Απόγευμα Σαββάτου, δύο βδομάδες μετά το Πάσχα, ο Αλέξανδρος Ριχάρδος είχε ανακοινώσει ότι θα έπαιζε για πρώτη φορά στο ραδιόφωνο τρία κομμάτια από το καινούριο άλμπουμ των Iron Maiden.
Μάϊος 1992, πρώτοι μήνες της grunge εποχής. Το βίντεο εκείνο με τον σκοτωμένο φωτισμό κι έναν άλουστο, ιδρωμένο επιληπτικό τραγουδιστή με μπλούζα πράσινη/μαύρη με οριζόντιες ρίγες παίζει με απελπιστική συχνότητα στο MTV.
Αφιερώματα για τη «μουσική σκηνή του Seattle» φιλοξενούνται μέχρι και στα ένθετα της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας.
Tα καρώ πουκάμισα πολλαπλασιάζονται, τα αχτένιστα καρρέ στα νεαρά αντρικά κεφάλια επίσης, ενώ στα Εξάρχεια, για πρώτη φορά, είναι αδύνατον ν’ ακούσεις μουσική που να έχει σόλο κιθάρα. Ακόμη όμως εμείς οι παλαιολιθικοί των 20 με 22 ετών δεν ξέρουμε τί μας περιμένει. Κάτι νιώθουμε ότι είναι κουρασμένο, στείρο ή και ξοφλημένο από τη μουσική σκηνή μέσα στην οποία μεγαλώσαμε, όμως κρατιόμαστε απ’ τα σημάδια.
Οι AC/DC έχουν ολοκληρώσει την παγκόσμια περιοδεία τους για το “Razor’s Edge”, οι Def Leppard έχουν μόλις κυκλοφορήσει το “Adrenalize”, Metallica και Guns ’N’ Roses μονοπωλούν το ενδιαφέρουν για τις εκτεταμένες και ασύδοτες περιοδείες τους.
Η ραδιοφωνική εκπομπή του Ριχάρδου είναι ένα πολύ ισχυρό ενημερωτικό συρματόσχοινο που μας κρατάει δεμένους με την hard rock κανονικότητα, έστω κι αν αυτή πισωπατάει και παραπατάει, τρώγοντας σφαλιάρες από διάφορους εναλλακτικομούρηδες και βλέποντας να χτυπάνε κορυφή οι …Red Hot Chili Peppers.
Τα τρία κομμάτια που παίζει ο Ριχάρδος εκείνο το απόγευμα του Μαίου είναι: “Be Quick Or Be Dead” (UK#2, 25/4/92 - γρήγορο, κοφτερό, απομνημονεύσιμο ριφ και Dickinson να ουρλιάζει, συνολικά θετικό πρόσημο), “From Here To Eternity” (απογοητευτικό ξαδερφάκι του άθλιου “Holy Smoke”) και τρίτο το ομώνυμο του δίσκου: “Fear Of The Dark”.
Αυτό το τρίτο, από την πρώτη κιόλας ακρόαση, μέσα από τα ραδιοκύματα, βροντοφωνάζει ότι είναι «κλασσικό».
Όμως μία ακρόαση, η πρώτη, χωρίς να έχεις το δίσκο στα χέρια σου, δεν είναι αρκετή.
Η ιεροτελεστία θα λάβει χώρα αυτή τη φορά στου Ζωγράφου, στο στέρεο του Θόδωρα, ο οποίος –καθ΄ότι κάτι χρόνια μεγαλύτερος- είναι αρκούντως δημοκρατικός στο μοίρασμα του εξωφύλλου κατά την ακρόαση και των Χάϊνεκεν σε κάθε αλλαγή πλευράς (συνεισφορά μου ο –φρεσκοαγορασμένος από το Happening- δίσκος).
Για πρώτη φορά ο δίσκος είναι διπλός -12 κομμάτια !- υποσχόμενος περισσότερες αφορμές για εμβάθυνση στην ακρόαση. Επίσης για πρώτη φορά ο Derek Riggs δεν έχει φιλοτεχνήσει τον Eddie του εξωφύλλου – είχε καταντήσει αηδία με το “No Prayer For the Dying” και τον χοντροκάραφλο τυμβωρύχο. Όχι ότι αυτή τη φορά ο Eddie μπορεί να θεωρηθεί κάτι αξιοπρόσεκτο (βγαίνει από τον κορμό ενός δέντρου υπό πανσέληνο, ελάχιστα τρομακτικός είν΄η αλήθεια, σα δαιμονισμένο ραπανάκι), όμως ας πούμε ότι απηχεί την πρόθεση για επιστροφή σε παραδεδεγμένες αξίες.
Κάτι όμως υπολείπεται, όπως δείχνουν οι φωτογραφίες της μπάντας σε οπισθόφυλλο κι εσώφυλλο. Κακοφωτισμένες, απρόθυμες, χωρίς στυλ, με κάτι πολύ προχτεσινό για νά’ ναι πειστικές.
Μετά τα δύο πρώτα κομμάτια τα ήδη γνωστά από την εκπομπή του Ριχάρδου, τα οποία έχουν καθησυχαστική επενέργεια, καθώς είναι σίγουρα πιο δουλεμένα από την προχειράντζα του “No Prayer…”, έρχεται το “Afraid To Shoot Strangers” του Harris.
Η υποβλητική ερμηνεία του Dickinson εισαγάγει πράγματι σε κάτι ιδιαίτερο, χωρίς δισκογραφικό ανάλογο, όμως η έκρηξη που έρχεται ξαφνικά στα τριάμισυ λεπτά ξεσπά βεβιασμένη. «Τίν΄αυτό ρε; Βαρέθηκε ο Ηarris και πάτησε γκάζι;»
Είναι το πρώτο πραγματικά καλό κομμάτι του δίσκου, δείχνει ότι θα μείνει, με την μελωδική γραμμή την παιγμένη από τη μία κιθάρα, φτιαγμένο για συναυλία. Όμως ο ήχος εξακολουθεί να μουντός, περισσότερο μπάσος απ΄όσο χρειάζεται και τα σόλο του Gers είναι γρήγορα, όμως μοιάζουν βιαστικά και τσαπατσούλικα.. «Λες ρε Θόδωρα να φταίνει το βινύλιο; Ελαφρύ το κόβω».
H δεύτερη πλευρά ξεκινά με ένα ασύνηθες Ζεπελλινικό πείραμα των Dickinson/Gers στο “Fear Is The Key”.
Το “Childhood’s End” του Harris έχει τη δόνηση του Clairvoyant αλλά κάτι πολύ μασημένο στον κορμό του, αυτός ο καλπασμός του μπάσου, ίσως να φταίει και η πολύ ξερή και πεπερασμένη παραγωγή, ακούγεται χιλιοπαιγμένος από τον ίδιο τον εφευρέτη του. Η δε φωνή του Dickinson, ήδη από το “Seventh Son…” και μετά επιβεβαιώνει ότι όλο και περισσότερο προτιμά να καταφεύγει στα ουρλιαχτά αντί να ερμηνεύει απογειούμενη.
Τη δεύτερη πλευρά κλείνει το “Wasting Love”, μια μπαλάντα των Dickinson/Gers, που σε γραπώνει απ’ τα εσώψυχα.
Δυστυχώς έχει έρθει τρία με τέσσερα χρόνια αργοπορημένη. Ναι μεν, τo ’88 αποκλείεται οι Maiden να είχαν συμπεριλάβει μπαλάντα σε δίσκο τους, όμως παραμοιάζει με τραγική ειρωνεία ότι τώρα, σε μια εποχή που ο ήχος σκληραίνει και η μπαλάντα εξοβελίζεται ως φόρμα από το ραδιόφωνο, προσφέρουν το πρώτο και μόνο κομμάτι των Maiden που προσεγγίζει απτά, αληθινά συναισθήματα.
Ο Gers σε μια μελωδική γραμμή κι ένα σόλο κλάσης και ο Dickinson με την αυθεντική συντριβή ενός τσακισμένου Καζανόβα 34 αιώνων κι όχι ετών, καθώς «περνά τις μέρες του βυθισμένος σε κενό και μοναξιά», «σπαταλώντας τη ζήση του σ’ απεγνωσμένα χάδια». “Maybe one day I’ll be an honest man – Up ‘til now, I’m doing the best I can”. Το φορτίο στις πλάτες του Dickinson είναι ήδη βαρύ. Φαίνεται ακόμη κι από το βλέμμα του στις φωτογραφίες. Ο τύπος νιώθει ν’ ασφυκτιά ανάμεσα σε παλαίμαχους. Είναι φευγάτος.
Σημάδια του ότι κάτι διαφεύγει, ότι κάτι μοιάζει πλέον επικίνδυνα μεσήλικο, υπάρχουν διάσπαρτα και στην τρίτη πλευρά.
Το “The Fugitive”, κι αυτό του Harris, έχει καλό ρεφραίν, αλλά πεζό θέμα και κάτι κήμπορντς ένθετα στη μίξη που το κάνουν ν’ ακούγεται σαν τρίτης κατηγορίας Magnum. Το “Chains Of Misery” (ευθεία δομή, κελαηδιστά σόλο, άμεσο ρεφραίν), μια από τις σπάνιες συνεισφορές του Murray, αδικείται χωμένο τόσο ύστερα στο δίσκο έπρεπε να έχει μπει δεύτερο –τί διάολο χρειάζεται η μετριότητα το “From Here…”; Εκεί όπως που η στειρότητα χτυπάει έναν δυσάρεστο πάτο είναι στο “The Apparition”, ένα ημιτελές χωρίς ρεφραίν ζεπελινικό τζαμ, το οποίο δεν κολλάει πουθενά, ούτε και λέει τίποτε. Ποτέ οι δίσκοι των Maiden δεν είχαν χώρο για κομμάτια για πέταμα. Το φορμάτ όμως έχει αλλάξει και στην εποχή του cd, όλοι υποχρεούνται να κυκλοφορήσουν νέο υλικό «με το κιλό» (“by the pound”, εν προκειμένω).
Τα συναισθήματα από την πρώτη ακρόαση παραμένουν ανάμικτα καθώς απομένει η τέταρτη και τελευταία πλευρά. Δύο ακόμη κομμάτια που δεν έχουμε ακούσει και το “Fear Of The Dark” που θέλουμε να ξανακούσουμε καλά. Και να που αυτά τα δύο συναπαρτίζουν την μεταβατική, μετέωρη φάση των Maiden εν έτει 1992. Το διθυραμβικό “Judas Be My Guide” είναι από τα καλύτερα κομμάτια των Maiden, μ’ ένα ρεφραίν που σ’ εκτινάσσει στους αιθέρες και σόλα από τον Murray που, σα σφηνάκια μαγικού ζωμού απ’ τη χύτρα του Πανοραμίξ, ξυπνάνε σε κάθε κύτταρό σου το τί σήμαινε για σένα Maiden τότε, σήμερα, πάντα.
«ΔΥΝΑΜΩΣΕ ΤΟΟΟΟΟΟΟ !!!»
Μετά και δίπλα από τέτοια ανάταση, το άγουστα απλοϊκό, σαν out-take του “Tattoοed Millionaire”, με επιδερμικό ρεαλισμό στο στίχο “Weekend Warriors”, είναι ο αντίποδας. Νέτα – σκέτα, ένα κανονικό ξενέρωμα. Ευτυχώς όμως υπάρχει και το κλείσιμο.
Η δεύτερη πλευρά του δεύτερου δίσκου φέρνει αυτό που αποζητούμε από τον καινούριο δίσκο των Maiden.
Ένα κομμάτι που να στέψουμε κατευθείαν, πριν καν τελειώσει, «κλασσικό». Απ’ αυτά που μπαίνουν με πολιορκητικό κριό στις χειρόγραφες λίστες μας με τα καλύτερα, απ’ αυτά που προσπαθούμε να χωρέσουμε στο ιδανικό best of των Maiden, έργο εκ των πραγμάτων ανολοκλήρωτο επί σειρά ετών.
Το “Fear Of The Dark” του αρχιμάστορα Steve Harris δεν έχει την πολυπλοκότητα των closers άλλων δίσκων, έχει όμως μια σοφά οικοδομημένη δομή. Οβερτούρα που συνδυάζει υποβλητική φωτοσκίαση και ερμηνεία σε πρώτο πρόσωπο που τρυπώνει από το αυτί κατευθείαν στο θυμικό. Κυρίως θέμα με σωστά χρονισμένη έκρηξη, ένα ριφ που λες και υπήρχε carved in stone εκεί, από τη γέννηση του ίδιου του χρόνου, εναλλαγές σόλο ιδανικά βαλμένες στη μίξη μαζί με τη ρυθμική μεταβολή.
Τέλος, στιχουργικό περιεχόμενο αγωνιώδες, που ενώνει λιτά τον πρωτόγονο, άφευκτο φόβο έναντι του αθέατου στο σκοτάδι, ένα πραγματικά heavy metal θέμα, κινούμενο πάνω στη φωνή του Dickinson μεταξύ ψυχωμένης πεποίθησης και αρχομένης παράνοιας. Ο δίσκος θα καρφωθεί στην κορυφή των βρετανικών τσαρτ δύο βδομάδες μετά την κυκλοφορία του (UK#1, 23/5/92), ενώ και στην Αμερική το άλμπουμ θα σημειώσει πολύ ικανοποιητική πορεία (US#12, 30/5/92, μένοντας στα τσαρτ για 13 εβδομάδες).
Στις 22 Αυγούστου η μπάντα εμφανίζεται στο Donington, headliner για δεύτερη φορά, μαζί με Skid Row, Thunder, WASP, Slayer και Almighty, ενώ έχοντας κατά κάποιο τρόπο προλογίσει την εμφάνιση, το “From Here To Eternity” θα μείνει για λίγο έξω από το βρετανικό τοπ-20 (UK#21, 18/7/92). Οι Maiden είχαν επιστρέψει, αλλά προς τα πού πήγαιναν και για πόσο;
Η ανάμικτη αυτή αίσθηση που κληροδότησε ο δίσκος σε μας τους ακροατές της χρονικής συγκυρίας του ‘92, μας καθυστέρησε από το να αντιληφθούμε πόσο κρίσιμο, πόσο τεράστιο έμελλε ν΄αποδειχθεί το συγκεκριμένο κομμάτι.
Οι σαραντάρηδες του 2022 είναι η γενιά μεταλλάδων για τους οποίους το “Fear Of The Dark” υπήρξε ο πρώτος δίσκος Maiden που άκουσαν ή κράτησαν στα χέρια τους σε πραγματικό χρόνο. Αυτοί για τους οποίους το χωρίς υπεκφυγές σκυθρωπό και λυτρωτικό ταυτόχρονα ομώνυμο κομμάτι εφόρμησε και κατέλαβε το μυαλό τους αποτελώντας το πρώτο και αθεράπευτο κόλλημά τους, με τον ίδιο τρόπο που για τους προηγούμενους έκανε την δουλειά το “Run To The Hills”, το “The Trooper” ή το “2 Minutes To Midnight”.
Χωρίς μεγάλη δόση υπερβολής, το τραγούδι αυτό ήταν που κράτησε στην υπόλοιπη δεκαετία του ’90 «με το ένα χέρι», όλη την παράδοση του κλασσικού heavy metal ήχου ζωντανή, ενώ παραδίπλα κυριαρχούσαν από τη μια οι παρακατιανές διπλομποτιές των Blind Guardian, από την άλλη το σκατόψυχο βλακντεθ μέταλ των σκανδιναυών μισανθρώπων και διάφορων goth, punk και trash υβριδίων, από Type O Negative και GWAR ως Rob Zombie.
Ο ρόλος του του τραγουδιού για τις νεώτερες γενιές Μaidenομανών είναι, τριάντα Μαίους αργότερα, αδιαμφισβήτητη. Δεν λείπει ποτέ από το set list στις ζωντανές τους εμφανίσεις κι έχει ηχογραφηθεί 8 φορές live, αποτελώντας έτσι κι ένα μέτρο για τη φόρμα της μπάντας μέσα στα χρόνια.
Στην δε “Legacy Of The Beast Tour” η επί σκηνής εμφάνιση του Dickinson με μάσκα, ημίψηλο, κάπα και κρατώντας τη Ντικενσιανή λυχνία, με τις τριάντα πέντε χιλιάδες των Μαλακάσσιαν Φηλντς (ανάμεσά τους και κείνο το ακροατήριο των δύο απ’ το διαμέρισμα στου Ζωγράφου) να τραγουδούν μαζί του τα λόγια της εισαγωγής και μια θάλασσα από κινητά να κάνουν το σκοτάδι συντρίμμια, θα παραμείνει ανεξίτηλη σκηνή ανθολογίας για το τί σημαίνει ζωντανό heavy metal στο μνημονικό όλων όσων υπήρξαμε μάρτυρές της.