queen κυκλοφορούν το single “Flash”. Βρίσκεται στο σάουντρακ της ταινίας του Dino De Laurentis “Flash Gordon”, μιας sci-fi απόπειρας στο κλίμα της μόδας που ανανέωσε ο Πόλεμος Των Άστρων να απεικονιστεί στο σελιλόϊντ ο ήρωας των κόμικ της δεκαετίας του ‘30. Στο γύρισμα της νέας χρονιάς θα φτάσει κι αυτό ψηλά στους βρετανικούς καταλόγους επιτυχιών (UK#10, 10/1/81), όμως θα αποδειχθεί μια κίνηση με κακό χρονισμό, καθώς δίνει το μήνυμα στο κοινό ότι τερματίζει η δισκογραφική πορεία του “The Game”, με το καινούριο «προϊόν» των Queen να είναι το  σάουντρακ. Πράγματι, το τελευταίο single από το “The Game”, το “Need Your Loving Tonight” διαγράφει μια συγκριτικά χαμηλή πτήση πορεία στην Αμερική (US#44, 27/12/80), την ώρα που στις 8 Δεκεμβρίου, συμπίπτοντας με τις τρεις θριαμβευτικές τους εμφανίσεις στο Wembley Arena του Λονδίνου το σάουντρακ κυκλοφορεί.
Ηχογραφημένο σε διάφορα στούντιο του Λονδίνου μέσα στη χρονιά, παράλληλα με το “The Game”, το soundtrack περιλαμβάνει μονόλεπτα και δίλεπτα instrumental γραμμένα από καθέναν από τους τέσσερις Queen, αναμεμιγμένα με αποσπάσματα διαλόγων από την ταινία. Μια πομπώδης ευκολία, προφανώς προσοδοφόρος, που πάντως δεν αφήνει πίσω της παρά ελάχιστη μουσική ουσία.


Με το κλείσιμο του 1980 οι Queen υπολογίζεται ότι έχουν πουλήσει 45 εκατομμύρια δίσκους και 25 εκατομμύρια single παγκοσμίως. Μέσα στο 1981 ακολουθούν 20 πληρωμένες σε χρυσάφι εμφανίσεις σε Αργεντινή, Ιαπωνία, Βραζιλία Βενεζουέλα Μεξικό και Καναδά που ολοκληρώνονται στις 25 Νοεμβρίου 1981.
Με το “The Game”, οι Queen έχουν παγκοσμίως θριαμβεύσει. Όχι «παίζοντας το παιχνίδι» κάποιου τρίτου, όπως είχε δυσοίωνα προβλέψει ο Taylor ότι μπορεί να υπονοεί ο τίτλος, αλλά πετώντας ολόκληρο το εγχειρίδιο με τους κανόνες του όποιου παιχνιδιού στα αζήτητα. Ωστόσο, ποιός είπε ότι τα καλά πράγματα διαρκούν για πολύ; Σίγουρα όχι ο Brian May.
 «Ήταν η εποχή πολύ πριν το “Thriller”, πριν τα τεράστια άλμπουμ της δεκαετίας του ’80. Και σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, κακομάθαμε. Εκεί που πουλούσαμε ένα εκατομμύριο αντίτυπα, ξαφνικά πουλούσαμε τέσσερα και πέντε. Μας διέφυγε ότι αυτό δε θα μπορούσε να συμβαίνει για πάντα. Καταλαβαίνω γιατί συνέβη. Για μια φευγαλέα στιγμή, για ένα μικροσκοπικό χρονικό διάστημα, πριν καν το καταλάβουμε, γίναμε όχι μόνο το κορυφαίο συγκρότημα στην Αμερική, αλλά το κορυφαίο συγκρότημα στον πλανήτη».  

Παναγιώτης Παπαϊωάννου