
Rory Gallagher: Τριάντα χρόνια ροκ αγρυπνίας
Ο Ιούνης προχωρά και ενώ άλλοι μετράνε μπάνια και βουτιές στην παραλία, άλλοι πιο μερακλήδες μετράνε γεύσεις από λιωμένα παγωτά. Υπάρχει και μια ξεχωριστή κατηγορία ανθρώπων που μέσα στον ιδρώτα του Ιουνίου προσθέτουμε ένα χρόνο ακόμα από την ημέρα που μας άφησε ο κιθαρίστας της διπλανής πόρτας, ο κιθαρίστας του απλού κοσμάκη.
Είναι μερικά από τα ονόματα που συνόδευσαν τον Rory Gallagher καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του παρέα με το αμίμητο “ο καλύτερος κιθαρίστας που δεν άκουσες ποτέ”. Δε σχολιάζω το πρώτο μέρος της πρότασης αλλά όχι και ότι δεν τον ακούσαμε ποτέ. Εδώ στην Ελλάδα τιμάται ακόμα και τώρα σε κάθε λογής μαγαζί με χαμηλό φωτισμό και δυνατά ηχεία γιατί ο Έλληνας ροκάς “εξαπανέκαθεν” λατρευε τον βιρτουόζο με τη Fender Stratocaster. Φέτος στις 14 του μήνα φτάσαμε τα 30 χρόνια. Τριάντα ολόκληρα χρόνια και με κάνει να νιώθω ότι δεν τον έχουμε πενθήσει όσο θα έπρεπε. Ένα μοναδικό συναίσθημα που το νιώθω κυρίως όταν φεύγουν νέοι άνθρωποι και μη μου πείτε ότι 47 χρόνια ζωής είναι πολλά.
Δε μπορώ να μιλήσω για τον Ιρλανδό ως άνθρωπο, ό,τι έχω διαβάσει με κάνει περήφανο που έχει συντροφεύσει κατά καιρούς τις ημέρες και φυσικά τις νύχτες μου. Εδώ είμαι για να μιλήσω για κάποια τραγούδια του με αυτά τα ελάχιστα που σκαμπάζω. Όλοι γνωρίζουν το “Moonchild” και το “Shadowplay”, έχουν τιμηθεί πολλάκις στα διάφορα μπαρ και κλαμπ. Για όσους τώρα τον γνωρίζουν σκέφτηκα να σας τον συστήσω μέσα από 10 συνθέσεις που αγαπάω εξίσου και παραμένουν στη σκιά των φημισμένης λίστας του. Παραγνωρισμένα διαμάντια, που ποτέ δεν διεκδίκησαν τη λάμψη αλλά κουβαλούν το ίδιο βάθος με τις πιο γνωστές του στιγμές. Αγέραστα όλα τους, περιμένουν υπομονετικά σε μια γωνία του χρόνου για να τα γνωρίσετε και να σας δείξουν το ανεξίτηλο αποτύπωμα και τη σπανιότητα του δημιουργού τους. Εξάλλου η μουσική του Rory Gallagher υπήρξε — και παραμένει — κάτι σπάνιο: ανεπιτήδευτη, ειλικρινής, γεμάτη ανθρωπιά. Και αυτή η ανθρωπιά είναι ίσως το πιο πολύτιμο αποτύπωμα που άφησε πίσω του.
I Fall Apart (1971)
Ξεκίνημα με… ελεύθερη πτώση στα εσώψυχα μιας ιρλανδέζικης καρδιάς ερωτευμένης άνευ όρων και ορίων όπως υποδηλώνεται στο “I Fall Apart”. Ο πρωταγωνιστής – ίσως και ο ίδιος ο Rory – καταρρέει (fall apart) βαθιά εξαντλημένος εν μέσω της εύθραυστης ψυχικής του κατάστασης και των “παιχνιδιών” του άλλου του μισού. Του συμπεριφέρεται με το συναίσθημα μιας γάτας που παίζει με ένα κουβάρι από σπάγκο αν και ο ίδιος επιμένει να ζει και να αναπνέει για τις ελάχιστες στιγμές που θα αντικρίσει το πρόσωπό της, ξεστομίζοντας όρκους αιωνιότητας (Till the end of time you'll be on my mind, I don't mind waiting for your love for time I've got plenty of).
Η άνευ όρων παράδοση διακρίνεται στη φωνή του Rory. Τραγουδά σχετικά χαμηλόφωνα, μελαγχολικά σε απόλυτη σύμπνοια με το structure του τραγουδιού που ξεκινά με αργό τέμπο και κορυφώνεται στα τελευταία λεπτά όταν τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνει η Fender του αναβλύζοντας λάμψη δεξιοτεχνίας, σε μια σύνθεση που θέλει να αποφύγει τέτοια μονοπάτια.
Είναι μια φωνή που εκπνέει παλιά τσιγάρα, αγάπη που συνειδητά μπαγιατεύει και την απογοήτευση ανθρώπων που σπανίως εκμυστηρεύονται σε άλλους όσα νιώθουν. Το “I Fall Apart” από το σόλο ντεμπούτο του πίσω στο 1971 δύσκολα σε αφήνει χωρίς το στεναγμό ενός έρωτα ανεκπλήρωτου που ωστόσο εξακολουθεί να σε πληγώνει για όλους τους λάθος λόγους. Σου έχει αφήσει τα σημάδια του όπως μια λασκαρισμένη βρύση αφήνει επίμονα τις σταγόνες της στο νεροχύτη ενός άδειου διαμερίσματος μέσα στη σιωπή της μοναχικής νύχτας.
Crest of a Wave (1971)
Την ίδια χρονιά ο Gallagher κυκλοφορεί και το “Deuce”, αποδεικνύοντας πόσο ασυγκράτητος συνθετικά ήταν αν και πιστεύω πως το ντεμπούτο που έφερε το ονοματεπώνυμό του, το “μαγείρευε” από τις εποχές των Taste. Τι να πρωτοδιαλέξει κανείς από το “Deuce” αλλά είπαμε, εδώ ψάχνουμε για τα “δευτερά” του, αν υπάρχουν τέτοια σε άλμπουμ του Rory Gallagher, Θεός φυλάξοι.
Το “Crest of a Wave” ρίχνει την αυλαία προσπαθώντας να μας δείξει πως είναι η θέα από την κορυφή του κύματος. Με τέτοιο τίτλο θα περίμενε κανείς ένα γκαζάτο κομμάτι γεμάτο εκρήξεις και κορυφώσεις. Αντ’ αυτού είναι χτισμένο γύρω από ένα επαναλαμβανόμενο riff και με ένα κιθαριστικό solo που κλέβει την παράσταση, με το Rory να αφηγείται με τον κάπως κυματιστό ήχο της εξάχορδης, δίνοντας υπόσταση στο υπαρξιακό στιχουργικό μέρος. Στο feeling βοηθάει σημαντικά και η τζαμαριστή διάθεση που αναδύεται από το κουαρτέτο. Με τα ερωτήματα υπαρξιακού χαρακτήρα σε βάζει σε μια “ήπια ζάλη” και σε κάνει να νιώθεις ότι έχεις δέκατα σε μια ηλιοκαμένη παραλία. Ο αέρας είναι καθαρός και μυρίζει ιώδιο αλλά μέσα σου γεννιέται το ερώτημα: νιώθεις πραγματικά όμορφα; είσαι ευτυχισμένος;
Walk on Hot Coals (1973)
Το 1973 βρίσκει τον Rory να είναι Αναστενάρης κάπου στη Μακεδονία. Όλα να τα περιμένεις από τους Ιρλανδούς αλλά όχι, ο ιερέας της εξάχορδης μόλις έχει κυκλοφορήσει τον τρίτο του σόλο δίσκο. Ο άτιμος δε μασάει και τοποθετεί πρώτο πρώτο στο “Blueprint” το επτάλεπτο παρακαλώ “Walk on Hot Coals” (εξ’ ου και τα κάρβουνα). Είναι ένα τραγούδι γεννημένο για να αυτοσχεδιάζεις ατελείωτα και δεν είναι τυχαίο που στις live εμφανίσεις το τέντωνε αμετανόητα και το απογείωνε άφοβα στα 12 λεπτά. Ο ανεβαστικός ρυθμός (12/8) και τα slides της Fender γλιστράνε στα κατάμαυρα στο χρώμα του κάρβουνου σοκάκια του Σικάγο και των μπλουζ ήχων του. Στο ίδιο μήκος κύματος και το ηχητικό αποτέλεσμα του “Walk on hot coals” μόνο που ο Ιρλανδός καταφέρνει να βγάλει συγχρόνως “μπίχλα” και καθαρότητα, ενδεχομένως να έχει παίξει το ρόλο της και η απουσία πολλών εφέ.
Διαχρονικός μαέστρος σε ένα άσμα που σε συνάρτηση με τους στίχους σε έχει σε μια κατάσταση διαρκούς επιφυλακής σα να πατάς πάνω σε αναμμένα κάρβουνα. Ένας ύμνος για τον λαουτζίκο που θα παλέψει με νόμιμους και μη τρόπους για να βγάλει καμιά έξτρα πεντάρα και στο τέλος μένει πανί με πανί. Νιώθει ότι είναι κερδισμένος στο έρωτα ωστόσο κατατρώγεται από την ανασφάλεια να μη του χτυπήσει την πόρτα η “γκίνια” και του καταστρέψει το καλό μισό της ζωής του.
Ο Rory Gallagher δεν απευθύνθηκε ποτέ στη νεολαία των glam κοστουμιών και του glitter που κυριαρχούσε στις αρχές των 70’ς. Άνθρωπος που ανέβαινε στη σκηνή με το χιλιοφορεμένο τζινάκι του και την καταιδρωμένη Stratocaster, ένα δίδυμο που έμοιαζε να έχει επιζήσει από καμιά δεκαριά πολέμους και “συγκρούσεις” σε διάφορα venues γεμάτα αμέτρητα μπουκάλια Guinness, έπαιζε μουσική για ένα εντελώς διαφορετικό κοινό.
They don’t make them like you anymore (1973)
Νοσταλγεί εδώ ο Rory. Στον τομέα των ρυθμών και στυλ φαίνεται να πηγαίνει πίσω στις πρώτες μέρες του rock & roll όταν αυτό χρωματίζονταν με swing πινελιές, εποχές που ο Chuck Berry και ο Elvis Presley έκαναν τα πρώτα τους βήματα ή μάλλον χορευτικά κουνήματα. Πεντακάθαρη και μαζί θαμπωμένη από την κάπνα η barroom ατμόσφαιρα με το πιανάκι στο βάθος να συνοδεύει, ενώ το παιχνιδιάρικο ύφος διαπνέει όχι μόνο το συγκρότημα αλλά και τη φωνή του Ιρλανδού που προσπαθεί ίσως και σκόπιμα να μη τη φορτώσει συναισθηματικά.
Διακρίνεις μια αγνή νοσταλγία δίχως ίχνος ειρωνείας ή σαρκασμό. Εξυψώνει μια παρουσία που είχε μεγάλη αξία για τον ίδιο, τραγουδώντας σε λαϊκή μετάφραση πως “αφού σε έπλασαν, έσπασαν το καλούπι” (And when they made you they made sure they threw away the mould). Είναι αυτό που θα συνέβαινε αν έβλεπε μπροστά του να γίνεται παρανάλωμα και το τελευταίο βινύλιο των επιρροών που του δίδαξαν πως να «χορεύει» με την αγαπημένη του Fender (μεταξύ αυτών και του προαναφερθέντα Chuck Berry) με την βραδιά της αγρυπνίας τους να γίνεται σε κάποιο ημιυπόγειο μπαράκι κάπου στην κομητεία του Κορκ.
Bought and Sold (1975)
Το οργισμένο συναίσθημα της εκμετάλλευσης και της προδοσίας περιγράφεται με τον καλύτερο τρόπο από την πένα που ελέγχεται από μια ιρλανδέζικη καρδιά στο “Bought and Sold” του όχι τόσο λαϊκά αποδεκτού “Against the Grain”. Θα είναι ο πρώτος δίσκος που έγραψε για τη νέα του εταιρεία, την Chrysalis. Τόσο στο χώρο του rock όσο και στις ανθρώπινες σχέσεις η απώλεια της ακεραιότητας ήταν καθημερινό φαινόμενο θα μπορούσε να πει κανείς. Εκφράζει με τρόπο την ανάγκη του να πάρει απόσταση από την ύπαρξη που τον πρόδωσε αφήνοντας και ένα ισχυρό μήνυμα πως ο θύτης τώρα πετάει στα σύννεφα αλλά σύντομα θα προσγειωθεί απότομα.
Αν μιλάμε για εμπορική εκμετάλλευση τότε ο Rory Gallagher ίσως νιώθει και σαν “προϊόν”, συναίσθημα που τραυματίζει τον κάθε καλλιτέχνη. Το νιώθεις όταν ακούς τον Gallagher να τονίζει τις λέξεις “Bought” και “Sold”. Προφέρονται με βάρος, σαν να έχουν σκαλιστεί βαθιά σε μια προσωπική εμπειρία προδοσίας με τη φωνή του καθ’ όλη τη διάρκεια να κουβαλά μια ήρεμη οργή αλλά και πίκρα.
Κινούμενο κλασσικοροκάδικα με το μπαρόβιο ύφος της εποχής, σηκώνει πολύ μπέρμπον σα να αποκοιμιεσαι σκνίπα στο μεθύσι πάνω σε μια αμερικάνικη μπάρα με το ανεπανάληπτο συναίσθημα του πουλημένου και αγορασμένου να σε βαραίνει.
Edged in Blue (1976)
Το 1976 ο Gallagher δε το έβαλε κάτω επανήλθε θριαμβευτικά με το “Calling Card”, ένα δίσκο – ορόσημο και για πολλούς τη μεγαλύτερη δισκογραφική του επιτυχία. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η παρουσία του Roger Glover πίσω από την κονσόλα και στο ρόλο του παραγωγού. Ο αέρας του πληκτροφόρου θρύλου των Deep Purple έδωσε ένα αποτέλεσμα εκλεπτυσμένο δίχως να χάνεται η γνησιότητα της μουσικής ταυτότητας του πρωταγωνιστή μας.
Τόσες πολλές “σειρήνες” εντούτοις εμείς θα επιλέξουμε το “Edged in Blue” με την αξέχαστη μελωδία, αληθινό στολίδι που κλέβει την παράσταση. Λειτουργεί και σαν αντίβαρο στις πιο ηλεκτρισμένες στιγμές του “Calling Card”. Το προτελευταίο τραγούδι της έκτης κυκλοφορίας για τον κύριο Gallagher δε κινείται σε χαμηλούς ρυθμούς αλλά σχεδόν καλπάζει με την κιθάρα να ζωγραφίζει παραμένοντας ονειρικά μελωδική μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.
Ίχνος “βρωμιάς” και ακούς τη Fender να συνομιλεί με τον ερμηνευτή, συμφωνώντας σε όλα αυτά που περιγράφει σε ένα ταγκό ανάμεσα στον πόθο και την προσμονή. Όλοι γνωρίζουν πως το “blue” δεν εκφράζει απλώς ένα χρώμα. Είναι το μελαγχολικό συναίσθημα που ποτίζει κάθε στίχο αγκαλιάζοντας και πάλι τον Gallagher σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρει και να καλέσει κοντά τον έρωτα της ζωής του (Here I am, where are you?All my days are edged in blue).
Double Vision (1982)
Τα 80’s καλωσόρισαν τον μέγα μάγιστρο της Fender με το πρώτο από τα τρία τελευταία του δισκογραφικά πονήματα. Στο “Jinx” του 1982 δεν είχε ανάγκη να σταυρώσει τα δάχτυλα για να μη γρουσουζέψει το σερί των επιτυχημένων κυκλοφοριών. Ωστόσο καθυστέρησε κάπως για να βρει την αναγνώριση που του αρμόζει ίσως λόγω συγκυρίας και αλλαγής μουσικού κλίματος με το punk και το heavy metal να θερίζουν τα ηχεία των teenagers. Το “Double Vision” είναι ένα από τα τραγούδια που θα σε διασκεδάσουν και το driving rock riff του θα σε αρπάξει από το γιακά όπως θα σε άρπαζε ένας μπάτσος αν πετούσες μολότωφ σε πορεία.
Δεν απομακρύνεται από το μπαρόβιο ύφος, υποβοηθούμενο και από τη λιτή αλλά σφιχτή ενορχήστρωση και αν ψάξεις για κάποια αλλαγή αυτή θα την εντοπίσεις όπως είναι φυσικό στην παραγωγή. Μη ξεχνάμε, είχαμε μπει στα 80’s. Η συνήθεια του να γράφει στίχους για το γυναικείο πληθυσμό και με γυναίκες στον κεντρικό ρόλο δεν έπαυσε, με την ηρωίδα του “Double Vision” να τον αποσυντονίζει με τους τρόπους και τη συμπεριφορά της αφήνοντάς τον αιωρούμενο σε μια strange condition ανάμεσα στην έλξη και τη σύγχυση (Tell me, darling, what you're trying to do, you give me double vision, strange condition when you act that way).
The Devil made me do it (1982)
Κι αν στο “Double Vision” ήταν μπερδεμένος, στο “The Devil made me Do it” παρουσιάζεται σίγουρος και με τη δικαιολογία στην άκρη της γλώσσας: “O Διάβολος με έβαλε”, μια φράση χιλιοχρησιμοποιημένη και βαθιά ριζωμένη στη λαϊκή κουλτούρα για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάποιος ρίχνει την ευθύνη για τις πράξεις του σε εξωτερικές σκοτεινές δυνάμεις — στην περίπτωση αυτή, στο "Κακό" καθεαυτό.
Παρουσιάζεται η διττή φύση του ανθρώπου — η επιθυμία να είναι «καλός» και η έλξη προς το «κακό», τον πειρασμό, την καταστροφή. Υπέκυψε στον πειρασμό, αλλά δεν παίρνει όλη την ευθύνη πάνω του σε ένα διαολεμένα uptempo κομμάτι. Κιθάρα και rhythm section κρατούν μια σχεδόν «δαιμονική» ένταση που δε θα μπορούσε να μη ταιριάξει απόλυτα με το θέμα. Ταξιδεύουμε στις ξέγνοιαστες ημέρες του rock & roll αλλά με πιο έντονη παραμόρφωση. Πιο συγκεκριμένα είναι μια εξομολόγηση με παραμόρφωση. Είναι σχεδόν βιβλικό αλλά με μπουκάλια Jameson και Guiness διάσπαρτα. Είναι το ηχητικό αντίστοιχο του να οδηγείς με 200 χιλιόμετρα την ώρα ανακαλώντας κάθε λάθος του παρελθόντος και μετά να τα επαναλαμβάνεις από την αρχή διότι “the devil drove me to it ‘till I had no chance at all”.
Road To Hell (1987)
Το έβλεπε να έρχεται ήδη από τα 80’s, το προφήτευσε το αναπόφευκτο τέλος του λίγα χρόνια πριν τον εγκαταλείψει το σώμα του οριστικά και αμετάκλητα τον Ιούνιο του 1994. Το απόλυτα εξομολογητικό τραγούδι του Rory Gallagher, ένα από τα πλέον συγκλονιστικά τεκμήρια της ψυχικής του κατάστασης θα το απολαύσεις στο δίσκο “Defender” του 1987. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη με ένα φορτισμένο συναισθηματικά Gallagher να παραδέχεται δίχως ωραιοποίηση πως φρένο δεν υπάρχει και είναι πολύ αργά για το οποιοδήποτε χέρι βοηθείας (Can't stop the train and flames get higher, too late to save me). Ένα “Road to Hell” σκοτεινά ηλεκτρισμένο με το blues βάθος της πολυετούς εμπειρίας του Rory. Κάθε παίξιμο του riff μοιάζει να “στρίβει” τα σωθικά του ίδιου του κομματιού και όχι απλά των χορδών. Η υγρασία της βροχερής ατμόσφαιρας μεταφέρει την ηττοπάθεια του μπλουζ των 80’s.
Αντιθέτως η φωνή του στέκεται στεντόρεια με μια εσωτερική ένταση που μοιάζει να ξεχειλίζει, αρνούμενη να δεχθεί το επερχόμενο τέλος. Προχωράει εμπρός παρά τα παραπατήματα και τις πτώσεις (so many times I've tripped and fell) εν μέρει γιατί γνωρίζει πως πίσω δρόμος δεν υπάρχει, ούτε δυνατότητα επιστροφής. Το "Road to Hell" δεν είναι τραγούδι για διασκέδαση. Πώς να είναι όταν εδώ έχεις να κάνεις με το μονόλογο ενός ανθρώπου που κουβαλά μέσα του την κόλαση και απλώς συνεχίζει να παίζει ψάχνοντας να βρει την ελευθερία μακριά από τις αλυσίδες και τους φραγμούς που προσπαθούν να του επιβάλλουν ίσως και για το καλό του αν αναφερόμαστε στο αλκοόλ (They tried to keep me on a long thin chain. Thanks, but no thanks just the same)
Για τον Rory, η κιθάρα και τα τραγούδια του δεν ήταν μόνο καλλιτεχνική έκφραση. Ήταν εξομολόγηση. Ήταν και ψυχανάλυση και το "Road to Hell" είναι ένα από αυτά τα παραδείγματα. Είναι το μουσικό ισοδύναμο του να ξυπνάς σε ένα φτηνό ξενοδοχείο στις 3 το μεσημέρι με πονοκέφαλο από τα καφάσια Guiness που έχεις κατεβάσει χωρίς την παραμικρή ιδέα πού πήγαν τα λεφτά και οι φίλοι σου. Ο Rory Gallagher είχε επιβιβαστεί με no regrets πολύ πιο πριν σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή αλλά και χωρίς κάθαρση.
For the Last Time (1971)
Για πάμε για μια τελευταία γύρα, μια τελευταία γουλιά από τις γνωστές πια καθαρτικές μελωδίες, επιστέφοντας στην αρχή, στο σημείο μηδέν, εκεί που ο Gallagher έβγαζε το πόδι του από την ασφάλεια ενός συγκροτήματος και το βουτούσε στα απάτητα νερά μιας solo καριέρας. Τι πιο ταιριαστό από ένα τραγούδι αποχαιρετισμού, ίσως του οριστικού σε μια σχέση. Διότι τέτοιο ακριβώς είναι το “For the Last Time”. Ο Rory εδώ δεν παίζει blues. Τα κουβαλάει λες και του τα ράψανε στην πλάτη με βελόνα το στοιχειωμένο λαρύγγι του Lead Belly και κλωστή τη βαριά ανάσα του Howlin’ Wolf.
Εμείς βέβαια με την εξάλεπτη μπλουζιά που βρίσκεται κάπου στη μέση του ντεμπούτου του, δε βάζουμε τελεία σε έναν κύκλο απογοήτευσης και προδοσίας τραγουδώντας επαναλαμβανόμενα “For the Last Time” όπως ο ήρωας στους στίχους. Τον φαντάζομαι να παίζει μπλουζ σε ένα δωμάτιο ολομόναχος με προίκα τα μισά του υπάρχοντα και τη μισή του ψυχή. Είναι αυτό το ιρλανδικό μπλουζ που κουβαλάει μέσα του λάσπη και αλμύρα, βγαλμένο όχι από τα μπλουζ της Νέας Ορλεάνης, αλλά από τα βροχερά δρομάκια του Μπέλφαστ. Αντιθέτως εμείς σηκώνουμε τις μπύρες ψηλά, κατεβάζουμε ένα ακόμα pint εις μνήμην ενός σπουδαίου μουσικού που έφυγε τόσο πρόωρα και νιώθουμε ένα είδος απελευθέρωσης. Μόνο μουσικοί σαν τον Rory Gallagher έχουν τη δύναμη να σου το μεταφέρουν αυτό.
Γιώργος Γράντης
Ροή

Sammy Hagar: "I Never Said Goodbye"
