DIO: Θηρεύοντες Καρδίαν Ιεράν τε και Μεταλλικήν
Sunday

16Aug

Όταν ο Ronnie James Dio κυκλοφόρησε το τρίτο άλμπουμ της μπάντας που έφερε το όνομά του, το ημερολόγιο έγραφε 15 Αυγούστου 1985. Δέκα ολόκληρα χρόνια συν κάτι μέρες είχαν περάσει από την πρώτη σοβαρά επιτυχημένη δισκογραφική κυκλοφορία στην οποία συμμετείχε, το “Ritchie Blackmore’s Rainbow” (4/8/75).
Καθώς και πέντε χρόνια και περίπου τέσσερις μήνες από τότε που είχε ανοίξει η δεύτερη, ακόμη πιο επιτυχημένη, φάση της καρριέρας του, η συνύπαρξή του με τους Black Sabbath και η κυκλοφορία του ορόσημου με τον τίτλο “Heaven And Hell” (25/4/80).  
Tα πράγματα για τον 43χρονο τραγουδιστή είχαν, πάντως, κινηθεί με πολύ πιο ικανοποιητική ταχύτητα, από τη στιγμή που ξεκίνησε τη δική του μπάντα. Με το lp “Holy Diver” (US#56, 22/10/83) αναδείχθηκε ως σόλο καλλιτέχνης μέσα από τις στάχτες των βυθιζόμενων Sabbath, ενώ με το “The Last In Line” (US#23, 25/8/84) απέκτησε τον πρώτο του χρυσό δίσκο στην Αμερική, ισχυροποιώντας τη θέση του ανάμεσα στα κορυφαία σε απήχηση ονόματα της metal σκηνής.
Επιδιώκοντας να έχει τον απόλυτο έλεγχο τόσο στο δημιουργικό όσο και στο επιχειρηματικό πεδίο, διάλεξε τον επίπονο δρόμο μιας εξάμηνης, 124 παραστάσεων παγκόσμιας περιοδείας σε υποστήριξη του “The Last In Line”.  
Όταν τον Ιανουάριο του ’85 η περιοδεία αυτή ολοκληρώθηκε, παρ’ ότι τα οικονομικά οφέλη ήταν εμφανή, δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι η μπάντα του βρισκόταν ήδη στο κόκκινο. Κι αν ζήτημα της κόπωσης δεν μπορούσε να τεθεί για το 37χρονο σκυλί του πολέμου Jimmy Bain, συνοδοιπόρο του από την εποχή των Rainbow, για τον 27χρονο έμπιστό του ντράμμερ Vinnie Appice, ή τον 29χρονο πιανίστα Claude Schnell, τα πράγματα δεν ήταν έτσι για το αστέρι του γκρουπ. Τον 23χρονο βορειοϊρλανδό Vivian Campbell, από τις ικανότητες του οποίου ο Ronnie είχε εξορύξει έναν γεμάτο ιδέες συνθέτη.  
«Κατά τη γνώμη μου το heavy metal είναι ένα ευρωπαϊκό είδος ήχου. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει αμφιβολία για το ότι η καλύτερη μέταλ μουσική έχει ηχογραφηθεί από τα βρετανικά γκρουπ. Σαφώς και δε θέλω να υποτιμήσω το αμερικανικό ροκ – αμερικανός είμαι – αλλά στα δικά μου αυτιά υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που παίζουν οι ευρωπαίοι κιθαρίστες και στον τρόπο που κανουν τη δουλειά τους οι αντίστοιχοι αμερικανοί. Οι πρώτοι έχουν μια φόρτιση που δεν υπάρχει στους άλλους, οι οποίοι και δείχνουν απορροφημένοι περισσότερο με τα εντυπωσιακά εφέ παρά με το συναίσθημα. Το είδος της μουσικής που παίζω έχει πολύ συναίσθημα και όταν στην αρχή έψαχνα για κιθαρίστα, ήθελα κάποιον από την Ευρώπη. Αμέσως μόλις άκουσα τον Vivian ήξερα ότι είχα βρει αυτόν που χρειαζόμουν. Από τη στιγμή που συνέδεσε τους ενσιχυτές του, κατάλαβα ότι ο μικρός είναι αστέρι», έλεγε ο Dio δύο χρόνια πριν. Όμως την Άνοιξη του ’85 η σχέση έμπειρου δασκάλου και φλογερού, ιδιοφυούς μαθητή που είχαν οι δυό τους αναπτύξει είχε μεταβληθεί ριζικά.  
«Μετά το τέλος της περιοδείας, ολόκληρο το συγκρότημα απόλαυσε τρεις μήνες διακοπών κι εγώ μπήκα κατευθείαν στο στούντιο ετοιμάζοντας το επόμενο βήμα. Οπωσδήποτε το άξιζαν, μετά από σχεδόν δύο χρόνια στο δρόμο χωρίς διακοπή. Όμως, ο χρόνος που θα περνούσε ο καθένας έξω από τις κοινές μας υποχρεώσεις, υποτίθεται, θα τον βοηθούσε σε προσωπικό επίπεδο να βρει ξανά τη δημιουργική του σπίθα. Δυστυχώς, με την επιστροφή τους από τις διακοπές, κανένας τους δεν έφερε μαζί του μουσικές ιδέες. Ιδίως ο Vivian. Τον ρώτησα ανοιχτά τί είχε να συνεισφέρει και κείνος ομολόγησε ότι “δεν το ένιωθε πια”. Αν μια τέτοια δήλωση δεν τα λέει όλα, δεν ξέρω τί μπορεί να είναι πιο εύγλωττο».  


Ανέκαθεν ήταν κοινό μυστικό ότι ο Dio δεν ήταν εύκολος συνεργάτης, πολλώ μάλλον εργοδότης. Ο Campbell είχε παράπονα από τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος με τη γυναίκα του, Wendy, χειρίζονταν «το επιχειρηματικό σκέλος». Συν το ότι δεν γίνεται να υποτιμήσει κανείς ότι ο νεαρός Campbell, από τα αζήτητα των Sweet Savage μέσα σε δύο χρόνια βρέθηκε να εκτίθεται σχεδόν κάθε δεύτερη βραδιά στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου, με το όνομά του να φιγουράρει σε όλες τις λίστες με τους «καλύτερους νέους ροκ κιθαρίστες».
Το δημιουργικό burnout δεν μπορεί στην περίπτωση αυτή εύκολα να αποκλειστεί.  
Αυτό το «τρίμηνο διακοπών», όπως ο ίδιος ο Dio το υπολογίζει, μαζί με τον Bain δημιούργησε κάτι που στην πορεία θα αποδεικνυόταν πολύ πιο σημαντικό από το επόμενο βήμα της μπάντας του. Την Άνοιξη του ’85 αφ’ ότου τα μέλη της μπάντας συμμετέσχαν σ’ έναν ραδιομαραθώνιο, τότε που γινόταν πολύς θόρυβος για το επερχόμενο Live Aid και το single “We Are The World”, εξέφρασαν την απογοήτευσή τους γιατί να μη συμμετέχει στην πρωτοβουλία έστω κάποιος από «τη δική μας μουσική». Δραστηριοποιούμενη σε μηδέν χρόνο, η Wendy Dio κατόρθωσε να εξασφαλίσει τις άδειες από τις δισκογραφικές εταιρίες, ώστε να συγκεντρώσει 40 hard rock και metal μουσικούς, τους περισσότερους πρώτα ονόματα, για να συνεισφέρουν με τον τρόπο τους σ’ ένα κομμάτι γραμμένο από τους Dio και Bain, με τον τίτλο “Stars”
Η μεγάλη αυτή συνάντηση έγινε το διήμερο  20 – 21 Μαίου 1985 στα Sound City Studios της A&M στο L.A. και το αποτέλεσμα υπήρξε ένα κομμάτι διάρκειας 7:15, για το οποίο οι συμμετέχοντες φιλοδοξούσαν να γίνει το “We Are The World” του heavy metal. Οι εταιρίες, οι ίδιες που είχαν δώσει την άδεια για τη φιλανθρωπική συμμετοχή των καλλιτεχνών τους, φρέναραν προσωρινά την κυκλοφορία του. «Για να μην προκληθεί σύγχιση στην αγορά», ήταν η επίσημη θέση. Επειδή τα έσοδα θα τα διαχειριζόταν ένα ειδικά συσταθέν ίδρυμα εκτός μουσικής βιομηχανίας, ασκώντας αυστηρό έλεγχο των χρηματικών εισροών και εκροών για να καταλήξουν οι εισπράξεις εκεί που πραγματικά είχε εξαγγελθεί είναι η πραγματικότητα.  
«Με αυτά τα δεδομένα, η μπάντα μπήκε στο στούντιο για το δίσκο που θα ήταν ο πιο κρίσιμος για την συνέχεια, χωρίς να έχω βοήθεια από την ίδια μου την μπάντα. Γιατί μπορεί να υπήρξαν μερικά μέρη στις συνθέσεις που να είχαν γραφτεί αρχικά από τον Jimmy ή και τον Vivian, όμως χρειάστηκε να τροποποιηθούν σε μεγάλο βαθμό από μένα, ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν για το άλμπουμ. Στο μεταξύ εκείνη την εποχή η μουσική είχε αρχίσει να αλλάζει. Παραδέχομαι ότι με την επιτυχία που είχα, συνειδητοποίησα ότι έπρεπε ν’ αρχίσω να σκέφτομαι λίγο πιο εμπορικά. Όμως δε βοήθησε καθόλου η συμμετοχή των υπόλοιπων στη συνθετική διαδικασία».  
Πράγματι, υπό την πλήρη επίβλεψη του Dio ως παραγωγού, ενορχηστρωτή και διατηρούντα την τελευταία λέξη στο μουσικό περιεχόμενο, μεταξύ Μαίου και Ιουνίου 1985 ηχογραφείται στα Rumbo Studios του L.A. το άλμπουμ που θα πάρει τον τίτλο “Sacred Heart”.  
Συνδέοντας ό,τι είχε προηγηθεί με το παρόν και το άμεσο μέλλον,  ο δίσκος κάνει fade in με τον ήχο από ιαχές κοινού συναυλίας, για να ξεσπάσει με το ορμητικό, στη φλέβα του “We Rock” -μόνο πιο εύληπτο από το αναμενόμενο- “King of Rock and Roll”.  
 

Στην παράδοση των δύο προηγούμενων άλμπουμ, δεύτερο έρχεται το ομώνυμο τραγούδι. Το πομπώδες “Sacred Heart” οδηγείται από τα τύμπανα του Appice και παρά την μουντή μίξη κιθάρας και πλήκτρων, που το αδυνατίζει αντί να το ισχυροποιεί, αναδεικνύεται από τους στίχους του. Η κλίση του Dio προς τη μυθολογική εικονογραφία παίρνει τη μορφή μιας παραβολής, μιας προτροπής προς θήρευση του ακέραιου, του ιερού. Ενάντια σε δράκους, μάγους και θηρία, που δε θέλει καμία προσπάθεια να αντιληφθεί κανείς ότι είναι οι φόβοι τα διλήμματα και οι κίνδυνοι της ζωής, πνευματικοί και φυσικοί.  
«Κάθε που ονειρεύεσαι το κλειδί εσύ κρατάς  
Την πόρτα ν’ ανοίξεις που θα σ’ ελευθερώσει  
 
Πολεμάς το δράκο να σκοτώσεις  
Παζαρεύεις με το θηρίο  
 
Το ουράνιο τόξο κυνηγάς  
Κι απ΄ το έδαφος τα πόδια δε σηκώνεις  
Το γιατί ακόμη να το μάθεις  
 
Να δεις μπορείς το αύριο  
Την απάντηση, το ψέμα  
Κι όλα όσα να κάνεις πρέπει  
 
Κάτι φορές δε λυγάς ποτέ  
Είσαι ο τυχερός  
Όμως κάτι άλλες, τα θέλεις όλα  
Να φτάσεις θες στον ήλιο  
 
Και να βρεις την ιερή καρδιά»  
 
Το ξερό κιθαριστικό groove του “Another Lie” κουβαλά την ευχάριστη μελωδική του γραμμή ακυρώνοντάς την με τον κυνισμό των στίχων, τον περιστρεφόμενο γύρω από μια θηλυκή δύναμη που εξαπατά, ενώ ο Campbell, παρά τη δήλωσή του ότι «δεν το νιώθει πια», ακούγεται σε φόρμα. Την πρώτη πλευρά κλείνει το ανεξίτηλης αφηγηματικότητας “Rock ’Ν’ Roll Children”, το οποίο συμπυκνώνει αυτό που ο Dio προσδιόρισε ως «εμπορικό σκεπτικό». Η εισαγωγή με τα πλήκτρα που κόβεται σα βούτυρο από την σκληρή εκφραστικότητα του τραγουδιστή, η πανοραμική ανάπτυξη, η αλάθητη χρήση του μαγικού όρου “rock ’n’ roll” κι ένα καλοβαλμένο σόλο από τον Campbell που απολήγει στο να τονίζει τη μελωδία συναρμόζονται στο πρώτο πραγματικά κλασσικό κομμάτι του δίσκου.
Δεν είναι τυχαίο ότι έχει προοριστεί ως πρώτο single, βοηθούμενο μάλιστα από ένα χαρακτηριστικό βίντεο κλιπ : Δύο έφηβοι, αγόρι – κορίτσι με την αναγνωρίσιμη ροκ στολή της εποχής – φουλάρια, μαντήλια, αμάνικα, ραφτά, μαλλί με μισό τόνο aquanet- παγιδεύονται από έναν μάγο – τον Dio – σε μια λαβυρινθώδη διάσταση όπου όλοι, συνομήλικοι, συμμορίες, δάσκαλοι, ακόμη και οι γονείς τους, αντιμετωπίζουν τα παιδιά σαν απόβλητους – “rock n’ roll children without a friend”- για να έρθουν τελικά πιο κοντά και ενωμένα να δραπετεύσουν. Η κυκλοφορία του θα προκαλέσει την αναμενόμενη αίσθηση, καθώς ήδη στις 31 Αυγούστου θα γίνει το πιο επιτυχημένο single του Dio στη Βρετανία (UK#26), ξεπερνώντας το “Rainbow In The Dark”, δύο χρόνια πριν.   
«Παρά λίγο να βρεθούμε στο Top Of The Pops του BBC με το τραγούδι αυτό. Είχε φτάσει αρκετά ψηλά για να συμπεριληφθεί στην εκπομπή, όμως προέκυψε πρόβλημα με τις άδειες που ζητούσαν τα συνδικάτα της βρετανικής τηλεόρασης, αφού δύο από τα μέλη της μπάντας είχαν αμερικανική υπηκοότητα. Δεν υπήρχε χρόνος για να εξασφαλιστούν, έτσι η συμμετοχή μας στην εκπομπή ματαιώθηκε από τη γραφειοκρατία. Μάλωσα, φώναξα, κοπάνησα πόρτες στο BBC, προσπαθώντας να μην αφήσω να γίνει κάτι που θα ήταν επί ζημία της μπάντας και του ονόματός μου. Όμως τελικά ουδέν κακόν αμιγές καλού. Δεν είμαστε το είδος της μπάντας που ταιριάζει σε μια τέτοια εκπομπή».  
 

Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με το εμβατηριακό Hunger for Heaven. Πάνω στο καλά ενσωματωμένο δάνειο από τη δομή του “Baba O’ Riley” των Who, Dio και Bain συνυπογράφουν το ιδανικό single. Στο στίχο στριμώχνονται οι κυριώτερες φράσεις από το λεξιλόγιο του Dio dancer, dreamer, danger, stars, young, old, last of the line, rainbow-  ενώ τα πλήκτρα του Schnell μαζί μ’ ένα solo που περιλαμβάνει όλα τα κόλπα του Campbell ασκούν ακαριαία εμψυχωτική επίδραση, κορυφούμενη στο κουπλέ :
Just hold on, you can make it happen for you, reach for the stars and you will fly. Ένα κομμάτι που κατακτά εύκολα τον ακροατή, ακόμη κι αν δεν ανήκει στο metal κοινό. Όχι τυχαία, είχε ήδη συμπεριληφθεί στο soundtrack του “Vision Quest”, μιας ταινίας για την πορεία ενός νεαρού παλαιστή προς τον προσωπικό του θρίαμβο, με τον πρωταγωνιστή του “Birdy”,  Matthew Modine, που παίχθηκε ανά τον κόσμο την Άνοιξη και το καλοκαίρι του ’85.  

Ακολουθεί το σκληρό “Like the Beat of a Heart”, μια πιο πετυχημένη παραλλαγή του “Straight Through The Heart” από το πρώτο άλμπουμ, με ρυθμικό κορμό από το “The Last In Line”, κομμένο και ραμμένο για live. To ορμητικό “Just Another Day” το οποίο ο Campbell γεμίζει κιθάρες, ο στίχος είναι πικρός, σχεδόν κυνικός. «Δεν τραγουδάς με την καρδιά, λες απλώς τις νότες», «τρέχεις μα δεν κινείσαι», «όλο γελάς, χωρίς χαμόγελο» λέει Dio και δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει το συσχετισμό με κείνο το «δεν το νιώθω πια» του νεαρού του κιθαρίστα, το ειπωμένο πριν ξεκινήσουν οι ηχογραφήσεις. Το βαρύ “Fallen Angels” μοιάζει με μια πολύ καλή ιδέα που ολοκληρώθηκε βιαστικά, ενώ ο δίσκος προδίδεται από το κλείσιμό του. Ενώ ένα επιβλητικό κομμάτι σαν το “Shame On The Night” ή το “Egypt” θα ανέβαζε τη μεταλλική του αξιοπιστία κατακόρυφα, το εντελώς ανέμπνευστο “Shoot Shoot” αποτελεί τον ορισμό του «γεμίσματος», μια τελευταία νότα που θα ήταν ξεκάθαρα προτιμώτερο να λείπει.  
 
Σε κάθε περίπτωση, τον Ιούλιο του ’85, ο Dio έχει στα χέρια του το υλικό που χρειάζεται για να επιχειρήσει, χωρίς να κάνει παραχωρήσεις στην ηχητική του ταυτότητα, την πιο φιλόδοξη εισβολή στα mainstream εδάφη της δισκογραφίας. Ο σχεδιασμός της εισβολής αυτής περιλαμβάνει ένα εξώφυλλο σαν από fantasy comic, με δυό μαγικά χέρια να κρατούν μια Κρυστάλλινη Σφαίρα, στο κέντρο της οποίας ένας πράσινος δράκος έχει στα χέρια του μια κρυστάλλινη καρδιά. Την εικόνα περιβάλλει ένας πάπυρος με μια επιγραφή στα λατινικά: FINIS PER SOMNIVM REPERIO TIBI SACRA COR VENEFICVS OSTIVM AVRVM(«Στο τέρμα του ονείρου θα ανακαλύψω για χάρη σου την Ιερή Καρδιά που με μαγεία ανοίγει το χρυσό πέρασμα»). Ο δράκος, που σύντομα θα πάρει το προσωνύμιο Deen, θα αποτελέσει και το επίκεντρο του σκηνικού, στο οποίο θα στηριχθεί ολόκληρη η επερχόμενη περιοδεία. Και αυτή η περιοδεία έχει σχεδιαστεί να είναι το υριώτερο ατού.  
 
Το 1985 ο γιγαντισμός των σκηνικών στις συναυλίες των μεγάλων ροκ ονομάτων έχει γίνει πλέον ένας κανόνας με βάση τον οποίο μετριέται η απήχηση των φιλοδοξιών, αλλά και των πωλήσεων ενός καλλιτέχνη. Με την “World Slavery Tour” των Iron Maiden να θεωρείται από τον τύπο το «μεγαλύτερο και ακριβώτερο show στη γη», ο Dio βάζει στόχο να το ξεπεράσει. Ένας μηχανικός δράκος ύψους πεντέμισυ μέτρων και διαμέτρου ανοίγματος φτερών εννέα, τοποθετημένος σ’ ένα υδραυλικό σύστημα για να κινείται, δεσπόζει δεξιά από το σετ τυμπάνων του Appice, τα οποία είναι υψωμένα σε ομοίωμα πολεμίστρας μεσαιωνικού κάστρου ύψους δύο μέτρων. Ανάλογη σκηνοθεσία έχει προβλεφθεί και για τα πλήκτρα του Schnell. Σκάλες βρίσκονται στα δεξιά και τ’ αριστερά της σκηνής, απ’ όπου τραγουδιστής και μουσικοί έχουν τη δυνατότητα να ανεβοκατεβαίνουν, με αποτέλεσμα ο θεατής να εισπράττει την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται στην εσωτερική αυλή ενός πραγματικού κάστρου, ή ότι παρακολουθεί το ροκ ανάλογο μιας θεατρικής παράστασης. Στο κέντρο της διαστάσεων 18 επί 12 σκηνής βρίσκεται μια τεράστια κρυστάλλινη σφαίρα, αψίδες και ομοιώματα πολεμιστών. Κομπάρσοι με ρούχα εποχής και μάσκες κάνουν πέρασμα σε επιλεγμένα κομμάτια  -μάγοι, νάνοι, ιππότες και δαιμονικές μορφές- μια κρύπτη στα έγκατα του δράκου ανοίγει και αποκαλύπτει μια ηλεκτροφωτισμένη «Ιερή Καρδιά», ενώ ένα πολυσύνθετο περιστρεφόμενο σύστημα 486 φωτιστικών και η στρατηγική χρήση λέϊζερ, πυροτεχνικών – από τα μάτια και το στόμα του Deen - και ξηρού πάγου συμπληρώνουν την εμπειρία. Απαιτούνται 500.000 watt ισχύς και 50 άτομα προσωπικό ώστε αυτό το σκηνικό να στηθεί κάθε βράδυ και να λειτουργήσει, καθώς και οκτώ νταλίκες για να μεταφερθεί από πόλη σε πόλη.  
 
Η μαραθώνια περιοδεία θα ξεκινήσει στις 10 Αυγούστου 1985 από το Tokyo, όπου στο πλαίσιο του “Super Rock Festival” οι Dio θα παίξουν μπροστά σε 25.000 κόσμου μαζί με τους νεαρούς Rough Cutt, τους Mama’s Boys και τους Iάπωνες Earthshaker. Καθώς το άλμπουμ κάνει την είσοδό του μέσα στα top-30 του Billboard (US#29, 21/9/85 και U.K.#4, 7/9/85) και τον Οκτώβριο έχει ήδη γίνει χρυσό, εκτυλίσσεται το πρώτο σκέλος της αμερικάνικης περιοδείας. 83 παραστάσεις ενώπιον κοινού που κυμαίνεται μεταξύ 3.000 και 13.500 θεατών. Ανοίγουν ως support οι Rough Cutt το μάνατζμεντ των οποίων ανήκει στην Niji Music, εταιρία την οποία διευθύνει η Wendy Dio. Το πρώτο break θα έρθει μετά από 7 ακόμη συναυλίες μαζί με τους Rising Force του YngwieMalmsteen, με τελευταία στις 12 Ιανουαρίου, στην NBC Arenaτης εξωτικής Χονολούλου. Όμως αυτή θα είναι η τελευταία φορά του Vivian Campbell.  

Υπήρχε μια συμφωνία, θα πει αργότερα ο κιθαρίστας, να υπογράψει ένα εντελώς νέο συμβόλαιο με την Niji Music, μιας που τα δύο πρώτα άλμπουμ στα οποία είχε τόσο ουσιαστικά συμβάλει είχαν κάνει τέτοια επιτυχία, ενώ το τρίτο φαινόταν ήδη να τα ακολουθεί.  
«O Jimmy Bain, Vinnie Appice κι εγώ πληρωνόμασταν 100 δολλάρια την εβδομάδα, που ανέβηκαν σε 400 μόλις ξεκινήσαμε την περιοδεία για το “HolyDiver”. Σταδιακά αυξήθηκαν κι άλλο, όμως η συμφωνία που είχαμε κάνει με τον Ronnieτο φθινόπωρο του ’82, ήταν ότι όταν θα φτάναμε να γράψουμε τον τρίτο δίσκο, θα υπογράφαμε καινούρια συμβόλαια, όπου θα κατοχυρώναμε πραγματικά ποσοστά στα συνθετικά δικαιώματα, στις πωλήσεις, το merchandising και τις εισπράξεις από τα εισιτήρια. Όλο αυτό το διάστημα συμμετείχαμε κανονικά στην διαδικασία του γραψίματος των τραγουδιών, όμως για συνθετικά δικαιώματα ούτε λόγος. Πριν μπούμε στο στούντιο για τοSacred Heart υπενθύμισα στο Ronnie τη συμφωνία. Εκείνος απάντησε “ας τελειώσουμε τις ηχογραφήσεις και το ρυθμίζουμε μετά”. Έκανα νέα κρούση όταν τελειώσαμε το δίσκο, όμως τότε μου είπε “ας κάνουμε τις πρόβες για την περιοδεία και μετά το συζητάμε με τη Wendy. Η αλήθεια είναι ότι ο Ronnieενώ αντιλαμβανόταν ότι η μπάντα είχε μια ξεχωριστή χημεία και ότι εγώ μαζί του μπορούσα να γράφω πραγματικά καλά κομμάτια, δεν είχε το θάρρος να επιβληθεί στη γυναίκα και μάνατζέρ του, τηρώντας αυτό που μας είχε υποσχεθεί όταν δώσαμε τα χέρια τρία χρόνια πριν. Εκείνη ήταν πάντα ξένη με τη δημιουργική διαδικασία και πίστευε ότι όλοι οι μουσικοί που έπαιζαν με τον Ronnie ήταν αντικαταστατοί. Έτσι, έλαβα μια μέρα ταχυδρομικώς ένα συμβόλαιο, με αναπροσαρμοσμένες τις αποδοχές μου κατά το εξευτελιστικό ποσό των 200 δολλαρίων εβδομαδιαίως, σχεδόν έπαιρνε ένας roadie ή ένας τεχνικός φωτισμού. Όταν τηλεφώνησα στον Ronnie για να του ζητήσω εξηγήσεις, μου απάντησε “αν θέλεις φύγε, η πρότασή μας δεν αλλάζει”. Λίγες μέρες μετά το τηλεφώνημα ανακοίνωσαν την αντικατάστασή μου. Πόνεσα πολύ, είχα δώσει στη μπάντα αυτή όλο μου τον εαυτό».  



Ο Dio έχει, όπως είναι αναμενόμενο, μια εντελώς διαφορετική εκδοχή.  
«Σα να μην έφτανε ότι από την αρχή o Vivian μου είχε δηλώσει ότι έμενε στη μπάντα μόνο για τα λεφτά, στη μέση της περιοδείας, η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Κάποιοι άνθρωποι του έβαλαν στο μυαλό να εγκαταλείψει τη μπάντα. Ο τύπος ήταν πολύ ευχαριστημένος με όσους τον περιτριγύριζαν και του έλεγαν συνεχώς πόσο υπέροχος είναι, όμως δεν είχα καμία όρεξη να γίνω κι εγώ ένας απ’ αυτούς».  
Όντως, ο Campbell το Μάρτιο του ’86 ανακοίνωσε ότι έχει ξεκινήσει να δουλεύει πάνω σ’ ένα project με τίτλο Trinity, με δύο άλλους Ιρλανδούς μουσικούς, τον ντράμερ Pat Waller και τον μπασίστα David Watson.  
Ο αντικαταστάτης του έγινε σύντομα γνωστός. Και μάλιστα είχε παίξει στο ίδιο κομμάτι με τον Campbell, στο “Stars”, το ηχογράφημα της μικτής κόσμου του heavy metal που πλέον είχε πάρει το πράσινο φως να κυκλοφορήσει από τις αρχές του ’86. Ήταν ο 25χρονος Καλιφορνέζος Craig Goldie , κιθαρίστας των αμερικανών Giuffria, των οποίων το ομώνυμο ντεμπούτο περιείχε την επιτυχία “Call To The Heart”, ένα ραδιοφωνικό top-20, κάτι που οι Dio δεν είχαν καν διανοηθεί ότι θα μπορούσαν να πετύχουν. Ο Goldy, τεχνικά άρτιος και δηλωμένος θαυμαστής των Rainbow και των Deep Purple φαίνεται να έκαμψε τις ενστάσεις του Dio περί διαφοράς στην αίσθηση του ήχου μεταξύ αμερικανών και ευρωπαίων κιθαριστών. Η μπάντα κάνει πρόβες και με ένα καινούριο μέλος πλέον στη σύνθεσή της για πρώτη φορά, ετοιμάζεται για τη συνέχεια της περιοδείας.  
Η οποία επανεκκινεί στις αρχές Απριλίου του ’86 από το Newcastle, με support τους Keel. Νορβηγία, Σουηδία, Δυτική Γερμανία, Δανία, Ολλανδία, Βέλγιο και Γαλλία και μετά Βρετανία, 25 συναυλίες μέχρι το τέλος της Άνοιξης όταν και επιστρέφουν στις Η.Π.Α.  
Την ίδια περίοδο, το τελευταίο ηχογράφημα με την κιθάρα του Campbell, ένα κομμάτι με τίτλο “Hide In The Rainbow”, έχει συμπεριληφθεί στο soundtrack της ταινίας “Iron Eagle”, μιας πολεμοκάπηλης pop περιπέτειας για τα σκουπίδια -νεαρός loser κλέβει F-16 και πάει να σώσει τον πατέρα του, πιλότο καταρριφθέντος Phantom των Η.Π.Α., ο οποίος κρατείται αιχμάλωτος στις φυλακές μια χώρας που λέγεται …Bilya. H ταινία φρικτή, όμως το κομμάτι είναι φανερά καλύτερο από τουλάχιστον τα μισά του “Sacred Heart”.  
Η καινούρια σύνθεση δείχνει παραπάνω από επαρκής στις συναυλίες επί Αμερικανικού εδάφους. Ο Goldy έχει έναν πιο ρευστό και όχι τόσο κοφτό ήχο, όμως κρατά καλά τη θέση του στο υλικό του Campbell. Κάθε βράδυ, προς τέρψιν των χιλιάδων θεατών ο δράκος εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του “Sacred Heart”, ο Ronnie μάχεται μαζί του μ’ ένα ξίφος, η Ιερή Καρδιά αποκαλύπτεται. Το πρόγραμμα ανοίγουν οι Accept που έχουν μόλις κυκλοφορήσει το “Russian Roulette”, ενώ η παράσταση των Dio έχει διάρκεια κατά μέσον όρο 100 λεπτά και περιλαμβάνει τα προσφιλή στον Ronnie medley όπου, ανάμεσα από τα δικά τους, ξεπηδούν τα βασικά μέρη από κομμάτια των Sabbath και των Rainbow.  
«Το ’86 θεώρησα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να περάσω σε βινύλιο ορισμένα τραγούδια από μπάντες στις οποίες συμμετείχα στο παρελθόν, τα οποία έπαιζα ούτως ή άλλως στις συναυλίες μου. Θεώρησα ότι έπρεπε να διαφυλάξω μια εποχή κυκλοφορώντας ένα διπλό live album. Βρήκα όμως αντίθετη την WEA, την εταιρία διανομής μου στην Αμερική, οι άνθρωποι της οποίας επέμεναν ότι ήθελαν ένα νέο στουντιακό δίσκο. Μετά από διαπραγματεύσεις βρέθηκε μια σολωμώντεια λύση. Ένα extended play 35 λεπτών, ηχογραφημένο ζωντανά, με ένα ακυκλοφόρητο στουντιακό κομμάτι, κάτι σαν παρουσίαση του νέου μας κιθαρίστα. Ένας καθόλου ικανοποιητικός συμβιβασμός, το πιο απογοητευτικό κομμάτι βινυλίου με το οποίο έχω αναμιχθεί έως και σήμερα. Αυτός είναι και ο λόγος που πήρε τον τίτλοIntermission, γιατί ήθελα να προειδοποιήσω το κοινό ότι πρέπει να το αντιμετωπίσει σαν ένα διάλειμμα, σα να πίνεις ένα ποτό ή κάνεις ένα τσιγάρο, πριν ξαναπιάσεις την κανονική δουλειά».  
Το “Intermission”, παρά την κακή μίξη, είναι μια ευπρόσδεκτη περίληψη του τί συνέβαινε μέχρι το Δεκέμβριο το υ’85, όταν και ηχογραφήθηκε, σε κάθε βραδιά της περιοδείας. Περιλαμβάνει ένα δυνατό medley στο “Rock N’ Roll Children”, καθώς την πρώτη στουντιακή ηχογράφηση του Goldy με τη μπάντα, το ελάχιστα εντυπωσιακό “Time To Burn”. Παρ’ όλα αυτά σημειώνει ικανοποιητική πορεία πωλήσεων στη Βρετανία (U.K. #22, 5/7/86) και αγνοείται στην παραδοσιακά αδιάφορη σε τέτοιες μισοψημένες ιδέες αμερικανική αγορά (US#70, 12/7/86). Στο μεταξύ, η περιοδεία εξαλκολουθεί να προσελκύει χιλιάδες θεατών.  
 

 
30 ακόμη εμφανίσεις σε Η.Π.Α. και Καναδά,  μεταξύ των οποίων αυτή της 17ης Ιουνίου στο Spectrum της Philadelphia ενώπιον 10.000 θεατών που βιντεοσκοπείται στο σύνολό της και εκείνη της 19ης Ιουλίου στο ετήσιο Texxas Jam Festival  ενώπιον 65.000 θεατών. 7 βραδιές σε Ιαπωνία και 3 σε Αυστραλία, για να ολοκληρωθεί στις 11 Οκτωβρίου 1986 στο San Juan του Puerto Rico.  
Στο τέλος της περιοδείας, μετά από 13 μήνες στο δρόμο, το brand name της μπάντας Dio έχει εδραιωθεί για τα καλά. Ταυτόχρονα, με την αποχώρηση του Campbell έχει υποστεί μια μεταβολή σε έμψυχο δυναμικό που θα αποβεί δυσβάσταχτη. Όπως θα αποδείκνυαν τα επόμενα χρόνια, εκείνη η περίοδος, η περίοδος του μηχανικού δράκου Deen και του φαντασμαγορικού show υπήρξε τόσο η τελευταία καλλιτεχνική κορύφωση του Ronnie James Dio όσο και η τελευταία επαφή του, από εμπορική άποψη, με την εφήμερη ζήτηση της μουσικής βιομηχανίας.
Το fantasy στοιχείο που ήθελε να αποστάξει στη μουσική και το στίχο με την κυκλοφορία του “Sacred Heart” είχε καταλήξει να εξαντληθεί από τον ίδιο τον άνθρωπο που το εισήγαγε, ανέπτυξε και καθιέρωσε, με αποτέλεσμα η περιοδεία και ο δίσκος να αφήσουν μεν το αποτύπωμά τους σε όσους τα έζησαν σε πρώτο χρόνο, τυποποιούμενο όμως από σχεδόν όλους τους υπόλοιπους, ως χαρακτηριστικό δείγμα επιτήδευσης, μιας παρωχημένης αντίληψης για το πώς παρουσιάζεται στο κοινό το heavy metal. Δε θα ήταν λάθος να ειπωθεί ότι με την ολοκλήρωση του κύκλου ζωής του “Sacred Heart”, το πρώτο κύμα του κλασσικού heavy metal έφθασε στο τέρμα της πορείας του.  


Από το 1987 ανέτειλε η εποχή της εκλεκτικής street κραιπάλης του επονομαζόμενου hairmetal, μια εποχή στην οποία ο Dio θα αποτύγχανε να μεταφέρει σώα τα ιδεώδη της μουσικής του. Εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας πάντως ο Vivian Campbell  δεν έμεινε ρέστος. Ασφαλώς και δεν κυκλοφόρησε τίποτε με τους θνησιγενείς Trinity. Το ’87 εντάχθηκε στη σύνθεση των Whitesnake του David Coverdale ως έμμισθος κιθαρίστας, με συμβόλαιο το οποίο του απέφερε πολύ περισσότερες  χιλιάδες δολλάρια κάθε βδομάδα απ’ όσες έβγαζε ακόμη κι ο πιο ακριβοπληρωμένος roadie του κόσμου. Έκτοτε προτίμησε να γίνει ένα από  τα πιο ακριβοπληρωμένα εξάχορδα περίστροφα στη hard rock βιομηχανία, εντασσόμενος από το 1991 και μετά στους  Def Leppard, στους οποίους και παρέμεινε τις επόμενες δεκαετίες.  
«Όταν γράφαμε το Holy Diver ήμουν πολύ νέος, αφελής. Υπέγραψα όλα τα χαρτιά που μου έφεραν μπροστά μου ο Ronnie και η Wendy, χωρίς να καταλάβω ότι τους παραχωρούσα έτσι όλα τα δικαιώματά μου. Δεν πήρα ποτέ ούτε δεκάρα από τους τρεις πρώτους δίσκους, το ίδιο κι ο Vinny με τον Jimmy».  
Το ειδικό μουσικό βάρος του “Sacred Heart”, όπως και η εποχή του, έμελλε να παλιώσει όμορφα. Το άλμπουμ ακούγεται ακόμη ευχάριστα μέσα στο σώμα δουλειάς που μας άφησε ο Dio, εγείροντας πάντα αναπάντητες απορίες για το πώς θα ήταν αν είχε μέσα και το “Hide In The Rainbow” στη θέση του “Shoot Shoot”, ή αν είχε ήχο προσεγμένο από έναν εξωτερικό παραγωγό, πιο ευλύγιστο και διορατικό από τον δημιουργό του. Το τί θα μπορούσε να συμβεί, αν ο Dio δεν ήταν ο υπερσυγκεντρωτικός, κυκλοθυμικός σταρ με το χρυσό λαρύγγι και την αιμοβόρο μάνατζερ γυναίκα του. Το δε “Stars”, δισκογράφημα το οποίο συνέλαβε, συνέγραψε και επέβλεψε η ίδια αυτή ιδιότροπη ιδιοφυία, παραμένει μέσα στα χρόνια ένα μνημείο που περισώζει, σε μια απλή και γεμάτη δόνηση μουσική σύνθεση το συλλογικό σφρίγος και τη δεξιοτεχνία της metal κιθάρας για πάντα. Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι κάτι τέτοιο είναι λίγο. Ή να διαφωνήσει στο ότι, στο ότι αυτή, τελικά, είναι η ιερή μεταλλική καρδιά που οραματίστηκε ο Ronnie James Dio.  
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου 


// Old Time Rock

// Live Favorites