Τρίτη, 2 Ιουνίου 1986. Τελευταία δύο μαθήματα και τέλος για πάντα οι γραπτές εξετάσεις της Πρώτης Λυκείου. Όλα ανοιχτά, όλα δικά μας. Καλοκαίρι. Επιτέλους.
Το λευκό μπλουζάκι Pop ’84 γραπώνεται πάνω μου με κάπoια βοήθεια από την πρωϊνή υγρασία. Ας έρθει ο ήλιος να τα κάψει όλα αργότερα – Στις δύο το πολύ θά’χω τελειώσει. Δίνουμε τα δύο και τελευταία μαθήματα:
Στις εννιά Γεωλογία και στις δώδεκα Γαλλικά. Μιλάμε για σβήσιμο, ξενέρα, ξεπέτα, πα’ να φύγουμε. Όχι, ακριβώς, δηλαδή. Πάλι αυτό το κρυφό, εσώτερο καμπανάκι. Οι βαθμοί, μετράνε. Για το τελευταίο σκαλοπάτι, τις Πανελλήνιες. Δύο χρόνια μετά. Το μυαλό πολιορκείται ταυτόχρονα από ένα συγκεκριμένο θαλασσί μπάγκυ που δεν το αφήνουν να ξεμυτίζει απ΄το σπίτι, από τις ώρες που θα παίζουμε διπλό -τρεις με τρεις- χωρίς τελειωμό πάνω κει πάνω που σκάει το κυματάκι και από την πανδαισία τηλεοπτικής μπάλας, καθώς το Μουντιάλ του Μεξικού έχει εδώ και δυό μέρες ξεκινήσει, με τα τρία ματς να γίνονται αξημέρωτα, λόγω της διαφοράς ώρας. Καλό θά’ναι, λοιπόν, τελευταία μέρα εξετάσεις, να συγκεντρωθώ, να μην το χαλάσω. Να μη μου ξεφύγει και κάτι πάει στραβά.
Περπατάω βιαστικά πάνω στις γκρίζες, σκεβρωμένες τάβλες της γέφυρας, πλάϊ στις γραμμές του τραίνου. Έναν χρόνο πριν, μου φαινόταν άβολο, σχεδόν ριψοκίνδυνο, να περνάμε με το Δάνη κάθε μέρα από κείνο το σημείο, να κόψουμε δρόμο προς την ανηφόρα της Εθνικής και να φτάσουμε πιο γρήγορα στην εξώπορτα του σχολείου. Τώρα, μια ολόκληρη σχολική χρονιά αργότερα, το βήμα μου δεν τις φοβάται πια. Σιγά. Τί μπορεί, μωρέ, να πάει στραβά; Εδώ ξεπεράσαμε την ραδιενεργή βροχή του Τσέρνομπυλ – μέχρι τώρα σε κανέναν που ξέρω δε φύτρωσε δεύτερο κεφάλι στον ώμο, κι ας τρώμε μπάμιες από την ίδια λαϊκή. Την τεσσάρα από το βάζελο στον τελικό του Κυπέλλου με τη Μελίνα να παραδίδει το κατσαρόλι στον προδότη με το «4» και τη νεκροκεφαλή του Ρίνγκο μισό βήμα πίσω του να καραδοκεί πίσω από τα μαφιόζικα γυαλιά του, την ανατίναξη του Τσάλλεντζερ, τις αεροπορικές επιδρομές των Αμερικάνων στη Λιβύη, τον Ντουκαντάμ να καπακώνει τα πενάλντι το ένα μετά το άλλο, τη στυγνή δολοφονία του Ούλαφ Πάλμε –που πας κύριος χωρίς σωματοφύλακα;- ως και το δυσβάσταχτο πλήγμα της διαγραφής από το κίνημα του Αρσένη του Γεράσιμου, δηλαδή, του ανθρωπου που μιλάει πιο αργά κι από τη σκιά του. Στα δύο τελευταία μαθήματα πριν το καλοκαίρι θα κωλώσουμε; Τίποτε δεν μπορεί να πάει στραβά.
Γεωλογία, μπαίνω μέσα ξυπνητός όσο ποτέ. Ρίχνω κλεφτές ματιές στ’ αριστερά μου από το παράθυρο του πρώτου ορόφου – σε κάθε μάθημα, που δίνουμε μας αλλάζουνε και τάξη, μπας κι έχει σκαλίσει κανένας με νυχοκόπτη πάνω στο θρανίο τα s.o.s. με την επόμενη ; - τί μας περάσατε ρε κυρίζια καθηγητάδες; Μέχρι ν’ ανέβει ο ήλιος, πέφτει ίσια στα μάτια μου, στο τρίτο θρανίο της αριστερής σειράς, ακτίνες λέϊζερ σκέτες. Το προαύλιο άδειο, με τα τσιμέντα έτοιμα να υποδεχθούν το σιγόψησμα της καλοκαιρινής κάψας και τις μπασκέτες, επιστέλους στεγνές από τις κάπως πιο συχνές φέτος βρόχες, πρόθυμες να χαρούν τη σκουριά τους, σα γεροντοκόρες που έφτασε η ώρα να βουτήξουνε με το που πέφτει ο ήλιος στη θάλασσα με το περσινό τους μαγιώ – Τί να λέει; Όλη παραλία δική τους και ψυχή δεν υπάρχει να νοιάζεται για την πάρτη τους.
Τέσσερα τα θέματα, να διαλέξουμε τα τρία. Ανασύρω τα τρία πρώτα σερί, χωρίς κόπο, φωτογραφικά. Ξέρω καλά πού είναι χωμένα, σε ποιά σημεία στις σελίδες του πλακέ βιβλίου των Παπανικολάου / Σιδέρη που κάναμε δεύτερο και τρίτο εξάμηνο. Αυτό, με μια αξίνα φονική στο εξώφυλλο απιθωμένη πάνω σε κάτι πετρώματα χρώματος εκρού, ριγωτά σαν ξεκοιλιασμένος χαλβάς Φαρσάλων.
Τίποτε δεν μπορεί να πάει στραβά. Πλέον, τίποτε.
Μισή ώρα διάλειμμα κι ύστερα Γαλλικά. Τα κτίρια έχουν σχεδόν αδειάσει – εμείς μόνο κι άλλα τρία - τέσσερα τμήματα απ’ όλο το σχολείο δίνουμε δεύτερη βάρδια -οι κωλόφαρδοι έχουν φύγει κιόλας για το πρωϊνό μπάνιο. Τα θέματα, κοροϊδία. 20 πολλαπλής επιλογής, 20 προτάσεις με κενό “mettez le type correct” και μια έκθεση 200 λέξεις “decrivez la pièce d'art préférée”. Με τις υπόλοιπες ασκήσεις τελειωμένες, μού’ ρχεται η τρελή ιδέα. Θα περιγράψω το εξώφυλλο του “The Number Of The Beast”. Άμα δε φρικάρει και τώρα η θεούσα γαλλικού, τότε δεν περάσαμε καθόλου, ούτε απ’ έξω, από την Α΄ Λυκείου, τζέντλμεν, μονολογώ με φλέγμα Κρίστοφερ Πλάμερ προς τους σμηναγούς των διπλανών της μοίρας του στο «Άσσοι στα Ψηλά».
233 λέξεις, δεύτερη ματιά ούτε για πλάκα, τίναγμα καρέκλας πίσω, σύρσιμο απ’ τα λαμαρινένια πόδια πάνω στο σκονισμένο μωσαϊκό, πέντε τα βήματα, απίθωμα κόλλας στην έδρα, μισή ριπή ματιάς στο νυσταλέο μέχρις εξαϋλώσεως επιτηρητή – τον Φυσικό του άλλου τμήματος- κι έξω απ’ την πόρτα. Κατάβαση δύο 14άδες σκαλιά πετώντας. Πανάλαφρος. Ελεύθερος.
Έτοιμος. Με κάθε πόρο του σώματός μου πεινασμένο. Για ένα καλοκαίρι στο οποίο απολύτως τίποτε δεν μπορεί να μου πάει στραβά. Όπως το λέει και στο τραγούδι από τον καινούριο του δίσκο κείνος ο Bob ο Seger. «Στεκόμουν εκεί περήφανα Ιδρώνοντας στον ήλιο Ένιωθα όλα τα λεφτά Νά’ μαι το νούμερο Ένα Στου καλοκαιριού το απόγειο Δυνατός όσο ποτέ Σα βράχος
Ήμουν δεκαοχτώ Δίχως έγνοια καμιά Δούλευα για ψίχουλα Ούτε δεκάρα για περίσσεμα Όμως ήμουν στεγνός Και σκληρός παντού Σα βράχος
Δυό χέρια σταθερά Μάτια ξύπνια, καθαρά Με σκοπό η περπατησιά Με βήμα ελαφρύ και βιαστικό Σα Βράχος - Δυνατός πολύ Σα βράχος – Τίποτα να μη μ’ ακουμπά Σα βράχος – Επρεπε να μ’ έβλεπες Σα βράχος»
Ίσιος έστεκα, σα βέλος Απελεύθερος, με φόρτωμα κανένα Χωρίς των παγαπόντηδων τα κόλπα Περήφανος έστεκα, ορθός Πάνω απ’ όλους και απ’ όλα Με πίστη ακόμα στα όνειρά μου»
Είναι τέτοιο το high που τρέχει στις φλέβες, που όταν επιστρέφω σπίτι, υπό το παραξενεμένο ως ανήσυχο γονεϊκό βλέμμα, δεν τρώω μπουκιά και φεύγω μισή ώρα αργότερο, μέσα σ’ έναν ήλιο σκέτο grill, με αμφίεση επίσημη καλοκαιρινή, μόνο μαγιώ και πετσέτα, γι’ απογευματινό μπάνιο.
Πεντέμισυ λεπτά αργότερα στην παραλία που απλώνεται στη δυτική μας μεριά προς Πάτρα, πέφτω πάνω στο Μάριο και τους μπαλαδόρους –οι ετεροζυγωτικοί δίδυμοι Κώστας και Γιώργος, έναν χρόνο μικρότεροι, μελαμψοί σα βραζιλιανάκια (ο ένας σε απόχρωση Όσκαρ κι ο άλλος Καρέκα, εκεί είναι το γέλιο), το ξέρουνε το τόπι. Ψυχή στην παραλία κι ο ήλιος να καίει και να ζητάει βουτιά για να κρυώσει πάνω σου. Και ρίχνουμε ένα, το πρώτο του καλοκαιριού, μονό (τέρμα μέσα, οι τρεις έξω, μετράει να μην πέσει η μπάλα κάτω κι ο πιο πολύπλοκος συνδυασμός μέχρι το τελικό σουτ - όποιος το βάζει κάθεται τέρμα) με διάρκεια ολόκληρης μίνι σειράς σ’ επανάληψη. Ίσα που προλαβαίνω να γυρίσω στις οχτώ, σέρνοντας τις σαγιονάρες στην άσφαλτο κι αναζητώντας λυσσαλέα περίπτερο ανοιχτό για κόκα-κόλα ως ταυτισμένος, έτοιμος να εξανδραποδιστεί Φειδιππίδης. Θέλω να προλάβω το πρώτο εν σχολική ελευθερία ματς του Μουντιάλ. Ε.Σ.Σ.Δ. – Ουγγαρία.
Λες και το πνεύμα το καλοκαιριού επιδιώκει η πρώτη του ημέρα να μην αφήσει τη βελόνα να πέσει κάτω απ’ το κόκκινο, στο 24’ το σκορ είναι 3-0, με τα ρωσικά Μινγκ –όχι τις μπακατέλες που μας σερβίρει o «Σιδερένιος Αετός»- οι παιχταράδες Ζαβάροφ, Αλεϊνίκοφ, Ιακοβένκο και Ιγκόρ Μπελάνοφ να ισοπεδώνουν τους ταλαιπωριακούς Μάρτον Εστερχάζυ και Λάγιος Ντέταρι, σ’ ένα παιχνίδι που το σκορ θα μπορούσε να μετρήσει μια δεκαριά γκολ από ημίχρονο, για να σταματήσει τελικά στο 6-0. Με τη βοήθεια παγωμένων χυμών Amita και μιας διπλοδοσάρας Μίσκο (ενισχυμένης από την αφάγωτη μεσημβρινή), το βραδυνό τσιμπούσι παρατείνεται με το Αργεντινή – Κορέα, που έχει μισή ώρα μετά η ΕΡΤ-2 σε κονσέρβα, καθώς γινόταν την ίδια ώρα με το ματς που τέλειωσε πριν από λίγο. Το τελικό 3-1 είναι ασήμαντο μπροστά στο μαγνητισμό του Μαραντόνα, που με το δέκα στην πλάτη, πιο ταύρος από ποτέ, τρώει κλωτσιές σύννεφο, αλλά ξεφεύγει, σεντράρει, προσποιείται, μπλοκάρει, βάζει γκολ που ακυρώνεται και στο τέλος έχει διαμορφώσει με δικές του ενέργειες το τελικό 3-1. Μιάμισυ το πρωί, μαύρα μεσάνυχτα, ακόμη και το τρίτο ματς της ημέρας θα κάτσω να παρακολουθήσω, Μαρόκο – Πολωνία, που μένει στο 0-0, χωρίς να μου επιφέρει ούτε κατά διάνοια έστω και υποψία χασμουρητού. Ναι, τέτοια κατάσταση. Καθώς, τί μπορεί να μ’ ακουμπήσει; Τίποτε, απολύτως. Όπως λέει κι ο Φραγκίσκος ο σέντερ φορ της σχολικής ομάδας του Τρίτου, «έχουνε ξεκινήσει πλέον να μετράνε στο κοντέρ οι ενενήντα παρακάτι μέρες με τα τέσσερα “Μι”»:Μπάνιο, μουσική και μπάλα όλη μέρα. Το τέταρτο; Είναι μόoooνο για όσους έχουνε μάθει καλά τα τρία πρώτα».
Ο Bob Seger, για όσους από μας είχανε αναλάβει το αλυτρωτικό έργο του να ψάχνουμε να βρούμε, ποιός, τί και πώς σ’ αυτό που λέγαν ροκ ‘ν’ ρολ, με μόνο εργαλείο τα ΠΟΠ & ΡΟΚ που πετάγαν όσοι μεγαλύτεροι αρχίζανε ν΄ακούνε Ελένη Βιτάλη και Γλυκερία, ήτανε κείνος ο σιτεμές μουσάτος που πάλευε ένα στυλ σε παλιακό ροκάκι. Εκείνος που στις «Σκοτεινές Μπίζνες ενός Πρωτάρη», κάνοντας τον Τομ Κρουζ να χορεύει στο σπίτι, μόνος, αυτός, η άσπρη κάλτσα του κι ένα κηροπήγιο για μικρόφωνο μας έμαθε το “Old Time Rock ‘N’ Roll”.
O καινούριος, δέκατος τρίτος δίσκος του βετεράνου Seger, της «φωνής της Αμερικάνικης ενδοχώρας», κυκλοφόρησε αρχές Μαίου σε παγκόσμια διανομή για να φτάσει έναν μήνα αργότερα κι εδώ, σε ελληνική εκτύπωση από την Capitol, εν μέσω γενικής αδιαφορίας του κοινού. Είχε αρχικά ανακοινωθεί ότι θα ονομαζόταν “American Storm”, αλλά καθυστέρησε να κυκλοφορήσει για να αλλάξει στο μεταξύ και τίτλο και να πάρει αυτόν του καλύτερου και πιο επιβλητικού τραγουδιού ανάμεσα στα εννιά που περιελάμβανε.
Αυτού που μπήκε δεύτερο στην πρώτη πλευρά και που με τη βοήθεια από ένα πλήρες νοσταλγικών εικόνων, αριστοτεχνικά φωτισμένο –λες κι είναι όλο γυρισμένο μέσα από γαλάζιο νέον- βίντεο κλιπ, στις 24 Μαίου του ’86 οδήγησε το δίσκο στο Νο 2 του Hot-200 του Billboard. Αυτού που είχε τίτλο “Like A Rock”. Με την βουτηγμένη στο συναίσθημα slide κιθάρα του καλεσμένου Rick Vito (που έναν χρόνο αργότερα εντάχθηκε στους Fleetwood Mac), το single ανακίνησε τον ευεπίφορο σε ιστορίες αυτοηρωσοποίησης ψυχισμό του αμερικάνου καταναλωτή. Τόσο, ώστε να το αναγάγει σ’ ένα από τα hit του καλοκαιριού (US#12, 12/7/86).
Ο ίδιος ο Seger σε συνέντευξή του στους New York Times προσπάθησε να φωτίσει κάπως το από πού προήλθαν οι στίχοι: «Είχα μια σχέση παλιά, που κράτησε έντεκα ολόκληρα χρόνια, σχεδόν από παιδιά, κι έφτασε στο τέλος της όταν είχαμε κι οι δύο αλλάξει συνήθειες, ανάγκες, τρόπο ζωής. Είναι από τις φορές που αναρωτιέσαι. Πού πήγαν όλα αυτά τα χρόνια; Εκφράζω στο τραγούδι κάτι που έχω φτάσει γενικά να πιστεύω. Ότι τα καλύτερα χρόνια της ζωής είναι τα τελευταία της εφηβείας, τότε που δεν έχεις ιδιαίτερες υποχρεώσεις, που δεν έχεις αυτό που λένε καριέρα. Τότε είναι η τελευταία σου ευκαιρία για ένα γερό ξεφάντωμα, λίγο πριν βουτήξεις στα βαθιά νερά της σκληρής πραγματικότητας». «Είκοσι χρόνια, πια Μα, που πήγαν; Είκοσι χρόνια Δεν ξέρω Κάτι φορές είναι που κάθομαι και σκέφτομαι Πού να πήγαν;
Και κάτι φορές, αργά μέσα στη νύχτα Λουσμένος από της φωτιάς το φως Έρχεται το φεγγάρι, με καλεί, με το φως του άπρο, σα φάντασμα Και στο νου τα ξαναφέρνω Τα θυμάμαι
Σα βράχος – Ίσιος να στέκω, σκέτο βέλος Σα βράχος – Έτοιμος να μπω να τα σπάσω Σα βράχος – Τα βάρη να αντέχω Σα βράχος
Σα βράχος – Ο ήλιος στο δέρμα μου πάνω Σα βράχος – Σκληρός κόντρα στον άνεμο Σα βράχος – Με ξαναβλέπω Σα βράχο»
Όπως ακριβώς εκείνες τις μέρες Ιουνίου του 1986. Ακόμη κι αν στον επόμενο γύρο η Ε.Σ.Σ.Δ. σφαγιάστηκε στεγνά στον αγώνα με το Βέλγιο, απέμενε μέσα στο παιχνίδι ο ένας και μόνος βράχος. Ο Αργεντίνος με το 10 στην πλάτη, που, τό’βλεπες, κανείς μα κανείς δεν γινόταν να του παραβγεί.
Υ.Γ.: Όσο για τον Bob Seger ακόμη και σήμερα στέκει κραταιός και, όπως και να το πάρεις, παραμένει βράχος.