Eddie Money: Can’t hold back, I know (ένα νεύμα πασών των εποχών)
Friday

12Jul

«Θα μπούμε πολύ μέσα; Πού θα σας αφήσω ακριβώς;» Καθώς το Οκτάβια περνάει το ύψος του Υπουργείου Δικαιοσύνης στη Μεσογείων, ο ταξιτζής του ραδιοταξί «ΚΡΟΝΟΣ» ακούγεται σα θύμα απαγωγής που τον κρατάνε φιμωμένο. Λογικό.
Με τις μάσκες, πρώτα πρέπει ν’ αποκωδικοποιήσεις το βουητό των λέξεων, ζητώντας την ίδια στιγμή τη βοήθεια των ματιών. Κι άντε να μαντέψεις την έκφραση των ματιών των αγνώστων.
 
«Θα ακολουθήσετε την κίτρινη γραμμή και μετά θα σας πώ».
 
Ποιός περίμενε ποτέ ότι θα ζήσουμε το “Contagion”, εννιά χρόνια μετά; Δεν περίμενα μια καθημερινότητα όπου θα μετακινούμαι σαν τους πιλότους από το εξώφυλλο του “Never Say Die” των Sabbath. Μάσκες, κάσκα, γυαλιά, γάντια, αντισηπτικά, φόβος πού να κάτσω, πού να πιάσω. Να, όμως.
 
Ο Πέτρος, φίλος τριάντα χρόνια και βάλε, έκανε εσπευσμένα εισαγωγή. Θετικός στον ϊό και με βαρύ θέμα στο αναπνευστικό για τρεις μέρες. Με πήρε τη γυναίκα του, η Άντζυ. Φίλοι κι οι δύο, από τη σχολή. Κάναμε παρέα κανα-δύο εξάμηνα, ζυγά και τα δύο, καλοκαιρινά, στο δεύτερο και το τέταρτο έτος. Διαβάσματα, καφέδες, σινεμά, πάρτυ, ξενύχτια, Dirty Deeds Done Dirt Cheap, τα πράματα που κάναμε τότε επί Βρώμικου ’89, Οικουμενικής και κυβερνήσεων της «κάθαρσης», γενικώς, όταν περιφερόμασταν ακόμη πεπλανημένοι, ελπιδοφόροι, ματεριαλιστές, σινεφίλ, αδέκαστοι.
Προλάβαμε να πούμε πολλά και να κάνουμε περισσότερα και μετά χαθήκαμε. Ο Πέτρος τέλειωσε κανονικά, ένα χρόνο πριν από μένα. Πήγε στο Ρήντινγκ για μεταπτυχιακά μαζί με την Άντζυ, μόλις την είχε γνωρίσει. Τα πήγανε καλά. Συνεταίροι και οι δύο σε μια δικηγορική φίρμα απ’ αυτές που ο χώρος αναμονής τους μοιάζει με το Σεντ Τζωρτζ Λυκαμπέτους. Ξαναβρεθήκαμε πρόπεσι σ’ ένα φοιτητικό reunion. Χαμός.
           
«Όπου μπορείτε, εδώ, με αφήνετε».
 
«Εδώ;» επαναλαμβάνει για να ξυπνήσει από τη νάρκη του τιμονιού ο ταξιτζίαρχος Ζορό, που τώρα που τον κόβω έχει το σακκουλιασμένο, ταλαίπωρο μάτι ενός πρώην υπουργού Υγείας με μουστάκι, μείον την αυθάδεια. Κατεβαίνω στο Κυλικείο. Μέχρι εκεί αφήνουνε να μπεις, δε γίνεται πιο μέσα. Εκεί έχουμε δώσει ραντεβού με την Άντζυ. Ούτε αυτήν την αφήνουνε να μπει στην Πνευμονολογική. Το πρωτόκολλο, λέει. Να μη μεταφέρει τίποτα στους μέσα, να μην κολλήσει και η ίδια.
 
«Έβηχε πολύ απ’ το Σάββατο. Στην αρχή είπαμε ΄ντάξει. Είναι από τις μαλακίες που κάνει, που κάθε πρωί βάζει τα αθλητικά και κάνει πέντε χιλιόμετρα. Όμως μετά φοβηθήκαμε. Κάνει το τεστ χτες στο Ιατρικό, θετικός. Κατευθείαν, λέει, Σωτηρία». Τα καστανά της μάτια της υγρά από αγωνία. Το μακιγιάζ διαμαρτύρεται, θέλει να λερωθεί με δάκρυα. Είναι ντυμένη από το γραφείο, ταγέρ και τα ρέστα. Πάλι εκεί θα πρέπει να γυρίσει, τουλάχιστον μέχρι το να πέσει ο ήλιος. Και με τρεις γιατρούς συνέχεια στο τηλέφωνο.
«Είναι καλά ακόμα. Αν εξαιρέσεις τον πυρετό και το βήχα, που, όσο περνάει η ώρα, με τρομάζει. Να χαρείς, μη με ρωτήσεις αυτό που σκέφτομαι όλη μέρα, “πού να κόλλησε” και τέτοια. Τουλάχιστον να μη μπει εντατική».  
 
Δεν την έχω ξαναδεί έτσι. Λογικό. Δε μπαίνει ο άνθρωπός σου κάθε μέρα νοσοκομείο από κάτι που έχει πιάσει ξεβράκωτη ολόκληρη την ανθρωπότητα.  Την παρακολουθώ να μιλάει με τη μάσκα, που λες και έχει φίλτρο απ’ όπου αφήνει να περνάνε μόνον οι κοινοτοπίες. «Θα δούμε», «αφού είναι καλά…», «δεν έχει και υποκείμενα, έτσι;».


 

Επιμένει να με γυρίσει με το δικό της. «Σε ποιόν ταρίφα να μπεις τώρα, είσαι με τα καλά σου;». Περπατάμε από το κυλικείο καμιά πεντακοσάρα μέτρα στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους του νοσοκομείου, προς το πάρκινγκ κοντά στην είσοδο. Έχει αυτό το παράδοξα καθαρό φως που τρυπάει τα πεύκα, που μαζί με μια φοβική, άκρα ησυχία, σε κάνει να νιώθεις απολυμένος κομπάρσος από ταινία του Πάκουλα που ετοιμάζεται να περάσει ωντισιόν για την επόμενη του Λάνθιμου. Γαμημένο καλοκαίρι του 2020. Μέρα που κανονικά θά’ πρεπε να μας κάνει, όπως κάθε καλοκαίρι, να διαμαρτυρόμαστε για τη σάντουιτς κάψα απ’ τα τσιμέντα Αλεξάνδρας - Λουκάρεως – Όλγας – Ακαδημίας. Και τώρα, έχει έρθει με τύραννο έναν αόρατο εχθρό. Έναν γαμοϊό, που φοβόμαστε πού θ’ ακουμπήσουμε, μη μας στείλει στα επείγοντα, όπως τον Πέτρο, και μετά στα θυμαράκια. Κάθομαι στη θέση του συνοδηγού στην ασημί GLE-SUV Μερσέντα και προσπαθώ να βολέψω την τσάντα στα πόδια μου. Με το που στρίβει το κλειδί, ανοίγει ράδιο. Ο Kosmos 93,6 έχει πάλι κάτι γλαφυρά mambo απ’ τη Βενεζουέλα.
 
Ξεπαρκάρει.
 
«Κάτσε, να μην ακούμε και μαλακίες από πάνω».
 
Πού τη βρίσκει τέτοια ψυχραιμία;
 
Ανοίγει το πορτάκι από δερματίνη πίσω απ’ τις ταχύτητες. «Έχει εδώ μέσα κάτι cd, απ’ αυτά που μας έχεις γράψει εσύ». Διαλέγει χωρίς να βλέπει. Απορρίπτει το σελοφάν με το νύχι και χώνει το γαλάζιο TDK στην οριζόντια σχισμή του στέρεο. 

I wanna go back, and do it all over, but I cant go back, I know”, ακούγεται ο Eddie Money, καθώς φτάνουμε στην πύλη και περιμένει να στρίψει αριστερά προς κέντρο, μόλις ανάψει το ιδιότροπο φανάρι.
 
«Πάει κι αυτός. Έχετε φτάσει κι οι δυό σας, ν’ ακούτε μόνο πεθαμένους, ρε».
 Γραπώνομαι από την εναλλακτική πραγματικότητα. Αυτή που μου σεντράρει το τραγούδι, από ένα χτες τόσο κοντινό και τόσο μακρινό συνάμα. Από ένα χτες που τα αύριό του ήταν όλα μπροστά, όλα προσεχώς, όλα πιθανά και ανοιχτά στο συνπάντημα με το καλύτερο.
To έκτο άλμπουμ του θα ήταν κρίσιμο και ο ίδιος το ήξερε καλά.
Το ροκ που έπαιζε, στοιχειώδες, μπαρόβιο, χωρίς να διστάζει καθόλου στις καλές μελωδίες, ετικεττοποιήθηκε ως εκείνο «του γαλάζιου περιλαίμιου» την ώρα που η δεκαετία των μεγάλων διαψεύσεων, αυτή του ’70, έδινε τη θέση της στον πραγματισμό της επόμενης. Κομμάτια του όπως τα “Baby Hold On” (US#11, 10/6/78), “Two Tickets To Paradise” (US#22, 9/9/78),“Maybe I’M A Fool” (US#22, 13/4/79) και “Ι Think I’M In Love” (US#16, 18/9/82) έγιναν επιτυχία. Όμως αμέσως μετά, ο Eddie Money είδε τις πωλήσεις και το ενδιαφέρον του κοινού να μειώνεται απότομα με το δίσκο Where's the Party?” του 1983.
Ο Edward Joseph Mahoney, γεννημένος στις 21 Μαρτίου 1949 στο Brooklyn, ιρλανδικής καταγωγής γιος αστυνομικού, είχε από νωρίς συνειδητοποιήσει ότι η αλήθεια βρίσκεται στην αντοχή, την επιμονή και την σταθερότητα.
Όταν ο αυστηρός πατέρας του έσκιζε τα πόστερ του Jimi Hendrix από το δωμάτιό του, δεν κώλωσε. Τραγουδούσε από τα 11 του ως μουσικός του δρόμου και ήξερε ότι στο πάλκο θα συναντήσει την τύχη του. Όταν του έκαναν τη ζωή δύσκολη στην Αστυνομική Ακαδημία γιατί δεν κούρευε τα μαλλιά του, δεν κώλωσε και τα βρόντηξε. «Δεν μπορούσα έτσι κι αλλιώς να με φανταστώ 20 χρόνια μέσα σε μια στολή με τα μαλλιά μου κοντά».  Όταν οι φίλοι του τον έδιωχναν από τις μπάντες τους, γιατί «δε θέλανε ανάμεσά τους έναν μπάτσο», εκείνος μετακόμισε στην Καλιφόρνια, έκανε μαθήματα φωνητικής και υιοθέτησε το “Money” σαν το καλλιτεχνικό του όνομα, σβήνοντας δυό γράμματα από το επώνυμό του, αυτοσαρκαζόμενος: «γιατί όλοι ξέρουν ότι είμαι μονίμως πανί με πανί».
Δεν έκανε πίσω ούτε όταν, μια νύχτα το φθινόπωρο του 1980, ακριβώς την περίοδο που γνώριζε τη μεγάλη επιτυχία, αφού κολύμπησε στη βότκα και πήρε κάτι ακόμη που του έμοιαζε για κόκα, έμεινε κόκκαλο για ώρες σε μια ανορθόδοξη στάση, με αποτέλεσμα να τσακίσει το ισχιακό του νεύρο και να κουτσαίνει ελαφρά εφ’ όρου ζωής. Έτσι, μετά την εμπορική αποτυχία του “Where’s The Party?”, το μόνο που δεν του συνέβη ήταν να πανικοβληθεί από το ότι μέσα σε μια διετία υποβιβάστηκε από πρώτο όνομα σε τριτοτέταρτο. Έκανε ένα διάλειμμα, προκειμένου να μπορέσει να καθαρίσει μυαλό και σώμα και αποφάσε να επανέλθει με τον καλύτερο δίσκο που μπορούσε να φτιάξει.
Το διάλειμμα κράτησε περίπου τρία χρόνια.



Ήταν τότε που ο 34χρονος ικανός session κιθαρίστας Ritchie Zito, μέλος της μπάντας του Elton Jοhn, είχε αρχίσει να κάνει τα πρώτα του σταθερά βήματα ως παραγωγός της Columbia. Πρώτα το soundtrack του «Σημαδεμένου» με τον Αλ Πατσίνο, μετά η ποπ επιτυχία της Toni Basil με το “Hey Mickey”, ένας δίσκος των The Motels κι εκείνος o ομώνυμος του Joe Cocker που μέσα στο ’86 τον ανέσυρε από την αφάνεια, με το “You Can Leave Your Hat On”. Κι αυτός ενας μουσικός μετανάστης στο Los Angeles, μεγαλωμένος στο Brooklyn, μιλούσε με τον Eddie την ίδια γλώσσα. Κρίσιμο για το επόμενο βήμα το να μπορέσουν να φτιάξουν ένα hit που να κέρδιζε το ραδιόφωνο. Χρειάζονταν ένα ειδικό συστατικό. Κάτι αναγνωρίσιμο, αλλά απρόβλεπτο.
Την 43χρονη Ronnie Spectοr. Την κατά κόσμον Veronica Yvette Bennett, ένα από τα πρώτα «κακά κορίτσια» του ροκ, μια στυλιστική και φωνητική πριμαντόνα, η οποία, ως η πρώτη φωνή των Ronettes, του γυναικείου φωνητικού γκρουπ του ιδιόρρυθμου όσο και ιδιοφυή Phil Spector, είχε καταγραφεί στο συλλογικό μνημονικό των μουσικόφιών ως το πρόσωπο μιας μηχανής επιτυχιών της δεκαετίας του ’60. Mε την προσωπική της καρριέρα να κινείται από χρόνια μεταξύ λήθης και αδιαφορίας, δέχεται την πρόταση του Zito να ενθέσει μέσα σ’ ένα κομμάτι δυό άγνωστων Άγγλων τραγοδοποιών που είχε εκείνος διαλέξει για τον Money, κάτι αναγνωρίσιμο : το διάσημο κουπλέ της πρώτης και της μεγαλύτερης επιτυχίας των Ronettes: “Be My Baby”.
H αρχική ιδέα του Zito ήταν να κάνει τη γυναικεία φωνή η Martha Davis των Motels, όμως μετά από συζητήσεις με τον Eddie και παρά τις ποικίλες αμφιβολίες, αποφασίζουν να χτυπήσουν την πόρτα της ίδιας της Ronnie. Ζούσε στη Βόρεια Καλιφόρνια.
«Τί κάνεις, τί είναι αυτός ο θόρυβος;» ρωτάει ο Eddie όταν τελικά πέφτει το κρίσιμο τηλεφώνημα.
«Eddie honey, κάποιος πρέπει να πλύνει τα πιάτα. Κάποιος πρέπει ν’ αλλάξει τα μωρά, να στρώσει τα κρεββάτια τους. Ξέρεις, δεν είμαι πλέον στη δουλειά».
Όμως η Ronnie θα πειστεί να ξαναμπεί. Και ο Eddie θα χρειαστεί να καταπιεί κάπως αμάσητη την περηφάνεια του, καθώς, ενώ στην αρχή το «ξένο» τραγούδι «δεν του αρέσει», τελικά θα βρεθεί υποχρεωμένος να το πει. Και να βάλει τη γρέτζα, μεθυσμένη φωνή του δίπλα σ’ έναν «κράχτη», έμμεση ομολογία ότι η δική του συνθετική κι εκτελεστική ικανότητα χρειαζόταν απεγνωσμένα μια αναμνησιακή ένεση για να αποτανθεί στο μουσικό κοινό. Η Capitol τον ήθελε ακόμη στο ρόστερ της, καθώς είχε συμβόλαιο για τρία ακόμη άλμπουμ, όμως, αν ήταν να ποντάρει πάνω του, ήθελε να ξέρει ότι τα λεφτά της δε θα πάνε χαμένα. Ο Zito τον έπεισε. Όχι μόνο για το συγκεκριμένο κομμάτι, που είχε τον τίτλο “Take Me Home Tonight”, αλλά και για όλη τη συλλογή των δέκα τραγουδιών που θα αποτελούσαν το δικό του άλμπουμ – επιστροφή. 



Οι «συνεργαζόμενοι» συνθέτες ήταν μια μέθοδος που μουσική βιομηχανία χρησιμοποιούσε κατά κόρον ειδικά σε δίσκους βετεράνων, για να τους δώσει μια σύγχρονη αιχμή. Ένα κουπλέ εδώ, ένα καλύτερα ενορχηστρωμένο ρεφραίν από κει συν τον εν μέρει ψηφιακά επεξεργασμένο ήχο που γινόταν ολοένα και πιο hip να υιοθετείται, δημιουργούσαν ένα συμπαγές ραδιοφωνικό σώμα τραγουδιών από το οποίο μπορούσε ο οποιοσδήποτε ραδιοφωνικός παραγωγός «να διαλέξει», καθιερώνοντας τη δική του επιτυχία.
Τον Αύγουστο του ’86, ο δίσκος ήταν έτοιμος και τον προλογίζει το πρώτο single, ποιό άλλο, το “Take Me Home Tonight/Be My Baby”. Με στιβαρό beat, πυκνή, σχεδόν hard rock, μίξη, ένα ρεφραίν διθυραμβικό, σόλο σαξόφωνο αντί κιθάρας από τον ίδιο τον Eddie –πολύ το γούσταρε, ιδίως στα live- και την φουλ σέξυ δεύτερη φωνή της Ronnie, το κομμάτι γίνεται μια από τις εθιστικές ραδιοφωνικές επιτυχίες του φθινοπώρου του ’86. Στο συναρπαστικό ασπρόμυρο βίντεο, ο Eddie τραγουδά σε μια άδεια αίθουσα συναυλίας κι η λυγερόκορμη Ronnie, αφού πουδράρεται στα παρασκήνια έρχεται σεινάμενη – κουνάμενη να τον βρει. Δυό μόνον σταρ και μια άδεια αίθουσα, το Lawlor Events Center του Reno της Νεβάδα. Στοιχεία αρκετά για έναν νεαρό σκηνοθέτη ονόματι Nick Morris, ο οποίος μέσα σε λιγώτερο από 12 μήνες αφήνει για μια ακόμη φορά το στίγμα του: “Everytime You Go Away” (Paul Young) “Kyrie” (Mr. Mister) και “The Final Countdown” (Europe) και τώρα “Take Me Home Tonight”. Ένας μικρός οπτικοακουστικός θρίαμβος (US#4, 15/11/86).



Το κομμάτι θα δώσει στον Eddie μια υποψηφιότητα για βραβείο Grammy στην κατηγορία «Καλύτερη ανδρική Ροκ ερμηνεία» για το 1987 (για την ιστορία, Eddie, Billy Idol, John Fogerty και Peter Gabriel θα χάσουν από τον Robert Palmer και το “Addicted To Love”)
«Μπορεί να είχα αντιρρήσεις, όμως στην πραγματικότητα ως περφόρμερ έκανα πάντα διασκευές και ερμήνευα τραγούδια και άλλων καλλιτεχνών. Τελικά, είμαι πολύ χαρούμενος που είπα αυτό το τραγούδι».
Πώς να μην είναι; Ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία της καρριέρας του.
Η επιτυχία του “Take Me Home Tonight/Be My Baby" οδήγησε το άλμπουμ “Can’t Hold Back” να ανέβει στα τσαρτ και να γίνει πλατινένιο (US#20, 6/12/86). O Eddie Money στα 38 του θα ξαναγίνει πρώτο όνομα. Άλλα δύο τραγουδια από το δίσκο θα κρατήσουν το ενδιαφέρον ψηλά για όλη την επόμενη χρονιά : Το πλήρες νοσταλγίας (και σαξοφώνου) "I Wanna Go Back" (US#14, 14/3/87) και το "Endless Nights" (US#21, 27/6/87), γραμμένα κι αυτά από «εξωτερικούς» συνθέτες.



«Δεν είχα ποτέ αμφιβολία ότι θα παραμείνω σ’ αυτή τη δουλειά για πολύ καιρό. Αν έχεις πίστη σ’ αυτό που κάνεις, αν έχεις αγάπη γι’ αυτό, τότε κάποια στιγμή ο κόσμος θα το αγαπήσει κι εκείνος».
Μπορεί να παραμένουμε βαλτωμένοι ακόμη στο να προσπαθούμε να ξαναβρούμε την πίστη μας και ν’ αγαπήσουμε ο ένας τον άλλο, μπας και ξεπεράσουμε τον κωλοϊό, αλλά καταλαβαίνω πολύ καλά τί εννοούσε ο μακαρίτης ο μάστορας, ο Eddie Money, με τη φράση του εκείνη και με το δίσκο του ολόκληρο. Άτρωτη επιμονή στο απόθεμά μας. Αυτή μας φέρνει πιο κοντά σε όσους έχουν κι εκείνοι. Εξάλλου, αν τύχει και νιώσεις ότι έχεις, ποτέ δεν έχει νόημα να «το κρατάς». You can’t hold back.

Υ.Γ.: Ο Πέτρος τελικά τη γλύτωσε. Φοράει ακόμη διπλές μάσκες, προσέχει που πιάνει και με ποιους συνευρίσκεται. Έχει όμως ορκιστεί ότι του χρόνου το καλοκαίρι, όταν, «πού θα πάει, το πράγμα θα’ χει τελειώσει», θα διοργανώσουμε ένα μεγαλο πάρτυ, όπου η μουσική θα είναι «μόνο παλιά» και στο οποίο θα γίνουμε κουρούμπελα για τρεις μέρες. «Η μία εργάσιμη, έτσι από εκδίκηση».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου