The Hooters: Like a wave on the ocean, we danced
Saturday

13Aug

The Hooters: Like a wave on the ocean, we danced

Δημοσιεύθηκε από:

13/08/2022

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

5484
Eric Bazilian και Rob Hyman. Τελειόφοιτοι στο τμήμα θετικών επιστημών του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, αποφaσίζουν το ‘71 να ενώσουν τις μουσικές τους δυνάμεις. Ο γεννημένος τοn Aπρίλιο του ’50 Hyman θα πει στο περιοδικό People:
«Άρχισα να παίζω πιάνο από νήπιο. Ώσπου να φτάσω στο κολλέγιο, ήξερα ότι αυτή είναι η κλίση μου. Στη Βιολογία ήμουν άχρηστος.
Ο μόνος λόγος που συνέχισα στο Πανεπιστήμιο ήταν επειδή ήθελα να βρω παιδιά να παίζουν μουσική όπως και ΄γω. Ήθελα να τζαμάρω με τύπους που παίρνανε τον εαυτό τους αρκετά σοβαρά για μουσικούς».  

Έτσι κάπως έπεσε πάνω στον τρία χρόνια μικρώτερό του Eric Bazilian. Ο οποίος, προερχόταν από οικογένεια μουσικών. Πριν ακόμη τον φέρει στον κόσμο, η μητέρα του έπαιζε πιάνο για τη μπάντα του Fred Waring, του ανθρώπου που με την big band που διηύθυνε τη δεκαετία του ’20 και στη συνέχεια με τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές του εκπομπές  «έμαθε την Αμερική να τραγουδά». Διατηρώντας αυθεντική κλίση στις θετικές επιστήμες, δεν άργησε να τη συνδυάσει με τη μουσική.  
«Η κβαντική φυσική και η θερμοδυναμική έχουν πολλά κοινά μ ετο να γράφεις μουσική. Την αρχική έκρηξη στο ξεκίνημα. Τη μέση φάση που δεν ξέρεις πού ακριβώς θέλεις να πας. Ξαφνικά, το ξέσπασμα της έμπνευσης, εκεί που το πράγμα αρχίζει και βγάζει νόημα».  
Αυτό που σίγουρα έβγαλε κάποιο νόημα είναι ότι μουσική συνύπαρξη Bazilian και Hyman. Πράγματι έφτιαξαν μια μπάντα και το 1978 υπέγραψαν στην Arista Records, με το όνομα του συγκροτήματος να είναι Baby Grand.  
Στην πορεία βρήκαν τον νεαρό –γεννημένο το ’56- ντράμερ David Uosikkinen και αρχίζουν να κινούνται ακούραστα στο δίκτυο ζωντανών εμφανίσεων της Philadelphia. Δημιουργούν  ένα μικρό, τοπικό ακροατήριο με τη δύναμη των τραγουδιών τους, που συνδυάζουν παραδοσιακά όργανα με καθαρές μελωδίες και δυναμική, ηλεκτρική ενορχήστρωση. 
Στον πυρήνα των τριών προστίθενται ο Andy King στο μπάσο και ο δάσκαλος κιθάρας και ερασιτέχνης μουσικός John Lilley και το 1980 διαλέγουν για όνομα της μπάντας το “Hooters” -καμία σχέση με την ομώνυμη αλυσίδα εστιατορίων που ξεκινά να λειτουργεί στη Φλόριντα τον Απρίλιο του ’83, η οποία πατεντάρει το προκλητικό ντύσιμο των κοριτσιών του προσωπικού- μια αργκό έκφραση μεταξύ μουσικών για τη μελόντικα Hohner, οργανάκι μικρό αλλά στα χέρια ευφάνταστων και δεξιοτεχνών πολυδιάστατο.



Η Philadelphia τους θεωρεί «δικά της παιδιά» και το καλό τους όνομα είναι τέτοιο, ώστε φτάνουν να παίξουν support στην αποχαιρετιστήρια περιοδεία των The Who, στις 25 Σεπτεμβρίου του ’82 στο Στάδιο JFK. Πού να ήξεραν ότι από τον ίδιο εκείνον τόπο θα αποκτήσουν παγκόσμια αναγνωρισιμότητα, δυόμισυ χρόνια αργότερα.  
Χρηματοδοτούν το πρώτο τους άλμπουμ που κυκλοφορεί τις τελευταίες μέρες του ’83 με τίτλο “Amore” το οποίο περιέχει ασκήσεις στο αποκαλούμενο «ροκ της αμερικανικής ενδοχώρας», με folk και κάποιες σκόρπιες reggae επιρροές. Η απήχησή του υπήρξε μόνο τοπική, όμως καθόλου αμελητέα, καθώς μερικές δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα εξαφανίζονται μόνο από τους ντόπιους φανς. Τότε είναι που η τύχη αρχίζει να τους χαμογελά.  
Ο πρώην συμφοιτητής τους και νυν έμμισθος παραγωγός της Columbia, Rick Chertoff, τους καλεί να παίξουν στον δίσκο μιας άγνωστης ποπ καλλιτέχνιδας, ονόματι Cyndi Lauper. Ο δίσκος είναι το “She’s So Unusual” που θα γίνει μέσα στο 1984 μια τεράστια διεθνής επιτυχία, το δε ποπ κομψοτέχνημα “Time After Time” (US#1, 9/6/84), γραμμένο από τον Hyman –είναι αυτός που ακούγεται στα δεύτερα φωνητικά πίσω από τη σπαραξικάρδια θηλυκή ερμηνεία- θα γίνει το διαβατήριο για τα δικά τους, αυτοδύναμα, σχέδια.  
Mέσα στο ’84 εμφανίζονται support όταν οι περιοδείες των Don Henley και Cindy Lauper κάνουν στάση στη Philadelphia και το 1985 υπογράφουν συμβόλαιο με την Columbia.
Με την αυτοπεποίθηση που τους δίνει το καλοδουλεμένο τους υλικό, μπαίνουν στο Studio 4 του περίφημου Record Plant που βρίσκεται στην ουσία στη γειτονιά τους και υπό την επίβλεψη του παλιού τους συμφοιτητή το ηχογραφούν “Nervous Night”. Επανηχογραφούν 4 κομμάτια του “Amore” αξιοποιώντας  τις δυνατότητες του στούντιο, ενορχηστρώνοντάς τες, δε, με περισσότερη τόλμη κι επιτρέποντας στον Chertoff να συμμετάσχει στη μορφοποίηση ορισμένων τραγουδιών. Το “Day By Day” ήταν μια ιδέα που την παίδευε σχεδόν δύο χρόνια μέχρι να πάρει την τελική εκδοχή που θα καταγραφεί στο δίσκο.  
Η ειλικρίνεια, η πάνια όσο και άμεσα αισθητή ποιότητα ν’ ακούγεσαι πιστευτός, οφείλεται πιθανόν στο ότι οι συνθέτες που αποτελούν τον πυρήνα τους, ο 32χρονος Eric Bazilian και o 35χρονος Rob Hyman ξέρουν πολύ καλά ποια είναι τα συστατικά αυτής της ποιότητας : σκληρή δουλειά, αντοχή, αφοσίωση και ικανότητα, αν κανείς δε σε βοηθήσει, να καταφέρεις ό,τι έχεις στο μυαλό μόνος σου.
Μένουν πιστοί στις φολκ και reggae κλίσεις τους, δε φοβούνται να προσθέσουν σαξόφωνο, μαντολίνο και φυσικά, τη μικροσκοπική μελόντικα που κάνει θαύματα.  
Το “Nervous Night” σε παραγωγή του Chertoff, θα κυκλοφορήσει στις 26 Απριλίου του ’85, χωρίς να κάνει αίσθηση. Ώσπου, μετά από προσωπική παρέμβαση του περίφημου promoter Bill Graham, στις 13 Ιουλίου του ’85, σε μια αρχετυπική περίπτωση local hero που αρπάζει την ευκαιρία μιας ζωής, οι Ηooters θα ανέβουν στο σανίδι σε μια από τις μεγαλύτερες συναυλίες όλων των εποχών. Στο στάδιο J.F.K., στη γενέτειρά τους Philadelphia, θα ξεκινήσουν αυτοί, το αμερικανικό σκέλος του “Live Aid”.  



Με τον ίδιο τρόπο που ξεκινά κι ο δίσκος. Με μαντολίνο και μελόντικα για να μπει ενθουσιωδώς όλη η μπάντα μαζί. Είναι το “And We Danced” (US#21, 26/10/85) ένα υπόδειγμα εξωστρεφούς, ακαριαία επιδραστικού fm rock, με την απλότητα που ξεπερνά το χωροχρόνο γέννησής του.  Υπό την έξυπνη χρήση των δύο ταπεινών στο σύμπαν του εμπορικού ροκ–εν-ρολ οργάνων, που σημειολογεί τη δυναμική που μπορεί να έχει η μουσική παράδοση και η γνησιότητα, στροβιλίζονται στο στίχο ωραίες στιγμές, χοροί, βλέμματα, χαμόγελα, έρωτες.  

Το μαντολίνο του Bazilian οδηγεί και το “Day by Day” (US#18, 22/2/86), με την ενορχήστρωση να συνδυάζει δυνατά συνθεσάϊζερ από τον Hyman κι ένα αισιόδοξο μα νοήμον vibe που το ξεχωρίζει από τις σύγχρονές της απλοϊκότητες.
Give me what you can tonight - Time is all we have to play - And if you break down, I will remind you - Of what you were yesterday - You can break down, I'll be behind you - Day by day”.  
Μετά το uplifting ξεκίνημα, στρατηγικά, το πραγματικά μεγάλο κομμάτι του δίσκου έρχεται τρίτο. Το “All You Zombies” υπάρχει και στο ντεμπούτο του ’83, αλλά σε μια φορμουλαρισμένη, άνευρη εκδοχή. Εδώ έχει μεταβληθεί σ’ ένα εξάλεπτο σάουντρακ, με ατμόσφαιρα μυστηριώδη, reggae ρυθμό που βαραίνει σε συνδυασμό με το μπάσο και κιθάρες με delay σ’ ένα επαναλαμβανόμενο ριφ που γίνεται αδύνατο να λησμονηθεί.
Τα φωνητικά μοιράζονται, όπως συνηθίζουν, οι Hyman και Bazilian, ο δεύτερος ρίχνει κι ένα περιποιημένο σόλο, σ’ ένα κομμάτι που η προειδοποίηση στα ζόμπι χρησιμοποιείται σαν αλληγορία για τη διάκριση μεταξύ τυφλής πεποίθησης και αληθινής πίστης.  
«Οι στίχοι για την καινούρια εκδοχή μας ήρθαν αυθόρμητα, από το πουθενά. Ο Νώε κι ο Μωυσής, οι εικόνες από τη βίβλο και τα ζόπι δεν μπήκαν για να σημάνουν κάτι συγκεκριμένο. Μ’ αρέσει όταν ακούω ένα κομμάτι πάντα ν΄αναρωτιέμαι τί να σημαίνει». 
Μπορεί να μη σημείωσε εξαιρετική επίδοση στην Αμερική (US#58, 29/6/85), όμως απέκτησε τεράστια εμβέλεια σε απρόβλεπτες αγορές όπως η γερμανική και η αυστραλιανή, όπου ανέβηκε στο top-10 για αρκετές εβδομάδες από το Σεπτέμβριο του ’85 και μετά. Στην Ελλάδα τους μάθαμε λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ’85, ακριβώς χάρις το σινεματικό “All You Zombies”, το οποίο περιλήφθηκε στο διπλό δίσκο - συλλογή HITS 3, στη μία από τις τέσσερις, τη «ροκ», πλευρά, μαζί με Cult, Echo & The Bunnymen, Mick Jagger, ΖΖ Top και Phil Collins.  

Στην πιο ροκ στιγμή του δίσκου, το “Dont Take My Car Out Tonight”, η μελόντικα ακούγεται σαν κλάξον “in a dream from out of time” την ώρα που το στακάτο ταμπούρο του Uosikkinen και οι φράσεις από σαξόφωνο του Bazilian κάνουν το ντελαπάρισμα – καθ’ υπαινιγμόν ερωτικό-  να καραδοκεί σε κάθε στροφή του δρόμου. Βασίζεται, όπως αργότερα θα αποκαλύψουν σε πραγματικό  ατύχημα, αυτό που απέφερε τον παροπλισμό του προηούμενου μπασίστα τους Rob Miller και την αντικατάστασή του από τον Αndy King.
Στο τέλος της πρώτης πλευράς μετά την πρώτη εκτύπωση του δίσκου θα προστεθεί και το με ντυλανική εκφορά-κι ένα ακόμη εύγευστα παρανοημένο σαξόφωνο από τον Bazilian- “Nervous Night”. Το υποδειγματικό δέσιμο reggae με rock απαντάται ξανά στο “Hanging on a Heartbeat” (από τα ξαναδουλεμένα του “Amore”), ενώ η διεισδυτική μελωδία του “Where Do the Children Go” (US#38, 24/5/86) με την φωνάρα της Patty Smyth των Scandal στα δεύτερα φωνητικά πραγματεύεται αιθέρια ένα θέμα που κανείς δεν τολμά το 1985 να ακουμπήσει: την εφηβική απόγνωση που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην αυοχειρία.  
Τη βαρυθυμία ανατρέπει το “South Ferry Road”, με τη δεύτερη συνεισφορά του Chertoff στη σύνθεση, ένα uptempo ροκάκι που στάζει νοσταλγία, με στίχο που σερβίρει εικόνες από φέρρυ μπόουτ, έναστρες νύχτες κι αγγίγματα που δεν ξεχνιούνται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Το “She Comes in Colors” είναι διασκευή του 19 χρόνων παλιού τραγουδιού των Love με αναβαπτισμένη στη δεκαετία του ‘80 ενορχήστρωση, ενώ το “Blood From a Stone”, κι αυτό ηλεκτροφορτισμένη επανεκτέλεση απ’ το “Amore”, αποκαλύπτει μια άλη πλευρά του dna των Hooters, με country έγχορδα και στίχο ποτισμένο σ’ έναν ρεαλισμό που έχει πρωτοεισαγάγει ο Springsteen:
“I’m working hard to pay the rent – and support my government – built the highways and the railroad tracks - now we’re not giving up, ‘till they give it all back”.
Προς αυτό το ακόμη πιο πραγματικό θεματολόγιο θα κινηθούν στο άμεσο μέλλον οι Bazilian και Hyman.  


Στον απόηχο του Live Aid και με τα τρία singles του μπαίνουν στο top-40 του Billboard, το “Nervous Night” θα πουλήσει πάνω από δύο εκατομμύρια αντίτυπα μέσα σ’ ένα χρόνο, μόνο στην Αμερική (US#12, 22/3/86), με τη δύναμη του μουσικού του υλικού. Κανένα από τα εννέα του τραγούδια δεν είναι «γέμισμα», ενώ η σχολαστική παραγωγή, παρ’ ότι επίκαιρη και στο κλίμα της εποχής δε θα χάσει το σφρίγος της μέσα στα χρόνια.
Ζεστές φωνές, ισορροπία ροκ και φολκ επιρροών, ζωντανά τύμπανα, πινελιές από σαξόφωνο, μια μελόντικα που συνδέει την αθωότητα με την ενηλικότητα και κυρίως τραγούδια που δεν κρύβονται, ούτε παραπλανούν.  
Οι αναγνώστες του Rolling Stone τους ψηφίζουν ως το «πρωτοεμφανιζόμενο σχήμα της χρονιάς» και περιοδεύουν διαρκώς, σαπόρτ σε Don Henley, Loverboy, Squeeze, U2, Outfield, Bryan Adams, Lou Reed και Peter Gabriel. Με τον τελευταίο, μάλιστα, εμφανίζονται το καλοκαίρι του ’86 στο Giants Stadium του New Jersey, στην περιοδεία της Διεθνούς Αμνηστίας.  
Στις 15 Σεπτεμβρίου του ’86 στα MTV Awards θα είναι ανάμεσα στους προτεινόμενους για το βραβείο «πρωτοεμβφανιζόμενου καλλιτέχνη». Θα το πάρουν οι A-Ha, όμως οι Hooters έχουν ήδη στεφθεί νικητές σ’ έναν άλλον, άτυπο διαγωνισμό: είναι από τους μόνους που παρ’ ότι υπέγραψαν τον, ουσιαστικά πρώτο, δίσκο τους σε προχωρημένη ηλικία, παρέμειναν θαραλλέα αυθεντικοί στην προσέγγισή τους μέσα στον κυκεώνα από μουσικές ρηχότητες του 1985.  


Παναγιώτης Παπαϊωάννου