6 Ιουνίου, πρώτο Σάββατο καλοκαιριού του ‘87. Από την Τετάρτη έχει ξεκινήσει το Ευρωμπάσκετ που διεξάγεται στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.
Το βράδυ η Εθνική που έχει ξεκινήσει με τον Γκάλη να σαρώνει τα πάντα και πίσω του τους Γιαννάκη, Φάνη, Φασούλα, Φιλίππου, Ιωάννου, Σταυρόπουλο, Καμπούρη παίζει με τη Ρωσία. Αν νικήσουμε, προκρινόμαστε στον επόμενο γύρο, αν όχι, έχουμε ένα τελευταίο ματς με τη Γαλλία. Με το που τελειώνουμε την τελευταία φροντιστηριακή ώρα Μαθηματικών – οποία αγαλλίαση, μετά τις εξετάσεις της Δευτέρας σε Άλγεβρα και Γεωμετρία δεν θα ξαναδώ βιβλίο Μαθηματικών ποτέ στη ζωή μου- την πέφτουμε στο σαλόνι του Μανώλη να προλάβουμε το «ΜΟΥΣΙΚΟΡΑΜΑ». Βλέπω να καθόμαστε να δούμε και το ματς. Ανάμεσα σε Kim Wilde, U2, Bon Jovi, Billy Idol και Crowded House, ένα γκαζιάρικο βίντεο κλιπ μας τραβά την προσοχή. Με την κουβέντα για τα ποσοστά ευστοχίας του Γκάλη να σκεπάζει τη φωνή του Γκούτη, έχουμε χάσει την εισαγωγή.
Δεν προλάβαμε ν’ ακούσουμε πώς το λένε το κομμάτι και ποιός είν’ ο τύπος που χτυπιέται με την κιθάρα. Καλό ακούγεται. «Καλά, αυτός δεν είναι από τους DuranDuran;»
Ναι, είναι αλήθεια. Λίγους μήνες αφ’ ότου αυτή η φλωρόφατσα ο ΜπονΤζόβης έγινε νούμερο ένα, μοιάζουν όλα γύρω μας να το γυρνάνε στο χαρντ. Οι Cult, οι new wave κλαίουσες του “She Sells Sanctuary”, πήρανε τον παραγωγό των Slayer και βράνε ξερά σαν AC/DC. Κάτι κωλoπαιδαράδες ασπρουλιάρηδες ράπερ, οι Beastie Boys ξεπατικώσανε τον Sammy Hagar και βγάλανε ένα κομμάτι σκέτο χτύπημα μέχρι λιποθυμίας, το “You Gotta Fight For Your Right To Party”.
Τώρα και ο τύπος από τους Duran Duran, μας το παίζει χαρντροκάς;
Πού να ξέραμε ότι εκείνος ήτανε πολύ πριν εμείς βγούμε απ’ τ’ αυγό μας.
Από το δικό του πάντως o Andy Taylor ξεπήδησε το Φεβρουάριο του ’61.
Μεγάλωσε στο Tynemouth, μια παραλιακή πόλη στα βορειοανατολικά της Αγγλίας, όπου, καθώς δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα ν’ ασχοληθεί ένα ξεπεταδούδι geordie «όλοι έπαιζαν κι από κάποιο όργανο». Έπιασε την πρώτη του κιθάρα στα 6 και τον Απρίλιο του ’80 έκανε «εκείνο το μοιραίο ταξίδι στο Birmingham», για να γίνει μέλος μιας ποπ μπάντας που έμελλε μέσα στα επόμενα χρόνια να γίνει η μεγαλύτερη -τουλάχιστον μέχρι το 1985- στον κόσμο, αυτή με το όνομα Duran Duran.
Μετά την παγκόσμια περιοδεία για το “Seven And The Ragged Tiger” το φθινόπωρο ’84, η φυσική κλίση του προς το κιθαριστικό ροκ των T-Rex, των Spiders From Mars του Bowie και των Thin Lizzy με το οποίο ο Taylor είχε μεγαλώσει, παίρνει τα ηνία κι αρχίζει να τον τον οδηγεί, σχεδόν προδιαδεγραμμένα, μακριά από την ποπ. Μαζί με τον συνεπώνυμό του μπασίστα John Taylor, αφήνουν τους Duran και υπό την καθοδήγηση του παραγωγού Bernard Edwards των Chic, φτιάχνουν ένα από τα πλέον συναρπαστικά super group, τους Power Station, με τον Robert Palmer στη φωνή, τον Tony Τhompson στα τύμπανα,. Το σχήμα σημειώνει τεράστια επιτυχία διεθνώς, ιδίως με τα single “Some Like It Hot” και “Get It On”, όμως αποδεικνύεται βραχύβιο. Μέσα στο ’86 ο Taylor, έχοντας ήδη ηχογραφήσει την κιθάρα που ακούγεται στο τεράστιο hit του Robert Palmer “Addicted To Love” (US#1, 3/5/86) εγκαθίσταται στο Los Angeles. Και ω του θαύματος, πέφτει πάνω στον Steve Jones. Ναι, αυτόν. Τον πρώην Sex Pistol. «OSteveήταν σ’ ένα συγκρότημα που λεγόταν ChequeredPast. Ανοίγανε για μας, τους DuranDuranσε μια αμερικάνικη περιοδεία το ’84. Την επόμενη χρονιά, όταν με τους άλλους Duranαρχίσαμε ν’ απομακρυνόμαστε χωρίς επιστροφή, μου προσφέρθηκε μια συμφωνία για σόλο καρριέρα. Άθλια, αλλά τότε το είδα σαν μια ευκαιρία. Ο Steveήταν στη φάση που είχε αρχίσει, ας το πώ έτσι, να φροντίζει τον εαυτό του για να ξεκολλήσει από το λούκι στο οποίο βρισκόταν».
Μετρώντας ήδη τέσσερα χρόνια στην Αμερική ως παράνομος μετανάστης, χωρίς βίζα, διαβατήριο ή πράσινη κάρτα, η αξιοπιστία του Steve Jones στη μουσική πιάτσα ήταν κάτω του μηδενός. Όμως αφ’ ότου συνεργάστηκε με τον Iggy Pop και του έγραψε μερικά κομμάτια που κατέληξαν στο δίσκο “Blah Blah Blah” που σήμανε την επανεκκίνηση του, τα πράγματα για τον Jones άρχισαν σε προσωπικό και καλλιτεχνικό επίπεδο να καλυτερεύουν. «Σαν επιβράβευση για την προσπάθειά μου να καθαρίσω, τα πράγματα άρχισαν μετά από χρόνια να δείχνουν ελπιδοφόρα. Ακόμη και στις χειρώτερες περιόδους της ζωής μου, δεν έχανα την πίστη στις ικανότητές μου ως μουσικού. Oι γύρω μου έδειχναν να εντυπωσιάζονται απ’ όσα μπορούσα να προσφέρω, οπότε η αίσθηση αυτή μου ήταν αρκετή».
Jones και Taylor, δύο limey κάτω από τα φοινικόδεντρα της Καλιφόρνια, συνυπογράφουν το πρώτο καθαρόαιμο ροκ κομμάτι που πιστώνεται ο δεύτερος ως σόλο καλλιτέχνης. Μπαίνει στο soundtrack μιας ταινίας της σειράς, του “American Anthem”, μια ιστοριούλα – βίντεο κλιπ για τον έρωτα δύο νεαρών αθλητών της ενόργανης, με τους -αλάλως αταλάντους καίτοι φωτογενείς- πρωταγωνιστές Mitch Gaylord και Janet Jones. Το κομμάτι έχει τον τίτλο “TakeItEasy” και παίζεται με αξιοσημείωτη συχνότητα από ραδιόφωνο και MTV (US#24, 2/8/86), αφενός προκαλώντας κάποιο ενδιαφέρον για την ταινία, αφετέρου ξανασυστήνοντας τον γκαζωμένο, αρματωμένο με δερμάτινα και σε διαρκή στύση για ουρλιαχτά με τρέμολο Andy Taylor σε ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό, κοινό.
«OAndyTaylorτων DuranDuranήταν ένα όνομα πολύ δημοφιλές εκείνη την εποχή και μου πρότεινε να δουλέψω για τον σόλο δίσκο του. Έπεφτε πολύ χρήμα στη μουσική βιομηχανία στα μέσα των ‘80s και οAndy πήρε κάποια εκατομμύρια προκαταβολή για να τον ολοκληρώσει. Αν και θα τό’ θελα πολύ, μπορεί να μην κατέληξαν εκατομμύρια στις τσέπες μου για τα τραγούδια εκείνου του δίσκου του, όμως θα εκτιμώ για πάντα ότι μου έδωσε μια ευκαιρία όταν κανείς δεν με υπολόγιζε».
Ένα δεύτερο προϊόν της συνεργασίας τους θα βρει το δρόμο για την κορυφαία τηλεοπτική σειρά του ’86, το “Miami Vice” του ΝΒC . Στο 2ο επεισόδιο της 3ης σαιζόν με τίτλο “Stone’s War”, ακούγεται σ’ ένα κλασσικό κυνηγητό μ’ αυτοκίνητα, καθώς ο Sonny Crockett (Don Johnson) προστατεύει έναν παλιό του φίλο (guest ο Bob Balaban) από πράκτορες της CIA που κυνηγούν να τον εκτελέσουν. Το “WhenTheRainComesDown”, ένα στακάτο hard rock με έξυπνα πλήκτρα θα μπει και στο δίσκο – soundtrack “Music From Miami Vice II” και προς το τέλος της χρονιάς θα κυκλοφορήσει σε single (US#73, 15/11/86). Στο βίντεο-κλιπ ο Jones εμφανίζεται -αυτή τη φορά, ευκρινώς- στο πλάϊ του Taylor ως ο δεύτερος κιθαρίστας που ταλαιπωρεί επιδεικτικά μια χρυσαφί Gibson Les Paul.
Κάπως έτσι, η «άθλια δισκογραφική προσφορά» του Taylor από την MCA και η συνεργασία του με τον έξι χρόνια μεγαλύτερό του πρώην Sex Pistol θα φέρει στο φως της ημέρας το δίσκο “Thunder”, που ηχογραφήθηκε το καλοκαίρι του ’86 στο στούντιο Record Plant του Los Angeles. «Στην αρχή ήμασταν εγώ, ο Jonesy, oΤerryBozzioτου FrankZappaστα τύμπανα και ο Patrick Ο’ Hearnστο μπάσο (σ.σ.: θητεία δίπλα στον Frank Zappa, πολυάριθμες συνεργασίες και ήδη από τότε προσωπική jazz δισκογραφία). Όμως ΟBozzioάρχισε να γίνεται ασύμφορος, καθ΄ότι πολύ ακριβός. Φωνάξαμε λοιπόν τον ΜickeyCurry, από την μπάντα τουBryanAdams (σ.σ.: και ήδη τότε συμμέτοχο σε πολλές υψηλού προφίλ ηχογραφήσεις από Tom Waits ως Τina Turner)».
Μεγάλα ονόματα θα συνεισφέρουν από κάθε πόστο : ο βραζιλιάνος μάστορας των κρουστών Paulinho Da Costa (με βαρέα jazz διαπιστευτήρια και μια πίστευτη σειρά συμμετοχών, από το “Thriller” του Michael Jackson ως το “True Blue” της Madonna), ο Brett Tuggle στα πλήκτρα (βασικός συνεργάτης του Rock Springfield που μόλις έχει ηχογραφήσει στο πρώτο άλμπουμ του David Lee Roth). Στα δεύτερα φωνητικά το φοβερό δίδυμο 40άρηδων Mark Volman και Howard Kaylan, γνωστοί ως Flo & Eddie στη δεκαετία του ’70, έχοντας ξεκινήσει από τους The Turtles, περάσει για πέντε άλμπουμ και πολυάριθμες περιοδείες από τους Mothers του Frank Zappa και προσφέρει τις φωνές τους σε άπειρα άλμπουμ, διαφημιστικά και soundtrack.
Η φωτογραφία του Jim Shea στο λιτό εσώφυλλο δεν κρύβει ότι ο δίσκος έχει δύο ισάξιους πρωταγωνιστές, καθώς Taylor και Jones ποζάρουν κι οι δυό με τις κιθάρες κρεμασμένες να χαμογελούν ο ένας στον άλλον γι’ αυτό που κατάφεραν.
Tο δε εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από τον διάσημο βρετανό σχεδιαστή και πολυβραβευμένο γραφίστα John Kosh, καλλιτεχνικό διευθυντή στο “Abbey Road” των Beatles, υπεύθυνο για το ιστορικό εξώφυλλο του “Hotel California” και για δεκάδες άλλα από Stones, Tom Petty, REO Speedwagon, King Krimson, E.L.O. ως και Rod Stewart και Linda Ronstadt.
Η ουσία βέβαια βρίσκεται στο περιεχόμενο. Ο δίσκος ξεκινά με το κείνο το κομμάτι που για πρώτη φορά είδαμε απ’ το «ΜΟΥΣΚΟΡΑΜΑ», περιμένοντας τον αγώνα με τους Ρώσους. Μπορεί να ξεκινά όπως κι ένα σωρό άλλα στη ροκ ιστορία, με γκαζιές και μαρσαρίσματα, όμως με το που ξεσπά, ανεβάζει τον ακροατή καβάλα σε μια κιθαριστική σέλα που νιώθεις ότι θέλεις να την αφήσεις να παίζει για πάντα σε μια ατέρμονη λούπα. Φορεμένη πάνω της γάντι μια μελωδία που ανεβαίνει, ανεβαίνει, μοιράζει μέσα σε μόλις τέσσερα τετράστιχα αδημονία, παρακίνηση, πρόκληση και αμφισημία και χύνεται διάπλατη σ’ ένα ρεφραίν που τα λέει όλα χωρίς ν’ αποκαλύπτει τίπο τε, όπως κάθε ξεχωριστό τραγούδι οφείλει να κάνει για να μείνει μέσα στα χρόνια. «I might lie - When I look into your eyes - I could love you 'til forever
When I look into your eyes
Tell me why - When I look into your eyes - I could love you 'til forever
When I look into your eyes».
Το πυρετώδες, νυκτόβιο βίντεο κλιπ του “Ι MightLie”, με την αδιάφανη κάσκα του μοτοσυκλετιστή πανόπτη να τρέχει μέσα από γαλάζια νέον, σήραγγες και πολύφωτες λεωφόρους καθώς ο Taylor μέσα σε κομμένο αμάνικο ντένιμ τζάκετ βαράει στην κιθάρα τα ριφ και τις φράσεις του Jones και διάφορα ημιφωτισμένα μοντέλα χορευοποζάρουν ολόγυρα, είναι η χαρά του μηχανόβιου, η ονείρωξη του ροκά και το οπτικοποιημένο φυλλάδιο του επιδεξία κιθαρίστα ταυτόχρονα. Ένα από τα τόσο προσεκτικά λαξευμένα κομμάτια των ‘80s που ακόμη κι αν ποτέ δεν πλησίασε το top-40 σε καμία πλευρά του Ατλαντικού, ο χρόνος του έχει προσδώσει τις άχρονες δάφνες που του αξίζει.
Κυκλοφορεί σε single στις 7 Μαρτίου 87, για να φτάσει έναν μήνα αργότερα μέσα στο top-20 των Mainstream Rock Charts (No 17, 11/4/87), σε μια πορεία συνολικά 10 εβδομάδων.
Μετά το ξεκίνημα - διάνα, ο δίσκος ρέει. Στα υπόλοιπα οκτώ κομμάτια του, τα ηχογραφημένα πεντακάθαρα σε μια αιχμηρή, απέριττη παραγωγή, κυριαρχεί ένα διττό στοιχείο:
Από τη μια οι γεμάτες νοσταλγία, συχνά και μελαγχολία, μελωδικές γραμμές της φωνής του Taylor, από την άλλη οι συμπαγείς στη μίξη κοφτές ρυθμικές που γράφουν στην ούγια Steve Jones («Αυτός ο ήχος στην κιθάρα, που άλλοι πασχίζουν να πετύχουν, στον Steveβγαίνει εντελώς φυσικά, σα να κάνει ποδήλατο»). Στο πεδίο δε όπου ο Jones δεν απαιτείται να φανεί σπουδαίος, στα σόλο, μένει πάντα χώρος στον Taylor ν’ αφήσει τον επί τόσα χρόνια αλυσοδεμένο στα φλωροκούστουμα των Duran Duran hard rock εαυτό του ν’ αφηνιάσει.
Το δεύτερο single “Don’tLetMeDieYoung” κυκλοφορεί 6 Ιουνίου του ’87 και σε μια πορεία 4 εβδομάδων θα φτάσει μέχρι το Νο 36 στα Mainstream Rock Charts (20/6/87). Η ελαφρώς τετριμμένη και κάπως πνιγηρή μπαλλάντα “LifeGoesOn” κόβει ταχύτητα, ενώ το “Thunder” που κλείνει την πρώτη πλευρά την επαναφέρει, όσο κι αν αδικείται από τον ίδιο τον τίτλο του, που δεν περιλαμβάνεται πουθενά στους στίχους. Το νυκτόβιο ταξίδι επανακάμπτει στη δεύτερη πλευρά με ένα από τα καλύτερα της συλλογής, το “NightTrain”, ενώ το ατμοσφαιρικό δίδυμό του, το “BrokenWindow”, με την αντίστιξη ευέλικτου, συναισθηματικού wailing στη φωνή και απολαυστικά οξείας κιθάρας δημιουργεί, πολλά χρόνια πριν την εποχή του, ένα νέο είδος A.O.R., ικανό να συγκινήσει τόσο το fashion victim των A-ha και τον σιτεμένο ακρατή των Foreigner, όσο και τον μελλοντικό θιασώτη των Houston, των Η.Ε.A.T. και των Crazy Lixx.
Τα πλήρη συναισθηματικής φόρτισης “Tremblin’“, “Bringin’ MeDown” (ωραίες αρμονίες στις κιθάρες) και το τελευταίο της δεύτερης πλευράς instrumental “FrenchGuitar” πιστοποιούν την αίσθηση ενός προσεγμένου στη λεπτομέρεια ηχογραφήματος, που επιδιώκει να αποσαφηνίσει το προσωπικό στίγμα του Taylor. Δεν είναι το κομπαρσικά σκληρόηχο άλλοθι μιας διάσημης ποπ μπάντας, αλλά ένας κανονικός ρόκερ, που τα χώνει, χωρίς όμως να φοβάται να αποκαλύπτει την ευάλωτή του πλευρά.
Ο δίσκος “Thunder” θα κυκλοφορήσει στην Αμερική στις 28/3/87 και σε μια πορεία 17 εβδομάδων στο Hot – 200, που θα κορυφωθεί στις 9/5/87 (US#46) και παρά το ότι προωθείται ως «ο δίσκος του κιθαρίστα των Duran Duran», θα σημάνει πολλά, για πολλούς.
Πρώτα για τον Jones, τον οποίο επανέφερε στο προσκήνιο, δίνοντάς του την ευκαιρία, εκείνες ακριβώς τις μέρες που ξεκινούσε το καλοκαίρι του ’87 να κυκλοφορήσει τον πρώτο του προσωπικό δίσκο, το “Mercy”, τα κομμάτια του οποίου αποδεικνύουν ότι γράφτηκαν παράλληλα με του “Thunder” και σε μεγάλο βαθμό από την ίδια πένα. Κατόπιν, στη ροκ συνείδησή μας. Όταν αποδεικνύεται ότι ακόμη και στα έγκατα της πλέον φλώρικης μπάντας κρύβεται ένας καθαρόαιμος ροκάς που δεν ξεχνάει ποτέ αυτά που γουστάρει, όλοι έχουν μια ελπίδα.
Τρίτον, σ’ ένα άγνωστο τότε ακόμη γκρουπ, τους Terraplane, τους οποίους λίγο αργότερα ανέλαβε ως παραγωγός ο Andy Taylor για να τους μετατρέψει μέσα σε δύο χρόνια στο συγκρότημα που η Βρετανία αναγνώρισε ως τους «διαδόχους των Bad Company», τους … Thunder.
Εκείνο το βράδυ, μπορεί να χάσαμε απ’ τους Ρώσους, μετά από διαιτητικές αδικίες και υπερπροσπάθεια, με 66-69. Ήταν ο αγώνας που έμεινε για πάντα για το κλάμα του Γιαννάκη στο τέλος. Κλάμα που κανείς δε φανταζόταν ότι πάνω του κτιζόταν ήδη κάτι δυσθεώρητο, κάτι που βρισκόταν μόλις οκτώ μέρες μακριά : ο μεγαλύτερος θρίαμβος που θα γνώριζαν τα έφηβα ματάκια μας σε συλλογικό άθλημα.
Όσο για το “I Might Lie” από το Σάββατο εκείνο έπαψε να είναι το «ροκ ξέσπασμα ενός φλωρά που το γύρισε». Άρχισε να παίζει με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα από τα εγχώρια ραδιοκύματα, ιδίως τα πειρατικά, ολόκληρο το καλοκαίρι του ’87. Καρφώνοντας το λιγωτικά ουτοπικό όσο και αποπροσανατολιστικά εφήμερο νόημά του στον ορίζοντα της μουσικής μας εφηβείας, δυνατά και ακαριαία, σαν κεραυνό εν αιθρία. “I might lie - When I look into your eyes - I could love you 'til forever”.