Jim Morrison & The Doors : "L.A. Woman", "Last Words", "Out"
Saturday

18Mar

Jim Morrison & The Doors : "L.A. Woman", "Last Words", "Out"

Δημοσιεύθηκε από:

18/03/2023

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

23583
Έμπαινε Νοέμβριος του 1970. Στα Sunset Sound Studios, στο νούμερο 6650 της Sunset Boulevard του L.A., o Jim Morrison, o Ray Manzarek, o Robby Krieger κι ο John Densmore έχουν ξεκινήσει τις πρόβες για την ηχογράφηση του 6ου στούντιο άλμπουμ των Doors. Βρίσκονται στο ίδιο ακριβώς μέρος απ΄όπου έχουν ξεκινήσει, εκεί που κατέγραψαν σε πομπίνα το ντεμπούτο τους, περίπου τέσσερα χρόνια πριν. Όμως η ατμόσφαιρα είναι για πολλούς λόγους βαριά, αποπνικτική.
Το φεγγάρι δείχνει να έχει αλλάξει ήδη από καιρό. Από κείνο το βράδυ της 1ης Μαρτίου του '69, στο Dinner Key Auditorium του Mαϊάμι, όπου ο σαμάνος, προκαλώντας τους πάντες και βρίζοντας τα πάντα, είχε καταλήξει να τα κατεβάσει επί σκηνής, ενώπιον 13.000 σεληνιασμένων οπαδών.
Το ένταλμα σύλληψής του είχε εκδοθεί σε χρόνο μηδέν, ο μουσικός και μη τύπος είχε οργιάσει, οι συναυλίες ακυρώνονταν η μία μετά την άλλη. Στις 20 Σεπτεμβρίου του '70, μετά από μια δίκη ενώπιον προσεκτικά επιλεγμένων ενόρκων από την Εισαγγελία της Φλόριντα, ο
Morrison κρίθηκε ένοχος για τις κατηγορίες της προσβολής δημοσίας αιδούς και της βωμολοχίας σε δημόσιο χώρο. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης εξι μηνών και πρόστιμο 50.000 δολλαρίων.
Θα παρέμενε έξω με αναστολή για αρκετό καιρό, μέχρι να δικαστεί η έφεσή του. Όμως μέχρι τότε, η πιθανότητα να αναγκαστεί να εκτίσει ποινή διάρκειας κάποιων μηνών ή και να καταδικαστεί για την προσωρινώς καταρριφθείσα κατηγορία της «απόπειρας δημόσιας παρακίνησης σε στάση» κρεμόταν πάνω από το μέλλον του ίδιου αλλά και της μπάντας, ως δαμόκλειος σπάθη με τα όλα της.
Για τον καινούριο δίσκο είχαν συλλέξει τέσσερα - πέντε μισοψημένα δοκιμαστικά και μόνο ένα ολοκληρωμένο κομμάτι, με τίτλο "Latin America". Το είχαν φτιάξει λίγους μήνες πριν για να συμπεριληφθεί στην ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι "Zabriskie Point". Στην ζωντανή παρουσίασή του όμως, ενώπιον του σκηνοθέτη, εκείνος προσπέρασε («το παίξαμε τόσο δυνατά που του τινάξαμε τ΄αυτιά στον αέρα», θα πει καγχάζοντας ο Densmore).


Από έμπνευση, ενεργητικότητα και διάθεση, όλοι στείροι. Τα κομμάτια ακούγονταν ημιτελή, άνευρα, οι μουσικοί ζορισμένοι. Για τον παραγωγό Paul Rothchild, που λίγο πριν τα είχε σπάσει με το αφεντικό της Elektra Records, Jac Holzman, το πράγμα είχε φτάσει στο απροχώρητο. Μια μέρα έγειρε αποκαμωμένος πάνω στην κονσόλα και τους είπε : «Λοιπόν, ακούστε κάτι : Δεν μπορώ άλλο. Το πράμα δεν πάει. Αυτή η μουσική είναι κοκτέϊλ τζαζ. Εγώ δεν μπορώ να ασχοληθώ άλλο. Κάντε το μόνοι σας». Μάζεψε τα υπάρχοντά του, μην ξεχνώντας ιδίως τη σακκούλα με το σπέσιαλ χόρτο που ο ίδιος ονόμαζε «Φονιά - Καταστροφέα», χτύπησε βιαστικά στην πλάτη ένα - ένα τα μέλη της μπάντας κι εξαφανίστηκε.

Το συγκρότημα πράγματι σερνόταν, αλλά κι ο ίδιος δεν τα πήγαινε καλύτερα. Μέσα στην πρώτη χρονιά της νέας, δυσοίωνης δεκαετίας είχε, σχεδόν χωρίς διακοπή, φτιάξει το "Morrison Hotel'", είχε διαλέξει μέσα από ατέλειωτες πομπίνες τις ζωντανές εμφανίσεις που μπήκαν στο "Absolutely Live" και αμέσως είχε πέσει με τα μούτρα στο "Pearl" της Janis Joplin. Μόνο που η τελευταία, βρέθηκε νεκρή το πρωί της 4ης Οκτωβρίου του '70 από υπερβολική δόση ηρωίνης, πριν το άλμπουμ ολοκληρωθεί. Λίγες μέρες αργότερα, μετά από ώρες άκαρπης πρόβας κι ενώ έπινε μαζί με τον Morrison, ο Rothchild είδε στα μάτια του τραγουδιστή μια ανησυχητική σκιά, καθώς γύρισε του είπε: «Μπράϊαν, Τζάνις, Τζίμι. Και τώρα, φίλε, πίνεις με τον τέταρτο».  Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
«Μετά το επεισόδιο στο Μαϊάμι, δεν του άρεσε όλη αυτή η εικόνα του sex symbol που του είχαν φορέσει και έκανε ό,τι μπορούσε για να την τσακίσει. Άρχισε να παίρνει κιλά. Άφησε γενειάδα. Παράτησα τις ηχογραφήσεις γιατί είχα κουραστεί να τον σέρνω στο στούντιο. Δύο στις τρεις φορές είτε δεν ήθελε με τίποτα να έρθει, είτε εμφανιζόταν εντελώς πιωμένος και επίτηδες τα διέλυε όλα. Η αλήθεια είναι ότι δημιουργικά είχε εντελώς στεγνώσει. Κοπίαζα συνέχεια να μπορέσω να τον συντονίσω με το υπόλοιπο γκρουπ»,
θα εξηγήσει ο Rothchild.


O μάνατζερ των Doors, Bill Siddons, παρ' ότι συνηθισμένος στην συνεχόμενη κινητή κραιπάλη που περιέφερε μαζί του ο Morrison - τον ακολουθούσαν ένας ολόκληρος συρφετός από χίπηδες και γυναίκες που έκαναν τα πάντα, σκόνες, αλκοόλ, παρτούζες - και έτοιμος να αντιμετωπίσει κι άλλες ακυρώσεις συναυλιών, κι άλλες απώλειες πτήσεων, κι άλλες λιποθυμίες, με δέος θυμάται ένα από κείνα τα φθινοπωρινά - αλλά πάντα ζεστά και υγρά - απογεύματα στα Sunset Sound Studios. «Ήρθε τρεκλίζοντας στην πρόβα. Τον περίμεναν όλοι εκνευρισμένοι. Μπήκε μέσα, κάθισε. Ήπιε 36 μπύρες. Προσπάθησε να τραγουδήσει, αλλά μάταια. Έπεσε λιπόθυμος».

Ήδη από τα session του "Morrison Hotel", οι υπόλοιποι τρεις είχαν αποπειραθεί να τον προσγειώσουν. Ένα απόγευμα στα τέλη του '69 δίπλα στην πισίνα του σπιτιού του πατέρα του Robby Krieger, έφθασαν να πιστέψουν ότι τα κατάφεραν. Υποσχέθηκαν ότι θα τον βοηθήσουν «Εντάξει, εντάξει... ξέρω. Πίνω πολύ. Θα προσπαθήσω να το κόψω». Ήταν μια σπάνια παραδοχή, που όμως σε δευτερόλεπτα πετάχτηκε στα σκουπίδια. «Λοιπόν, τώρα που το συζητάμε, χρειάζομαι ένα ποτό. Πάμε να φάμε μεξικάνικο και να πιούμε». Όσοι τον ζούσαν ήξεραν ότι το "wake up this morning, got myself a beer" δεν ήταν κάποια εμπνευσμένα θρασεία αντίδραση στο σύστημα του Νιξονικού καθωσπρεπισμού που προσπαθούσε να τον πολεμήσει λυσσαλέα μετά το συμβάν του Μαϊάμι, αλλά περισσότερο μια ημερολογιακού τύπου καταγραφή, από έναν άνθρωπο που πλησίαζε ολοταχώς στην άκρη του γκρεμού και ετοιμαζόταν για το άλμα στο κενό, βέβαιος για την κατάληξη όσο και συνεπαρμένος από την ίδια την απροθυμία του να κόψει ταχύτητα.


Ο μόνος τρόπος να κόψει ταχύτητα, ήταν να βρει κίνητρα. Έπρεπε να τον μαντρώσουν στο στούντιο. Η απουσία του Rothchild λειτούργησε καταλυτικά. Οι ευθύνες για την μορφή του καινούριου υλικού θα ανήκαν αποκλειστικά στην μπάντα. Ο Holzman (η εταιρία) συμφώνησε. Το άλμπουμ θα ξεκινούσε απ' την αρχή και θα τους βοηθούσε στην παραγωγή ο ηχολήπτης, ο Bruce Botnick που είχε την ευθύνη στην κονσόλα και στο "Morrison Hotel", ενώ παρ' ότι μόλις 25 είχε ήδη υπογράψει τα δύο πρώτα άλμπουμ των Love και την στεγνή αλλά καθαρή δουλειά στο "Let It Bleed" των Stones.
Δική του ιδέα ήταν να ηχογραφήσουν στο μέρος που έκαναν τις πρόβες, κι όχι σ΄ένα ακριβό στούντιο. Για να αισθάνονται άνετα, να γυρίσουν πίσω στο ξεκίνημά τους, εκεί και οι τέσσερις μαζί, συνένοχοι στο όποιο ηχητικό τους δημιούργημα. Πράγματι, ο Botnick μετέτρεψε το δωμάτιο όπου παλιώτερα έκαναν πρόβες, το επονομαζόμενο "The Doors Workshop", γωνία της Santa Monica Boulevard και La Cienega, σε ένα κανονικό στούντιο. Το διώροφο διαμέρισμα βρισκόταν μια ανάσα κοντά σε μια πυκνή παράταξη από φτηνά ξενοδοχεία, βρώμικες κάβες και κακόφημα μπαρ. Το δεύτερο σπίτι του Morrison. To ίδιο το δωμάτιο του ισογείου ήταν σε άθλια κατάσταση. Δεκάδες άδεια μπουκάλια από μπέρμπον και τεκίλα που κάλυπταν το σκωροφαγωμένο γραφείο όπου ο Morrison έγραφε τους στίχους και βουνά από αποτσίγαρα και μισοσβησμένα πούρα έπρεπε να απομακρυνθούν.
Ο Botnick εγκατέστησε την κονσόλα με το οκτακάναλο κασετόφωνο στο οποίο γράφτηκε το "Strange Days" στον πρώτο όροφο και έφτιαξε μια πατέντα κατεβάζοντας ένα μικρόφωνο από τον πρώτο όροφο για να επικοινωνεί με την μπάντα χωρίς να έχει οπτική επαφή. Στη ίδια λογική της επιστροφής στα στοιχειώδη, ο John Densmore χρησιμοποίησε τα τύμπανα του πρώτου άλμπουμ. «Είπα στον Ray ότι ήθελα εκείνο το συναίσθημα που έβγαινε στο "Live At Carnegie Hall" του Miles Davis. Μπορεί να έκανες και κάποιο λάθος, αλλά σημασία είχε το πάθος».

Ο Botnick πρότεινε να προσλάβουν κι έναν «κανονικό» μπασίστα. Έριξε στο τραπέζι το όνομα του έμπειρου Jerry Scheff, που μόλις είχε τελειώσει μια ολόκληρη σαιζόν παίζοντας στην μπάντα του Έλβις στο Hotel International Las Vegas. Η συμμετοχή του στις ηχογραφήσεις ήταν πολύτιμη, καθώς εισέφερε μια προσωπική τονικότητα που ρύθμιζε φυσικά τόσο τη ροή των πλήκτρων του Manzarek, όσο και την κυκλοθυμία της απαγγελίας του Morrison.

Έχοντας ο ένας απέναντι τον άλλο, η χημεία επανεμφανίστηκε. Επικεντρωμένοι στη δημιουργία και χωρίς εξωτερικούς περισπασμούς, έφτιαξαν το άλμπουμ από καρδιάς. Ακόμη και ο Morrison ήταν ασυνήθιστα -στην αρχή- ακριβής, υπομονετικός και ανεκτικός, τουλάχιστον για τα δικά του δεδομένα. Σε τελευταία ανάλυση, αυτή η εγγύτητα έφερνε τους τέσσερις ξανά στο να γίνουν μια μπλουζ μπάντα, κι όχι ένα επιτηδευμένο ποπ γκρουπ, κάτι που ο Morrison αποζητούσε περισσότερο από οποιαδήποτε αποτοξίνωση.

Παρ΄ότι η αμεσότητα στη μουσική προσέγγιση του έδινε κίνητρο, ήταν φανερό ότι πνευματικά και ψυχικά ο Morrison βρισκόταν σ΄ένα απροσδιόριστα ομιχλώδες μέρος, οδεύοντας προς ένα ακόμη πιο σκοτεινό. Οι συνεντεύξεις του τέλους του '70 σε Village Voice και Los Angeles Free Press μιλούν από μόνες τους.
«Γιατί είναι τόσο επαχθές να είναι χοντρός; Είναι ωραίο να είσαι χοντρός. Νιώθω υπέροχα που είμαι σαν τανκ. Σα ένα τεράστιο θηλαστικό, ένα κτήνος. Προχωράω στους διαδρόμους και στο χορτάρι και νιώθω ότι μπορώ να βγάλω απ΄το διάβα μου τον οποιονδήποτε. Είναι φοβερό να είσαι λεπτός και εύθραυστος. Θα σε πάρει και θα σε σηκώσει κανένας αέρας». 

Ρουφώντας το ένα screw driver μετά το άλλο, συνεχίζει :
«Για να μπορέσεις να σταθείς στον κύκλο μου, θα πρέπει πρώτα να μπορείς να γίνεις λιώμα και να γελοιοποιηθείς σε δημόσιο χώρο. Πρέπει να σου απαγορευτεί η είσοδος από επτά κλάμπ τουλάχιστον. Κι αυτό είναι ο ιρλανδικός τρόπος. Κάνω παρέα κυρίως με Ιρλανδούς και με Ιταλούς...».
«Φαίνεται ότι πολύς κόσμος σουτάρει πρέζα και σπηντ αυτές τις μέρες. Αλκοόλ, ηρωίνη και χάπια. Όλα αυτά είναι παυσίπονα. Για μένα υπάρχει το αλκοόλ, είναι πιο παραδοσιακό. Είναι, πάλι, που μισώ το ότι πρέπει να βγεις στην πιάτσα για να βρεις πρέζα. Αηδιάζω με όλον αυτό τον άθλιο  σεξουαλικό συνειρμό, το να «βρίσκεις» από κάποιον άγνωστο και «να την βρίσκεις» μ' αυτόν. Γι' αυτό γουστάρω το αλκοόλ. Πάς στη γωνία σε μια κάβα και νά' το, πάνω στο τραπέζι σου».

Στα τέλη Νοεμβρίου πέντε από τα κομμάτια του καινούριου δίσκου ήταν σχεδόν έτοιμα. Το εναρκτήριο "The Changeling", μια ροκιά στη φλέβα του "Roadhouse Blues", ανασυρμένη από κάτι παλιά σημειωματάρια του Morrison, με την επαναλαμβανόμενη mantra "I had money, I had none" καρφωμένη στην καρδιά, να συνοψίζει την στάση του στιχουγού απέναντι στη ζωή.
Ο Robby Krieger έφερε το "Love Her Madly", ένα folk-blues κομματάκι που θα μπορούσαν να το είχαν κάνει κι οι Love του Arthur Lee. H μελωδική του ροή και οι ιδανικές για ραδιόφωνο μεσαίες του συχνότητες το έκαναν άμεσα υποψήφιο για σινγκλ, όσο κι αν ήταν αυτές που είχαν ξενερώσει τον Rothchild, που είχε μιλήσει απαξιωτικά περί "cocktail music". Αφορούσε την εμμονή του Krieger με μια χορεύτρια από το New Jersey που είχε γνωρίσει σε μια ντίσκο της Νέας Υόρκης το '67 (και αργότερα έγινε σύζυγός του). Όμως και σ' αυτό, ο ποιητής είχε βάλει το χέρι του. «Πάντα να βάζεις μέσα στο στίχο κάτι που θα κάνει τον ακροατή να μπερδεύεται», είχε κλείσει το μάτι στον Krieger. Εξ ου και το "all your love is gone, so sing a lonely song - of a deep blue dream, seven horses seem to be on the mark".
To
"Hyacinth House" ήταν μια συνεργασία Morrison και Manzarek πάνω σ΄ένα σχέδιο που είχε φτιάξει ο Krieger, καθώς τριπάριζαν με τον Morrison παρακολουθώντας τους υακίνθους ν΄ανθίζουν τριγύρω από την πισίνα του παραθαλάσσιου σπιτιού πρεσβύτερου Krieger, ένα χρόνο πριν. Το κομμάτι που απέρριψε ο Antonioni μετονομάστηκε σε "L' America". Εμπνευσμένο από ένα ταξίδι του Morrison στο Μεξικό μαζί με την κραιπαλοφόρο κουστωδία του (". to trade some beads for a pint of gold"), παρέμεινε πυρετώδες και παραισθησιογόνο.

Το "The Wasp (Texas Radio And The Big Beat") με τον εμβατηριακό του ρυθμό τό' παιζαν συχνά από το '68, σ' ένα από κείνα τα διονυσιακά medley μεταξύ "When The Music's Over", "Celebration Of The Lizard" και "The End". Βασισμένο σ' ένα ποίημα του Morrison, μιλούσε για την παντοδυναμία του ραδιοφώνου που επηρέασε τόσο τον ίδιο όσο και εκατομμύρια άλλους μουσικούς στο ξεκίνημα των '60s. Για τις ημέρες του μυθικού Wolfman Jack, που από τον σταθμό XERB εξαπέλυε χιλιάδες βατ rhythm & blues και soul αισθησιασμού, που τρύπωνε στα νεαρά μυαλά από την Tijuana μέχρι και το Chicago. Ένα φαινόμενο που ξεκίνησε το ροκ ν΄ ρολ για μια ολόκληρη γενιά. O Morrison ήταν δηλωμένος φαν του Wolfman Jack.
«Η εφηβεία μου συνέπεσε με το ροκ ν΄ρολ, αν και δεν πήγα ποτέ σε καμία συναυλία. Μέσα όμως στο κεφάλι μου άκουγα συνέχεια μια συναυλία, με μπάντα να παίζει, τραγούδι ν' ακούγεται κι ένα τεράστιο κοινό ν' ακολουθεί. Κρατούσα σημειώσεις διαρκώς απ' αυτή τη ροκ συναυλία που υπήρχε μόνο στη φαντασία μου».
   


Καθώς έμπαινε ο Δεκέμβριος, ο Botnick ήταν και πάλι αυτός που πρότεινε μουσική ενίσχυση. Ήρθε να βοηθήσει o νεαρός τεξανός Marc Benno στη ρυθμική κιθάρα, απελευθερώνοντας τα σόλο του Krieger. Από κει και πέρα, τα session έγιναν ένα ατέλειωτο τζαμάρισμα. Δούλευαν τα τραγούδια επί τόπου, γράφοντάς τα σε ελάχιστες back to back εκτελέσεις το καθένα. Πρώτα ζεστάθηκαν, αποτυπώνοντας ένα ακόμη στάνταρ από τις μέρες του '67 στα στενάχωρα κλαμπ, το "Crawling King Snake" του John Lee Hooker και μετά ο Morrison, εξόρυξε από το - μεγέθους τηλεφωνικού καταλόγου- σημειωματάριο που κουβαλούσε πάντα μαζί του ένα μικρό διαμάντι.
Ο τίτλος δανεισμένος από το περίφημο διήγημα του Richard Farina ("Been Down So Long, I Looks Like Up To Me"), του Νεοϋορκέζου συγγραφέα, ποιητή και τραγουδιστή που σκοτώθηκε σε ατύχημα με τη μηχανή στα 29 για να γίνει μ΄ αυτό ένας από τους αγίους της αντικουλτούρας των '60s. Ο Morrison τοποθετεί το εμφατικό blues stomp στο σκηνικό μιας φυλακής ("Warden, warden, warden, won't you throw your lock and key? Come along here mister, let the poor be"). Το ενδεχόμενο να μείνει έξι μήνες στη φυλακή του Dade της Florida, του σωφρονιστικού ιδρύματος με το προσωνύμιο "α hell hole in paradise" στοίχειωνε κάθε φράση του, κυριολεκτικά.

Το "Cars Hiss By My Window" γράφτηκε από μηδέν εκείνες τις μέρες του Δεκεμβρίου. Ο Morrison τους είπε ότι ήταν για το είναι να ζεις στη Venice Beach, σ' ένα δωμάτιο με αποπνικτική ζέστη και νά' χεις δίπλα μια καυτή γκόμενα που σ' αφήνει αδιάφορο, ενώ η κίνηση των αυτοκινήτων απ' το ανοικτό παράθυρο σου παίρνει το μυαλό. Για τον Morrison η γυναίκα που αντιπροσώπευε ό,τι πιο κοντινό είχε γνωρίσει σε πραγματική αγάπη βρισκόταν μίλια μακριά, απρόσιτη ("Can't hear my baby, though I call, and call and call"). Για την ακρίβεια, στο Παρίσι. Βυθισμένη στην ηρωίνη και ερωτοτροπώντας με έναν γαλαζοαίματο που είχε βαλθεί να προμηθεύει τους celebrities με σκόνες και σύριγγες. Γιατί αυτό στην πραγματικότητα συνέβαινε με την 24χρονη κοκκινομάλλα Pamela Courson. 

Το σχεδόν οκτάλεπτο "L.A. Woman" ολοκλήρωσε την blues οίηση της μπάντας, μέσα σε φανερά ανεβασμένο ηθικό απ' όλους τους εμπλεκόμενους μουσικούς. Tο κομμάτι έχει τον ποιητή ν' ακολουθεί με τα μάτια μια μυστηριωδώς αιθέρια θηλυκή παρουσία ("a lucky little lady or just another lost angel") μέσα στους δρόμους του L.A., με ηχητική ταπετσαρία μια δεμένη, αφοσιωμένη μπάντα, σε φουλ φόρμα. Ο Morrison και πάλι αντλεί από τη λογοτεχνία. Από τον John Rechy, του οποίου η νουβέλα "City Of Light" ήταν απ' τα αγαπημένα του αναγνώσματα στο κολλέγιο κι από τον συγγραφέα της δεκαετίας του '40, John Fante, που λάτρευε να περιγράφει το Los Angeles με λεκτικές ριπές λατρείας και μίσους ("So, fuck you Los Angeles, fuck your palm trees, and your high assed women, and your fancy trees . Los Angeles give me some of you ! Los Angeles come to me the way I came to you, my feet over your streets, you pretty town I loved you so much, you sad flower in the sand").
Ενθουσιασμένος μετά από καιρό, ο Morrison απαιτεί τις αμέσως επόμενες μέρες μετά την ηχογράφηση του "L.A. Woman" να βγει η μπάντα στο δρόμο, να παίξει τα καινούρια κομμάτια ζωντανά. Όμως υπερεκτιμά την κατάστασή του. Στις 8 Δεκεμβρίου, είχε γιορτάσει τα 27α γενέθλιά του  ηχογραφώντας στα Village Recorders Studio του δυτικού L.A. ποιήματά του, που σκόπευε να συμπεριλάβει σ' ένα σόλο άλμπουμ. Μετά από μερικά μπουκάλια Old Bushmills, σωριάστηκε πάνω στα μηχανήματα. «Δείτε 'δω τον περίφημο Τζιμ Μόρρισον» κάγχαζαν οι άνθρωποι του στούντιο.

Κλείστηκαν στα γρήγορα δύο συναυλίες, 11 και 12 Δεκεμβρίου. Η πρώτη στο Dallas State Fair βγήκε σε πέρας με δυσκολία.
Ο Morrison ήταν οφθαλμοφανώς λιώμα. Κάθε κίνησή του αγκυλωμένη, κάθε φράση του, ειπωμένη με κόπο, έδειχνε ότι υπέφερε από ακατανόητα, αλλά δυσβάστακτα ψυχικά φορτία. Όμως τη δεύτερη μόλις βραδιά, στο Warehouse της Louisiana, τα πάντα κατέρρευσαν. Ανέβηκε στη σκηνή και πάλι μεθυσμένος. Η φωνή του ακουγόταν ολοένα και πιο αδύναμη, ώσπου δεν έβγαινε καθόλου. Άδειος και κατακερματισμένος κάθησε μπροστά απ΄τα ντραμς, καθώς η μπάντα επί ματαίω μάκραινε το "Light My Fire", μήπως και ξαναπάρει μπρος. Ξαφνικά σηκώθηκε, άρπαξε τη βάση του μικροφώνου και τη σμπαράλιασε στο έδαφος. «Αυτό ήταν. Δεν ξαναπαίζω», ακούστηκε να λέει καθώς γύρισε την πλάτη στο κοινό και απομακρύνθηκε. Ήταν η τελευταία φορά που θα ανέβαινε στη σκηνή. The Music Was Over.

Τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα. Τέσσερις ακόμη παραστάσεις στο Madison Square Garden που είχαν κλειστεί για τον Ιανουάριο, ματαιώθηκαν. Σε μια τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια να ολοκληρώσουν το άλμπουμ, μια βδομάδα αργότερα από το φιάσκο της Νέας Ορλεάνης, η μπάντα ξαναμπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το τελευταίο κομμάτι.
Το δούλευαν καιρό και δεν έμοιaζε με τίποτε απ' όσα είχαν κάνει ως τότε. Ο τίτλος δανεικός για μια ακόμη φορά, αυτή τη φορά από τον προπολεμικό μοντερνιστή ποιητή Hart Crane (που αυτοκτόνησε στα 32). Το στιχουργικό περιεχόμενο παρμένο από το σενάριο ενός πειραματικού φιλμ που είχε φτιάξει στα κολλεγιακά του χρόνια στο UCLA, με το οποίο είχε μέσα στα χρόνια αναπτύξει κάποιου είδους εμμονή. Ένας φονιάς με το μυαλό του ταραγμένο σκοπεύει να κάνει κάτι πολύ, πολύ κακό. Κάνει ωτοστόπ σε μια γαλάζια Μάστανγκ στη μέση της ερήμου του Joshua Tree και βρίσκεται καθ' οδόν προς τον ανίερο -όσο και ανομολόγητο-  προορισμό του.
Το τζαζ υπόβαθρο και τα ηχητικά εφέ μιας καταιγίδας που πλησιάζει στην εισαγωγή πλαισιώνουν την ιστορία μ' έναν noir απολογισμό ("Into this house we're born, into this world we're thrown, like a dog without a bone, an actor on a loan - Riders on The Storm"), που όμως μετά από μόλις δύο στροφές αλλάζει εντελώς ύφος, καθώς ο ποιητής απευθύνεται στη γυναίκα, περισσότερο ως έννοια, σαν αυτή να κρατά στην αγκαλιά της το μέλλον του κόσμου : "Girl, you gotta love your man - take him by the hand, make him understand - the world on you depends, our life will never end.".
Η αποφώνηση έρχεται με μια απόκοσμα μετέωρη εκφορά του τίτλου, καθώς το πιάνο του Μanzarek σβήνει μέσα στην καταιγίδα. Το τελευταία ηχογράφημα που θα ακούσει ποτέ ο κόσμος απ' τον Jim Morrison.
Μαζί του, η Pamela Courson διατηρούσε από το '65, μια συναινετικά «ανοικτή», αλλά εξαρχής θυελλώδη σχέση, με ατέρμονους καυγάδες, απιστίες, βία και παθιασμένες επανενώσεις. Τα Χριστούγεννα του '70 η σύντομη επιστροφή της δίπλα του στο L.A. είχε λίγο απ' όλα αυτά, μόνο που περίσσευε η ηρωίνη. Το Φεβρουάριο του 1971, εκείνη επέστρεψε στο Παρίσι, ανανεώνοντας τον έρωτά της για τον κόμη Jean de Breteuil, τον 21χρονο κληρονόμο μιας τεράστιας περιουσίας, με ροπή προς τη σαδιστική βία και την ηρωίνη, που διασκέδαζε με το να κυκλοφορεί στον περίγυρο των σταρ και να απολαμβάνει ό,τι μπορούσε από σάρκα, χάπια, σκόνες και διασημότητα, μοστράροντας το κύριο προσόν του: το να ταΐζει τον ροκ περίγυρο, ιδίως τις γυναίκες, με ηρωίνη μέχρι κωματώδους αναισθησίας.


Ο Morrison, επιδιώκοντας ο ίδιος να ξεφύγει από την κατηφόρα αναζήτησε -μέσα στο αυτοκαταστροφικό του vertigo-συναισθηματική σταθερότητα στην Pamela και έμπνευση στο σαφώς πιο μποέμ, λιγώτερο απαιτητικό και περισσότερο πνευματώδες τοπίο των Παρισίων, πατρίδας των μεγάλων ποιητών και των κινηματογραφιστών, με άλλα λόγια των ηρώων του. Αποφάσισε να πάει στο Παρίσι να μείνει μαζί της. Ήξερε για τον de Breteuil και πάντοντε αηδίαζε με τον ανθρώπινο συρφετό που  περιστοίχιζε την Παμ, αλλά ακουμπούσε στο άρρηκτο δέσιμό τους που μ' όλα τα σκαμπανεβάσματα, είχε αντέξει στο χρόνο. Βοήθησε στην απόφασή του και ο δικηγόρος του, Max Fink. Αν τυχόν η κατ' έφεσιν δίκη στο Μαϊάμι πήγαινε στραβά, εκτός από τα σίδερα, θα έβλεπε και την Πολιτεία να του κατάσχει το διαβατήριο, οπότε η Pam θα γινόταν μια μακρινή ανάμνηση. Το να έφευγε, δήθεν «για ταξίδι», από τις Ηνωμένες Πολιτείες πριν προσδιοριστεί η δίκη δεν ήταν καθόλου άσχημη ιδέα.

Κι ενώ το άλμπουμ με τον τίτλο "L.A. Woman" και το μπορντώ εξώφυλλο με τις στρογγυλεμένες γωνίες ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει, ο Morrison έφθανε στο Παρίσι στα μέσα Μαρτίου του 1971. Εθισμένος στην κοκαίνη, στα Marlboro, τα Gauloises και το σκληρό αλκοόλ σε τεράστιες ποσότητες. Εγκαταστάθηκε μαζί με την Pamela αρχικά στο χλιδάτο "Hotel George V", λίγο καιρό μετά στο "L' Hotel" στην οδό «Καλών Τεχνών» και κατέληξε μέσα στον Απρίλιο σ' ένα πολυτελώς επιπλωμένο διαμέρισμα, στον τρίτο όροφο μιας ενός κτιρίου στην Rue Beautreillis. Ακριβώς τις μέρες εκείνες o William Friedkin ολοκλήρωνε τα γυρίσματα για τον «Άνθρωπο από τη Γαλλία», την ταινία που πραγματευόταν το ταξίδι της ηρωίνης από τη Γαλλία προς την Αμερική, μέσα από κέντρα της μαφίας στη Μασσαλία και το Παρίσι. Ο χρονισμός δεν ήταν δραματουργικός, ήταν όσο πιο πραγματικός γινόταν. Το Παρίσι ξεχείλιζε από ηρωίνη και περισσότερο απ' οποιοδήποτε σημείο, τα «ροκ κλαμπ» του.
Οι τελευταίοι μήνες της ζωής του Morrison στο Παρίσι, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένα φωτεινά διαλείμματα, ήταν εκτός ελέγχου. Συναναστρεφόταν με έναν χαλαρό κύκλο διανοουμένων και είχε κοντά του περισότερο τη νεαρή «βοηθό» της Pamela, παρά την ίδια. Όποτε εκείνη δεν έφευγε για να τέρψει την ανάγκη της δίπλα στον de Breteuil, έκανε απόπειρες αυτοκτονίας και, στις πιο υγιείς στιγμές της, τον κακοποιούσε συναισθηματικά, αποκαλώντας τον «τεμπέλη» και ψέγοντάς τον για τη «ραθυμία» και την αποχή του από το να γράφει μουσική. Το ταξίδι στο Παρίσι δεν είχε καταφέρει να τον εξαγνίσει. Είχε πάει εκεί για να γράψει ποίηση, θέλοντας να αφήσει τη ζωή του ροκ τραγουδιστή οριστικά πίσω του. Όσο κατάφερνε να παραμείνει ξύπνιος και ήρεμος έμοιαζε μ' έναν ντροπαλό αμερικανό φοιτητή σε διακοπές. Όταν όμως ξεκινούσε με το μπουκάλι προχωρούσε στις σκόνες, γινόταν μέσα σε λίγες ώρες μια απασφαλισμένη ανθρώπινη βόμβα.
Η κατάσταση της υγείας του δεν ήταν καθόλου καλή. Είχε συχνές αιμοπτύσεις, άσθμα, ήταν δυσκίνητος και το βλέμμα του είχε κάτι απ' αυτό που διακρίνεται σ΄όσους έχουν πάρει, καίτοι ζώντες, το δρόμο χωρίς γυρισμό.
Δεν έχει τελικά μεγάλη σημασία τί ακριβώς συνέβη την νύχτα της 2ης προς την 3η Ιουλίου του 1971. Αν μετά από μια - ακόμη - έξοδο γεμάτη αλκοόλ και ηρωίνη παραπονέθηκε στην Πάμελα για αδιαθεσία και εκείνη τον βρήκε τις πρωϊνές ώρες νεκρό, μέσα στη γεμάτη ζεστό νερό μπανιέρα. Ή, αν έχοντας απροσδόκητα αλλάξει ντήλερ, ένας από τους ανθρώπους του de Breteuil (που καυχιόταν, το σκουλήκι, ότι είχε «σκοτώσει την Janis Joplin» με μια «δική του» δόση, κάτι μήνες πριν) του πλάσσαρε κάτι αφύσικο που τον έστειλε, αφήνοντάς τον κόκκαλο μέσα στην τουαλέττα του "Rock N' Roll Circus", απ΄όπου οι μπράβοι και ο μαγαζάτορας (όπως καταγράφουν αυτόπτες με σατανικές, επώνυμες, λεπτομέρειες σε διάφορα «απομνημονεύματα», δεκαετίες μετά) τον φυγάδευσαν νεκρό προς το διάμερισμα της Pamela, για να αποφύγουν το σκάνδαλο και το σίγουρο κλείσιμο του "Circus". Αυτοψία δεν έγινε και η ταφή του ήταν εσπευσμένη, ενώ ελάχιστοι είδαν το πτώμα. Στο διαμέρισμα βρέθηκε το ταλαιπωρημένο σημειωματάριό του. Στην τελευταία σελίδα, εκείνο το βράδυ είχε γράψει: "Last words, Last words. out. Regret for wasted nights & wasted years - I pissed it all away - American Music".
Ο James Douglas Morrison είχε διαλέξει να συναντήσει τους ήρωές του, οι περισσότεροι ποιητές, συγγραφείς και δημιουργοί, όλοι νεκροί σε μικρή ηλικία. Ίσως γιατί είχε προλάβει να ζήσει χίλιες πλήρεις ζωές μέσα στην τελεταία του πενταετία, φορτίο βαρύ κι απάνθρωπο για να το αντέξει κανείς, όταν είναι 27 στην αυγή της δεκαετίας του '70. Σίγουρα, πάντως, γιατί είχε προλάβει να ζήσει, όπως κάθε κοινός θνητός ονειρεύεται, «Κατά τον Δαίμονα Εαυτού».


Υ.Γ.: Η Pamela πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης στις 25 Απριλίου του 1974, μέσα στο διαμέρισμα που μοιραζόταν με δύο άνδρες, στο Λος Άντζελες. Ήταν κι αυτή 27 ετών. Αν και δεν παντρεύτηκε ποτέ με τον Morrison, χρησιμοποιούσε το όνομά του συχνά. Αφ΄ότου πέθανε, οι συγγενείς της ξεκίνησαν έναν μακρύ δικαστικό αγώνα για να αναγνωριστεί η συμβίωσή τους ως γάμος και να μπορέσουν να βάλουν χέρι στην τεράστια περιουσία που θα απέρεε από τα πνευματικά του δικαιώματα. Εν μέρει το κατάφεραν, μέχρι το 1979, όταν ήλθαν σε συμβιβασμό με τους γονείς του Morrison και διαμοίρασαν όλα τα περιουσιακά του στοιχεία.

Υ.Γ.: Δεν έχουν όλες οι ιστορίες καλό τέλος, αλλά είναι χρήσιμο να έχει κανείς υπ' όψιν του ότι αυτό το ατάλαντο, υπερφίαλο νεόπλουτο ερπετό, ο κόμης Jean de Breteuil σούταρε την τελευταία του, υπερβολική, δόση λίγους μήνες μετά τον Morrison, κάπου στην Taγγέρη. Ήταν - δεν ήταν 22.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου