Η κασέτα της CBS με την πορτοκαλί ράχη είχε τη χειρότερη ποιότητα ήχου κασσέτας εταιρίας που είχε πέσει στα χέρια μου.
Όμως αντί να αποδυναμώσει την ακρόαση με το φύσημα και τα παρά φύσει μπουκώματα στα μπάσα, επέτεινε την ακρόαση, δημιουργώντας προσδοκίες για ακόμη μεγαλύτερη πώρωση, άμα τυχόν κι έβρισκες, λέει, κανένα πικάπ μ’ ενισχυτή της προκοπής.
Όμως όπως και νά’ χει, το μεταλλικό υλικό που περιέχει το “Screaming For Vengeance” τόσο καθηλωτικό και εθιστικό, που δεν εξαρτάται από το σε τί μέσο αναπαραγωγής θα το ακούσεις, αλλά από το πόσες φορές και πόσο δυνατά θα ζητάει ο οργανισμός σου να το ακούσει ξανά και ξανά.
Τα 42 δευτερόλεπτα της μεγαλειώδους εισαγωγής "The Hellion" τρυπιούνται από το ριφ - πολιορκητικό κριό του "Electric Eye". Έρχεται η φωνή του Rob Harford, ψυχρή, απόκοσμη, από θέση απόλυτης ισχύος. Επιβουλεύεται. Καταγράφει. Επιβάλλει έλεγχο επί παντός επιστητού.
"You think you've private lives - Think nothing of the kind - There is no true escape - I'm watching all the time".
Οι κιθάρες των Glenn Tipton και K.K. Downing τραχιές και συμπαγείς. Τα τύμπανα του Dave Holland (για πρώτη φορά ο ίδιος ντράμμερ σε τρίτο δίσκο των Priest), δεμένα πάνω στο μπάσο του αιωνίως πολύτιμου κομπάρσου Ian Hill σε μια εναλασσόμενη γρονθοκλωτσειάδα, κόβοντας την ανάσα με ρούλο πριν σκάσει η πρώτη νότα απ' το αφηνιασμένο σόλο του Glenn Tipton που γαζώνει σαν πολυβόλο, πλαγιοκοπεί και αφήνει την υπογραφή του παίζοντας με την κεντρική αρμονία. Ένα fantasy έπος απομνημονεύσιμο νότα προς νότα και με το στίχο "I' m made of metal, my circuits gleam, I am perpetual, I keep the country clean", νοστραδαμικά προφητικό, εποχές ολόκληρες πριν ο Μεγάλος Αδελφός, ο Μπιλ Γκέιτς ο Σάμσουνγκ κι ο Χουαγουέης δέσουνε το βλέμμα της ανθρωπότητας σε μια οθόνη.
Καθώς η τελευταία κορώνα του Halford χάνεται στο υπερπέραν, με ούτε μισό δευτερόλεπτο κενό, η ολομέτωπη επίθεση συνεχίζεται: Το "Riding On The Wind" σε δένει πάνω σε ρουκέτα, οι Tipton/Downing σκίζουν καυτό αέρα με τα ριφ ξυραφιές, η φωνή σκίζει τον αέρα βίαια break και μια αδιανόητης ταχύτητας και λύσσας ευγλωττία στα εναλλασσόμενα σόλο σε στέλνουν αδιάβαστο. Αυτό που με οδηγεί να πατάω το rewind του Panasonic, για να νιώσω ξανά και ξανά αυτό τον ηλεκτρικό άνεμο να με χτυπάει καταπρόσωπο κάθε φορά που η μια κιθάρα αρπάζει τη σκυτάλη απ’ την άλλη, ουρλιάζοντας εναλλάξ πριν εφορμήσουν ανηλεώς, δεν περιγράφεται σαν κάτι λιγώτερο από ταραχή. Τί κομμάτι ! Τυφώνας !
Το "Bloodstone" είναι ένα βαρυμεταλλικό τέρας που δονείται από κάτι τομ που σκοτώνουν, ενώ το κουαρτέτο του ολέθρου που καταλαμβάνει τα 4/5 της πρώτης πλευράς, συμπληρώνεται με το "(Take These) Chains". Ξεκινά σα να σε μεταφέρει στα πορφυρά χρώματα ενός ήλιου που δύει, για να πάρει γρήγορα όγκο και παλμό από τις κιθάρες, που πάνω τους ο στίχος απλώνει μια υψίφωνη ικεσία του Halford : να πάψει η τυρρανία του εξαρτησιογόνου έρωτα που “turnedmeanovernight”. Το διαπεραστικό, κοψοφλέβιο hook γραμμένο από τον Bob. Halligan Jr. που δυό χρόνια μετά θα δώσει κι ένα δεύτερο τραγούδι του στη μπάντα, το “Some Heads Are Gonna Roll” (και τα επόμενα χρόνια θα γράψει ανάλογης εθιστικότητας μικρο-hit για Helix, Blue Oyster Cult, Kix, Icon, Kiss και Bonfire).
Με το όχι και τίποτε σπουδαίο "Pain And Pleasure" όπου ο K.K. Downing μαστιγώνει με wah-wah την s&m υποφορά των στίχων, είναι σαφές ότι ο μισός δίσκος κάνει ήδη σκληρό πρωταθλητισμό.
Η δεύτερη πλευρά ανοίγει και πάλι σανιδωμένη. "Screaming For Vengeance", με τον Halford σεληνιασμένο, τα σόλο υστερικά κι ένα break στη μέση που σου σπάει τα ράμματα. Χωρίς ούτε μισό δευτερόλεπτο διακοπή, συνεχίζεται με το ακάθεκτο εμβατήριο αφύπνισης "You've Got Another Thing Comin'".
Στο μελωδικό "Fever" συναρπάζουν φωτοσκιάσεις μαζί μ’ ένα ακόμη έξοχο σόλο όπου Tipton και Downing αλληλοσυμπληρώνονται, ενώ το κλείσιμο μας επιφυλάσσει το "Devil's Child", με το ανίερο AC/DCικά διαολιασμένο groove και τον Halford να δαιμονίζεται σαν Κλάους Νόμι που κατάπιε ποτάσα.
Σε εννέα κομμάτια, το πιο βαρύ μέταλλο που μπορούσε κανείς ν’ ακούσει το 1982 (προφανώς μαζί με το “Number Of The Beast” των νεώτερων από τους Priest κατά 6-7 χρόνια Iron Maiden).
Ο δίσκος – o όγδοος για τους Priest- θα ηχογραφηθεί όπως και ο προηγούμενος στα Ibiza Studios στην Ισπανία, καθώς έχουν κι αυτοί ενταχθεί στην λίστα των βρετανών μουσικών που προτιμούν την «εξορία για φορολογικούς λόγους». Ο στόχος, ξεκάθαρος. Το πείραμα με τον καθαρό, αλλά κάπως άνευρο, ραδιοφωνικό ήχο του “Point Of Entry” πρέπει να ξεχαστεί.
Ο παραγωγός Tom Allom, μαζί τους από το ’79, έχει καταλάβει ότι θέλουν να το κάνουν με το δικό τους τρόπο. Τα κομμάτια είναι σκληρά, επιθετικά ως μανιασμένα, όμως γνωρίζουν πόσο μεγάλη σημασία έχει και το κατάλληλο μουσικό δόλωμα.
Κατά παράδοξο τρόπο, αυτό θα βρεθεί σ’ ένα κομμάτι που παρά λίγο να μη συμπεριληφθεί στο άλμπουμ, καθώς βρισκόταν σε ημιτελή κι ανεπεξέργαστη μορφή όταν ξεκίνησε η τελική μίξη του υλικού το Μάϊο του ’82 στα Bee Jay Studios της Φλόριντα. «Αυτό εδώ πώς μας ξέφυγε;» παρατήρησε ο Tom Allom, ενθαρρύνοντας τη μπάντα να το ηχογραφήσει κανονικά. «Πραγματικά απορώ. Όμως για φαντάσου το ν’ ακούγεται ενώ μπαίνεις στο αυτοκίνητο με τον ήλιο από πάνω σου να λάμπει και συ να’ χεις τη λεωφόρο όλη μπροστά σου να ξεχυθείς» ζωγράφισε μια εικόνα ο Rob Halford. «Αυτό είναι !» Η αίσθηση ότι έχουν στα χέρια τους την πρώτη ύλη για ένα κομμάτι με θετικό vibe, ιδανικό για οδήγηση, τους είχε εντελώς διαφύγει όταν το ηχογραφούσαν δοκιμαστικά. Ενθουσιάστηκαν όμως με την προοπτική να μπορέσουν να καταφέρουν κάτι ανάλογο ή και καλύτερο με το “Living After Midnight”, που παρ΄ότι έκανε επιτυχία μόνο στα βρετανικά τσαρτ, ήταν ήδη από τα κομμάτια που ζητούσε το αμερικάνικο κοινό σε κάθε τους περιοδεία – απλό, άμεσο, εξωστρεφές.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει αυτό το ρυθμό, το beat, που ακόμη κι αν οδηγείς με τριάντα μίλια την ώρα, αυτόματα με το που θ΄ακούσεις τις κιθάρες στην εισαγωγή, κάτι σε ωθεί να πατήσεις το γκάζι. Συν ότι σου δίνει ένα ανέμελο, αισιόδοξο συναίσθημα, δύσκολο να του αντισταθείς»
“In this world we're livin' in, we have our share of sorrow
Answer now is don't give in, aim for a new tomorrow”.
«Eκείνη την εποχή στην Αμερική η κυρίαρχη τάση περιστρεφόταν γύρω από ένα “μπες στο αυτοκίνητο, άνοιξε το στέρεο, οδήγα κι όπου σε βγάλει”. Έγινετοκατάλληλοκομμάτιγιατηνσυγκεκριμένηεποχή. Το καλοκαίρι του ’82 άρχισε να παίζεται από τους ραδιοσταθμούς, στην αρχή στις περιοχές που είχαμε πολύ και αφοσιωμένο κοινό, όπως το St. Louis και το SanAntonio. Mετά όμως άρχισε ν΄ακούγεται παντού. Δεν υπήρχε ροκ σταθμός στη Βόρεια Αμερική που να γύριζες ν΄ακούσεις και να μην το είχε σε καθημερινή βάση».
"Out there is a fortune waiting to be had, if you think i'll let it go, you're mad You’ve got another thing comin’".
Το “You’ve Got Another Comin’” κυκλοφόρησε σε single στις 6 Αυγούστου, 20 μέρες πριν ξεκινήσει η εξάμηνη περιοδεία τους στην Αμερική. Το εκ πρώτης όψεως ταπεινό Νο 67 στο οποίο, τέσσερις μήνες μετά, (27/11/82) έφθασε στα singles του Billboard σηματοδοτεί την καθιέρωσή τους. Το “Screaming For Vengeance” κυκλοφορεί στις 12 Ιουλίου και μέσα στους επόμενους μήνες θα ξεπεράσει το μισό εκατομμύριο αντίτυπα, θα μπει στο top-20 (US#17, 30/10/82) και θα παραμείνει για 55 εδομάδες στα τσαρτ και θα τους καθιερώσει στην αμερικάνικη αγορά. Δεν υπάρχει, δε, μεγαλύτερη απόδειξη για το πόσο ψηλά έφτασαν με το άλμπουμ και την “Vengeance Tour ‘82” στη μεταλλική ιεραρχία της εποχής από το ότι επιλέχθηκαν να συμμετέχουν στις 29 Μαίου του ’83 στη metal ημέρα του “US Festival”, στο San Bernardino της Καλιφόρνια, παίζοντας δίπλα στα πιο δημοφιλή ονόματα του σκληρού ροκ τη δεδομένη στιγμή: Quiet Riot, Motley Crue, Ozzy, Scorpions, Triumph και Van Halen.
Η δύναμη ολόκληρου του άλμπουμ παραμένει ακαταμάχητη. Eξήγηση;
Μα, συμπυκνώνει το δικαίωμα να είσαι young and kinda proud, on top, as long as the music’s loud.