Cinderella: Don’t Know What You’ve Got (‘Till It’s Gone)

19/11/2023

Κατηγορία: Rocktime Songs

6918

Ο Randy “The Ram” Robertson είναι ένας χτισμένος με ξασμένος ξανθός, πού’ χει καβαλήσει τα πενήντα. Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 ήταν πρώτο όνομα στο πρωτάθλημα του wrestling σε εθνικό επίπεδο.

 

Οι μάχες του με περίφημους κακούς όπως ο διαβόητος “Ayatollah” με το Madison Square Garden γεμάτο είχαν αφήσει εποχή.
20 χρόνια αργότερα βγάζει το ψωμί του δίνοντας παραστάσεις «αγώνων» σε γυμναστήρια της κακιάς ώρας, κόντρα σε εκτρωματικά περιποιημένους σφίχτες της οκάς, μπροστά σ’ ένα κοινό από geeks πού’ χει ακούσει για τις μέρες της δόξας του, χωρίς να τις έχει προλάβει. Μετά την παράσταση, δέχεται στωϊκά το ρίξιμο στην πληρωμή, δίνει αυτόγραφα σε δύο θεατές και σέρνει μόνος του τα μπογαλάκια του σ’ ένα φτηνό σακ βουαγιάζ προς ένα βανάκι πού’ ναι το μοναδικό του σπίτι.
Μόνος, κατάκοπος και σιωπηλός. Από το κασσετόφωνο του βαν, ακούγεται μέσα από
tο φύσημα της κασσέττας μια γλυκόπικρη power ballad, από την εποχή που θριάμβευε. Είναι το “The Wrestler” του Darren Aronofsky.
Ο “Ram” είναι ο Mickey Rourke. Και η μπαλάντα που τον πάει πίσω στο χρόνο λέγεται “Don’t Know What You’ve Got (‘Till It’s Gone”).        
19 Νοεμβρίου του ’88. Στο Νο 65 των singles εμφανίζεται για πρώτη φορά το “Armageddon It” των Def Leppard. Στο Νο 31 οι Bangles με το “In Your Room”. Στο 26 οι Vixen με το “Edge Of A Broken Heart” και μια θέση πιο πάνω οι Van Halen με το “Finish What You Started”. Στο 23 οι Pοison με το “Every Rose Has Its Thorn”. Στο 18 το “Welcome To The Jungle” των Guns, κυνηγώντας από απόσταση αναπνοής τους Eddie Money και Phil Collins.


Πάνω απ’ όλους αυτούς, στο Νο 12, έχοντας κάνει τον ανταγωνισμό να μεριάσει, η power ballad που κάνει τους αναπτήρες να καίνε αντίχειρες, τα χείλη να δαγκώνονται, τις καρδιές να ματώνουν και τα δάκρυα να μην μπορούν να συγκρατηθούν.
Έχει τη δύναμη των πιανιστικών συγχορδιών του
Dream On παιγμένου λες από τη φιλαρμονική της Πράγας, ένα πανοραμικό κιθαριστικό σόλο αλά Jimmy Page και στη φωνή ένα αλύχτημα αρσενικής Janis.
Η μπάντα λέγεται Cinderella και δεν είναι μια ακόμη hair metal μπάντα. Είναι μια Σταχτοπούτα που βρέθηκε στο χορό δύο χρόνια πριν και τώρα παίζει και χορεύει στο δικό της σκοπό. Από την κορυφή των singles, ο Jon Bon Jovi με το “Bad Medicine κλείνει στην Σταχτοπούτα το μάτι με κρυφή περηφάνεια.
Είναι μια δική του ανακάλυψη, πριν ακόμη γίνει σταρ, πίσω στο 1985. Και τώρα, μετά από 3 χρόνια και 7 μήνες περιοδειών μαζί του μέσα στο ’87, υπάγονται στην ίδια εταιρία, έχουν τον ίδιο μάνατζερ και έχουν κυκλοφορήσει και οι δύο τα καινούρι
a lp τους που εφορμούν δίπλα - δίπλα, με διαφορά λίγων μηνών, για να αλώσουν το Billboard.
Το lp “Long Cold Winter έχει κυκλοφορήσει από το τέλος της Άνοιξης του ‘88, αλλά ο 27χρονος Tommy Kiefer από την Pennsylvania, αρχηγός, ιδρυτής, συνθέτης και κιθαρίστας της μπάντας δε βιάζεται.
Έχει ξεκινήσει μια παγκόσμια περιοδεία που θα κρατήσει σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο. Είναι το δεύτερο άλμπουμ τους, κι αυτό σε παραγωγή του τεράστιου
Andy Jones. Αυτή τη φορά, το glam λούστρο στον ήχο έχει ελαττωθεί με δική του πρωτοβουλία. Θέλει να ηχογραφήσει κάτι πιο ουσιώδες, κάτι με ταυτότητα που να διακρίνει τη Cinderella από τις δεκάδες boy bands με spandex και πόζες βγαλμένες από τις σελίδες ενός “Hustler” για θηλυκό κοινό.      
Ηχογραφήθηκε στα Bearsville Studios, που είναι χτισμένα στις πλαγιές των λόφων, δυτικά  του Woodstock. Οι καλλιτέχνες που επέλεγαν να ηχογραφήσουν εκεί, από τον Bob Dylan και τους Stones μέχρι τους 10CC και τον Paul Butterfield ήθελαν να απομακρυνθούν από την πολύβουη και πλασματική πραγματικότητα της ροκ ν’ ρολ δίνης και να κατασταλάξουν στο επόμενο έργο τους μετά από κάποια ενδοσκόπηση. Ο Keifer, που συνειδητά κινήθηκε προς έναν σαφώς πιο ‘70s ήχο, με το συγκεκριμένο κομμάτι κατάφερε να πετύχει διάνα: η σκληρή χροιά του έβγαλε όλη την νόστο, τη μεταμέλεια, και τη συγχώρεση που μπορούν να χωρέσουν σε πεντέμισυ λεπτά, υπό τη συνοδεία μιας σειράς από μινόρε ακκόρντα που πλημμυρίζουν το ακουστικό φάσμα.
Κι όμως η κεντρική ιδέα του τραγουδιού είχε γεννηθεί υπό εντελώς αντίρροπες συνθήκες.


«Ήταν η εποχή που γράφαμε το πρώτο μας άλμπουμ, “Night Songs” και η δισκογραφική δεν ήταν και τόσο σίγουρη για μας ακόμη. Είχαμε βρει τις πιο φτηνές ώρες στο στούντιο, γράφαμε τη νύχτα και τελειώναμε όταν ο υπόλοιπος κόσμος ξυπνούσε και πήγαινε στη δουλειά του.  Ένα βράδυ λοιπόν καθώς οδηγούσα προς το στούντιο, άρχισα να σκέφτομαι πόσο όμορφη είναι πραγματικά η ζωή. Δεν είχα πολλά, αλλά δεν είχα και κανένα παράπονο από τη ζωή μου. Παρ’ όλες τις δυσκολίες ακολουθούσα το όνειρό μου, ηχογραφούσα τη μουσική μου, είχα έναν πολύ καλό παραγωγό και περίμενα να βγάλω το δίσκο μου. Κατά παράξενο τρόπο, όταν έφθασα στο στούντιο ήθελα να γράψω ένα τραγούδι για την απώλεια. Για το πώς είναι όταν έχεις χάσει όλα αυτά που κάποτε θεωρούσες δεδομένα. Μερικές φορές έτσι δουλεύει η τέχνη του να γράφεις τραγούδια. Δεν έχει να κάνει με αυτό που περνάς εκείνη τη στιγμή, αλλά με κάτι που έχεις περάσει στο παρελθόν, ή ακόμη και με κάτι που προαισθάεσαι ότι μπορεί να νιώσεις στο μέλλον».

Ακόμη και χωρίς την οπτικοποίησή του, το τραγούδι θα ήταν άξιο. Με την στουντιακή εμπειρία του Andy Jones έγινε σπουδαίο. Και χάρις τον Nick Morris, τον βρετανό σκηνοθέτη που ειχε ήδη αφήσει το στίγμα του με κλιπ σε μεγάλες επιτυχίες του MTV, όπως τα “Kyrie”, “Final Countdown” και “I’ll Be Over You”, έγινε κλασσικό. Έχοντας στη διάθεσή του ένα τεράστιο μπάτζετ και 10 μέρες καιρό για δύο βίντεο, γύρισε πρώτα το “Gypsy Road” στο Μεξικό και αμέσως μετά κατευθύνθηκε στην λίμνη Mono, στο Bodie National Park, κοντά στα σύνορα της Νεβάδα με την Καλιφόρνια. Είχε διαλέξει την τοποθεσία από ένα φωτογραφικό άλμπουμ, προσέχοντας μάλιστα ότι δίπλα στη λίμνη Mono υπήρχαν τα ερείπια ενός μικρού οικισμού, ιδανικό τοπίο για κάποια πρόσθετα πλάνα.
Ο Morris θυμάται:
«Ήταν δύσκολο να κάνεις γύρισμα σε εθνικό πάρκο χωρίς να επηρεάσεις το τοπίο. Χρεαστήκαμε πολύ προσωπικό για να μεταφέρει τα μηχανήματα και τα όργανα κοντά στις όχθες της λίμνης. Δεν επιτρεπόταν να τα εγκαταστήσουμε εκεί, οπότε τα συναρμολογούσαμε στο πάρκινγκ και όταν τελειώναμε το γύρισμα τα πηγαίναμε πίσω. Παίρναμε ωραία πλάνα και η μπάντα ήταν πραγματικά δεκτική για ο,τιδήποτε. Μπορούσαν να περιμένουν αδιαμαρτύρητα για ώρες, ντυμένοι, ναμμένοι και έτοιμοι, με τα όργανα στα χέρια, μέχρι ν’ αρχίσει η δύση του ήλιου. Και τότε ξαφνικά τους ούρλιαζα με τον τηλεβόα : “Come on, play the song!”».


Λουσμένο στα χρώματα, κυρίως σ’ ένα βαθύ πορτοκαλί πραγματικού ηλιοβασιλέματος, που άλλοτε ροδίζει, άλλοτε γίνεται γαλάζιο, με τα νερά της λίμνης Mono, την άγρια φύση της δύσης, με την έρημο και το ιδιόμορφο βραχώδες τοπίο, το κλιπ εγινε ένα χαρακτηριστικό φυσικό κάδρο. Η μπάντα, μοναχικοί cow-boys με τον αρχηγό τους να παίζει γκραν πιάνο στημένο δίπλα στην όχθη της λίμνης και στην κορύφωση να σολάρει μπροστά από τα κτίρια ρημάδια της πόλης φάντασμα. Τα δε πλάνα από το ελικόπτερο που είχε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει ο Morris δίνουν μια πρόσθετη προοπτική, μια αποστασιοποίηση που εντείνει τη μοναξιά και την εσωτερικότητα του στίχου.
   
“Don't know what you got, till it's gone - Don't know what it is, I did so wrong
Now I know what I got - It's just this song
And it ain't easy to get back - Takes so long”
    

Παρέμενε το μεγαλύτερο hit της καρριέρας των Cinderella. H μελωδία του πρόσφερε μεγαλύτερο συναισθηματικό βάθος από όλες τις μπαλάντες εκείνης της χρονιάς αθροιστικά, αρκετοί ορκίζονται μεγαλύτερο κι από την μισή τουλάχιστον παραγωγή power ballads της hαir metal εποχής μεταξύ ’88 και ’91. Ένα εξατομικευμένο μίνι - σάουντρακ σε άθραυστη χρονοκάψουλα, που καταφέρνει να κλέψει τον ακροατή από το παρόν και να τον μεταφέρει πίσω, θυμίζοντας κάποιαν ή κάποιον με τον οποίο κάπου, κάποτε, κάτι πήγε στράφι. Παρ’ ότι μπορεί να γνωρίζουμε πια, ακόμη και με σιγουριά, τα πώς και τα γιατί, το κομμάτι διατηρεί την ικανότητα να ανακαλεί την νοσταλγία των απολογισμών. Αυτήν που κατά βάθος, μερικές φορές, πονάει ακόμη. 
         
Παναγιώτης Παπαϊωάννου