17 Αυγούστου 1985, πάρκο του Donington. Στο πλέον προβεβλημένο στον hard rock κόσμο φεστιβάλ που διεξάγεται επί πέντε συναπτά έτη στην ίδια τοποθεσία των Midlands από το 1980 και μετά, headliner είναι εκείνη η, όπως τους είχαν αποκαλέσει όταν ξεκινούσαν το 1970, «μικρούλα μπάντα από το Texas», οι ZZ Top.
Η σύνθεση του φεστιβάλ αντανακλά την αρχόμενη ευρεία απήχηση του hard rock ήχου στο ευρύ κοινό:
οι έμπειροι βρετανοί Magnum (με το lp “On A Storyteller’s Night” να έχει γίνει η μεγαλύτερή τους επιτυχία [UK#24, 25/5/85]), οι Καλιφορνέζοι Ratt (την ίδια εκείνη μέρα το single τους “Lay It Down” ακουμπά το top-40 του Billboard, ενώ 20 μέρες πιο πριν, το δεύτερο άλμπουμ τους “Invasion Of Your Privacy” έχει μπει στο top-10 [US#7, 27/7/85]), οι ανερχόμενοι από τη thrash σκηνή του Bay Area, Metallica, οι Bon Jovi (με το δεύτερο άλμπουμ τους να έχει κι αυτό μπει στο top-40 [US#37, 8/6/85]) και οι Marillion, στην κορυφή της δημοτικότητάς τους με το “Misplaced Childhood” (UK#1, 29/6/85). Λίγο πριν τις 21:00, στη σκηνή ανεβαίνουν οι Billy Gibbons, Dusty Hill και Frank Beard -άπαντες γεννημένοι το ’49 – και ξεκινούν με το “Got Me Under Pressure”, μια παράσταση 110 λεπτών. Βοηθούμενοι από διακριτικά προηχογραφημένα συνθεσάϊζερ και με το προπ του κόκκινου Ford να καταλαμβάνει κεντρικό ρόλο στη σκηνή – νωρίτερα μέσα στη μέρα, περιφερόταν κρεμασμένο από ελικόπτερο πάνω από το πλήθος των 80.000 punters του Donington - πάσχισαν αλλά τα κατάφεραν να γεμίσουν τη σκηνή, προσφέροντας ένα στάνταρ σετ-λιστ, κι ένα σκηνικό στήσιμο -στολές, σειρήτια, καπέλλα, ευθυγραμμισμένο να ευθυγραμμίζεται με αυτό που η πλειοψηφία των θεατών αναγνωρίζουν ως ZZ Top από το MTV. Μέσα σε κάτι λιγώτερο από 18 μήνες, έχουν γίνει πρώτο όνομα, καταφέρνοντας να διαγράψουν μια τροχιά που μαγνήτισε την προσοχή του mainstream. Τρία βίντεο κλιπ με την ασταμάτητη, απελευθερωτική δύναμη εφηβικής ονείρωξης, ένα κόκκινο, πειραγμένο Ford Coupe του 1933 και η καρτουνοειδώς χορογραφημένη πόζα τριών τύπων, οι δύο εκ των οποίων μοστράρουν μούσι μακρύτερο απ’ οποιοδήποτε ανδρικής φιγούρας σε γκραβούρα του 19ου αιώνα. Και μάλιστα, σε χρώμα καροτί.
Το 1983 το όγδοο άλμπουμ τους με τίτλο “Eliminator” και εξώφυλλο μ’ εκείνο το Ford Coupe, που άναβε τα μεγάλα φώτα απειλητικά σαν το “Christine” από την ταινία του Κάρπεντερ, είχε προκαλέσει αναταραχή στα γεμάτα Kajagoogoo, Michael Jackson και Culture Club αμερικάνικα τσαρτ, με το επεξεργασμένο μέσω συνθεσάϊζερ νότιο blues/boogieπου ήταν ντεμοντέ ακόμη κι από τότε που υπήρχαν ακόμη οι Lynyrd Skynyrd. Το φθινόπωρο του ’84 κατέληξαν μ’ ένα δίσκο πέντε φορές πλατινένιο στην Αμερική και φορτωμένοι MTV Video Music Awards, όμως για τη Βρετανική αγορά θεωρούνταν ένα ακόμη γιάνκικο τρυκ, μια μπάντα βγαλμένη από κόμικ. Μόνον όταν στις 17 Νοεμβρίου του ’84 το “GimmeAll Your Lovin’” μπήκε στο βρετανικό top-10, άρχισε να γίνεται, παρά την αδιαφορία του μουσικού τύπου, αισθητή η έλξη του κοινού γι’ αυτόν τον εκμοντερνισμένο ρετρό ροκ ήχο. Tο ευρωπαϊκό σκέλος της Warner Bros δειλά – δειλά προγραμματίζει επανακυκλοφορίες και μέχρι το Μάρτιο του ’85 τα “Sharp Dressed Man” και “Legs” έχουν κι αυτά μπει για πρώτη φορά στα πρώτα 20 της Βρετανίας. Καθώς μπαίνει το καλοκαίρι, στην Αγγλία κυκλοφορεί ένα ep με τίτλο “Summer Holiday” που περιλαμβάνει τα “Tush”, “Got Me Under Pressure”, “Beer Drinkers & Hell Raisers” και “I’m Bad, I’ MNationwide”. Τον Ιούλιο θα φθάσει στο Νο 51 του καταλόγου των singles, ενώ έχει ήδη ανακοινωθεί ότι αυτοί είναι που «θα ροκάρουν το Κάστρο» του Donington τον Αύγουστο. «Δεν είχαμε καταλάβει τί είχε συμβεί με το Eliminator, γιατί η μεγάλη του επιτυχία προέκυψε όταν τελειώναμε την Ευρωπαϊκή μας περιοδεία. Μέχρι να μπούμε στο στούντιο και να ξεκινήσουμε να γράφουμε τον επόμενο δίσκο, ο προηγούμενος, ας ήταν δύο χρόνια παλιός, είχε πούλησε μόνο στην Ευρώπη δύο εκατομμύρια αντίτυπα μέσα σε μερικούς μήνες. Αυτό μας έδωσε ώθηση, κίνητρο και χρόνο για να ηχογραφήσουμε», θυμάται ο ντράμερ των ZZ Top, o μόνος από τους τρεις που μπορεί να μην εκτρέφει μούσι, αλλά κατά σατανικό τρόπο ονομάζεται ο ίδιος «Μούσιας» (Frank Beard). Το hype, όπως κάθε συνθήκη που προκύπτει μετά από κακουχία ή από μακρά αναμονή που στην ουσία επενεργεί ως κακουχία, λειτουργεί μυστηριωδώς. Ειδικά αν, μετά από 15 χρόνια μέσα στα καταγώγια του Texas, είσαι καβαλημένα 35, σε λένε Billy Gibbons, σ’ έχει ξεχωρίσει ο Jimi Hendrix ως ταλαντούχο νεοσσό της εξάχορδης, αλλά η φτιάξη και τα γούστα σου δε σε βοηθούν να περάσεις τη μουσική σου στην επόμενη στοιβάδα κοινού, πέρα από τους αξύριστους τύπους με τα καρώ πουκαμισα που καταπίνουν σιωπηλά γαλλόνια μπύρες όρθιοι μπροστά στις στενές σκηνές των blues club απου θα βρεις τόσο στην Όμαχα όσο και στο Δυτικό Βερολίνο.
H φόρμουλα για την υπέρβαση βρέθηκε, απέφερε χρυσάφι, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση στο μυαλό του Gibbons να σπάσει. Από τη στιγμή που κυριολεκτικά έκλεψε από τον ηχολήπτη και φανατικό οπαδό των ΖΖ Top Linden Hudson τη φόρμουλα ηλεκτρονικού προγραμματισμού των sequencers και του υπολογισμού πάνω σ’ αυτά των beat ανά λεπτό με το drum machine αδειάζοντάς τον μάλιστα από τα credits του “Eliminator”, ο Gibbons εγωμανής, πονηρός και ύπουλος όπως και οι κιθαριστικές φράσεις του, άρχισε να καθαρίζει το χάρτη από τους συντελεστές που θα μπορούσαν να ζητήσουν μερίδιο από την επιτυχία. Αρχικά έπεισε τον επί σειρά ετών παραγωγό των ZZ Top, Bill Ham ότι «περισσεύει» και ο Terry Manning, σταθερός ηχολήπτης τους από το “Rio Grande Mud” του ‘72, ο μόνος που θα μπορούσε να έχει λόγο στο τελικό φινίρισμα του ήχου. Στη συνέχεια, μπήκε στο στούντιο και επέβλεψε τον προγραμματισμό ο ίδιος, παραμερίζοντας τους Hill και Beard, που έπαιξαν τα μέρη τους ίσα για να μπορεί, αν χρειαστεί, να ενισχυθεί το τελικό αποτέλεσμα των συνθεσάϊζερ με λίγο ζωντανό παίξιμο. Η φόρμουλα ήταν έτοιμη όταν ο ηχολήπτης Joe Hardy, ακολουθώντας τις οδηγίες του Gibbons παρέδωσε τις μήτρες με τις ηχογραφήσεις στον πανέμπειρο Bob Ludwig για το mastering. Για να χωρέσει, δηλαδή, χωρίς πολλές ηχητικές απώλειες, όχι μόνο στο παραδοσιακό βινύλιο, αλλά ιδίως στο νέο, hi-tech μέσο, το compactdisc, o τρισδιάτατος, υπερηχητικός ήχος του 9ου δίσκου των ZZ Top που θα πάρει τον τίτλο “Afterburner”. «Μετακαυστήρας» ονομάζεται στην ορολογία της μηχανικής αεροσκαφών το πρόσθετο καύσιμο συστατικό που χρησιμοπιείται σε ορισμένου τύπου κινητήρες υπερηχητικών jet, ιδίως πολεμικών. Δίνει, για σύντομο χρονικό διάστημα, ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στον καυστήρα που βρίσκεται πίσω από την τουρμπίνα μεγαλώνοντας την ταχύτητα του σκάφους. Έτσι, το πειραγμένο Ford Coupe του ’33 – ιδιοκτησίας στην πραγματικότητα του ίδιου του φανατικού συλλέκτη vintage αυτοκινήτων Gibbons – μεταμορφώθηκε για το εξώφυλλο του δίσκου σ’ ένα τέτοιο τουρμποκίνητο διαστημικό αεροσκάφος από τη διάσημη σχεδιάστρια Jeri McManus. Σπάνια ο ήχος ενός δίσκου έχει περιγραφεί με μεγαλύτερη ακρίβεια. Aν στο “Eliminator”, το southern boogie πέρασε μέσα από ηλεκτρονική ενίσχυση, στο “Afterburner” ακούμε τους ZZ Top να κινούνται σε μια άλλη, ταχύρρυθμη, εξωστρεφή διάσταση, που έχει ξεφορτωθεί τα συμβατικά ροκ βαρίδια. Όλος ο ήχος συμπιεσμένος. Τα τύμπανα, με περισσότερα ψευδογυρίσματα απ’ ό,τι στο “Eliminator”, υπερφυσικά κούφια, μ’ αυτόν τον ήχο που θέλεις ν’ ακούς από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου ίσα για να χτυπάς την παλάμη στο τιμόνι, οι κιθάρες του Gibbons κουμπωμένες μέσα σ’ ένα lean, mean λούστρο παραμόρφωσης απ’ όπου ξεπετάγονται τα squank– οι διάσημοι κιθαριστικοί του «κεραυνοί» - και δεκάδες μικρά, αυτάρεσκα, φορτωμένα λαγνεία σόλο. Λες και για πρώτη φορά, χωρίς τον TerryManning στο στούντιο, τον άνθρωπο που είχε συμμετάσχει σε θρυλικά σέσσιον με IsaacHaze και LedZeppelin, τον μόνο που θα μπορούσε να συστήσει στον Gibbons να κάνει κράτει και, από ένα σημείο και μετά, να βάλει τα ηλεκτρονικά του παιχνιδάκια πίσω στο κουτί τους, ο BillyGibbonsβρήκε την ευκαιρία να ξεσαλώσει.
Το “SleepingBag” κυκλοφορεί ως πρώτο single στη ζεστή από το momentum του Donington Βρετανία, τον Οκτώβριο του ‘85 (UK#27, 26/10/85). Με περισσότερα ηλεκτρονικά εφέ από ποτέ, ένα αλήτικο ελλειπτικό ριφ κι ένα βίντεο κλιπ κανονικό b-movie, δίνει διαπιστευτήρια: μεταδοτικά χορευτικός ρυθμός, σινεματική επενέργεια από το σόλο – που εξελίσσεται σε μελωδική γραμμή- του Gibbons και μια φωνή ηκουαλαϊζερισμένη, ωστόσο επαρκώς σάτυρη όταν προσκαλεί “slipinsidemysleepingbag”. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, μπουκάρει στο top-10 του Billboard (US#8, 14/12/85).
Στις 2 Δεκεμβρίου του ’85 η “Afterburner Tour” ξεκινά από το Τορόντο του Καναδά.
Στο τεύχος της 5ης Δεκεμβρίου, στο περιοδικό Rolling Stone η Deborah Frost θάβει το άλμπουμ στεγνά. «Έχει αρκετά μουρλά ρυθμικά μέρη και δυνατές κιθάρες για να ικανοποιήσει τουλάχιστον τους μισούς από 5 εκατομμύρια ακροατές που αγόρασαν το ”Eliminator”, όμως η αλήθεια είναι ότι ο Gibbonsέχει θυσιάσει τη χημεία και – δυστυχώς – την καρδιά αυτής της μπάντας στην τεχνολογία. Η φωνή του έχει υποστεί τόσο βαριά επεξεργασία που η bluesεπίδρασή της έχει στην πραγματικότητα νεκρωθεί. Tόσο αηδιαστικά συνθ είναι καλύτερα ν’ ακούγονται στα αλμπουμ των Journeyή από τα ηχεία των Mall. Ακόμη και ο DustyHillέχει μπει στο περιθώριο. Τραγουδάει σε μόλις δύο κομμάτια και ακούγεται απόμακρος και χωρίς ψυχή, σα να του υπαγορεύει τα φωνητικά από το τηλέφωνο ο RandyBachman». Σα να θέλει να τρίψει στα μούτρα των κριτικών την ίδια τους την υπεροψία, το κοινό, στις 7 Δεκεμβρίου ανεβάζει το 9ο άλμπουμ των ΖΖ Τop πιο ψηλά από ποτέ στο Billboard Hot-200 (US#4, 7/12/85), ενώ έναν μήνα περίπου πριν, λίγο έλλειψε να πατήσουν κορυφή και στη Βρετανία (UK#2, 9/11/85), αν ο βρετανικός θεσμός των διπλών συλλογών με τρέχοντα hits που κυκλοφορούν λίγο πριν τα Χριστούγεννων, εν προκειμένω το “Now! That’sWhatICallMusic” – vol. 6, δεν του έκοβε το δρόμο. Έχοντας πίσω τους τον κολοσσό της WEA, οι ZZ Top θα διακτινιστούν στα μήκη και τα πλάτη των μουσικών αγορών του δυτικού κόσμου. Στην Ελλάδα, θα δούμε το “Sleeping Bag” στην αντίστοιχη διπλή συλλογή HITS 3 («ο Δίσκος που διαφημίζεται από την ΤV»), με επιτυχίες καλλιτεχνών που ανήκουν σε WEA, CBS, Chrysalis και Beggars Banquet. Στη δεύτερη πλευρά του δεύτερου δίσκου, μετά από Phil Collins, Huey Lewis & TheNews και πριν από Mick Jagger, The Cultκαι Echo & The Bunnymen.
Το “Stages”, με τσιμπημένη την ταχύτητα του drummachine και κυρίαρχα τα συνθ, θα γίνει το δεύτερο single από το δίσκο, αρχές του 1986 (UK#43, 22/2/86 και US#21, 8/3/86). “Stages, peoplechanges – Stages, rearranginglove” λέει ο Gibbons, σε ένα από τα πιο βατά σε στίχο τραγούδια του δίσκου. Τα οποία, κατά τα λοιπά, ευθυγραμμίζονται μ’ αυτό που κάθε νορμάλ άνθρωπος έχει στο μυαλό του. Just, Texasstyle.
«OGibbons μπορεί να ξεγελά το κοινό ότι χρησιμοποιώντας τα τελευταία κόλπα της τεχνολογίας βρίσκεται στη δεκαετία του ’80, όμως η συνείδησή του έχει παραμείνει στο μεσαίωνα, αν δει κανείς τί τραγουδάει σε κομμάτια σαν το “WokeUpWithWood”, ένα ακόμη χοντροκομμένο σεξουαλικό υπονοούμενο, αυτά που στοκάρει η μπάντα στα τραγούδια της συστηματικά ("TubeSnakeBoogie," "IGottheSix" "PearlNecklace"). Τί αστείο δηλαδή υπάρχει στο “PlanetOfWomen”, με τον ο αφηγητή να εξομολογείται ότι υπάρχουν τόσα πολλά κορίτσια τριγύρω που δεν μπορεί να ξεχωρίσει «το διαμάντι από μια τρύπα στο χώμα»; Δεν έφτασε τέλος πάντων ο καιρός και οι ΖΖ Τopνα ενηλικιωθούν;». Σε ποιόν χρειάζεται κάτι τέτοιο και γιατί, μαντάμ Deborah;
Ό,τι και να γράψουν οι «κριτικοί», δεν είναι εύκολο να διαψεύσουν τα ακατέργαστα αισθητήρια του κοινού.
Η ευφορία που γεννά το ακάθεκτο, ψηφιακά επεξεργασμένο fuzz της κιθάρας, ηχητικό γνώρισμα που κυριαρχεί στις πετυχημένες pop/rock παραγωγές της χρονιάς ’85 - ’86 (Heart, Pat Benatar, Starship, John Parr, The Cars, The Hooters) δύσκολα υποκαθίσταται. Και το “Afterburner” είναι ένας δίσκος που μπορεί κανείς να τον χρησιμοποιήσει, ναι, να τον χρησιμοποιήσει.
Ν’ ανοίξει το πορτάκι του στέρεο ή του γουώκμαν, να ρίξει μέσα την κασσέτα και να πάρει τη δόση του απ’ αυτή την ευφορία.
Να βολτάρει με το αυτοκίνητο, να κάνει τζόγκινγκ, αεροβική ή και σεξ για 37μισυ λεπτά – πεδία δραστηριοτήτων στα οποία οι μουσικοκριτικοί δε σημειώνουν ιδιαίτερα αξιοσημείωτες επιδόσεις. Το μυαλό του ακροατή, αντίστροφα, θα αδράξει την αίσθηση, το γκάζι, την πονηριά στο attitude και θα αναζητήσει ξανά και ξανά, ή πάντως θα δεχθεί τους ZZ Top. Το σώμα θα πυροδοτηθεί από τον τρόπο που παίρνει μπροστά το “Planet Of Women”, από το cruising feeling του “IGotTheMessage”, από το με τις κιθάρες κολλημένες στον καβάλο “Can’tStopRockin’”.
Και η καρδιά θα νιώσει το γενναιόδωρο κέρασμα του σκληρού, μα πασπαλισμένου με ζάχαρη άχνη blues“RoughBoy” (US#22, 17/5/86 και UK#23, 24/5/86), φτιαγμένου, λες, όπως δείχνει και το βίντεο κλιπ του, για να εκτοξευτεί στο υπερδιάστημα, προοριζόμενο να προκαλέσει ερωτικές εκκενώσεις μεταξύ γήϊνων και μη οντοτήτων του γαλαξία.
Από 30 Ιανουαρίου μέχρι και 5 Μαίου του ’86 η περιοδεία με support τον Καναδό Jimmy Barnes περνάει από όλες τις μεγάλες αρένες (9,000 ως και 42,000 θεατών) των Η.Π.Α. Από 24 Μαίου σειρά έχουν κι άλλες αρένες και αμφιθέατρα (ενώπιον 8,000 έως και 62,000 θεατών), με support τους επίσης Καναδούς ανερχόμενους αστέρες του A.O.R. Honeymoon Suite και τους πιο παραδοσιακούς roots rockers The Unforgiven.
Τέλος Αυγούστου του ’86, το “VelcroFly”, με το παρανοημένο σπάσιμο στη μέση που ακούγεται σαν ο Prince να βούτηξε το “My Sharonα” και ν’ άρχισε να το κοπανάει σε μεσοτοιχίες από σκέτο τούβλο, κι ένα βίντεο κλιπ από τον Danny Kleinman, κερδίζει το βραβείο του MTV για την καλύτερη χορογραφία σε βίντεο κλιπ, χάρις σε μια 23χρονη πολυτάλαντη χορογράφο, ονόματι Paula Abdul (US#36, 30/8/86 και UK#54, 4/10/86).
Στις 12 Σεπτεμβρίου του ’86 ξεκινούν από τη Στοκχόλμη το τελευταίο σκέλος της περιοδείας τους, η οποία πλέον γίνεται «παγκόσμια». Στις 15 το “Rough Boy” κερδίζει το Βραβείο Καλύτερης Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης σε Βίντεο Κλιπ, στην τελετή των 3ων ετήσιων MTV Music Awards, που διεξάγονται συγχρόνως σε δυτική (Universal Amphitheatre, Λος Αντζελες) και ανατολική ακτή (Palladium, Νέα Υόρκη) και αναμεταδίδονται ζωντανά.
Στις 23 Οκτωβρίου ολοκληρώνουν τέσσερις sold out εμφανίσεις στο Wembley Arena, προσθέτουν μία ακόμη στη Γερμανία, έχοντας ήδη περάσει από Ελβετία, Ολλανδία, Βέλγιο, Γαλλία, Νορβηγία και Φινλανδία. Μεταξύ 17 Φεβρουαρίου και 21 Μαρτίου του 1987 θα συνεχίσουν με 16 ακόμη, σε Ιαπωνία, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία. Έχοντας μετρήσει συνολικά 212 συναυλίες σε 15 μήνες, οι ZZ Topθα ανακοινωθεί ότι είναι πρώτοι σε εισπράξεις από ζωντανές εμφανίσεις σε ολόκληρη τη μουσική βιομηχανία.
Μόνον οι 134 εμφανίσεις τους μέσα στο 1986 τους έχουν αποφέρει καθαρά κέρδη 26.590.345 δολλαρίων.
Μέσα στο ’86 οι τρεις Τεξανοί θα ανακηρυχθούν “Official Texas Heroes”, τίτλο που έχει απονεμηθεί σε ιστορικές μορφές της Πολιτείας όπως ο σκαπανέας του 19ου αιώνα και ήρωας του Άλαμο Davy Crockett, θα χριστούν «Ναύαρχοι» του Ναυτικού του Texas και θα απονεμηθεί στον καθέναν τους ο τίτλος του βουλευτή της Κομητείας Hall, στις επαρχίες της οποίας και οι τρεις τους γεννήθηκαν. Έκτοτε, ασφαλώς και δεν έπαψαν να είναι θεράποντες του απογυμνωμένου νότιου blues rock. Η κιθάρα του Billy Gibbons δεν καθάρισε τις βρώμικες φράσεις από το ηχόχρωμά της, ούτε από το απλοϊκό στιχουργικό του πιάτο έλειψε ποτέ η ελαφρώς άναρθρη σεξολογία. Ο Dusty Hill συνέχισε να ολοκληρώνει στα live τις φράσεις του Billy, ενώ ο Frank Beard παρέμεινε ένας αξιόπιστος -και ουδέποτε μουσάτος- ντράμερ με κακοτράχαλη προφορά και ροπή στις συνεντεύξεις με φλύαρο, πλην ειδησεογραφικά φτωχό περιεχόμενο. Οι ZZ Τοp του ΄85 απλώς προβάρανε τη διαστημική φορεσιά, είδαν ότι τους πήγαινε, ότι τους έκανε πιο αναγνωρίσιμους, παρήγγειλαν τρεις ίδιες και τις φορούσαν συνέχεια, μέχρι να ξεφτίσει η μπογιά τους. Πρωτοβουλία εμπορικά προσοδοφόρος και καλλιτεχνικά δόκιμη όσο ένα καλό κόμικ, ένα γρήγορο, δοτικό κι όχι στριμόκωλο b-movie, μια slapstick κομεντί με πρωταγωνιστές που έχεις δει χίλιες φορές σε ανάλογο ρόλο, όμως δε σταματάς να τους γουστάρεις. Γιατί πολλές φορές το ροκ-εν-ρολ δεν είναι ζητούμενο να σου διορθώνει τον κόσμο που ζεις, ούτε να σου διαμορφώνει το υπερεγώ για να βγεις στο κυνήγι για κείνον τoν κόσμο που πιστεύεις ότι αξίζεις.
Του φτάνει το να σε μάθει κάπως να απολαμβάνεις αυτόν που έχεις. Άλλως, να ροκάρεις “till you’ll lose your mind”.